ἕκαστος

From LSJ
Revision as of 09:11, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκαστος Medium diacritics: ἕκαστος Low diacritics: έκαστος Capitals: ΕΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: hékastos Transliteration B: hekastos Transliteration C: ekastos Beta Code: e(/kastos

English (LSJ)

η, ον, A each, opp. the whole body, Il.2.805, etc. : sg. with pl. Verb, ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος they went home each to his own house, 1.606; δεδμήμεσθα ἕκαστος 5.878, cf. Hdt.3.158; so in Att., Ar.Pl. 785, Pl.Prt.327e, etc.; ὅτι ἕκαστος ἐπίστασθε ἀγαθόν X.Smp.3.3 : sg. in apposition with pl. Noun or Pron., which expresses the whole, Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῖα ἕκαστον Il.7.215; ὔμμι..ἑκάστῳ 15.109; αἱ δὲ γυναῖκες..θαύμαζον..ἑκάστη 18.496, etc.; Περσίδες δ'.. ἑκάστα..λείπεται A.Pers.135 (lyr.); αἱ ἄλλαι πᾶσαι (τέχναι) τὸ αὑτῆς ἑκάστη ἔργον ἐργάζεται Pl.R.346d, cf. Grg.503e; ὅστις ἕκαστος every one which.. (nisi leg. ὥς τις), Hes.Th.459. 2 the Art. is sts. added to the Subst. (so regularly in earlier Att. Inscrr., IG12.22.14, al., exc. ἑκάστου μηνός ib.6.125) with which ἕκαστος agrees, in which case ἕκαστος is commonly put first, καθ' ἑ. τὴν ἡμέραν every single day, Isoc.12.211, etc.; περὶ ἑ. τῆς τέχνης Pl.Phdr.274e : also following the Subst., κατὰ τὸν οξπλίτην ἕκαστον Th.5.49; κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην Id.6.63, al. II in pl., all and each severally, Il.1.550, al., A. Supp.932, etc.; οἷστισιν ἑκάστοις to whichsoever severally, Pl.Lg. 799a. 2 each of two or more groups or parties, Od.9.164, Hdt. 1.169, A.Pr.491, Th.6.77, etc. III strengthd. by the addition of other Prons., εἷς ἕ. (v. εἷς); εἷς τις ἕ. S.Ant.262; ἕκαστός τις each one, Pi.N.4.92, Th.3.45, etc.; ταῦτα ἕκαστα Hdt.5.13, etc.; αὔθ' ἕκαστα all in exact detail, A.Pr.950. 2 with Preps., esp. κατά, καθ' ἕκαστον singly, by itself, Pl.Tht.188a, al.; καθ' ἕ. καὶ σύμπαντα Id.Sph.259b; τὸ καθ' ἕ., τὰ καθ' ἕκαστα, particulars, Arist.Ph.189a6, EN 1143b4, al.; παρ' ἕκαστον, παρ' ἕκαστα, in every case, Plb.4.82.5,3.57.4, etc.; παρ' ἕκαστον καὶ ἔργον καὶ λόγον διδάσκοντες Pl.Prt.325d; παρ' ἕκαστον λέγων constantly interjecting, Men.Epit.48. 3 ὡς ἕκαστοι each by himself, Hdt.6.79, Th.1.15, etc. : in sg., τῶν δὲ ὡς ἑκάστῳ θύειν θέλει Hdt.1.132, cf. Pi.P.9.98; οὐχ ὡς ἕ. ἀλλὰπάντες Arist.Pol. 1292a12, cf. 1283b34. IV later, = ἑκάτερος, D.H.3.2 codd. (ϝέκαστος Leg.Gort.1.9, al., Schwyzer 409.4 (Elis), IG9(1).334.9 (Locris). Apptly. connected with ἑκάς by Dam.Pr.423.)

German (Pape)

