περιΐστημι
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
in the trans. tenses (with pf. περιέστακα Pl. Ax. 370d), place round, π. τοὺς ἑαυτοῦ Th. 8.108, etc.; π. στήλην τινί Hdt. 3.24; π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl. Ti. 78c; στράτευμα περὶ πόλιν X. Cyr. 7.5.1; metaph, π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D. 21.123; κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb. 12.15.7; π. ἀγῶνάς τισι Plu. Comp. Ag. Gracch. 5.
bring round, ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν Arist. Pol. 1304a33; εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl. Ax. l.c.; εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε… Heraclid. Pont. ap. Ath. 12.537c; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ' ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε… Isoc. 6.47, cf. Aeschin. 3.82; π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb. 3.8.2; οἴκους εἰς πενίαν π. Hdn. 7.3.5; convert, εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur. Epic 2 p. 51U.; transfer, π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D. 40.20; π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα DH. 3.3. in aor.1 Med., place round oneself, ξυστοφόρων κύκλον X. Cyr. 7.5.41; φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App. BC 3.4. Pass. and Med., with aor.2 (aor.1, v. infr. 2), pf., and plpf. Act.: — stand round about, περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il. 4.532; κῦμα περιστάθη a wave rose around (Epic aor. Pass.), Od. 11.243; περιστῆναι περί τι Pl. Ti. 84e; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib. 76b; οἱ περιεστῶτες the bystanders, Antipho 6.14; ὄχλου πολλοῦ περιστάντος IG4²(1).123.25 (Epid.). c. acc. objecti, encircle, surround, χορὸν περιΐσταθ' ὅμιλος Il. 18.603; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od. 12.356; μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοί (Epic 3 pl. subj. aor.2 for -στῶσι) that their numbers surround me not, Il. 17.95, cf. Od. 20.50; so περιστάντες τὸ θηρίον κύκλῳ Hdt. 1.43, cf. 9.5, A. Fr. 379, Pl. R. 432b; π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι X. Cyr. 3.1.5; metaph, τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th. 4.10, cf. 7.70; τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc. 4.162; χωρὶς τῆς περιστάσης ἂν ἡμᾶς αἰσχύνης D. 3.8; διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin. 3.137; φόβος π. τινά Th. 3.54, cf. D. 18.195. c. dat., περιϊσταμένους τῇ κλίνῃ Pl. Lg. 947b; mostly metaph, come round to one, ἡμῖν… ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th. 1.76; τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys. 2.60; τοῦ πολέμου περιεστηκότος Θηβαίοις D. 16.28; πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id. 19.340; ἀνάγκη π. τινί, c. inf., ib. 212; abs., of circumstances, mostly bad, τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32, cf. Epicur. Sent. 38; οἱ περιεστῶτες καιροί Plb. 3.86.7.
come round, revolve, κύκλῳ Arist. Ph. 217a19; of winds, ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id. Mete. 365a6; of time, περιϊσταμένης τῆς ὥρας Thphr. CP 2.11.2, cf. Hp. Nat. Hom. 7.
come round to, devolve upon, περιειστήκει ὑποψία ἐς τὸν Ἀλκιβιάδην Th. 6.61; νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Ἀθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id. 7.18; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] IG 14.830.8 (Puteoli, ii AD). of events, come round, turn out, esp. for the worse, ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp. Coac. 471 (but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιΐσταντο = became dropsical, Id. Epid. 3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη fortune was so completely reversed, Th. 4.12; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ it turned out quite contrary for him, Id. 6.24, cf. Lys. 12.64, Pl. Men. 70c; ὁ τοῦ δικαίου λόγος εἰς τοὐναντίον περιειστήκει Id. R. 343a; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιΐστασθαι come to be dependent on chances, Th. 1.78; εἰ τὰ μὲν πράγματ' εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη D. 18.201, cf. 3.9; τὸ πρᾶγμ' εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id. 21.111, cf. 37.10; ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. ὥστε… Isoc. 8.59, cf. 5.55; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε… Lycurg. 3; c. inf., περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D. 18.218, cf. Pl. Mx. 244d; c. part., περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th. 1.32. later, go round so as to avoid, shun, τὰς ἁμαρτίας Phld. Rh. 1.384 S.; τὴν ὁμιλίαν J. AJ 1.1.4; κύνας Luc. Herm. 86 (though he censures this usage, Sol. 5), cf. Gal. UP 10.14, Porph. Abst. 4.7, etc.; τὸν κίνδυνον Iamb. VP 33.239; τὸ μοναρχικόν ib. 31.189; τὴν ἀφροσύνην S.E. M. 11.93; κενοφωνίας 2 Epic Ti. 2.16; τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant 3.4; τοὺς ἡγουμένους Artem. 4.59; π. μὴ… to be afraid lest…, J. AJ 4.6.12; sneak round, Phld. Rh. 1.99 S.; circumvent, τοὺς λογιστάς Mitteis Chr. 88iv 11 (ii AD); — so in Pass., περιεσταμένης τῆς λογοθεσίας BGU 1019.8 (ii AD).
