ἀπάτη

From LSJ
Revision as of 13:36, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰ́τη Medium diacritics: ἀπάτη Low diacritics: απάτη Capitals: ΑΠΑΤΗ
Transliteration A: apátē Transliteration B: apatē Transliteration C: apati Beta Code: a)pa/th

English (LSJ)

ἡ, A trick, fraud, deceit, νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Il.2.114, cf. 4.168: in plural, wiles, οὐκ ἄρ' ἔμελλες . . λήξειν ἀπατάων, says Athena to Ulysses, Od.13.294, cf. Il.15.31; σκολιαὶ ἀπάται Pi.Fr.213. 2 guile, treachery, ἄταν ἀπάτᾳ μεταγνούς A.Supp.111, cf. S.OC230; ἀπάτης δικαίας οὐκ ἀποστατεῖ θεός A.Fr.301, cf. Pers.93; ἀ. ἐρώτων S.Ant.617; διαβολὴ καὶ ἀ. Antipho 6.7, etc.; ἀπάτη εὐπρεπής, opp. βία ἐμφανής, Th.4.86; ἢ βίᾳ ἢ ἀπάτῃ 2.39; ἀπάτη λεχέων a being cheated out of the marriage, S.Ant.630; ἄνευ δόλου καὶ ἀπάτης 'without fraud or covin', Hdt.1.69; μετὰ σκότους καὶ ἀ. Pl.Lg.864c. 3 Ἀπάτη, personified, Hes. Th.224, Luc.Merc.Cond.42. II beguiling of time, pastime (not Att., Moer.65), Plb.4.20.5; ψυχῆς Dicaearch.1.1; ψυχαγωγίαι καὶ ἀπάται τῆς πόλεως D.Chr.32.5. III as name of a plant, f.l. for ἀπάπη (q.v.).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰπᾰ-]
I 1engaño, ardid, treta κακὴν ἀ. βουλεύσατο Il.2.114, 9.21, τῆσδ' ἀπάτης κοτέων Il.4.168, λήξειν ἀπατάων μύθων τε κλοπίων Od.13.294, ἀπάτης ἔργον Hes.Fr.198.1, δολόμητιν δ' ἀ. θεοῦ A.Pers.94, ἀπάτης δικαίας οὐκ ἀποστατεῖ θεός del engaño por una causa justa no se abstiene el dios A.Fr.601a, b, cf. S.OC 229, E.Hel.1103, σκολιαῖς ἀπάταις Pi.Fr.213, cf. Pl.R.459c, Sph.260c, διαβολὴ καὶ ἀ. Antipho 6.7, ἀ. εὐπρεπής op. βία ἐμφανής Th.4.86, cf. 2.39, ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης Hdt.1.69, σκότους καὶ ἀ. Pl.Lg.864c, προεαλωκότων ὑπὸ δόξης καὶ ἀ. Plu.2.17d, cf. 17b, πρὸς ἀπάτην ἐτράποντο D.C.40.5.2, κόσμου καὶ ἀ. Clem.Al.Strom.2.10.47, διὰ τὴν τῶν δαιμόνων ἀπάτην por la treta de los demonios Ath.Al.Inc.6.19, ἀγὼν τῆς ἀ. proceso por fraude, POxy.1020.8 (II d.C.).
2 ilusión engañosa, falsa ilusión, seducción οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται de Radamantis, Pi.P.2.74, ἀ. ... ἐρώτων S.Ant.617, cf. 630, βλάπτεται δὲ ὁ ἐπιμένων ἐπὶ τῆς ἑαυτοῦ ἀ. καὶ ἀγνοίας M.Ant.6.21, ἀ. τοῦ πλούτου Eu.Matt.13.22, Eu.Marc.4.19, cf. Clem.Al.Strom.8.6.20.
3 ilusión o efecto artístico del teatro, v. ἀπατάω I 2, Gorg.B 23, τῶν θεωμένων Plb.2.56.12, de la música ἀ. καὶ γοητεία Plb.4.20.5
de ahí pasatiempo, diversión, placer, atracción ἀ. ψυχῆς Ps.Dicaearch.1.1, πρὸς ἀπάτην ἀκοῆς Ph.2.189, βουλόμενος ἐκτὸς ἀπάτην χορηγῆσαι τοῖς θεαταῖς IPr.113.64 (I a.C.), ψυχαγωγίαι καὶ ἀπάται τῆς πόλεως D.Chr.32.5, ἐντρυφῶντες ἐν ταῖς ἀπάταις 2Ep.Petr.2.13, cf. Moer.65.
4 error fil. o cien. μή σ' ἀπάτη φρένα καινύτω Emp.B 23.9, cf. Arist.Int.23b13-15, συμβάλλεται δὲ πρὸς τὴν ἀπάτην αὐτοῖς Arist.GA 756a31.
II personif. Apate, el Engaño Hes.Th.224, Luc.Merc.Cond.42, Nonn.D.8.113, 124.
• Etimología: Prob. de ἀπό y ἄτη q.u.

