παλάμη

From LSJ
Revision as of 10:13, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ")

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλᾰμη Medium diacritics: παλάμη Low diacritics: παλάμη Capitals: ΠΑΛΑΜΗ
Transliteration A: palámē Transliteration B: palamē Transliteration C: palami Beta Code: pala/mh

English (LSJ)

ἡ, Ep. gen. and dat. παλάμηφι, -φιν:—poet. Noun, A palm of the hand: hence, generally, hand, esp. as used in grasping, παλάμῃ δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος Od.1.104; ἔγχος ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει Il.3.338, cf. 1.238, etc.; παλάμᾳ δονέων Pi.P.1.44. 2 hand as used in deeds of violence, ἔπασχον ὑπ' Ἄρηος παλαμάων by the hands of Ares, Il.3.128, cf. 5.558, A.Supp.865 (lyr.); Κυπρογενήας παλάμαισιν Alc.60: hence, a deed of force, ῥέξαι παλάμαν S.Ph.1206 (lyr.). 3 hand as used in works of art, etc., Il.15.411, Hes.Th.580, Sc.219, 320; ἐργατίναις π. IG12(2).129 (Mytil.). II metaph., cunning, art, device, either in good or bad sense, π. βιότου a device for one's livelihood, Thgn.624, cf. Hdt.8.19; especially of the gods, θεοῦ σὺν παλάμᾳ, θεῶν παλάμαι, παλάμαις Διός, by their arts, Pi.O.10(11).21, P.1.48, N. 10.65; ὦ παλάμαι θεῶν S.Ph.177 (lyr.); πυκνότατος παλάμαις, of Sisyphus, Pi.O.13.52, cf. A.Pr.167 (lyr.), etc.; παντοίας πλέκειν παλάμας Ar.V.645. III piece of handiwork, work of art, Hsch. (pl.); πυριγενὴς π., i.e. a sword, E.Or.820 (lyr.). (Cf. Lat. palma, OE. folm 'hand'.)

German (Pape)

[Seite 446] ἡ, eigtl. palma, die flache Hand, die Hand, insofern man mit ihr Etwas faßt oder sonst verrichtet; παλάμῃ δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος, Od. 1, 104; ἔγχος, ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει, Il. 3, 338; im plur., ἐν παλάμῃς φορέουσι, Il. 1, 238; τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος, 15, 411; als Symbol der Kunstfertigkeit, künstlerische Hände, Hes. Th. 580. 866 Sc. 219. 320. Aber auch als Symbol der Starke, die Faust, Il. 3, 128. 5, 558; vgl. ὦ παλάμαι θνητῶν, Soph. Phil. 177; παλάμᾳ δονέων Pind. P. 1, 44, öfter; ὀλόμεναι παλάμαις, Aesch. Suppl. 845; auch das mit der Hand Verrichtete, die That, ὡς τίνα δὴ ῥέξῃς παλάμαν ποτέ; Soph. Phil. 1191; vgl. βέβακεν Ἁτρείδης ἀλόχου παλάμαις, Eur. Andr. 1027, wo man an die Hände und die Ränke denken kann; besonders von Kunstwerken des bildenden Künstlers. – Übertr. Handgriff, Kunstgriff, geschicktes Mittel wozu, βιότου, zum Lebenserwerb, Theogn. 624, vgl. 1022; Ζηνὸς παλάμαι, Pind. P. 2, 40; πυκνότατον παλάμαις, vom Si syphus, Ol. 13, 50: vgl. Aesch. Prom, 165: δεῖ δέ σε παντοίας πλέκειν εἰς ἀπόφευξιν παλάμας, Ar. Vesp. 644; auch in Prosa, ἔλεγε ἔχειν τινὰ παλάμην, τῇ ἐλπίζοι ἀποστήσειν τοὺς ἀρίστους, Her. 8, 19; vgl. Scol. bei Ath. XV, 695 a, εἴ τις δύναιτο καὶ παλάμην ἔχοι. – Bei den Attikern scheint es aber erst sehr spät in Prosa vorzukommen.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. paume de la main ; main;
II. par ext. travail de la main, d'où
1 coup de main, acte violent, particul. coup frappé par les dieux;
2 art, moyen, expédient.
Étymologie: R. Παλ agiter, secouer ; v. πάλλω, cf. lat. palma.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλάμη: дор. πᾰλάμᾱ (λᾰ) ἡ эп. gen. и dat. παλάμηφι(ν)
1 ладонь, рука: ἔγχος, ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει Hom. копье, которое было ему по руке; παθέειν ὑπ᾽ Ἄρηος παλαμάων Hom. пострадать от Ареевых дланей;
2 решительное действие, удар: παλάμαν ῥέζειν Soph. наносить удар;
3 искусство, мастерство или мощь, сила (θεῶν παλάμαι Pind.);
4 ловкость, хитрость (παλάμᾳ τινὶ τὰν ἀρχὰν ἑλεῖν Aesch.);
5 орудие: π. πυριγενής Eur. = ξίφος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλάμη: [ᾰ], ἡ· Ἐπικ. γενικ. καὶ δοτ. παλάμηφι. -φιν· - ποιητικὸν ὄνομα, ἡ παλάμη τῆς χειρός, ἡ χείρ, μάλιστα ὡς χρησιμεύουσα εἰς τὸ ἔχειν ἢ κρατεῖν τι, κτλ., παλάμη δ’ ἔχε χάλκεον ἔγχος Ὀδ. Α. 104· ἔγχος παλάμηφιν ἀρήρει Ἰλ. Γ. 338, πρβλ. Α. 238, κτλ.· παλάμᾳ δονέων Πινδ. Π. 1. 85. 2) ἡ χεὶρ ὡς χρησιμεύουσα εἰς ἔργα βίας, πάσχειν τι ὑπ’ Ἄρηος παλαμάων, ὑπὸ τῶν χειρῶν τοῦ Ἄρ., Ἰλ. Γ. 128, πρβλ. Ε. 558, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 865· ὅθεν, ἔργον βίας, βιαία πρᾶξις, ῥέζειν παλάμαν Σοφ. Φιλ. 1206. 3) ἡ χεὶρ ὡς χρησιμεύουσα εἰς ἔργα τέχνης κτλ., Ἡσ. Θ. 580, Ἀσπὶς Ἡρ. 219, 330, πρβλ. Ἰλ. Ο. 411· ἐργατίναις π. Συλλ. Ἐπιγρ. 2169. 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφορ., εὐφυΐα, τέχνη, ἐπινόημα, σχέδιον, μέθοδος, εἴτε ἐπὶ καλῆς εἴτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, π. βιότου, ἐπινόημα πρὸς συντήρησιν ἢ διατροφήν, Θέογν. 624, πρβλ. 1002, Ἡρόδ. 8. 19, Σοφ. Φιλ. 177· ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν, θεοῦ σὺν παλάμᾳ, θεῶν παλάμαι, παλάμαις Διός, τεχνάσματα τῶν θεῶν, ἐπίνοιαι, Πινδ. Ο. 11 (10). 25, Π. 1. 94, Ν. 10. 121· πυκνότατος παλάμαις, ἐπὶ τοῦ Σισύφου, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 73, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 165, κτλ.· παλάμας παντοίας πλέκειν Ἀριστοφ. Σφ. 645· π. πυριγενής, ἐργαλεῖον ἐκ τοῦ πυρὸς γεννηθέν, δηλ. ξίφος, Εὐρ. Ὀρ. 820. ΙΙΙ. ἔργον τῆς χειρός, ἔργον τέχνης, Ἡσύχ.· πρβλ. Λατ. manus Mentoris, ἡ τοῦ τεχνίτου χείρ, Ruhnk. Ep. Cr. σ. 101. (Πρβλ. Λατιν. palm-a, palm-us· Αγγλο-Σαξον. folm· Ἀρχ. Γερμαν. volm-a· ὅθεν παλαμάομαι, παλαμναῖος, Παλαμήδης).

