ἄθλιος: Difference between revisions
(CSV import) |
(CSV import) Tag: Reverted |
||
Line 42: | Line 42: | ||
===[[wretched]]=== | ===[[wretched]]=== | ||
Albanian: ngratë; Armenian: դժբախտ; Azerbaijani: bədbəxt; Bulgarian: злочест, нещастен; Chinese Mandarin: 可怜的; Dutch: [[ellendig]]; Estonian: õnnetu; Finnish: kurja, viheliäinen, surkea, onneton; French: [[misérable]]; German: [[sehr schlecht]], [[miserabel]]; Gothic: 𐌰𐍂𐌼𐍃, 𐍅𐌰𐌹𐌽𐌰𐌷𐍃; Ancient Greek: [[ἄθλιος]]; Irish: aimléiseach, aimlithe, ainnis, dearóil; Latin: [[miser]]; Maori: tūreikura; Norwegian Bokmål: kummerlig; Polish: nędzny; Portuguese: [[miserável]]; Romanian: nenorocit, mizerabil; Russian: [[жалкий]], [[несчастный]]; Sanskrit: दीन | Albanian: ngratë; Armenian: դժբախտ; Azerbaijani: bədbəxt; Bulgarian: злочест, нещастен; Chinese Mandarin: 可怜的; Dutch: [[ellendig]]; Estonian: õnnetu; Finnish: kurja, viheliäinen, surkea, onneton; French: [[misérable]]; German: [[sehr schlecht]], [[miserabel]]; Gothic: 𐌰𐍂𐌼𐍃, 𐍅𐌰𐌹𐌽𐌰𐌷𐍃; Ancient Greek: [[ἄθλιος]]; Irish: aimléiseach, aimlithe, ainnis, dearóil; Latin: [[miser]]; Maori: tūreikura; Norwegian Bokmål: kummerlig; Polish: nędzny; Portuguese: [[miserável]]; Romanian: nenorocit, mizerabil; Russian: [[жалкий]], [[несчастный]]; Sanskrit: दीन | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[miserior]]'', [[more wretched]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.75.3/ 7.75.3]. | |||
}} | }} | ||
{{lxth | {{lxth | ||
|lthtxt=''[[miserior]]'', [[more wretched]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.75.3/ 7.75.3]. | |lthtxt=''[[miserior]]'', [[more wretched]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.75.3/ 7.75.3]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 16 November 2024
English (LSJ)
ἀθλία, ἄθλιον, also ἄθλιος, ἄθλιον E.Alc.1038, etc., Att. contr. from ἀέθλιος: (ἄεθλον, ἆθλον):—lit.
A winning the prize or running for the prize (this sense only in Ep. form ἀέθλιος, q.v.).
II metaph., struggling, unhappy, wretched, miserable (this sense only in Att. form ἄθλιος), freq. of persons, A.Th.922, etc.: Comp. ἀθλιώτερος S.OT815,1204: Sup. ἀθλιώτατος E.Ph.1679:—also of states of life, ἄθλιοι γάμοι A.Th.779; βίος, τύχη, E.Heracl.878, Hec.425:—of that which causes wretchedness, ἆρ' ἄθλιον τοὔνειδος; S.OC753, cf. El.1140; πρόσοψις E.Or.952. Adv., τὸν ἀθλίως θανόντα S.Ant.26, cf. E.HF707, etc.
2 in moral sense, pitiful, wretched, Lys.32.13, D.10.43; τίς οὕτως ἄθλιος ὅστις . .; Id.21.66; καὶ γὰρ ἂν ἄ. ἦν, εἰ . . ib.191.
3 without any moral sense, wretched, sorry, θηρσὶν ἄθλιον βοράν E.Ph.1603; ἄθλιος ζωγράφος Plu.2.6f. Adv. ἀθλίως καὶ κακῶς = with wretched success, D.18.145; ζῆν ἀθλίως Philem.203.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. ἀέθλιος sólo en sent. I 1
I 1de competición, de carrera ἵππος Thgn.257, Call.Del.113.
2 dado como premio en los concursos de tragedia τράγος Tz.Comm.Ar.2.465.14.