German (Pape)

[Seite 282] ἡ, 1) Betrug, Täuschung, von Hom. an bei allen Schriftstellern; Iliad. 4, 168. 15, 31; κακὴν ἀπάτην 2, 114. 9, 21; ἀπατάων μύθων τε κλοπίων Od. 13, 294; Pind. P. 2, 74; σκόλιαι frg. 232; Plat. ψεῦδος καὶ ἀπάτη Rep. V, 459 c u. öfter; das Verfehlen, λεχέων Soph. Ant. 624; auch List, mit der man sich nützt, ohne eigtl. Tadel; vgl. Aesch. Pers. 93; dah. bei Sp. Zeitvertreib, Ergötzlichkeit, bes. Sinnenlust, τῶν θεωμένων Pol. 2, 56; von der Musik, οὐκ ἐπὶ ἀπάτῃ καὶ γοητείᾳ εἰσῆχθαι 4, 20. – 2) eine Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάτη: [ᾰπᾰ], ἡ, (ἴσως συγγεν. τῷ ἀπαφίσκω, ὃ ἴδε): ― δόλος, ἀπάτη, «γέλασμα», «παιχνίδι», νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Ἰλ. Β. 114, πρβλ. Δ. 168: ἀκολούθως, στρατήγημα ἐν πολέμῳ, Θουκ. 2. 39: ― συχνάκις, δόλος, κατὰ πληθ. μηχανήματα, δολοπλοκίαι, οὐκ ἄρ’ ἒμελλες… λήξειν ἀπατάων, λέγει ἡ Ἀθηνᾶ τῷ Ὀδυσσεῖ, Ὀδ. Ν. 294, πρβλ. Ἰλ. Ο. 31· σκολιαὶ ἀπάται Πινδ. Ἀποσπ. 232. 2. 2) δόλος, ἐξαπάτησις, πανουργία, δολιότης, ἄταν ἀπάτᾳ μεταγνοὺς Αἰσχύλ. Ἱκ. 110, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 230· ἀπάτης δικαίας οὐκ ἀποστατεῖ Θεός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 287, πρβλ. Πέρσ. 93· ἀπ. ἐρώτων Σοφ. Ἀντ. 617· διαβολὴ καὶ ἀπ. Ἀντιφῶν 142. 10, κτλ.· ἀπ. εὐπρεπής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βία ἐμφανής, Θουκ. 4. 86· ἀπάτας λεχέων ὑπεραλγῶν, ἀλγῶν διὰ τὴν ἀπάτην τὴν ὁποίαν τῷ ἐχάλκευσαν διὰ τὸν ἐλπιζόμενον γάμον του, Σοφ. Ἀντ. 630· ἄνευ δόλου καὶ ἀπάτης Ἡρόδ. 1. 69· μετὰ σκότους καὶ ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 864C. 3) ἐν Ἡσ. Θ. 224 ἡ λέξις προσωποποιεῖται, τίκτε δὲ καὶ Νέμεσιν… Νὺξ ὁλοή· μετὰ τὴν δ’ Ἀπάτην τέκε καὶ Φιλότητα· πρβλ. Λουκ. Περὶ τ. ἐπὶ μ. συν 42. ΙΙ. τὸ διέρχεσθαι εὐαρέστως τὸν χρόνον, τέρψις, (κατὰ Μοῖριν σ. 65 ἔκδ. Πιερσ. «ἀπάτη, ἡ πλάνη παρ’ Ἀττικοῖς· ἀπάτη δὲ, ἡ τέρψις παρ’ Ἕλλησιν»), Πολύβ. 2. 56, 12, Δικαίαρχ. ἐν Μυλλέρ. Γεωργ. 1. 98. ΙΙΙ. ὡς ὄνομα φυτοῦ, ἐσφαλ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. ἀντὶ ἀπάπη· ἴδε τὴν λέξιν.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 tromperie, fraude, trahison ; fig. ἀπάτα dor. ἐρώτων SOPH ce qui trompe nos désirs, séduction;
2 ruse, artifice ; particul. ruse de guerre;
3 amusement, passe-temps.
Étymologie: DELG orig. inconnue -- Babiniotis cf. ἠπεροπεύς.

English (Autenrieth)

ης: deceit; pl., Il. 15.31.