[Seite 751] jeder, bes. jeder Einzelne, im Gegensatz einer Vielheit oder Gesammtheit; jeder Einzelne in seiner besonderen Beziehung, in welchem Falle auch der plur. steht, wie ῥᾳδίως ἕκαστοι τὴν ἑαυτῶν ἀπολείποντες Thuc. 1, 2. Bei Hom. steht es gew. als Apposition in gleichem Casus mit dem allgemeinen Begriff, Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε τρόμος, jeden Troer, Il. 7, 215: ὐμμι κακὸν πέμπει ἑκάστῳ, euch u. zwar einem Jeden, 15, 109; γυναῖκες ἐθαύμαζον ἑκάστη 18, 496; αὐτὰ ἕκαστα ἔλεγον Her. 5, 13; Thuc. 6, 93 u. A.; sonst steht im Attischen in diesem Fall der Genitiv, ἑκάστη τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν, Plat. Parm. 134 a Rep. I, 341 d. Doch Hdn. 4, 13, 16 καὶ οἱ μὲν ἕκαστος εἰς τὰς στέγας ἐπανῄεσαν. – Das Verbum steht oft im plur. dabei; τῶν πάντων οἱ ἕκαστος ὄϊν δώσουσι μέλαιναν Il. 10, 215; ἔμενον ἐν τῇ ἑωυτοῦ τάξι ἕκαστος Her. 3, 158; 7, 144; καθ' ὅσον ἐδύναντο ἕκαστος Plat. Prot. 327 e; οἱ ἄλλοι πάντες δημιουργοὶ βλέποντες πρὸς τὸ ἑαυτῶν ἔργον ἕκαστος Gorg. 503 e; ὅ, τι ἕκαστος ἐπίστασθε Xen. Conv. 3, 3; ὅπη ἐδύναντο ἕκαστος An. 4, 2, 12; auch so, daß auf ein ἕκαστος sich κατὰ τὴν αὐτῶν οὐσίαν bezieht, Plat. Phileb. 48 e. – Gew. steht das subst. dabei ohne Artikel; hat das subst. den Artikel, so steht ἕκαστος entweder nach, oft in der Bdtg. jedesmalig, τὸν δήμαρχον ἕκαστον Her. 3, 6; τῆς ἡμέρας ἑκάστης Thuc. 5, 47; εἰς τὸ ἔργον ἕκαστον Plat. Crat. 389 c; Rep. I, 339 c; oder vor, wo sich der Artikel auf eine folgende Bestimmung bezieht, ἐξ ἑκάστων τῶν πόλεων, δι' ὧν ἐξέρχεται Prot. 315 a; oder wo das Einzelne hervorgehoben wird, ἑκάστη ἡ ἐπιστήμη Parm. 134 a; ἕκαστον τὸ ἔθνος Xen. An. 1, 8, 9. – Ὅστις ἕκαστος, jeder welcher, Hes. Th. 459; vgl. Plat. Legg. VII, 799 a; – εἷς ἕκαστος, s. εἷς; – αὐτὸς ἕκαστος, selbst jeder, Her. u. a., bes. αὐτὰ ἕκαστα, alles u. jedes, φράζειν, λέγειν, Aesch. Prom. 952 Her. 5, 13, vgl. αὐθέκαστος; – ἕκαστός τις, ein jeder, Pind. N. 4, 92; Soph. Ant. 262; Thuc. 9, 31; – καθ' ἕκαστον, einzeln für sich, wie ὡς ἕκαστος, jeder für sich, Thuc. 5, 4 u. oft bei Attikern. – Erst bei Sp. für ἑκάτερος, Dion. Hal. 3, 2. 6, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἕκαστος: -η, -ον, καθείς, καθένας, Λατ. quisque, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὁλότητα, Ὁμ., κλ.· ὁ ἑνικὸς συχνάκις συνάπτεται μετὰ πληθ. ῥήματος, ἔβαν οἰκόνδε ἕκαστος Ἰλ. Α. 606· δεδμήμεσθα ἕκαστος Ε. 878· καὶ παρ’ Ἀττ., ἕκαστος ἐπίστασθε Ξεν. Συμπ. 3, 3, Ἡρόδ. 3. 158, Ἀριστοφ. Πλ. 785, Πλάτ. Γοργ. 503Ε, Πρωτ. 327Ε, κτλ.· τὸ ἑνικὸν τίθεται ὡσαύτως ἐκ παραλλήλου μετὰ πληθ. ὀνόματος ἢ ἀντων. (ἅπερ ἐκφράζουσι τὸ ὅλον καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε νὰ εἶναι τεθειμένα κατὰ γενικήν, τοῦτο δ’ ὀνομάζεται ἐν τῇ γραμματικῇ «σχῆμα καθ’ ὅλον καὶ μέρος»), ὡς Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε τρόμος (ἀντὶ Τρώων ἕκαστον), φόβος κατέβαλεν ἕκαστον τῶν Τρώων, Ἰλ. Η. 215, πρβλ. 175. 185· ὔμμι... ἑκάστῳ Ο. 109· αἱ δὲ γυναῖκες... θαύμαζον... ἑκάστη Σ. 496, κτλ.· Περσίδες δ’... ἑκάστα... λείπεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 136· αἱ ἄλλαι πᾶσαι τέχναι τὸ αὑτῆς ἑκάστη ἔργον ἐργάζεται Πλάτ. Πολ. 346Ε, πρβλ. Γοργ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ὅστις ἕκαστος, πᾶς ὅστις..., Ἡσ. Θ. 459. 2) τὸ ἄρθρον ἐνίοτε προστίθεται εἰς τὸ οὐσιαστικὸν πρὸς τὸ ὁποῖον συμφωνεῖ τὸ ἕκαστος, ὅτε συνήθως τὸ ἕκαστος προτάσσεται, καθ’ ἑκ. τὴν ἡμέραν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰσοκρ. 277Α· περὶ ἑκ. τῆς τέχνης Πλάτ. Φαῖδρ. 274Ε· ὅταν δὲ ἐπιτάσσηται τὸ ἕκαστος εἶναι ἧττον ἐμφατικόν, κατὰ τὸν ὁπλίτην ἕκαστον Θουκ. 5. 49· κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην ὁ αὐτ. 6. 63, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατὰ πληθ., εἰς ἕκαστος πάντων, πολλὸν γὰρ οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἕκαστοι ἠφύσαμεν Ὀδ. Ι. 164, Ἰλ. Α. 550, κ. ἀλλ.· οὕτως, Ἡρόδ. 1. 169, Αἰσχύλ. Πρ. 491, Ἱκ. 932, Πλάτ. Πρωτ. 315C, κ. ἀλλ.· οἷστισιν ἑκάστοις ὁ αὐτ. Νόμ. 799Α. ΙΙΙ. ἡ ἰδέα τοῦ ἐπιμερισμοῦ ἢ τῆς ἀτομικότητος ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ἐκφέρεται ὁριστικώτερον τῇ προσθήκῃ ἑτέρων ἀντωνυμ., οἷον, εἷς ἕκαστος, Λατ. unusquisque, (ἴδε ἐν λ. εἷς)· εἶς γάρ τις ἦν ἕκαστος οὑξειργασμένος Σοφ. Ἀντ. 262· ἕκαστός τις Πινδ. Ν. 4. 150, Θουκ. 3. 45, κλ.· αὐτὸς ἕκ. Ἡρόδ. 5. 13, κτλ.· αὔθ’ ἕκαστα, ἅπαντα ἐν λεπτομερείᾳ ἀκριβεῖ, Αἰσχύλ. Πρ. 950· πρβλ. αὐθέκαστος. 2) μετὰ προθέσεων, ἰδίως μετὰ τῆς κατά, καθ’ ἕκαστον, ἰδιαιτέρως, χωριστά, μόνον, Λατ. singulatim, Πλάτ. κλ.· καθ’ ἕκ. καὶ ξύμπαντα ὁ αὐτ. Σοφ. 259Β· τὰ καθ’ ἕκαστον, Ἀριστ. Πολ. 2, 8, 22, κ. ἀλλ.· παρ’ ἕκαστον παρ’ ἕκαστα, ἐν ἑκάστῃ περιπτώσει, Πολύβ. 4. 82, 5., 3. 57, 4, κτλ. 3) ὡς ἕκαστοι, ἕκαστος καθ’ ἑαυτόν, Πινδ. ΙΙ. 9. 174, Ἡρόδ. 6. 79, Θουκ. 1. 15, κτλ.· καὶ καθ’ ἑνικ., τῶν δὲ ὡς ἑκάστῳ θύειν θέλει Ἡρόδ. 1. 132· οὐχ ὡς ἕκαστος, ἀλλὰ πάντες Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 26. IV. παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ ἑκάτερος, Διον. Ἁλ. 3. 2, κτλ. (Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἑ- ἐν ταῖς λέξεσιν ἑκάτερος, ἕκαστος παριστάνει τὸ εἷς, ἕν, ὡς τὸ πρῶτον μέρος τοῦ Σανσκρ. ê-kateras, ê-katamus παριστάνει τὸ ê-ka (εἷς)· τὰ δεύτερα μέρη τῶν λέξεων τούτων -κάτερος, -καστος, δύναται νὰ παραβληθῶσι πρὸς τὰ πέτερος, πόστος (Ἰων. κότερος, κόστος), καὶ πρὸς τὰ Σανσκρ. kataras (uter ? πότερος;), katamas (τίς ἐκ τῶν πολλῶν;) ἴδε ἐν λ. *πος· - φέρουσι δὲ ταῦτα τὸν τύπον συγκρ. καὶ ὑπερθ., πρβλ. πρό, πρότερος, πρῶτος. Ἐν Κρητικῇ Ἐπιγρ. (Hell. J. 13. σ. 66) ἀπαντᾷ γεγραμμένον Fέκαστος).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
chacun;
1 d’ord. au sg. ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος IL ils retournèrent chacun chez soi ; τῆς ἡμέρας ἑκάστης THC chaque jour ; ἕκαστον τὸ ζεῦγος XÉN chaque attelage ; εἷς ἕκαστος, ἕκαστός τις ou εἷς τις ἕκαστος un chacun, chacun ; τὰ ἕκαστα, tout en détail, chaque chose l’une après l’autre ; ἐπ’ ἡμέρης ἑκάστης HDT chaque jour successivement ; κατὰ ἔτος ἕκαστον THC chaque année ; abs. καθ’ ἕκαστον, en ordre, selon chaque chose, en détail ; ou chaque citoyen en particulier ; καθ’ ἑκάστους, chaque peuple en particulier ; τὸ καθ’ ἕκαστον, τὰ καθ’ ἕκαστα, chaque chose en particulier ou l’une après l’autre ; ὡς ἕκαστος ἐδύνατο THC partout où chacun le put;
2 au plur. ἕκαστοι, αι, α chacun en parl. collectiv. de peuples, de groupes, etc. : ῥᾳδίως ἕκαστοι τὴν ἑαυτῶν ἀπολείποντες THC abandonnant facilement chacun le pays qu’ils occupaient ; πρὸς ὁμόρους τοὺς σφετέρους ἑκάστοις THC vers les peuples limitrophes de chacun d’eux ; ὡς ἕκαστοι, chacun pour soi.
Étymologie: p. *σϜέκαστος, de ἑκάς p. *σϜέκας, litt. chacun pour soi, chacun à part.