II 1que se debate en el sufrimiento, desgraciado, digno de lástima A.Th.922, τίς τοῦδέ γ' ἀνδρὸς νῦν ἔτ' ἀθλιώτερος; S.OT 815, cf. 1204, ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης E.Hec.425, βίος ἄθλιος E.Heracl.878, συμφεύξομαι τῷδ' ἀθλιωτάτῳ πατρί E.Ph.1679, ὁ κάκιστος ἀθλιώτατος Pl.R.544a, cf. Grg.470e, Lys.32.13, D.10.43, ὦ ἄθλιε IG 42.121.83 (IV a.C.), τίς οὕτως ἄ. ὅστις ... D.21.66
•en cont. relig. Liber Iann.247
•fig. de un artista malo, digno de lástima ἄ. ζωγράφος Plu.2.6f, ἀ. πόλις ciudad desgraciada D.C.77.22.3.
2 inhumano, miserable, degradante θηρσὶν ἄθλιον βοράν E.Ph.1603, ἄθλιος τύμβος = tumba abandonada E.El.519.
III desastroso, funesto, que trae desgracia γάμοι A.Th.779, ἄ. τοὔνειδος S.OC 753, πρόσοψις E.Or.952.
IV adv. ἀθλίως
1 de manera desgraciada, de manera miserable, de manera digna de lástima τὸν ἀθλίως θανόντα S.Ant.26, μ' ἀ. πεπραγότα E.HF 707, ἀθλίως ζῆν Philem.172, ἀθλίως διάκειμαι Cleom.2.1.423.
2 de manera que causa dolor ἀθλίως σῳστέον tengo que salvarlas por doloroso que me sea E.HF 1385.
• Etimología: Cf. ἆθλος.
German (Pape)
[Seite 47] α, ον, zuweilen fem. ἄθλιος, Eur. Alc. 1043 Hel. 796 Herc. Fur. 100, (ἆθλος), kampf-, mühvoll, unglücklich; bei Trag., Ar. u. in Prosa häufig von Menschen, bes. von schlechten, ungerechten, und Sachen, wie νόσος ἀθλία Antiph. 1, 30, συμφορά, πάθος. Bei Plat. mit ἐλεεινός verb., Gorg. 469 b; mit κακοδαίμων Men. 78 a; im Gegensatz von μακάριος Rep. IX, 571 a; εὐδαίμων Legg. X, 905 b; ἡδυπαθής Xen. Cyr. 7, 5, 74. Die Atticisten ziehen es dem ἀτυχής vor. Bei Dem. verb. mit ἄφρων 19, 173; wie Plut. von einem ζωγράφος ἄθλιος spricht, de educ. lib. 9 M., wie wir auch ein unglücklicher Maler für »schlecht« sagen. – Adv. ἀθλίως, z. B. ἔχειν, Eur. Herc. Fur. 707; διατιθέμενος Plat. Critia. 121 b; διακεῖσθαι Ar. Pl. 80. S. auch ἀέθλιος.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
I. 1 qui lutte, qui souffre, éprouvé, malheureux, misérable;
2 traité misérablement : ἄθλιος τύμβος EUR le tombeau malheureux, càd négligé, privé d'honneurs;
3 fécond en luttes, en misères, pénible;
4 pauvre, chétif, piteux : ἄθλιος ζωγράφος PLUT mauvais peintre;
II. qui fait souffrir, qui cause une souffrance pénible.
Étymologie: ἆθλος.