English (Autenrieth)

palm of the hand, hand.

Greek Monolingual

(I)
και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη)
1. η εσωτερική επιφάνεια του χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα
2. το χέριπαλάμη δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 του μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση με το 1/100 του τετραγωνικού μέτρου και μονάδα όγκου ίση με το 1/1000 του κυβικού μέτρου
2. ναυτ. εργαλείο που χρησιμεύει ως δακτυλήθρα για το ράψιμο τών πανιών του πλοίου, βαρδαμάνα
αρχ.
1. μονάδα μήκους ισοδύναμη με 10, 16 εκατοστόμετρα
2. βίαιη πράξη
3. έργο τέχνης
4. (κατ' επέκτ.) η τέχνη
5. μτφ. (με θετ. και αρνητική σημ.) επινόημα, τέχνασμα
6. φρ. «πυριγενὴς παλάμη» — το ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παλάμη πρέπει να ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας pel-ә2- «πιάτο, ευρύς, απλώνω» (πρβλ. παλαστή, πέλαγος, πελανός, πιθ. πλάσσω, πλάξ) και εμφανίζει κατάλ. -μη (πρβλ. δραχ-μή, πυγ-μή). Η λ. αντιστοιχεί με τα: λατ. palma «παλάμη», αρχ. άνω γερμ. folma, αρχ. αγγλ. folm, αγγλ. palm. Παρλλ. προς το θηλ. παλάμη πρέπει να υποτεθεί η ύπαρξη ενός ουδ. ουσ. με θ. σε n πάλαμα (πρβλ. γνώμη: γνῶμα, μνήμη: μνῆμα), στο οποίο οδηγούν τα συνθ. του τ. -πάλαμνος και το επίθ. παλαμναῖος (πρβλ. ἀτέραμνος < - + τεραμα). Η λ. παλάμη δηλώνει την παλάμη, το χέρι που δρα, που ενεργεί, και χρησιμοποιείται μετωνυμικώς για τις σημ. «δύναμη, ικανότητα» και ιδιαίτερα αναφορικά προς τις ευεργετικές ή καταστρεπτικές ενέργειες τών θεών. Η λ., τέλος, διακρίνεται από τη λ. χείρ «χέρι», η οποία, όμως, χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει μτφ. τη δύναμη].
(II)
η
ναυτ. μίγμα από πίσσα, λίπος και θειάφι με το οποίο επαλείφουν συνήθως τα ύφαλα τών ξύλινων πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παλαμάρω (ΙΙ)].