English (Autenrieth)

(ϝεκ.): each, each one; in sing. regularly w. pl. vb., and in app. to pl. subjects, οἳ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ϝέκαστος, ‘each to his home,’ Il. 1.606; pl., less common and strictly referring to each of several parties or sets of persons, Il. 3.1; sometimes, however, equiv. to the sing., Od. 14.436.

English (Slater)

ἕκαστος (-ος; -αι; -ον, -ῳ, -ον.)
   1 each, every
   1 adj.
   a τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον (O. 6.74) ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον (O. 9.104) ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἶον ἔχομεν βρότεον ἔθνος (N. 3.73) ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.4) ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος (I. 1.26) θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2.
   b ἕκαστος τις. τὰ δαὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι (N. 4.92)
   c ὡς ἕκαστος each respectively σε εἶδον, ἄφωνοι θὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (others understand ὡς = ὅτι: v. l. ἕκαστα, ἑκάστᾳ, ἑκάστα) (P. 9.98)
   2 subs. everyone, everything ἕπεται δἐν ἑκάστῳ μέτρον (O. 13.47) ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ' ἕκαστον ὅσα νέομαι in each step of my path Burton. (P. 8.69) τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (P. 10.61) σφετέραν δαἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 1. in irregular apposition, φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν (N. 7.54)

