σκέπτομαι: Difference between revisions
δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours
(Autenrieth) |
(37) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=imp. σκέπτεο, aor. ἐσκέψατο, [[part]]. σκεψάμενος: [[take]] a [[view]], [[look]] [[about]]; ἐς, [[μετά]] τι, αἴ κεν, at or [[after]] [[something]], -to see [[whether]], etc., Il. 17.652; trans., [[look]] [[out]] [[for]], Il. 16.361. | |auten=imp. σκέπτεο, aor. ἐσκέψατο, [[part]]. σκεψάμενος: [[take]] a [[view]], [[look]] [[about]]; ἐς, [[μετά]] τι, αἴ κεν, at or [[after]] [[something]], -to see [[whether]], etc., Il. 17.652; trans., [[look]] [[out]] [[for]], Il. 16.361. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ και [[σκέφτομαι]] Ν<br /><b>1.</b> [[κάνω]] σκέψεις, [[διανοούμαι]], [[συλλογίζομαι]], [[διαλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]] (α. «θα το σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ [[πολλάκις]] ἐσκεψάμην», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. του παθ. παρακμ.) <i>εσκεμμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που γίνεται [[μετά]] από [[σκέψη]], [[πρόθεση]] ή [[προμελέτη]], [[σκόπιμος]] (α. «πρόκειται για εσκεμμένη [[ενέργεια]]» β. «[[πάντα]] ἐσκεμμένα ἡτοίμασται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[κατά]] νου, [[προσχεδιάζω]], [[προτίθεμαι]], [[σκοπεύω]] (α. «[[σκέπτομαι]] να [[κάνω]] ένα [[ταξίδι]]» β. «[[σκέπτομαι]] να πουλήσω το [[οικόπεδο]]»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] βυθισμένος σε σκέψεις, [[είμαι]] [[σκεπτικός]], [[είμαι]] συλλογισμένος («Αντώνη μου τί σκέφτεσαι κι' είσαι συλλογισμένος;», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκέπτομαι]] άρα [[υπάρχω]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> η πρώτη [[πρόταση]] [[πάνω]] στην οποία στήριξε τη [[φιλοσοφία]] του ο [[Γάλλος]] [[φιλόσοφος]] Ντεκάρτ και προκάλεσε αποφασιστική [[στροφή]] στη νεώτερη [[σκέψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[ολόγυρα]], [[κυρίως]] [[μακριά]], έχοντας τα χέρια [[πάνω]] από τα μάτια, [[κατοπτεύω]] («σκεψάμενος δ' ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ' ἑτέρους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρατηρώ]], [[παρακολουθώ]] με [[προσοχή]], [[κατασκοπεύω]] («τοὺς... Καρχηδονίους ἐκβάντας σκέπτεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]] («σκέψασθε, παῑδες<br />οὐχ ὁρᾱθ'; ὥρα νέα, [[χελιδών]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]], [[διερευνώ]] («σκέπτεσθαι τῷ δακτύλῳ τι», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> [[στρέφω]] την [[προσοχή]] ή τη [[σκέψη]] μου σε [[κάτι]], [[παρατηρώ]] με [[σκέψη]], έχω ή [[λαμβάνω]] υπ' όψιν («σκέψασθε τὴν τύχην δυοῑν βροτοῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κρίνω]], [[συμπεραίνω]] («σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[νομίζω]], [[υπολογίζω]] ότι [[κάτι]] [[είναι]] [[έτσι]] ή [[αλλιώς]] («καλλίω θάνατον σκεψάμενος ἀπαλλάτου τοῡ βίου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[προνοώ]] («σκεπτόμεθα τ'αναγκαῑ' ἑκάστης ἡμέρας», Φιλήμ.)