πώς: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(35)
(4)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=πῶς ΝΜΑ<br /> <b>1.</b> (στην [[αρχή]] ευθείας ερώτησης με [[τροπική]] [[σημασία]] προκειμένου να δηλώσει [[απορία]], [[έκπληξη]], θαυμασμό, [[δυσαρέσκεια]], [[αμφιβολία]]) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την [[αίτηση]];» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση [[ταλαιπωρία]]!» γ. «πώς μιλάς [[έτσι]];» δ. «πῶς τούτ' ἔλεξας;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>2.</b> στην [[αρχή]] πλάγιας ερώτησης [[αντί]] του αναφορικού όπως (α. «αγωνίζεται πώς να τά βγάλει [[πέρα]]» β. «[[μένω]] δ' ἀκοῡσαι πῶς ἀγὼν κριθήσεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> χρησιμοποιείται: α) σε [[συνεκφορά]] με το <i>δεν</i> για να δηλώσει έντονη [[απορία]] («πώς δεν έπεσες να σκοτωθείς;»)<br /> β) με [[υποτακτική]] για να δηλώσει [[κάτι]] το δυσχερές ή το αδύνατο («πώς να τα βγάλει [[πέρα]] με έναν [[μισθό]];»)<br /> γ) για να δηλώσει έντονη [[συναίνεση]], [[αντί]] του <i>βεβαιότατα</i> («πώς! θέλει και [[ερώτημα]];»)<br /> δ) ως ερωτηματικό [[μόριο]], [[αντί]] του <i>τί</i>, για την [[επανάληψη]] ενός λόγου που δεν ακούστηκε καλά<br /> <b>2.</b> για ποιον λόγο, [[γιατί]] («πώς το έκανες αυτό;»)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> «έκανε πώς και πώς (ή πώς και τί)» — λέγεται για να δηλώσει: α) [[μεγάλη]] [[λαχτάρα]], [[αναμονή]], [[αγωνία]] («έκανε πώς και πώς για να τόν δει»)<br /> β) [[επιδίωξη]] με [[κάθε]] [[μέσο]] («έκανε πώς και πώς για να τόν [[πείσει]]»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> χρησιμοποιείται: α) σε διάλογο με [[επανάληψη]] λέξης ή φράσης, που έχει ήδη λεχθεί, για [[διασάφηση]], [[εξήγηση]] («μὴ [[δίκαιος]] ὤν. — Πῶς μὴ [[δίκαιος]];», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) με μόρια, όπως το <i>πῶς ἄν</i>.... ; ή το <i>πῶς κε</i>(<i>ν</i>)... ;, για να δηλώσει [[ευχή]]<br /> γ) με ευκτική για να δηλώσει [[επιθυμία]] («πῶς ἄν οὖν πρὸς τοῑς ἀγαθοῑς τούτοισιν ἐξεύροις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> δ) σε [[συνεκφορά]] με το δὲ για να δηλώσει έντονη [[αντίρρηση]] («πῶς δὲ σύ νῡν μέμονας, κύον ἀδεές... ;», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> ε) ως [[επιφώνημα]] («πῶς [[παραχρῆμα]] ἐξηράνθη... !», ΚΔ.)<br /> στ) με ρήματα που δηλώνουν [[πώληση]], που έχει τη [[σημασία]]: σε ποια [[τιμή]], πόσο («πῶς ὁ σῑτος [[ὤνιος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> «πῶς ἄρα... ;» και «πῶς οὖν... ;» και «πῶς οὖν ἄν... ;» — με ποιον τρόπο [[λοιπόν]], και [[έπειτα]]; («πῶς οὖν τόθ' [[οὗτος]] ὁ σοφὸς οὐκ ηὔδα [[τάδε]];», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) «πῶς γάρ... ;» και «καὶ πῶς» — [[γιατί]] πώς [[είναι]] δυνατόν να... («καὶ πῶς, ὦ Σώκρατες, [[τέρας]] γὰρ ἄν εἴη ὅ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) «πῶς δή;» και «πῶς γὰρ δή;» και «πῶς [[δῆτα]];» — με ποιον τρόπο μα την [[αλήθεια]]... («πῶς δή; δίδαξον τοὺς δικάζοντας [[τάδε]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> δ) «πῶς καί;» και «πῶς δὲ καί;» — με ποιον τρόπο ακριβώς («πῶς καὶ νιν ἐξεπράξατ';», <b>Ευρ.</b>)<br /> ε) «πῶς δοκεῑς;»<br /> (σε διάλογο ως παρενθετική [[φράση]]) ι) (με ερώτημ. σημ.) με ποιον τρόπο, [[λοιπόν]], νομίζεις... ;<br /> ii) ([[χωρίς]] ερωτημ. σημ.) [[λίαν]], [[πάρα]] πολύ («οἱ δ' ἐγκατακείμενοι παρ' αὐτῷ πῶς δοκεῑς τὸν Πλοῡτον ἠσπάζοντο», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῶς</i>].