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Alolema(s): Ϝεκ- ICr.4.72.1.10 (Gortina V a.C.), IO 2.4 (VII/VI a.C.), IG 92.718.9 (Calión V a.C.), 5(2).3.18, 19 (Tegea IV a.C.); hεκ- IG 13.14.45 (V a.C.)
A adj.
I sg. cada
a) gener. ἕ. ἀνήρ Il.2.805, cf. 7.424, 10.68, Anacr.104, B.Fr.62.a.8, A.Pr.862, παρὰ τō μύστο hεκάστο IG 13.6C.11, 50 (V a.C.), χρῆμ' ἕκαστον Pi.O.6.74, 9.104, μέρος Pi.N.3.73, ἔργον Pi.N.8.4, cf. I.1.26, Fr.108a.2, B.14.16, μόρφωμα A.A.873, ἀδίκημα Hdt.1.100, ῥῆμα Ar.Ra.1199, cf. 1131, ἀποτυχίη Democr.B 243, περὶ ἑκάστης τῆς τέχνης Pl.Phdr.274e, cf. And.Myst.25, ἐκ τε͂ς φύλɛ̄ς hεκάστɛ̄ς IG 13.14.45 (V a.C.), ἐξ ἑκάστης τῆς πολιτείας ἐξειλεγμένος τὸ βέλτιστον Isoc.9.46, τὸ πρόβατον Ϝέκαστον τὸ μέζον por cada cabeza de ganado mayor, IG 5(2).3.18, cf. 19 (Tegea IV a.C.), χώρα Thphr.CP 6.13.3, ναῦς Plb.1.26.7, cf. 6.33.10, βιβλίον anón. en POxy.1012.13.2.26, δένδρον Eu.Luc.6.44;
b) de unidades temporales ἔτος Hdt.1.67, τᾶς ἁμέρας Ϝεκάστας ICr.4.72.1.10 (Gortina V a.C.), cf. D.C.37.19.3, BGU 1.18 (III d.C.), τριάκονθ' ἡμέρας τοῦ μηνὸς ἑκάστου Ar.Ach.859, cf. Th.803, διδόντων ἑκάστῳ ἀνδρί ... ἑκάστας ἁμέρας ἐννέ' ὀβολούς ICr.3.3.3A.27 (Hierapitna II a.C.);
c) frec. c. prep. κατά: κατὰ κώμας ἑκάστας en cada aldea Hdt.1.196, κατὰ τὸν ὁπλίτην ἕκαστον (dos minas de multa) por cada hoplita Th.5.49, καθ' ἑκάστην ἀναγνώσεται será leída (cada liturgia) una por una Lys.19.57, cf. Aeschin.1.33, καθ' ἑκάστην δὲ πολιτείαν ἕτερος (es ciudadano) uno u otro según cada constitución Arist.Pol.1284a1, καθ' ἑκάστην δὲ σχημάτισιν Epicur.Ep.[2] 42, cf. Ach.Tat.1.15.1
usos temp. κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην cada día, de día en día Th.6.63, cf. Isoc.12.211, Lys.22.20, κατὰ ἔτος ἕκαστον Th.1.56, καθ' ἕκαστον ἐνιαυτόν Is.2.46, Isoc.4.29, 31, καθ' ἑκάστην ἡμέραν LXX Ex.5.8, κατὰ μῆνα ἕκαστον Luc.Nau.24, cf. BGU 86.36 (II d.C.).
II en plu.
1 cada, cada uno de, todos y cada uno
a) gener. σχίζων τοὺς λόγους χωρὶς ἑκάστους fragmentando separadamente cada uno de los pensamientos e.d., haciendo discernible la realidad por medio del número, Philol.B 11 (p.412), οἱ δὲ ἐν τῇσι πόλισι ἕκαστοι todos y cada uno de los que viven en las ciudades Hdt.2.65
esp. de neutr. ἡμεῖς δ' ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα nosotros disponiendo todos los diferentes aparejos por la nave, Od.11.9, cf. 12.151
de abstr. οἱ παρόντες τοῖς ἔργοις ἑκάστοις los que estuvieron presentes en cada suceso Th.1.22;
b) neutr. plu. c. pron. cosa por cosa, detalladamente ref. contenidos lingüísticos μή τι σὺ ταῦτα ἕκαστα διείρεο Il.1.550, ταῦτα ἕκαστα λέγων contando todo eso detalladamente, Od.14.362, 15.487, οὐδεὶς ... ταῦτα λέγων ἀνύσειεν ἕκαστα ὅσσ' ... Tyrt.7.15, οἷστισιν ἑκάστοις Pl.Lg.799a, A.R.1.339, αὔθ' ἕκαστα A.Pr.950, E.Ph.494, αὔθ' ἕ. E.Or.1393, Hec.1227.
2 de pers. representando a colect. cada grupo, cada grupo de, cada uno ... su φυλακτῆρες δὲ ἕκαστοι λεξάσθων παρὰ τάφρον que cada destacamento de guardia pase la noche junto a la trinchera, Il.9.66, cf. 88, λαοὶ ἐπὶ νῆας ἕκαστοι σκίδναντο las huestes se fueron cada una a su barco, Il.24.1.
III neutr. subst. τὸ ἕ. otro n. de la tríada o del número tres, Theol.Ar.14.
B pron.
I 1masc. o fem., de pers. cada uno