<br /><b>9.</b> [[προετοιμάζω]], [[προμελετώ]], [[προσχεδιάζω]] («[[σκέπτομαι]] λόγους», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σκέπτομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκεπ</i>-<i>jομαι</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κλέ</i>-<i>πτ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>spek</i>- «[[κατασκοπεύω]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]]» (με [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων -<i>π</i>- και -<i>κ</i>-) και αντιστοιχεί με λατ. <i>specio</i> «[[βλέπω]], [[παρατηρώ]]» (από όπου προέρχονται πολλές λ. τών νεώτερων γλωσσών, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>speculate</i>, <i>special</i>, γαλλ. <i>spectateur</i>, <i>spectacle</i>, γερμ. <i>Spiegel</i> <b>κ.λπ.</b>), αρχ. ινδ. <i>paśyati</i> «[[βλέπω]]», γερμ. <i>spahen</i> «[[κατασκοπεύω]]». Το ρ. [[σκέπτομαι]] αποτελεί πιθ. παρ. κάποιου ονοματικού τ., αμάρτυρου στην Ελληνική (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>spaś</i>-, αβεστ. <i>spas</i>-). 'Εχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η [[ρίζα]] <i>sp</i>-<i>ek</i>- ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sep</i>- «[[ασχολούμαι]], [[τιμώ]]» του ρ. <i>ἕπω</i> (Ι) «[[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]». Το ρ. [[σκέπτομαι]] χρησιμοποιείται με την ειδικότερη σημ. «[[προσπαθώ]] να δω [[κάτι]], [[κατασκοπεύω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σκοπός]], [[σκοπή]], [[σκοπιά]]), απ' όπου προήλθε και η σημ. «[[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[συλλογίζομαι]], [[εξετάζω]]» και [[έτσι]] διακρίνεται από τα συγγενή σημασιολογικώς ρ. [[βλέπω]] και <i>ὁρῶ</i>. Ο νεοελλ. τ. [[σκέφτομαι]], με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κλέπτης]]: [[κλέφτης]], [[πταίω]]: [[φταίω]]). Από το ρ. [[σκέπτομαι]], [[τέλος]], παράγεται πιθ. και ο τ. [[σκώψ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
Il.17.652, Thgn.1095, and Ion., Hdt.3.37, al., Hp.Prog.2, Herod.7.92; but Att. writers (before Arist.) hardly ever have the pres. and impf. σκέπτομαι, ἐσκεπτόμην (exc. Pl.La.185b, Alc.2.140a; in Th.8.66, Bauer restored plpf. προὔσκεπτο), but use σκοπῶ or σκοποῦμαι as pres., and take the other tenses from σκέπτομαι, fut.