Russian (Dvoretsky)
ἄθλιος: эп.-ион. ἀέθλιος 3, редко
1 выставляемый на состязание: μῆλον ἀέθλιον Anth. яблоко раздора;
2 бедственный, несчастный, жалкий (ἐλεεινός τε καὶ ἄ. Plat.): τίς τοῦδε τἀνδρός ἐστιν ἀθλιώτερος; Soph. кто несчастнее меня?; ἔχειν ἄθλιον βίον Eur. влачить жалкую жизнь;
3 жалкий, плохой (βορά Eur.; σύγγραμμα Plut.);
4 жестокий, мучительный (ὄνειδος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄθλιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 1038, κτλ.· Ἀττ. συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀέθλιος, (ἄεθλον, ἆθλον) = ὁ τό ἆθλον φερόμενος, κερδαίνων ἢ ἀγωνιζόμενος περὶ αὐτοῦ, (αὕτη ἡ σημ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ ἀέθλιος, ὅ ἴδε). ΙΙ. μεταφορ. ταλαιπωρούμενος, δυστυχής, ἄθλιος, ἐλεεινός. (Ἡ σημασία αὕτη μόνον ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ ἄθλιος)· ἐπὶ προσώπων συχν. ἀπὸ τοῦ Αἰσχύλου καὶ ἐφεξῆς: ― συγκρ. -ιώτερος, Σοφ. Ο. Τ. 815, 1204: ― Ὑπερθ. -ιώτατος, Εὐρ. Φοίν. 1679: ― ἐνίοτε καὶ ἐπὶ βιοτικῶν πραγμάτων: ― ἄθλ. γάμοι, Αἰσχύλ. Θ. 779, Εὐρ.: βίος, τύχη, Εὐρ. Ἡρακλ. 878, Ἑκ. 425: ― ὡσαύτως περὶ τοῦ προξενοῦντος δυστυχίαν, τοῦ αἰτίου τῆς ἐλεεινῆς καταστάσεως, ἆρ’ ἄθλιον τοὔνειδος, Σοφ. Ο. Κ. 753, πρβλ. Ἠλ. 1440· πρόσοψις, Εὐρ. Ὀρ. 952. ― Ἐπίρρ. τὸν ἀθλίως θανόντα, Σοφ. Ἀντ. 26. πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 707. κτλ. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἄξιος οἴκτου, δυστυχής, Δημ. 142. 18· τίς οὕτως ἄθλιος ὥστε…; = τίς εἶναι τόσον ἐλεεινός, ὥστε…; ὁ αὐτ. 536. 7, καὶ γὰρ ἂν ἄθλιος ἦν, εἰ... 576. 18. 3) ἄνευ ἠθικῆς τινος σημασίας, ἄθλιος, φαῦλος, ἐλεεινός, θηρσὶν ἀθλίαν βοράν, Εὐρ. Φοίν. 1603· ἄθλ. ζωγράφος, Πλούτ. 2. 6F: ― Ἐπίρρ. ἀθλίως καὶ κακῶς, = κακὰ καὶ ἄθλια, Δημ. 276. 2· ζῆν ἀθλίως, Φιλήμ. Ἄδηλ. 109.
Greek Monotonic
ἄθλιος: -α, -ον και -ος, -ον, Αττ. συνηρ. από το Επικ. ἀέθλιος (ἄεθλον, ἆθλον)·
I. αυτός που κερδίζει το βραβείο (αυτή η σημασία μόνο σε Επικ. τύπο ἀέθλιος).
II. 1. μεταφ., ταλαιπωρημένος, δυστυχής, ελεεινός (αυτή η σημασία μόνο σε Αττ. τύπο ἄθλιος), λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. -ιώτερος, σε Σοφ.· υπερθ. -ιώτατος, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για εκδηλώσεις, καταστάσεις του βίου, της ζωής· γάμοι, βίος, τύχη, σε Τραγ.· επίρρ. -ίως, ελεεινά, σε Σοφ.
2. με ηθική σημασία, άξιος οίκτου, δυστυχής, σε Δημ.
3. χωρίς καμία ηθική σημασία, άθλιος, ελεεινός, φαύλος· θηρσὶν ἀθλίαβορά, σε Ευρ.· επίρρ. ἀθλίως καὶ κακῶς, κακά και άθλια, με θλιβερή έκβαση, σε Δημ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἄθλιος, -ιον και -ιος, ία, -ιον)
1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.)
2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος
αρχ.
αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + -ιος
αντίθετα προς τον ασυναίρετο τ. ἀέθλιος, που σήμαινε «τον διεκδικητή ή νικητή επάθλου», ο συνηρ. τ. ἄθλιος χρησιμοποιήθηκε στην αττική διάλεκτο με μεταφορική σημ. για να δηλώσει «τον άξιο λύπης, οίκτου, τον ταλαίπωρο», σημασία η οποία προέκυψε από τους μόχθους, την κουραστική προετοιμασία και την αγωνία για την έκβαση του αγώνα. Έχουμε εδώ μια ενδιαφέρουσα σημασιολογική εξέλιξη από τη σημασία του επάθλου και του συναγωνισμού για το έπαθλο στη σημασία του άθλιου, του δυστυχούς, εξέλιξη παρόμοια προς εκείνη που σημειώθηκε στην Ελληνική και κατά τη μετάβαση από τη σημασία του «αγώνα», (ἀγών) και του αναφερόμενου στον αγώνα (ἀγώνιος) στη σημ. του άγχους για τον αγώνα, της ἀγωνίας.