a) en gener. κεινὴν ... δόξαν ἕ. ἔχει cada uno tiene una vana ilusión Sol.1.34, cf. 23.13, ἕ. ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνει Sol.11.5, δημόσιον κακὸν ἔρχεται οἴκαδ' ἑκάστῳ Sol.3.26, τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου δόμους ἀφικνεῖται llegan a casa de cada uno urnas (funerarias) y ceniza A.A.435, τὴν ἣν δ' ἕ. αἰνέσει cada uno alabará a su mujer Semon.8.112, cf. 215.1, ὀργὴν συμμίσγων ἥντιν' ἕ. ἔχει Thgn.214, cf. 312, 898, 1072, οἶσθα νόον καὶ θυμὸν ἑκάστου Thgn.375, Λυδοῖσι ... προεῖπε θύειν πάντα τινὰ αὐτῶν ὅ τι ἔχοι ἕ. Hdt.1.50, ζῆν ἕκαστον κατ' ἰδίην ἐξουσίην Democr.B 245, cf. 8, 10, 278, hόπο Ϝέκαστος ɛ̄ν IG 92.718.9 (Calión V a.C.), ἐπιρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ δόξις cada uno de ellos (los hombres) tiene una opinión accidental Democr.B 7, ἀπείργει δὲ ἱερὰ ἑκάστοισι ἐπιχώρια καὶ σπονδαὶ καὶ ὅρκοι Democr.B 259, κατ' ἄνδρ' ἑκάστη κοὐχ ὁμοῦ λελόγχατε E.Tr.243, δεξιὰν προύτειν' ἑκάστῳ E.Alc.194, ὄνομα ἑκάστου E.Ph.751, βιβλίον τ' ἔχων ἕ. Ar.Ra.1114, cf. V.708, Lys.1187, ἔρδοι τις ἣν ἕ. εἰδείη τέχνην Ar.V.1431, ἡ παρ' ἑκάστου βούλησις D.3.19, Thphr.CP 1.10.1, Str.9.3.7, ἕ. κατὰ γλῶσσαν ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν LXX Ge.10.5, cf. D.H.2.11, Arat.1052, Nonn.D.9.30;
b) c. prep. καθ' ἕκαστον uno por uno, uno a uno ὃς ἂν ἁρμόττῃ καθ' ἕκαστον Ar.Au.564, ἀντιτιθῶμεν πρὸς ἕκαστον Ar.Th.802, τὰ δὲ ἄλλα καθ' ἕκαστον γράψω las demás (enfermedades) las describiré una por una, Hp.Prorrh.2.5
en usos temp. καθ' ἑκάστην cada día, PMasp.159.40, PLond.1674.22 (ambos VI d.C.), Iust.Nou.43.1 (p.272.3), tb. ἐφ' ἑκάστης cada día Iust.Nou.40.1, PGrenf.2.92.4 (VI/VII d.C.);
c) reforz. c. otros pron. o numerales τις ἕ. Pi.N.4.92, cf. Th.3.45, αὐτὸς ἕ. ἐθέλων estando dispuesto cada uno de por sí Hdt.3.128, cf. Th.1.144, αὐτὸ ἕκαστον διανοηθῆναι Pl.Phd.65e, cf. 78d, αὐτοὶ ἕκαστοι ἐπολιτεύοντο cada uno llevaba su particular política Th.2.15, εἷς ἕ. Hdt.3.119, εἷς γάρ τις ἦν ἕ. οὑξειργασμένος S.Ant.262, cf. E.Ph.1015, I.AI 19.305, Eu.Matt.26.22, PTeb.397.1 (II d.C.), c. κατά: κατὰ μίαν ἑκάστην Hdt.1.196, καθ' ἓν ἕκαστον uno por uno Hyp.Eux.14, cf. PHal.1.223 (III a.C.)
reforz. c. ἀνά adv. distrib. ἀνὰ εἷς ἕ. τῶν πυλώνων cada una de las puertas, Apoc.21.21;
d) c. gen. partit. ἑκάστη ταύτης τῆς ἰκμάδος cada uno de estos humores Hp.Morb.4.41, gener. en plu. ζέκα μναίς κα ἀποτίνοι Ϝέκαστος τōν με̄̓πιποεοντον IO l.c., πάρεστι γὰρ ἐλπὶς ἑκάστῳ ἀνδρῶν Semon.1.4, cf. Pi.P.10.61, ἕ. τῶν ἀδικεόντων Hdt.2.137, τῶνδ' ἕ. E.Supp.847, τὸν δὲ ὄντα ἡμῶν ἕκαστον ὄντως el que cada uno de nosotros es en realidad Pl.Lg.959b, ἐφ' ἑκάστας τῶν πράξεων Is.4.20, cf. X.An.6.6.12, Din.1.34, ἕ. ὑμῶν D.4.7, Herod.7.62, cf. X.Eph.1.2.4, τῶν πολιτειῶν ἑκάστη Arist.Pol.1301a24;
e) c. ὡς cada uno de por sí, cada uno individualmente Pi.P.9.98, A.A.333, ὣς γὰρ ἕ. ἔχει κρᾶσιν μελέων Parm.B 16.1, ὡς ἑκάστους ἐκκαλεύμενος Hdt.6.79, κατ' ἀλλήλους ... ὡς ἕκαστοι Th.1.15, τῶν δὲ ὡς ἑκάστῳ θύειν θέλει Hdt.1.132, οὐχ ὡς ἕ. ἀλλὰ πάντες Arist.Pol.1239a12, cf. 1261b26, c. κατά: οὐχ ὡς καθ' ἕκαστον ἀλλ' ὡς ἀθρόους (las masas consideradas) no individualmente sino en su conjunto Arist.Pol.1283b34.
2 en neutr.:
a) de abstr. o cosas en gener. cada cosa οὐ δ' ἐφ' ἑκάστῳ ... γίγνεται ὀξύχολος no se irrita (Zeus) ante cada cosa (delito), Sol.1.25, ὅπως ἕκαστον ἐκτελευτήσει θεός Semon.2.5, ἕπεται ἐν ἑκάστῳ μέτρον Pi.O.13.47, cf. P.8.69, ἐφ' ἕκαστα ἐλθεῖν acudir en cualquier ocasión Th.1.80, τὸν ἑκάσ[το] υ φρο[υρῶν και] ρόν cuidando la ocasión de cada cosa anón. en POxy.1012.A.2.25
como unidad de contenido lingüístico ἡμεῖς μὲν τὰ ἕκαστα διείπομεν Il.11.706, Od.12.16, cf. 165, h.Merc.313, ἀπαγγέλ<λ>ειν ... ἕκαστα A.Supp.932, ἕ. ἐκμαθεῖν θέλων S.Tr.196, ἕκαστα χρὴ λέγειν Ar.Lys.1100, ἕκαστα μαθών Hdt.1.107, 4.161, ἕκαστα πυνθάνου E.Tr.246, περὶ ἑκάστου ἐπεξελθών investigando acerca de cada uno de los discursos, Th.1.22, c. gen. τὰ ἕκαστα εἴποι ναῶν Ibyc.1(a).26