German (Pape)
[Seite 577] (s. ἵστημι), 1) act., herumstellen, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασθέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ θηρία, 1, 85, 7; πόλεμον πανταχόθεν, 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, verändern, ἐκ τούτων εἰς τοῦτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ πολίτευμα, Pol. 3, 8, 2; τοῦ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ μνήμη τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. εἴπερ πεντήκοντα λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταθ' ὅμιλος, Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῦμα περιστάθη, Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; ὑμεῖς δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς ὄχλος περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασθαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er gerathen ist, so daß sie ihn rings umgeben, φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage hineingerathen, sich zum Schlechten ändern, um schlagen, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη, Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη, unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῦν ἀβουλία φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῦσα ἡμῶν τοῦ κοινοῦ πρόνοια ἰδίᾳ πρὸς ἑκάτερον μέρος ἀπέχθειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ θρηνοῦσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher ἐνθάδε τὸ ἐναντίον περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ μηδαμόθεν ἄλλοθεν τὴν σωτηρίαν γενέσθαι, Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ πρᾶγμα εἰς τοὐναντίον περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν, αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ τέλος τῆς δίκης ἐς τοῦτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσθαι τὰ ἡμέτερα ἐς τόδε ἀμηχανίας προσεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥσπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.
French (Bailly abrégé)
A. tr. (prés., impf., f., ao. περιέστησα, pf. περιέστακα);
I. établir autour : στράτευμα περὶ τὴν πόλιν XÉN disposer une armée autour d'une ville (pour l'assiéger);
II. faire tourner fig. :
1 convertir;
2 tourner vers, diriger : λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας PLUT amener peu à peu un discours à une recherche de cause;
3 détourner sur, reporter sur, faire retomber sur;
B. intr. (à l'ao.2 περιέστην, au pf. περιέστηκα, au Pass. et au Moy.);
1 se dresser autour, se tenir autour : κῦμα περιστάθη poét. OD une vague se dressa autour ; avec l'acc. : πολλὸς χορὸν περιΐσταθ' ὅμιλος IL une foule nombreuse se tenait autour du chœur de danse ; π. τι κύκλῳ HDT entourer qch en cercle;
2 avec idée d'hostilité entourer, cerner : τινα, qqn pour l'attaquer ; λόφον στρατεύματι XÉN cerner la colline avec une armée ; fig. presser ou menacer : τινι, τινα qqn ; τὰ περιεστηκότα πράγματα LYS l'état fâcheux des affaires;
3 se tourner, se transformer, se modifier ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ THC l'événement tourna contrairement à ce qu'il pensait ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα περιέστηκε ISOCR voilà où en sont venues les affaires ; avec un part. περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη THC notre circonspection d'autrefois s'est transformée et se montre maintenant de l'irréflexion;
4 se détourner pour éviter : λυττῶντας κύνας LUC des chiens enragés;
Moy. περιΐσταμαι (f. περιστήσομαι);
1 tr. faire se tenir autour de soi, placer autour de soi : κύκλον ξυστοφόρων XÉN un cercle d'hommes armés de bâtons;
2 intr. se tourner, aboutir à : εἰς ἕνα περιστήσεται τὸ κράτος PLUT le pouvoir passera aux mains d'un seul.
Étymologie: περί, ἵστημι.
English (Strong)
from περί and ἵστημι; to stand all around, i.e. (near) to be a bystander, or (aloof) to keep away from: avoid, shun, stand by (round about).