|mltxt=πῶς ΝΜΑ<br /> <b>1.</b> (στην [[αρχή]] ευθείας ερώτησης με [[τροπική]] [[σημασία]] προκειμένου να δηλώσει [[απορία]], [[έκπληξη]], θαυμασμό, [[δυσαρέσκεια]], [[αμφιβολία]]) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την [[αίτηση]];» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση [[ταλαιπωρία]]!» γ. «πώς μιλάς [[έτσι]];» δ. «πῶς τούτ' ἔλεξας;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>2.</b> στην [[αρχή]] πλάγιας ερώτησης [[αντί]] του αναφορικού όπως (α. «αγωνίζεται πώς να τά βγάλει [[πέρα]]» β. «[[μένω]] δ' ἀκοῡσαι πῶς ἀγὼν κριθήσεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> χρησιμοποιείται: α) σε [[συνεκφορά]] με το <i>δεν</i> για να δηλώσει έντονη [[απορία]] («πώς δεν έπεσες να σκοτωθείς;»)<br /> β) με [[υποτακτική]] για να δηλώσει [[κάτι]] το δυσχερές ή το αδύνατο («πώς να τα βγάλει [[πέρα]] με έναν [[μισθό]];»)<br /> γ) για να δηλώσει έντονη [[συναίνεση]], [[αντί]] του <i>βεβαιότατα</i> («πώς! θέλει και [[ερώτημα]];»)<br /> δ) ως ερωτηματικό [[μόριο]], [[αντί]] του <i>τί</i>, για την [[επανάληψη]] ενός λόγου που δεν ακούστηκε καλά<br /> <b>2.</b> για ποιον λόγο, [[γιατί]] («πώς το έκανες αυτό;»)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> «έκανε πώς και πώς (ή πώς και τί)» — λέγεται για να δηλώσει: α) [[μεγάλη]] [[λαχτάρα]], [[αναμονή]], [[αγωνία]] («έκανε πώς και πώς για να τόν δει»)<br /> β) [[επιδίωξη]] με [[κάθε]] [[μέσο]] («έκανε πώς και πώς για να τόν [[πείσει]]»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> χρησιμοποιείται: α) σε διάλογο με [[επανάληψη]] λέξης ή φράσης, που έχει ήδη λεχθεί, για [[διασάφηση]], [[εξήγηση]] («μὴ [[δίκαιος]] ὤν. — Πῶς μὴ [[δίκαιος]];», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) με μόρια, όπως το <i>πῶς ἄν</i>.... ; ή το <i>πῶς κε</i>(<i>ν</i>)... ;, για να δηλώσει [[ευχή]]<br /> γ) με ευκτική για να δηλώσει [[επιθυμία]] («πῶς ἄν οὖν πρὸς τοῑς ἀγαθοῑς τούτοισιν ἐξεύροις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> δ) σε [[συνεκφορά]] με το δὲ για να δηλώσει έντονη [[αντίρρηση]] («πῶς δὲ σύ νῡν μέμονας, κύον ἀδεές... ;», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> ε) ως [[επιφώνημα]] («πῶς [[παραχρῆμα]] ἐξηράνθη... !», ΚΔ.)<br /> στ) με ρήματα που δηλώνουν [[πώληση]], που έχει τη [[σημασία]]: σε ποια [[τιμή]], πόσο («πῶς ὁ σῑτος [[ὤνιος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> «πῶς ἄρα... ;» και «πῶς οὖν... ;» και «πῶς οὖν ἄν... ;» — με ποιον τρόπο [[λοιπόν]], και [[έπειτα]]; («πῶς οὖν τόθ' [[οὗτος]] ὁ σοφὸς οὐκ ηὔδα [[τάδε]];», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) «πῶς γάρ... ;» και «καὶ πῶς» — [[γιατί]] πώς [[είναι]] δυνατόν να... («καὶ πῶς, ὦ Σώκρατες, [[τέρας]] γὰρ ἄν εἴη ὅ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) «πῶς δή;» και «πῶς γὰρ δή;» και «πῶς [[δῆτα]];» — με ποιον τρόπο μα την [[αλήθεια]]... («πῶς δή; δίδαξον τοὺς δικάζοντας [[τάδε]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> δ) «πῶς καί;» και «πῶς δὲ καί;» — με ποιον τρόπο ακριβώς («πῶς καὶ νιν ἐξεπράξατ';», <b>Ευρ.</b>)<br /> ε) «πῶς δοκεῑς;»<br /> (σε διάλογο ως παρενθετική [[φράση]]) ι) (με ερώτημ. σημ.) με ποιον τρόπο, [[λοιπόν]], νομίζεις... ;<br /> ii) ([[χωρίς]] ερωτημ. σημ.) [[λίαν]], [[πάρα]] πολύ («οἱ δ' ἐγκατακείμενοι παρ' αὐτῷ πῶς δοκεῑς τὸν Πλοῡτον ἠσπάζοντο», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῶς</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πώς:''' ион. [[κῶς]] adv. энкл. как-либо, в известном отношении, некоторым образом: [[ἄλλως]] π. Xen. как-нибудь иначе; [[μόγις]] π. Plat. с некоторым усилием; ὧδέ π. Xen. приблизительно так; [[τεχνικῶς]] π. Xen. с известным искусством; μὴ γένοιτό π.! Aesch. да не случится это!
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