frec. acompañado de ciertas prep., παρά: παρ' ἕκαστον en cada caso Plb.4.82.5, παρ' ἕκαστα continuamente, a cada momento Plb.3.57.4, POxy.286.13 (I d.C.), PLond.342.15 (II d.C.), παρ' ἕκαστα ἐβιάσατό με PEuphr.3.5 (III d.C.), tb. παρ' ἕκαστον SB 4638.11, PAmh.36.14 (ambos II a.C.), παρ' ἕκαστον λέγων interviniendo a cada momento, constantemente Men.Epit.89
c. κατά: οὐκοῦν τόδε γ' ἔσθ' ἡμῖν περὶ πάντα καὶ καθ' ἕκαστον ...; Pl.Tht.188a;
b) en fil. cada cosa, cada objeto individual o particular οἷά ἐντι, περὶ ἑκάστων φρονέειν Archyt.B 1.3 (p.432), κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον Heraclit.B 1.6, cf. Meliss.B 7 (p.274), πάρα δ' ἦθος ἑκάστῳ cada uno (de los elementos) tiene su propio carácter Emp.B 17.28, δίχ' ἕκαστα φορεύμενα Νείκεος ἔχθει Emp.B 26.6, cf. 59, ἑκατέρω δὲ τῶ εἴδεος πολλαὶ μορφαί, ἃς ἕκαστον αὐταυτὸ σημαίνει Philol.B 5, πρὸς ἑαυτοῦ δὲ ἕκαστό ἐστι μέγα καὶ σμικρὸν en relación a sí misma cada cosa es grande y pequeña Anaxag.B 3.4, ἀνάγκη ἕκαστον μέγεθός τι ἔχειν Zeno Eleat.B 1, cf. Meliss.B 8.2, εἰ ἕκαστον μικρόν, καὶ πάντα si cada parte es pequeña, también el todo como ej. de λόγος σοφιστικός (sorites), Arist.Pol.1307b36, cf. Metaph.1029b6
esp. c. prep. κατά: ἀριθμεῖν καθ' ἕκαστον Arist.Ph.263a8, καθ' ἕκαστον γὰρ ἰατρεύει pues el médico cura a cada individuo en particular Arist.EN 1097a13
en giros c. prep. subst. τὸ καθ' ἕκαστον, τὰ καθ' ἕκαστα lo particular Arist.Int.17a40, τὸ καθ' ἕκαστον καὶ αἰσθητόν Arist.APr.43a27, op. τὸ, τὰ καθόλου ‘lo general’ ἀπὸ τῶν καθ' ἕκαστα τὸ καθόλου λαμβάνεται Arist.Top.156b15, cf. Ph.189a6, τά καθ' ἕκαστα καὶ τὰ κοινῇ συμβαίνοντα los casos particulares y lo que ocurre en general Arist.HA 539b15
para marcar lo discreto frente a lo no discreto ἐν πολλῷ πλέθει ὕδατος (el mar) op. ἐν ἑκάστῳ (río), Arist.Mete.357a21.
II usos especiales del número
1 sg. c. verb. en plu. cada uno, todos ἔβαν οἶκόνδε ἕ. Il.1.606, δεδμήμεσθα ἕ. Il.5.878, φυᾷ ἕ. διαφέρομεν Pi.N.7.54, οἳ δὲ ... ἔμενον ἐν τῇ ἑωυτοῦ τάξι ἔ. Hdt.3.158, χωρεῖτε ... ἕ. E.Or.1678, νύττουσι γὰρ ... ἐνδεικνύμενος ἕ. εὔνοιάν τινα Ar.Pl.785, πόλιν ἕξοντες ἕ. ἐλευθέραν Th.4.63, εὐθυνέσθον μυρίαισι δρ[αχμε͂ισ] ιν ἕ. sean multados cada uno con mil dracmas, IG 13.61.39 (V a.C.), cf. Pl.Prt.327e, ὅ τι ἕ. ἐπίστασθε ἀγαθόν X.Smp.3.3, παρεγένοντο ἕ. ἐκ τῆς ἰδίας χώρας LXX Ib.2.11, cf. Eu.Matt.25.15, τρεῖς ... κεφαλαὶ ἦσαν ἐξ οἰκείας ἑκάστη δέρης (tenía) tres cabezas, cada una con su propio cuello Philostr.VA 5.13, cf. LXX Ge.11.7, Eu.Io.16.32, αἱ τρεῖς ... δύο γράμματ' ἔχουσιν ἑκάστη Orac.Sib.1.142, cf. AP 5.161.3 (Hedyl.), Opp.H.4.182.
2 sg. concert. c. subst. o pron. plu. cada uno de, todos Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῖα ἕκαστον a cada troyano un atroz temblor le invadió las piernas, Il.7.215, ὕμμι ... ἑκάστῳ Il.15.109, αἱ δὲ γυναῖκες ... θαύμαζον ... ἑκάστη Il.18.496, Περσίδες δ' ... ἑκάστα ... λείπεται μονόζυξ A.Pers.135, ὑμᾶς ... ἕκαστον A.Th.13, αἱ ἄλλαι πᾶσαι (τέχναι) ... τὸ αὑτῆς ἑκάστη ἔργον ἐργάζεται Pl.R.346d, cf. Grg.503e.
3 plu. ref. grupos cada uno de ellos, cada grupo (conjunto, bando, etc.), los de uno y otro καὶ δίαιταν ἥντινα ἔχουσ' ἕκαστοι A.Pr.491, cf. Od.9.164, Hdt.1.169, τὰ ἕκαστοι ἐξεργάσαντο lo que realizó cada grupo (artesanos, mercaderes y prostitutas), Hdt.1.93, νεμόμενοί τε τὰ ἑαυτῶν ἕκαστοι ὅσον ἀποζῆν administrando cada uno (de los pueblos) de lo suyo lo suficiente para sobrevivir Th.1.2, καταλίπετε ἕκαστοι τάξιν ἱππέων cada uno (de los ejércitos aliados) dejad una división de caballería X.Cyr.4.2.23
c. gen. ἐν μέρεϊ ἑκάστοισι Ἰώνων τε καὶ Αἰολέων Hdt.1.26.