A σκέψομαι Ar.Pax 29, Th.6.40, etc.; aor. ἐσκεψάμην A.Ch.229, S.Aj.1028, E.Ion 206 (lyr.), Th.6.38, etc.; pf. ἔσκεμμαι E.Heracl.147, Hp.VM24, etc.: cf. σκοπέω:—but the pf. is used also in pass. sense, as also some other tenses, v. infr. 11.4. I look about carefully, spy, σκεψάμενος δ' ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ' ἑταίρους Od. 12.247; so σκέψασθε δ' ἐς τόνδ' E.Hipp.943: c. acc., σκέπτετ' ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων he looked after the whistling of the darts (so as to shun them), Il.16.361; σκέπτεο δὴ νῦν ἄλλον Thgn.1095; σκεπτόμενος τοὺς νεκρούς Hdt.3.37; σκέψαι . . βόστρυχον τριχός look well at it, A.Ch.229; τὴν ἔγχελυν Ar.Ach.889; κλόνον E.Ion206 (lyr.); τὰ ἔνδον X.HG4.4.8; τιν' ἐς δὲ μωρίαν ἐσκεμμένοι looking into you and seeing . ., E.Heracl.147: folld. by an Interrog., σκέπτεο νῦν... αἴ κεν ἴδηαι Il.17.652; σ. πόθεν ἡ στάσις, ἢ τίς ὁ θρύλλος Batr.135; τί εἴη τὸ κωλῦον X.An.4.5.20; εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων ib.7.3.42: abs., look at, examine, Hdt.4.196; σκέψασθε, παῖδες look, lads! Ar.Eq.419. 2 examine, τῷ δακτύλῳ τι Hp.Nat.Mul.7. II later of the mind, view, examine, consider, σκέψασθε . . τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν S.Aj.1028; σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον Id.OT584; ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην Th.6.38, etc.; τὸ δίκαιον E.Or.494; μηδὲν ἐσκέφθαι δίκ. D.21.192; πρὸς ἑαυτόν τι Pl.Phd.95e; ἐκ τῶνδε σκέψαι from these facts, X.Mem.2.6.38, cf. D.2.17; περί τινος Pl.La.185c, Cra.401a; σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων judge by what children do, Ar.Pl.576; ἐν σοὶ σκεψώμεθα Pl.Sph. 239b: abs., σκέψασθέ νυν ἄμεινον E.Or.1291; σκεψώμεθα δή Ar.Th. 802; σκέψασθε δέ· only consider, to call people's attention to a point, Antipho 6.41, Th.1.143: folld. by a clause with οἷος, ὁποῖος, ὡς, A. Pr.1014, S.Tr.1077, E.IA1377, etc.; by ὅτῳ τρόπῳ, Th.1.107; by πῶς... πόθεν... πότερον . . ἤ . ., X.An.4.5.22, 5.4.7, 3.2.20, etc.; by εἰ, consider whether or no, S.El.442, Ar.Pax 29, Eq.1141, X.An.3.2.22; in full, σ. τοῦτο, εἰ . . S.OT584; τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ σκεπτόμεθα Arist.EN1103b28. 2 rarely, think or deem a thing to be so and so, καλλίω θάνατον σκεψάμενος Pl.Lg.854c. 3 think of beforehand, provide, σκεπτόμεθα τἀναγκαῖ' ἑκάστης ἡμέρας Philem.120; τὸ συμφέρον Pl.R.342a; prepare, premeditate, λόγους D.24.158; εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένος ἥκει Id.1.1: c. inf., plan, Th.8.63. 4 pf. in pass. sense, πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται with consideration, Id.7.62; σκοπεῖτε οὖν. Answ. ἔσκεπται Pl.R.369b, cf. X.HG3.3.8, D.21.191, 61.7: also 3 fut. Pass. ἐσκέψεται Pl.R.392c; aor. ἐσκέφθην, ες τὸ σκεφθῆναι for observation, Hp.de Arte 11; aor. 2 and fut. 2 ἐσκέπην (ἐπ-) , σκεπήσομαι (ἐπι-), LXX Nu.1.19, 1 Ki.20.18.
German (Pape)