et πως;
adv. encl.
de quelque façon, en quelque manière, d’ord. en un sens d’atténuation : τοιαῦτα… πώς ATT à peu près de telles choses ; ὦδε πως XÉN à peu près ainsi ; ἄλλως πως XÉN de qqe autre manière ; πράσσοντές πως ταῦτα THC faisant à peu près ainsi ; après les conj. conditionnelles ou les négations : εἴ πως ATT ; αἴ πως OD si de qqe manière ; οὔ πως IL, OD ou en un seul mot οὔπως (q.v.) ; μή πωςμήπως (q.v.) en aucune façon.
Étymologie: *πός.

English (Autenrieth)

enclitic indef. adv., somehow, in some way; if in any way, perchance, perhaps; w. neg., by no means.

English (Strong)

adverb from the base of πού; an enclitic particle of indefiniteness of manner; somehow or anyhow; used only in composition: haply, by any (some) means, perhaps. See εἴ πως, μήπως. Compare πῶς.

English (Thayer)

(ρ) Rho: the practice of doubling rho ρ (after a preposition or an augment) is sometimes disregarded by the Mss, and accordingly by the critical editors; Song of Solomon , too, in the middle of a word; see ἀνατιρήπτω, παραρέω, ῤαβδίζω, ῤαντίζω, ῤαπίζω, ῤίπτω, ῤύομαι, etc.; cf. Winer s Grammar, § 13,1b.; Buttmann, 32 (28f); WH s Appendix, p. 163; Tdf. Proleg., p. 80. Recent editors, L T (cf. the Proleg. to his 7th edition, p. cclxxvi.), Kuenen and Cobet (cf. their Praef., p. xcvi.), WH (but not Treg.), also follow the older manuscripts in omitting the breathings from ῥρ in the middle of a word; cf. Lipsius, Grammar. Untersuch., p. 18f; Greg. Corinth. edition Bast, p. 782 f; in opposition see Donaldson, Greek Gram., p. 16; Winer's Grammar, 48 (47). On the smooth breathing over the initial rho ῥ when rho begins two successive syllables, see Lipsius as above; WH. as above, pp. 163,170; Kühner, § 67 Anm. 4; Göttling, Accent, p. 205 note; and on the general subject of the breathings cf. the Proleg. to Tdf. edition 8, p. 105f and references there. On the usagee of modern editions of the classics cf. Veitch, see under the words, ῤάπτω, ῤέζω, etc.]