English (Strong)

from ἀπατάω; delusion: deceit(-ful, -fulness), deceivableness(-ving).

English (Thayer)

ἀπάτης, ἡ (from Homer down), deceit, deceitfulness: τοῦ πλούτου, τῆς ἀδικίας, τῆς ἁμαρτίας, αἱ ἐπιθυμίαι τῆς ἀπάτης the lusts excited by deceit, i. e. by deceitful influences seducing to sin, ἀπαται: L Tr text WH marginal reading ἐν ἀγάπαις), by a paragram (or verbal play) applied to the agapae or love-feasts (cf. ἀγάπη, 2), because these were transformed by base men into seductive revels.

Greek Monolingual

η (AM ἀπάτη)
1. το να μεταχειρίζεται κανείς για δική του ωφέλεια ψεύδος ή δόλο βλάπτοντας τους άλλους, ξεγέλασμα, δολοπλοκία
2. δολιότητα, πανουργία
νεοελλ.
1. το να απατάται κάποιος, να κάνει λάθοςοπτική απάτη»)
2. έγκλημα που στρέφεται κατά περιουσιακών δικαιωμάτων
αρχ.
1. το να περνά κανείς ευχάριστα τον καιρό του, η διασκέδαση
2. προσωποπ. η Απάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Από τις διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, ο συσχετισμός της λ. με το ηπεροπεύς «απατεών, δόλιος» είναι και μορφολογικά δυνατός και σημασιολογικά αντίστοιχος. Ο τύπος αυτός οδηγεί σε θέμα σε ρ, ν (άπαρ, άπνος), το οποίο ανάγεται σε αρχικό τ. απ -ν -τά. Η σύνδεση με α- στερ. + πατέω, πόντος «τόπος χωρίς δρόμο, πλάνη» δεν είναι ικανοποιητική. Ο χωρισμός της λ. ως απ-άτη δεν δικαιολογεί την ταύτιση του β' συνθ. με τον τ. άτη, λόγω της μακρότητας του α- της λ. άτη. Οι περαιτέρω συσχετισμοί της λ. απάτη με το ιάπτω, ίπτομαι, αρχ. ινδ. aka- «οίκτος, πόνος», δεν θεωρούνται βάσιμοι. Ευρύτατη είναι η χρήση της στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική με κύρια σημασία «πλάνη» και σπανιότερα «δόλος, τέχνασμα». Προσωποποιημένη απαντά στον Ησίοδο, ενώ από την ελληνιστική έννοιά της «ονειροπόλημα» προήλθε η σημασία «διασκέδαση, ευχαρίστηση».
ΠΑΡ. απατεώνας (-εών), απατηλός, απατώ
αρχ.
απατεύω, απατήλιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. εξαπάτη
νεοελλ.
αυταπάτη, μικροαπάτη, ναυταπάτη οφθαλμαπάτη].

Greek Monotonic

ἀπάτη: [ᾰπᾰ], ἡ (πιθ. από ἅπ-τομαι, πρβλ. ἀπαφίσκω
1. δόλος, πανουργία, εξαπάτηση, τέχνασμα, αγυρτεία, σε Ομήρ. Ιλ.· στρατήγημα, στρατηγικό τέχνασμα στον πόλεμο, σε Θουκ.· στον πληθ., δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, σε Όμηρ.
2. δολιότητα, παραπλάνηση, εξαπάτηση, δολοπλοκία, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάτη: дор. ἀπάτα (ᾰπᾰ) ἡ
1) обман, ложь Hom., Hes., Her., Thuc., Xen.;
2) преимущ. pl. хитрый замысел, хитрость Hom., Thuc., Plut.;
3) несбывшаяся надежда, разочарование (ἀ. ἐρώτων Soph.): ἀπάται λεχέων Soph. обманутая надежда на брак;
4) времяпрепровождение, развлечение (ἀ. τῶν θεωμένων Polyb.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: fraud, deceit (Il.); on the meaning s. Luther "Wahrheit" und "Lüge", esp. 97ff.
Derivatives: ἀπατηλός betrügerisch (Il.), perhaps from ἀπατάω (Chantr. Form. 241f.), with the metrical variant ἀπατήλιος (Od.). - Denom. ἀπατάω deceive (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Kuiper (Glotta 21, 283) connected ἠπεροπεύς explaining ἀπάτη < *ἀπν̥-τα from an r-n-stem *ἄπαρ, *ἀπνός. His further connection of ἰάπτω, ἴπτομαι is less convincing. Improbable is connection with πόντος, πάτος, Goth. finÞan (Pedersen Cinq. décl. lat. 65 A. 1, Moorhouse Class. Quart. 35, 93ff.). Wrong vW. Fur. 234f connected ἄτη < *ἀϜα-τη, with substr. variation π/F, which is at best possible. Attractive is his comparison with ἀπαφ-εῖν (for which the variant ἀποφ-εῖν shows substr. origins; s.v. ἀπαφίσκω), which has exactly the same meaning. If ἠπερ-οπ-εύω is cognate, note the suffix -οπ- which is also a substr. element (Beekes Glotta 73 (1995/6) 18-25).