[Seite 892] um sich sehen, sich umsehen, umherblicken, nach Etwas, bes. aus der Ferne, indem man die Hand vor die Augen hält, vorsichtig oder spähend umherblicken; σκέπτετ' ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων, er schau'te sich um nach dem Rauschen, Il. 16, 361; σκέπτεο νῦν, εἴ κεν ἴδηαι, schau dich um, ob du etwa siehst, 17, 652; auch ἐς νῆα, μεθ' ἑταίρους, Od. 12, 247. Bei den Tragg. nicht im praes., vgl. Elmsl. zu Eur. Heracl. 148; σκέψαι δέ, οὶός σε χειμὼν ἔπεισι, Aesch. Prom. 1016, vgl. Ch. 228; σκέψαι δ' ὁποίας ταῦτα συμφορᾶς ὕπο πέπονθα, Soph. Tr. 1066, betrachten, τὴν τύχην, Ai. 1007, σκέψαι τὴν σὴν ἐλπίδα, Eur. Herc. Eur. 295, auch σκέψασθε εἰς τόνδε, Hipp. 943; τίν' εἰς σὲ μωρίαν ἐσκεμμένον, Heracl. 148; Ar. Pax 29 Eccl. 749; in Prosa, wo auch das praes. selten ist (s. σκοπέω) und außer Plat. Lach. 185 b Alc. II, 140 a erst bei Sp. vorkommt ἰκατεσκέπτετο Pol. 3, 94, 71; ἔδοξε σκέψασθαι, ὅτῳ τρόπῳ ἀσφαλέστατα διαπορεύσονται, Thuc. 1, 107; auch absol., eingeschoben, σκέψασθε δέ, ib. 143; das perf. in passiver Bdtg, πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται, 7, 62, wie Plat. Rep. II, 369 b; u. dah. auch fut. ἐσκέψεται = es wird erforscht sein, III, 392 c; ἐσκεμμένα λέγειν, Xen. Hell. 3, 3, 8; wie ἔσκεπται, Arist. gen. et interit. 1, 2, ὡς ἐσκεμμένα καὶ παρεσκευασμένα πάντα λέγω, Dem. 21, 191, wo gleich darauf ἐσκέφθαι neben μεμελετηκέναι in activer Bdtg folgt, die auch sonst vorherrscht, wie Plat. Prot. 317 b 339 b; ὅτι τὴν φύσιν ἔσκεπται καὶ τὴν αἰτίαν ὧν πράττει, Gorg. 501 a; δοκεῖς γάρ μοι αὐτός τε ἐσκέφθαι τὰ τοιαῦτα καὶ παρ' ἄλλων μεμαθηκέναι, Crat. 428 b; πρὸς ἑαυτόν τι σκεψάμενος, bei sich überlegend, Phaed. 95 e, wie κοινῇ σκεψάμενοι πρὸς ὑμᾶς αὐτούς, Tim. 20 b; σκεψομένους, πῶς ἔχοιεν, Xen. An. 4, 5, 22; πόθεν ἂν λάβοιτε, 5, 4, 7; πότερον – ἤ, 3, 2, 20 u. oft; οὐκ ήμέληκας, ἀλλ' ἔσκεψαι, Mem. 3, 6, 13; εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένος ἤκει τις, Dem. 1, 1. – Ein aor. pass. ἐσκέπην, gemustert werden, findet sich bei LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σκέπτομαι: Ὅμ., Θέογν., καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις· ἀλλ’ οἱ Ἀττ. (πρὸ τοῦ Ἀριστ.) σχεδὸν οὐδαμοῦ ἔχουσι τὸν ἐνεστ. καὶ παρατ. σκέπτομαι, ἐσκεπτόμην (Πλάτ. Λάχ. 185C, Ἀλκ. 2. 140Α εἶναι ἐξαιρέσεις· παρὰ Θουκ. 8. 66, ὁ Elmsl. διώρθωσεν ὑπερσ. προΰσκεπτο)· - οἱ Ἀττικοὶ χρῶνται τῷ σκοπῶ ἢ σκοποῦμαι ὡς ἐνεστ., ἐν ᾧ τοὺς λοιποὺς χρόνους παραλαμβάνουσιν ἀείποτε ἐκ τοῦ σκέπτομαι, - δηλ. μέλλ. σκέψομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 29, Θουκ. 6. 40, κτλ.· ἀόρ. ἐσκεψάμην Αἰσχύλ. Χο. 229, Σοφ., Εὐρ., Θουκ., κλπ· πρκμ. ἔσκεμμαι, Εὐρ., Πλάτ., κλπ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 148, πρβλ. σκοπέω· - ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται καὶ ἐπὶ παθ. σημασίας ὡς καὶ τινες ἄλλοι χρόνοι, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΠ παράγονται ὡσαύτως τὰ σκοπή, σκοπιά (καὶ ἴσως σκόπελος), σκοπός, σκώψ· πρβλ. Λατ. spec-io (pro-spicio, κτλ.), spec-ula, spec-ulum, spec-to· Σανσκρ. spa← (speculor), spa←-as (speculator)· Ζενδ. spa← (speculor)· Ἀρχ. Σκανδ. spâ (Σκωτ. spae, προλέγω)· Ἀρχ. Γερμ. speh-ôm, spâh-i (prudens. callidus)· κτλ.). Ι. βλέπω ὁλόγυρα, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ, ὡς κατάσκοπος κυττάζω, κατασκοπεύω, σκεψάμενος δ’ ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ’ ἑταίρους Ὀδ. Μ. 247· οὕτω, σκέψασθαι δ’ ἐς τόνδ’ Εὐρ. Ἱππ. 943· μετ’ αἰτ., σκέπτετ’ ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων, ἦτο προσεκτικὸς εἰς τὸ σύριγμα τῶν βελῶν ὥστε νὰ ἀποφεύγῃ αὐτά, Ἰλ. Π. 361· σκέπτεο δὴ νῦν ἄλλον Θέογν. 1095· σκεπτόμενος τοὺς νεκροὺς Ἡρόδ. 3. 37· σκέψαι ... βόστρυχον τριχός, παρατήρησον καλῶς, Αἰσχύλ. Χο. 230· τὴν ἔγχελυν Ἀριστοφ. Ἀχ. 889· κλόνον Εὐρ. Ἴων 206· τὰ ἔνδον Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 8· τιν’ ἐς σὲ μωρίαν ἐσκεμμένοι, παρατηροῦντές σε καὶ βλέποντες ..., Εὐρ. Ἡρακλ. 147· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, σκέπτεο νῦν ... αἴ κεν ἴδηαι Ἰλ. Ρ. 652· σκ. πόθεν ἡ στάσις, ἢ τίς ὁ θρῦλος Βατραχομυομ. 135· τί εἴη τὸ κωλῦον Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 20· εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων αὐτόθι 7. 3, 42· - ἀπολ., παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, ἐξετάζω, κατασκοπεύω, σκέπτεσθαι Ἡρόδ. 4. 196· εἰς τὸ σκεφθῆναι, πρὸς παρατήρησιν, ἔρευναν, Ἱππ. 6. 43· σκέψαι, «κύτταξε» Αἰσχύλ. Χο. 229, κτλ.· σκέψασθε, παῖδες, προσέξατε, παιδιά! Ἀριστοφ. Ἱππ. 419. ΙΙ. βραδύτερον ἐπὶ τοῦ νοῦ, παρατηρῶ διὰ τοῦ νοῦ, ἐξετάζω. κρίνω, σκέψασθε ... τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν Σοφ. Αἴ. 1028· σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 584· ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην Θουκ. 6. 38, κτλ.· τὸ δίκαιον Εὐρ. Ὀρ. 494· μηδὲν ἐσκέφθαι δίκαιον Δημ. 576. 27· τι πρὸς ἑαυτὸν Πλάτ. Φαίδων 95Ε· τι ἐκ τῶν δε, ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ γεγονότων τούτων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 38, Δημ. 23. 1· ὡσαύτως, περί τινος Πλάτ. Λάχ. 185C, Κρατ. 401Α· - ἀπολ., σκέψασθε νῦν ἄμεινον Εὐρ. Ὀρ. 1291· σκεψώμεθα δὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 802· σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων, κρίνω ἐξ ἐκείνων τὰ ὁποῖα πράττουσιν οἱ παῖδες, Ἀριστοφ. Πλ. 570· ἐν σοὶ σκεψώμεθα Πλάτ. Σοφ. 239Β· - σκέψασθε δέ· μόνον σκέφθητε ..., δι’ οὗ διεγείρεται ἡ προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν, Ἀντιφῶν 146. 10, Θουκ. 1. 143· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διὰ τοῦ οἷος, ὁποῖος, ὅπως, ὡς, Αἰσχύλ. Πρ. 1015, Σοφ. Τρ. 1077, Εὐρ. Ι. Α. 1377, κτλ.· διὰ τοῦ ὅτῳ τρόπῳ, Θουκ. 1. 107· διὰ τῶν πῶς ..., πόθεν ..., πότερον .. ἢ ..., Ξεν. Ἀν. 4. 5, 22., 5. 4, 7., 3. 