Greek Monolingual

πῶς ΝΜΑ
1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ. «πώς μιλάς έτσι;» δ. «πῶς τούτ' ἔλεξας;», Αισχύλ.)
2. στην αρχή πλάγιας ερώτησης αντί του αναφορικού όπως (α. «αγωνίζεται πώς να τά βγάλει πέρα» β. «μένω δ' ἀκοῡσαι πῶς ἀγὼν κριθήσεται», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. χρησιμοποιείται: α) σε συνεκφορά με το δεν για να δηλώσει έντονη απορία («πώς δεν έπεσες να σκοτωθείς;»)
β) με υποτακτική για να δηλώσει κάτι το δυσχερές ή το αδύνατο («πώς να τα βγάλει πέρα με έναν μισθό;»)
γ) για να δηλώσει έντονη συναίνεση, αντί του βεβαιότατα («πώς! θέλει και ερώτημα;»)
δ) ως ερωτηματικό μόριο, αντί του τί, για την επανάληψη ενός λόγου που δεν ακούστηκε καλά
2. για ποιον λόγο, γιατί («πώς το έκανες αυτό;»)
3. φρ. «έκανε πώς και πώς (ή πώς και τί)» — λέγεται για να δηλώσει: α) μεγάλη λαχτάρα, αναμονή, αγωνία («έκανε πώς και πώς για να τόν δει»)
β) επιδίωξη με κάθε μέσο («έκανε πώς και πώς για να τόν πείσει»)
αρχ.
1. χρησιμοποιείται: α) σε διάλογο με επανάληψη λέξης ή φράσης, που έχει ήδη λεχθεί, για διασάφηση, εξήγηση («μὴ δίκαιος ὤν. — Πῶς μὴ δίκαιος;», Σοφ.)
β) με μόρια, όπως το πῶς ἄν.... ; ή το πῶς κε(ν)... ;, για να δηλώσει ευχή
γ) με ευκτική για να δηλώσει επιθυμία («πῶς ἄν οὖν πρὸς τοῑς ἀγαθοῑς τούτοισιν ἐξεύροις», Αριστοφ.)
δ) σε συνεκφορά με το δὲ για να δηλώσει έντονη αντίρρηση («πῶς δὲ σύ νῡν μέμονας, κύον ἀδεές... ;», Ομ. Ιλ.)
ε) ως επιφώνημα («πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη... !», ΚΔ.)
στ) με ρήματα που δηλώνουν πώληση, που έχει τη σημασία: σε ποια τιμή, πόσο («πῶς ὁ σῑτος ὤνιος», Αριστοφ.)
2. φρ. «πῶς ἄρα... ;» και «πῶς οὖν... ;» και «πῶς οὖν ἄν... ;» — με ποιον τρόπο λοιπόν, και έπειτα; («πῶς οὖν τόθ' οὗτος ὁ σοφὸς οὐκ ηὔδα τάδε;», Σοφ.)
β) «πῶς γάρ... ;» και «καὶ πῶς» — γιατί πώς είναι δυνατόν να... («καὶ πῶς, ὦ Σώκρατες, τέρας γὰρ ἄν εἴη ὅ λέγεις», Πλάτ.)
γ) «πῶς δή;» και «πῶς γὰρ δή;» και «πῶς δῆτα;» — με ποιον τρόπο μα την αλήθεια... («πῶς δή; δίδαξον τοὺς δικάζοντας τάδε», Αισχύλ.)
δ) «πῶς καί;» και «πῶς δὲ καί;» — με ποιον τρόπο ακριβώς («πῶς καὶ νιν ἐξεπράξατ';», Ευρ.)
ε) «πῶς δοκεῑς;»
(σε διάλογο ως παρενθετική φράση) ι) (με ερώτημ. σημ.) με ποιον τρόπο, λοιπόν, νομίζεις... ;
ii) (χωρίς ερωτημ. σημ.) λίαν, πάρα πολύ («οἱ δ' ἐγκατακείμενοι παρ' αὐτῷ πῶς δοκεῑς τὸν Πλοῡτον ἠσπάζοντο», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (βλ. λ. πο-) + επιρρμ. κατάλ. -ῶς].

Russian (Dvoretsky)

πώς: ион. κῶς adv. энкл. как-либо, в известном отношении, некоторым образом: ἄλλως π. Xen. как-нибудь иначе; μόγις π. Plat. с некоторым усилием; ὧδέ π. Xen. приблизительно так; τεχνικῶς π. Xen. с известным искусством; μὴ γένοιτό π.! Aesch. да не случится это!