Middle Liddell

[prob. from ἅπτομαι, cf. ἀπαφίσκω
1. a trick, fraud, deceit, Il.: a stratagem, Thuc.: in plural wiles, Hom.
2. guile, fraud, deceit, treachery, Hdt., attic

Frisk Etymology German

ἀπάτη: {apátē}
Grammar: f.
Meaning: Täuschung, Betrug (ion. att. seit Il., zur Bedeutung s. Luther "Wahrheit" und "Lüge", bes. 97ff.).
Derivative: Ableitungen: ἀπατηλός betrügerisch (ion. att. seit Il.), vielleicht von ἀπατάω, s. Chantraine Formation 241f., Schwyzer 484, ἀπατήλιος ib., metrische Variante zum Vorherigen (Od., Nonn.); ἀπατεών, -ῶνος m. Betrüger (Hp., Demokr., Pl. usw.), vgl. Chantraine 163. — Zu ἀπάτυλλα (Kerk., POxy. 1082 Fr. 39) vgl. ἐξαπατύλλω (Ar.) und Leumann Glotta 32, 219 A. 3. — Denominatives Verb: ἀπατάω täuschen, betrügen (ion. att. seit Il.). Davon ἀπάτησις Täuschung (LXX, Phld.), ἀπάτημα Trug (Gorg. u. a.), ἀπατήμων trügerisch (Orac. ap. Zos.), ἀπατητικός ib. (Pl., Arist. usw.), ἀπατητής Betrüger (Gloss.). — Vereinzelt ἀπατεύω = ἀπατάω (Xenoph. 11).
Etymology: Unerklärt. Semantisch ansprechend und morphologisch allenfalls möglich ist Kuipers (Glotta 21, 283) Anknüpfung an ἠπεροπεύς in der Annahme, ἀπάτη stehe für *ἀπν̥-τα von einem r-n-Stamm *ἄπαρ, *ἀπνός. Seine weiteren Kombinationen (zu ἰάπτω, ἴπτομαι und sogar aind. áka- n. Leid, Schmerz) sind aber entschieden verfehlt. Die Heranziehung von πόντος, πάτος, got. finþan usw. (Pedersen Cinq. décl. lat. 65 A. 1, Moorhouse Class. Quart. 35, 93ff., s. noch Bq) überzeugt nicht.
Page 1,118

Chinese

原文音譯:¢p£th 阿怕帖
詞類次數:名詞(7)
原文字根:引誘
字義溯源:欺瞞,欺騙,奸詐,詭詐,妄言,迷惑;源自(ἀπατάω)*=欺騙)
出現次數:總共(7);太(1);可(1);弗(1);西(1);帖後(1);來(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 迷惑(4) 太13:22; 可4:19; 弗4:22; 來3:13;
2) 欺騙(1) 彼後2:13;
3) 妄言(1) 西2:8;
4) 詭詐(1) 帖後2:10

English (Woodhouse)