ΠΑΡ. αθλιότητα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αθλιότοπος].
Middle Liddell
Attic contr. of epic ἀέθλιος, see also ἄεθλον, ἆθλον
I. gaining the prize, or running for it (this sense only in epic form) ἵππος ἀεθλίη a race-horse, Theogn.; μῆλον ἀέθλ. the apple of discord, Anth.
II. metaph. struggling, wretched, miserable (this sense only in Attic form), of persons Aesch., etc.: comp. -ιώτερος Soph.: Sup. -ιώτατος Eur.:—also of states of life, γάμοι, βίος, τύχη Trag.: —adv. -ίως, miserably, Soph.
2. in moral sense, pitiful, wretched, Dem.
3. without any moral sense, wretched, sorry, θηρσὶν ἀθλία βορά Eur.:—adv., ἀθλίως καὶ κακῶς with wretched success, Dem.
English (Woodhouse)
distressing, lamentable, melancholy, miserable, mournful, sad, unfortunate, unhappy, wretched
Translations
miserable
Arabic: بَائِس; Moroccan Arabic: مسْكين, مسْكينة; Armenian: դժբախտ; Bulgarian: окаян, злочест; Catalan: trist, desgraciat. miserable; Chinese Cantonese: 悲慘/悲惨, 悲惨, 慘/惨, 惨, 淒慘/凄惨/悽慘/凄惨, 凄惨; Hakka: 悲慘/悲惨, 悲惨, 慘/惨, 惨, 淒慘/凄惨/悽慘/凄惨, 凄惨; Mandarin: 悲慘/悲惨, 慘/惨, 淒慘/凄惨/悽慘/凄惨; Min Nan: 悲慘/悲惨, 悲惨, 淒慘/凄惨/悽慘/凄惨, 凄惨, 慘/惨, 惨; Cornish: moredhek; Czech: nešťastný, bědný; Danish: elendig; Esperanto: mizera; Finnish: kurja; French: misérable; Galician: miserábel; German: elend, erbärmlich, jämmerlich, miserabel; Gothic: 𐍅𐌰𐌹𐌽𐌰𐌷𐍃; Greek: άθλιος; Ancient Greek: ἄθλιος, μέλεος, δύστηνος; Gujarati: દુઃખી, કંગાળ; Haitian Creole: mizerab; Hebrew: אֻמְלָל, מסכן; Hindi: दुःखी, उदास; Hungarian: nyomorult; Icelandic: ömurlegur, ömurleg, ömurlegt; Irish: aimléiseach, ainnis, anóiteach, galair; Japanese: 惨めな, 悲惨な; Korean: 불행한 상황; Latin: miser; Manchu: ᡤᠣᠰᡳᡥᠣᠨ; Maori: tiwhatiwha, kōtonga; Middle English: myschevous; Norman: mînséthabl'ye; Norwegian Bokmål: kummerlig; Old English: earm; Polish: nędzny, nieszczęśliwy; Portuguese: miserável; Romanian: mizerabil, nenorocit, mizer; Russian: несчастный, бедный; Sanskrit: दीन; Scottish Gaelic: brònach; Spanish: miserable; Tocharian B: anās; Vietnamese: khốn khổ; Walloon: mizeråve, pôvriteus, pôvriteuse, minåve; Welsh: penisel
wretched
Albanian: ngratë; Armenian: դժբախտ; Azerbaijani: bədbəxt; Bulgarian: злочест, нещастен; Chinese Mandarin: 可怜的; Dutch: ellendig; Estonian: õnnetu; Finnish: kurja, viheliäinen, surkea, onneton; French: misérable; German: sehr schlecht, miserabel; Gothic: 𐌰𐍂𐌼𐍃, 𐍅𐌰𐌹𐌽𐌰𐌷𐍃; Ancient Greek: ἄθλιος; Irish: aimléiseach, aimlithe, ainnis, dearóil; Latin: miser; Maori: tūreikura; Norwegian Bokmål: kummerlig; Polish: nędzny; Portuguese: miserável; Romanian: nenorocit, mizerabil; Russian: жалкий, несчастный; Sanskrit: दीन
Lexicon Thucydideum
miserior, more wretched, 7.75.3.