• Etimología: Quizá refección a partir del gen. ἑκάστου < ἑκάς τεο y dat. ἑκάς τῳ, de un antiguo ἑκάς τις ‘cada uno por su parte’, cf. ἑκάς.

English (Strong)

as if a superlative of hekas (afar); each or every: any, both, each (one), every (man, one, woman), particularly.

English (Thayer)

ἑκάστη, ἕκαστον, the Sept. for אִישׁ (from Homer down), each, every;
a. joined to a substantive: ἕκαστον δένδρον, ἑκάστῳ στρατιώτῃ, κατά μῆνα ἕκαστον, every month, ); καθ' ἑκάστην ἡμέραν, Winer s Grammar, 111 (106); Buttmann, § 127,30. preceded by εἷς, Latin unusquisque, every one: with a substantive, b. used substantively: ); ἕκαστοι: With a partitive genitive added: ἡμῶν, ὑμῶν, αὐτῶν, R G); τῶν σπερμάτων, εἷς ἕκαστος, every one (see εἷς, 4b.): without a partitive genitive, ἕκαστος, when it denotes individually, every one of many, is often added appositively to nouns and pronouns and verbs in the plural number (Matthiae, ii., p. 764 f; (Winer s Grammar, 516 (481); Buttmann, 131 (114))): ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος, σκορπισθῆτε ἕκαστος, ἐπορεύοντο πάντες ..., ἕκαστος ..., εἷς ἕκαστος, ὑμεῖς οἱ καθ' ἕνα ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἀγαπάτω, you one by one, each one of you severally, ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ (לְאָחִיו אִישׁ, μετά τοῦ πλησίον αὐτοῦ (אֶל־רֵעֵהוּ אִישׁ,

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἕκαστος, -η, -ον)
(επιμεριστική αντων.) (σε αντίθεση με το σύνολο)
1. ο κάθε ένας χωριστά, ένας ένας
2. φρ. α) στον πληθ. έκαστοι
όλοι και ένας ένας χωριστά
β) «καθ' εκάστην» (ενν. ημέρα)
καθημερινά
γ) «τα καθ' έκαστο» ή «τα καθ' έκαστα» — οι λεπτομέρειες κάποιου γεγονότος
αρχ.
1. με το εἷς για εμφαντικότερο επιμερισμό («εἷς ἕκαστος»)
2. φρ. α) (με την πρόθεση παρά) «πάρ' ἕκαστον» — σε κάθε περίπτωση
β) (με το ως) «ὡς ἕκαστος» — ο κάθε ένας από μόνος του
3. αντί για το εκάτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι έκαστος < εκάς τις «χωριστά ο καθένας» (πρβλ. εις τις «καθένας»), με πιθανή αναλογική επίδραση του υπερθετικού σε -(ι)στος. Όμοια σχηματίστηκε και η γεν. εκάστου < εκάς τεο (ιων. τ. γενικής της αντων. τις), δοτ. εκάστῳ < εκάς τῳ. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, ο τ. έκαστος προήλθε από το εκάς σε συνδυασμό με το επίθημα -τος του υπερθετικού και τών τακτικών αριθμητικών].

Greek Monotonic

ἕκαστος: -η, -ον,
I. έκαστος, καθείς, καθένας, Λατ. quisquie, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο ενικ. συχνά συνοδεύεται από ένα ρήμα στον πληθ., ἔβαν οἴκονδε ἕκαστος, επέστρεψαν όλοι τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἕκαστος ἐπίστασθε, σε Ξεν.· ο ενικ. επίσης τίθεται παράλληλα με ουσ. πληθ., Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε τρόμος (αντί Τρώων ἕκαστον), φόβος κατέλαβε καθένα από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στον πληθ., όλοι κι ο κάθε ένας ξεχωριστά, σε Όμηρ.
III. 1. πιο συγκεκριμένα, εἷς ἕκαστος, Λατ. unusquisque, ο καθένας χωριστά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καθ' ἕκαστον, ξεχωριστά, ιδιαίτερα, από μόνο του, Λατ. singulatim, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. ὡς ἕκαστοι, καθένας από μόνος του, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἕκαστος: (тж. εἶς ἕ., ἕ. τις, τὶς ἕ., ὡς ἕ. и εἶς τις ἕ.) каждый, всякий: αἱ γυναῖκες ἑκάστη Hom. каждая из женщин; τῆς ἡμέρας ἑκάστης и κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην Thuc. каждый день, ежедневно; ὅπῃ ἐδύναντο ἕ. Xen. или ὡς ἕ. ἐδύνατο Thuc. кто как мог; τῶν πάντων ἕ. Hom. или οἱ ἕκαστοι Hes. решительно всякий τὰς πόλις ἐπ᾽ ἡμέρης ἑκάστης αἵρεε Her. (Даврис) брал по городу в день; κατὰ ἔτος ἕκαστον Thuc. ежегодно; (τὸ) καθ᾽ ἕκαστον (καθ᾽ ἑκάστους) и (τὰ) καθ᾽ ἕκαστα Thuc., Plut. каждый в отдельности, порознь; παρ᾽ ἕκαστον и παρ᾽ ἕκαστα Polyb. в каждом отдельном случае; τὸ καθ᾽ ἕκαστον филос. Arst. отдельный (единичный, конкретный) предмет; ἅστινας (ἑορτὰς) καὶ οἵστισιν ἑκάστοις τῶν θεῶν καὶ δαίμοσι γίγνεσθαι χρεών Plat. какие именно празднества и в честь каких именно богов и божеств нужно справлять.