2, 20, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ. ἔνθα δέον νὰ νοήσωμεν ἢ μή, ἐξετάζω ἄν ... ἢ ὄχι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 29, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 22· πλῆρες: σκ. τοῦτο, εἰ ..., Σοφ. Ο. Τ. 584, πρβλ. Ἠλ. 442, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1141, κτλ.· σκεπτόμεθα τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 2, 1. 2) σπανίως, σκέπτομαι ἢ νομίζω ὅτι πρᾶγμά τι ἔχει οὕτω καὶ οὕτω, καλλίω θάνατον σκεψάμενος Πλάτ. Νόμ. 854C. 3) σκέπτομαι περί τινος ἐκ τῶν προτέρων, προνοῶ, τἀναγκαῖα ἑκάστης ἡμέρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 28· τὸ ξυμφέρον Πλάτ. Πολ. 342Α· παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, προμελῶ, προσχεδιάζω, λόγους Δημ. 749. 18· εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένον ἥκει ὁ αὐτ. 9. 6. 4) ὁ πρκμ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται, μετὰ σκέψεως, μὲ μελέτην, Θουκ. 7. 62· σκοπεῖτε οὖν. Ἀπόκρ. ἔσκεπται Πλάτ. Πολ. 369Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 8, Δημ. 576. 27., 1403. 21· οὕτω γ΄ ἑνικ. μέσ. μέλλ. τετελεσμ. μὲ παθητ. σημασ. ἐσκέψεται, Πλάτ. Πολ. 392C· ἀόρ. ἐσκέφθην Ἱππ. 6. 43· ἀόρ. β΄ καὶ μέλλ. β΄ ἐσκέπην (ἐπ-), σκεπήσομαι (ἐπι-), Ἑβδ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471.
French (Bailly abrégé)
I. f. σκέψομαι, ao. ἐσκεψάμην, pf. ἔσκεμμαι;
1 regarder attentivement, considérer, observer, acc. ; μεθ’ ἑταίρους ἔς τι OD du côté de ses compagnons dans la direction de qch ; ἔς τινα dans la direction de qqn;
2 fig. examiner, méditer, réfléchir : πρὸς ἑαυτόν PLAT en soi-même ; τι ou περί τινος à qch ; avec un relat. : σκ. οἷος ESCHL, τίς XÉN réfléchir ou considérer quel… ; qui… ; σκ. τοὺς ῥήτορας, ὡς εἰσὶ δίκαιοι AR voir les orateurs comme ils sont justes;
3 se préoccuper de, avoir souci de, acc.;
4 p. ext. imaginer en réfléchissant, trouver après réflexion, acc.;
II. avec sign. Pass. (aux temps suiv. : ao. ἐσκέφθην, pf. ἔσκεμμαι, f.ant. ἐσκέψομαι) être examiné, considéré ; ἐσκεμμένα λέγειν XÉN dire des choses réfléchies ; οἰκήματα πρὸς αὐτὸ τοῦτο ἐσκεμμένα ὅπως XÉN maisons disposées à dessein pour cela même.
Étymologie: R. Σκεπ voir ; cf. lat. spec- de speculum, spectrum ; et composés en spic-, adspicio, conspicio, etc.
English (Autenrieth)
imp. σκέπτεο, aor. ἐσκέψατο, part. σκεψάμενος: take a view, look about; ἐς, μετά τι, αἴ κεν, at or after something, -to see whether, etc., Il. 17.652; trans., look out for, Il. 16.361.
Greek Monolingual
ΝΑ και σκέφτομαι Ν
1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα το σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.)
2. (η μτχ. του παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, -η, -ο
αυτός που γίνεται μετά από σκέψη, πρόθεση ή προμελέτη, σκόπιμος (α. «πρόκειται για εσκεμμένη ενέργεια» β. «πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται», Θουκ.)
νεοελλ.