English (Thayer)
2nd aorist περιεστην; perfect participle περιεστώς; present middle imperative 2nd person singular περιΐστασο (on which form see Winer's Grammar, § 14,1e.; (Buttmann, 47 (40), who both call it passive (but see Veitch, p. 340)));
1. in the present, imperfect, future, 1st aorist, active, to place around (one).
2. in the perfect, pluperfect, 2nd aorist active, and the tenses of the middle, to stand around: L T Tr WH with an accusative; cf. Winer's Grammar, § 52,4, 12). Middle to turn oneself about namely, for the purpose of avoiding something, hence, to avoid, shun (Josephus, Antiquities 4,6, 12; 10,10, 4; b. j. 2,8, 6; Antoninus 3,4; Artemidorus Daldianus, oneir. 4,59; Athen. 15, p. 675e.; (Diogenes Laërtius 9,14; Jamblichus, vit. Pythagoras 31 (p. 392, Kiessl. edition); Sextus Empiricus; joined with φεύγειν, Josephus, Antiquities 1,1, 4; with ἐκτρέπεσθαι, Lucian, Hermot. § 86; Hesychius περιΐστασο. Ἀποφευγε, ἀνατρεπε; (cf. furher, D'Orville's Chariton, Reiske edition, p. 282); this use of the verb is censured by Lucian, soloec. 5): in the N.T. so with an accusative of the thing (cf. Winer's Grammar, the passage cited), Titus 3:9.
Russian (Dvoretsky)
περιΐστημι: (aor. 1 περιέστησα, aor. 2 περιέστην - эп. περίστην, pf. περιέστᾰκα и περιέστηκα; pass.: aor. περιεστάθην - эп. περιστάθην)
1 ставить кругом, расставлять кругом, располагать вокруг (στράτευμα περὶ τὴν πόλιν Xen.): π. τινί τι Plat. окружать что-л. чем-л.; μεγίστους κινδύνους π. τινι Polyb. окружать кого-л. величайшими опасностями; π. κακά τινι Dem. обрушивать на кого-л. несчастья; περιστησάμενος τῶν ξυστοφόρων κύκλον Xen. расставив вокруг себя копьеносцев;
2 поворачивать, обращать, приводить: π. τινὰ εἰς τοὐναντίον Plat. приводить кого-л. к противоположному мнению; π. λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας Plut. направить обсуждение на разыскание причины; π. κύκλῳ Arst. вращаться;
3 вменять, приписывать (τὰς συμφορὰς εἴς τινα Dem.);
4 (тж. π. κύκλῳ Her.) становиться вокруг, обступать, окружать (περίστησαν ἑταῖροι Hom.; ὄχλος περιεστώς NT): κῦμα περιστάθη Hom. волны вздулись кругом; πολλὸς χορὸν περιΐσταθ᾽ ὅμιλος Hom. многолюдная толпа окружала хоровод; π. τῇ κλίνη Plat. стоять вокруг ложа; π. λόφον στρατεύματι Xen. окружить холм войском; φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην Thuc. страх охватил Спарту; τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. и οἱ περιεστῶτες καιροί Polyb. обстоятельства данного момента;
5 со всех сторон подступать, подбираться, угрожать (τῇ Ἑλλάδι δουλεία περιέστηκε Lys.);
6 приходить, переходить: ἐνταύθα τὰ πράγματα περιέστηκε Isocr. вот до чего дошло дело; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ Thuc. случилось обратное тому, (чего ожидал Никий); περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Thuc. то, что прежде было благоразумием, представляется теперь опрометчивостью; ἐς τύχας περιΐστασθαι Thuc. становиться игралищем случайностей; περιστήσεται τὸ κράτος εἴς τι Plut. власть перейдет к кому-л.;
7 отворачиваться (от), т. е. избегать (λυττῶντας κύνας Luc.; med.: τὴν ἀφροσύνην Sext.; τὰς κενοφωνίας NT).
Chinese
原文音譯:peristhmi 胚里-衣士帖米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:四周-站
字義溯源:周圍站著,包圍,遠避;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(ἵστημι)*=站)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (ἀποφεύγω)同義字
出現次數:總共(4);約(1);徒(1);提後(1);多(1)
譯字彙編:
1) 要遠避(2) 提後2:16; 多3:9;
2) 周圍站著(2) 約11:42; 徒25:7