Frisk Etymological English

Grammatical information: pron.
Meaning: every one (Il.).
Other forms: Ϝέκαστος (Gort., El., NWGr., Arc.)
Derivatives: Several adv. deriv.: ἑκάστοτε every time (Ion.- Att.), ἑκάστοθι in every place (γ 8), ἑκασταχοῦ everywhere and several formations with χ-suffix, further ἑκαστάκις on every occasion (Corc.) a. o.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. with Wackernagel KZ 29, 144ff. (= Kl. Schr. 1, 647ff.; s. also Schwyzer 630 n. 4) from *ἑκάς τις every one for himself (cf. εἶς τις unusquisque); from *ἑκάς τεο > ἑκάστου, *ἑκάς τῳ > ἑκάστῳ arose ἕκαστος etc. together with the superlative in -ιστος - To ἕκαστος, which was analysed as ἕκα-στος, arose ἑκάτερος (Ion.-Att.), Ϝεκάτερος (Gort., Delph.) everyone of both (after ἅτερος, πότερος a. o.) with several adverbial deriv., e. g. ἑκατέρωθεν, -ωθι, -ωσε (Ion.-Att. etc.); note ἑκάτερθε(ν) on both sides (Il.), after ὕπερθεν, ἔνερθεν a. o. for metrically uneasy ἑκατέρωθεν. S. Schwyzer 627f., Lejeune Les adv. grecs en -θεν 223f., Mastrelli Stud. itfilclass. 27, 8. Now Lazzeroni Ann. di Pisa 2 : 25, 136ff.

Middle Liddell

ἕκαστος, η, ον
I. every, every one, each, each one, Lat. quisque, Hom., etc.; the sg. is often joined with a pl. Verb, ἔβαν οἴκονδε ἕκαστος they went home every one of them, Il.; ἕκαστος ἐπίστασθε Xen.:—the sg. is also put in apposition with a pl. Noun, Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε τρόμος (for Τρώων ἕκαστον) fear seized them every one, Il.
II. in pl. all and each one, Hom.
III. more definitely, εἷς ἕκαστος, Lat. unusquisque, every single one, Hdt., etc.:— καθ' ἕκαστον singly, by itself, Lat. singulatim, Plat., etc.
2. ὡς ἕκαστοι each by himself, Hdt., etc.

Frisk Etymology German

ἕκαστος: ϝέκαστος (gort., el., nwgr., ark.)
{hékastos}
Meaning: ein jeder, jeder einzelne (seit Il.).
Derivative: Zahlreiche adverbiale Ableitungen: ἑκάστοτε jedesmal (ion. att.), ἑκάστοθι an jeder Stelle (γ 8), ἑκασταχοῦ überall und mehrere andere Bildungen mit χ-Suffix, außerdem ἑκαστάκις bei jeder Gelegenheit (kerk.) u. a.
Etymology : Wahrscheinlich mit Wackernagel KZ 29, 144ff. (= Kl. Schr. 1, 647ff.; weitere Lit. bei Schwyzer 630 A. 4) aus *ἑκάς τις jeder für sich (vgl. εἶς τις unusquisque); aus *ἑκάς τεο > ἑκάστου, *ἑκάς τῳ > ἑκάστῳ erwuchs im Anschluß an die Superlativa auf -ιστος ἕκαστος usw. — Zu ἕκαστος, das als ἕκαστος zerlegt wurde, entstand ἑκάτερος (ion. att.), ϝεκάτερος (gort., delph.) jeder von beiden (nach ἅτερος, πότερος u. a.) mit mehreren adverbialen Ableitungen, z. B. ἑκατέρωθεν, -ωθι, -ωσε (ion. att. usw.); besonders zu bemerken ἑκάτερθε(ν) auf beiden Seiten (ep. seit Il.), nach ὕπερθεν, ἔνερθεν u. a. für das metrisch unbequeme ἑκατέρωθεν. Lit. bei Schwyzer 627f., Lejeune Les adv. grecs en -θεν 223f., Mastrelli Stud. itfilclass. 27, 8. [Zu ἕκαστος jetzt Lazzeroni Ann. di Pisa 2 : 25, 136ff.]
Page 1,473

Chinese

原文音譯:œkastoj 誒卡士拖士
詞類次數:形容詞(83)
原文字根:各
字義溯源:各,各人,各自,分別,每,逐,俱;源自(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)X*=在遠處)。在使用時常作:各人,每一
出現次數:總共(82);太(4);可(1);路(5);約(4);徒(11);羅(5);林前(22);林後(2);加(2);弗(5);腓(2);西(1);帖前(2);帖後(1);來(5);雅(1);彼前(2);啓(7)
譯字彙編
1) 各人(50) 太16:27; 太18:35; 太25:15; 可13:34; 路13:15; 約6:7; 約8:1; 徒2:8; 徒2:38; 徒4:35; 羅2:6; 羅12:3; 羅14:5; 羅14:12; 羅15:2; 林前1:12; 林前3:8; 林前3:10; 林前3:13; 林前3:13; 林前4:5; 林前7:7; 林前7:17; 林前7:17; 林前7:20; 林前7:24; 林前11:21; 林前12:7; 林前12:11; 林前14:26; 林前15:23; 林前16:2; 林後5:10; 林後9:7; 加6:4; 加6:5; 弗4:25; 弗6:8; 腓2:4; 帖前4:4; 來6:11; 來8:11; 來8:11; 雅1:14; 彼前1:17; 彼前4:10; 啓2:23; 啓6:11; 啓20:13; 啓22:12;
2) 每(12) 路4:40; 路16:5; 徒17:27; 徒21:26; 林前12:18; 弗4:7; 弗4:16; 弗5:33; 西4:6; 帖前2:11; 帖後1:3; 啓21:21;
3) 各(9) 路2:3; 約16:32; 徒2:3; 徒2:6; 徒11:29; 徒20:31; 林前15:38; 啓5:8; 啓22:2;
4) 每一(2) 約19:23; 來3:13;
5) 每一女人(1) 林前7:2;
6) 分別(1) 來11:21;
7) 人(1) 腓2:4;
8) 每一男人(1) 林前7:2;
9) 你們各人(1) 徒3:26;
10) 一個的(1) 太26:22;
11) 每一棵(1) 路6:44;
12) 逐(1) 徒21:19;
13) 各人的(1) 林前3:5

English (Woodhouse)

each

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)