1. έχω κατά νου, προσχεδιάζω, προτίθεμαι, σκοπεύω (α. «σκέπτομαι να κάνω ένα ταξίδι» β. «σκέπτομαι να πουλήσω το οικόπεδο»)
2. είμαι βυθισμένος σε σκέψεις, είμαι σκεπτικός, είμαι συλλογισμένος («Αντώνη μου τί σκέφτεσαι κι' είσαι συλλογισμένος;», δημ. τραγούδι)
3. φρ. «σκέπτομαι άρα υπάρχω»
(φιλοσ.) η πρώτη πρόταση πάνω στην οποία στήριξε τη φιλοσοφία του ο Γάλλος φιλόσοφος Ντεκάρτ και προκάλεσε αποφασιστική στροφή στη νεώτερη σκέψη
αρχ.
1. βλέπω ολόγυρα, κυρίως μακριά, έχοντας τα χέρια πάνω από τα μάτια, κατοπτεύω («σκεψάμενος δ' ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ' ἑτέρους», Ομ. Οδ.)
2. παρατηρώ, παρακολουθώ με προσοχή, κατασκοπεύω («τοὺς... Καρχηδονίους ἐκβάντας σκέπτεσθαι», Ηρόδ.)
3. δίνω προσοχή, προσέχω («σκέψασθε, παῑδες
οὐχ ὁρᾱθ'; ὥρα νέα, χελιδών», Αριστοφ.)
4. εξετάζω, ερευνώ, διερευνώ («σκέπτεσθαι τῷ δακτύλῳ τι», Ιπποκρ.)
5. στρέφω την προσοχή ή τη σκέψη μου σε κάτι, παρατηρώ με σκέψη, έχω ή λαμβάνω υπ' όψιν («σκέψασθε τὴν τύχην δυοῑν βροτοῑν», Σοφ.)
6. κρίνω, συμπεραίνω («σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων», Αριστοφ.)
7. νομίζω, υπολογίζω ότι κάτι είναι έτσι ή αλλιώς («καλλίω θάνατον σκεψάμενος ἀπαλλάτου τοῡ βίου», Πλάτ.)
8. προνοώ («σκεπτόμεθα τ'αναγκαῑ' ἑκάστης ἡμέρας», Φιλήμ.)
9. προετοιμάζω, προμελετώ, προσχεδιάζω («σκέπτομαι λόγους», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκέπτομαι (< σκεπ-jομαι, πρβλ. κλέ-πτ-ω < κλέπ-jω) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα spek- «κατασκοπεύω, παρατηρώ με προσοχή» (με αντιμετάθεση τών συμφώνων -π- και -κ-) και αντιστοιχεί με λατ. specio «βλέπω, παρατηρώ» (από όπου προέρχονται πολλές λ. τών νεώτερων γλωσσών, πρβλ. αγγλ. speculate, special, γαλλ. spectateur, spectacle, γερμ. Spiegel κ.λπ.), αρχ. ινδ. paśyati «βλέπω», γερμ. spahen «κατασκοπεύω». Το ρ. σκέπτομαι αποτελεί πιθ. παρ. κάποιου ονοματικού τ., αμάρτυρου στην Ελληνική (πρβλ. αρχ. ινδ. spaś-, αβεστ. spas-). 'Εχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η ρίζα sp-ek- ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sep- «ασχολούμαι, τιμώ» του ρ. ἕπω (Ι) «ασχολούμαι με κάτι». Το ρ. σκέπτομαι χρησιμοποιείται με την ειδικότερη σημ. «προσπαθώ να δω κάτι, κατασκοπεύω» (πρβλ. σκοπός, σκοπή, σκοπιά), απ' όπου προήλθε και η σημ. «στρέφω την προσοχή μου, συλλογίζομαι, εξετάζω» και έτσι διακρίνεται από τα συγγενή σημασιολογικώς ρ. βλέπω και ὁρῶ. Ο νεοελλ. τ. σκέφτομαι, με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. κλέπτης: κλέφτης, πταίω: φταίω). Από το ρ. σκέπτομαι, τέλος, παράγεται πιθ. και ο τ. σκώψ].