artifice, cheat, craft, cunning, deceit, deception, stratagem, trap, trick

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

fraud

Arabic: غِشّ‎, اِحْتِيال‎, تَزْوِير‎; Armenian: խաբեբայություն, խարդախություն, նենգություն; Azerbaijani: fırıldaq; Belarusian: махлярства, машэ́льніцтва, ашуканства, круцельства; Bulgarian: измама, измами; Catalan: frau; Chinese Mandarin: 騙局, 骗局, 詐騙, 诈骗, 詐欺, 诈欺; Czech: podvod; Danish: bedrageri, svindel; Dutch: fraude, flessentrekkerij, bedrog, oplichterij, oplichting, zwendel; Esperanto: fraŭdo, trompo; Estonian: kelmus; Faroese: svik; Finnish: petos, vilppi, huijaus, vilunki, kusetus, petkutus, huiputus, puijaus, petkuttaminen, huiputtaminen, puijaaminen, huijaaminen, pettäminen; French: fraude; Galician: fraude; Georgian: თაღლითობა; German: Betrug, Schwindel; Greek: απάτη; Hebrew: רַמָּאוּת‎; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: csalás, szélhámosság; Ido: fraudo; Indonesian: penipuan; Irish: calaois; Old Irish: écubus; Italian: frode, frodi, baratteria; Japanese: 詐欺; Korean: 사기(詐欺); Latin: fraus, captio; Latvian: krāpšana; Lithuanian: sukčiavimas; Macedonian: измама; Malayalam: തട്ടിപ്പ്, വഞ്ചന, കള്ളം; Maori: hara taware, hoko tāhae; Norwegian: bedrageri, svindel; Persian: شیادی‎, کلاهبرداری‎, فریب‎; Plautdietsch: Schwindel; Polish: oszustwo, wyłudzenie; Portuguese: fraude, falcatrua, logro, estelionato; Romanian: înșelăciune; Russian: мошенничество, жульничество, афера, шулерство; Sanskrit: कपट; Serbo-Croatian Cyrillic: превара; Roman: prevara; Slovak: podvod; Slovene: prevara, goljufija, potegavščina; Spanish: fraude; Swahili: ghashi, sakata; Swedish: bedrägeri, svindel; Tagalog: daya, pandaraya; Thai: การฉ้อโกง, การโกง, การทุจริต; Turkish: dolandırıcılık; Ukrainian: шахрайство; Vietnamese: sự gian lận, sự gian trá, sự lừa lọc; Welsh: twyll; Yiddish: שווינדל‎

deceit

Albanian: mashtrim; Arabic: خِدَاع‎, خَدْع‎; Armenian: խաբեբայություն; Azerbaijani: hiylə, aldatma; Belarusian: падман; Bengali: প্রবঞ্চনা; Bulgarian: измама, лъжа; Chinese Mandarin: 欺騙, 欺骗; Czech: podvod; Dutch: bedrog, bedriegerij; Estonian: pettus; Faroese: svik; Finnish: petosyritys, petoksen yritys, petos, huiputus, huijaus, harhautus, vilppi; French: tromperie, ruse; Galician: engano; German: Betrügerei, Betrug; Gothic: 𐌻𐌹𐌿𐍄𐌴𐌹; Greek: απάτη; Ancient Greek: ἀπάτη, δόλωμα; Hebrew: רַמָּאוּת‎; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: megtévesztés; Irish: meang; Italian: falsità, mendacità, inganno, trucco; Japanese: 詐欺; Kabuverdianu: fantuxada; Kazakh: алдау; Khmer: ការបោកប្រាស់; Korean: 속임수, 사기, 속임; Kyrgyz: алдоо; Latin: fraus, dolus; Latvian: maldināšana; Lithuanian: apgavystė; Macedonian: измама; Malay: penipuan; Middle English: ymagynynge; Oriya: ତଞ୍ଚକତା; Ossetian: фӕлывд; Persian: فریب‎, گول‎; Polish: oszustwo, podstęp; Portuguese: velhacaria, fraude; Romanian: decepție; Russian: обман; Sanskrit: कपट or; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бмана, пре̏вара, прије̑вара; Roman: ȍbmana, prȅvara, prijȇvara; Slovak: podvod; Slovene: prevara; Spanish: bellaquería, fraude, engaño, embeleco; Tajik: фиреб; Tatar: алдау, алдак; Telugu: దగా, మోసము; Thai: การหลอกลวง; Turkish: hile, aldatma, kandırma; Turkmen: aldaw; Ukrainian: обман; Urdu: دھوکا‎, فریب‎; Uyghur: ئالداش‎; Uzbek: aldash, firib

pastime

Armenian: ժամանց; Bulgarian: забавление, развлечение; Catalan: passatemps; Chinese Mandarin: 消遣, 娛樂, 娱乐; Czech: zábava, kratochvíle; Dutch: hobby, tijdverdrijf, ontspanning; Faroese: dagdvølja; Finnish: ajanviete, viihdyke, huvi; French: passe-temps; German: Zeitvertreib; Greek: διασκέδαση, αναψυχή; Ancient Greek: διατριβή; Hebrew: בילוי‎; Hungarian: időtöltés; Irish: caitheamh aimsire, spórt; Italian: passatempo; Japanese: 娯楽; Latin: ludus, oblectamen, oblectamentum; Maori: runaruna; Norwegian Bokmål: tidsfordriv; Nynorsk: tidsfordriv; Pennsylvania German: Zeitverdreib; Persian: سرگرمی‎; Polish: rozrywka; Portuguese: passatempo; Russian: времяпрепровождение, развлечение, увеселение, забава; Sanskrit: देवना; Spanish: pasatiempo; Swedish: förströelse, tidsfördriv; Tagalog: palipas-oras; Turkish: eğlence, hobi, meşgale