Greek Monotonic

πᾰλάμη: [ᾰ], ἡ, Επικ. γεν. και δοτ. παλάμῃφι, -φιν,
I. 1. παλάμη χεριού, χέρι, σε Όμηρ., Πίνδ.· πάσχειν τι ὑπ' Ἄρηος παλαμάων, από τα χέρια του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, έργα δύναμης, σε Σοφ.
2. το χέρι όπως χρησιμοποιείται σε έργα τέχνης, σε Ησίοδ.
II. μεταφ., ευφυία, τέχνη, επινόηση, πλάνο, μέθοδος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· παλάμη βιότου, εφεύρημα με σκοπό τον βιοπορισμό κάποιου, σε Θέογν.· λέγεται για τους θεούς, θεοῦ σὺν παλάμᾳ, θεῶν παλάμαι, παλάμαις Διός, με τέχνασμα δικό τους, σε Πίνδ.· παλάμας πλέκειν, σε Αριστοφ.· παλάμη πυριγενής, όπλο που δημιουργήθηκε από τη φωτιά, δηλ. ξίφος, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: (flat) hand, device, means, function (Il.).
Compounds: As 2. member a.o. in δυσ-πάλαμος mischievous, helpless (A. in lyr.).
Derivatives: πάλαμις (cod. -ίς) τεχνίτης παρὰ τοῖς Σαλαμινίοις H. (cf. γάστρις a.o., Bechtel Dial. 1,452), παλαμίς f. mole (Alex. Trall.). Denom. παλαμ-άομαι, -ήσασθαι (παλαμήσας τεχνάσας, ἐργάσας H.) to handle, to perform, to plan (Alc., E., Ar., X.) with -ημα n. performance, plan (Com. Adesp., Ael.). -- Besides ἀ-πάλαμν-ος (also ἀ-πάλαμος) "without hand", unadept, helpless, indeliberate, inconsiderate (Ε 597); παλαμν-αῖος one doing smth. by one's own hand, euphemism = murderous, murderer, revenger (trag.); both from *πάλαμα n., s. on ἀτέραμνος w. lit.
Origin: IE [Indo-European] [805] *plh₂(e)m- hand
Etymology: With παλά-μη, beside which *πάλα-μα as γνώ-μη: γνῶ-μα (: γνώ-μων), μνή-μη: μνῆ-μα (: μνή-μων) a.o., agrees except for the number of syllables Lat. palma f. flat hand, beside which from the west Germ., e.g. OHG folma, Celt. e.g. OIr. lām hand, which all present an old zero grade m-derivation (*plh₂-m-) of a lost verb for spread out; on the ablaut s. Schwyzer 343 and 362, Ernout-Meillet s. palma; the Greek form requires *plh₂-em-, Beekes, Flexion u. Wortbild. 1975, 10ff. (Akten V.Fachtag.); the μη-suffix further in the close δραχ-μή, πυγ-μή etc., s. Porzig Satzinhalte 289 a. 284. -- Other derivations of the verb have been suspected in παλαστή, πέλαγος; s. also πέλανος, πλάσσω and πλανάω, also ἐπιπολῆς. Further forms w. lit. WP. 2, 61 ff., Pok. 805ff., W.-Hofmann s. palma.

Middle Liddell

πᾰ˘λάμη, ἡ,
I. the palm of the hand, the hand, Hom., Pind.; πάσχειν τι ὑπ' Ἄρηος παλαμάων by the hands of Ares, Il.:—hence a deed of force, Soph.
2. the hand as used in works of art, Hes.
II. metaph. cunning, art, a device, plan, method, Hdt., etc.; π. βιότου a device for one's livelihood, Theogn.: of the gods, θεοῦ σὺν παλάμᾳ, θεῶν παλάμαι, παλάμαις Διός by their arts, Pind.; παλάμας πλέκειν Ar.; π. πυριγενής a fire-born instrument, i. e. a sword, Eur.

Frisk Etymology German

παλάμη: {palámē}
Grammar: f.
Meaning: ‘(flache) Hand, Handhabe, Mittel, Veranstaltung’ (ep. poet. seit Il.).
Composita: Als Hinterglied u.a. in δυσπάλαμος übeltätig, hilflos (A. in lyr.).
Derivative: Davon πάλαμις (cod. -ίς)· τεχνίτης παρὰ τοῖς Σαλαμινίοις H. (vgl. γάστρις u.a., Bechtel Dial. 1,452), παλαμίς f. Maulwurf (Alex. Trall.). Denom. παλαμάομαι, -ήσασθαι (παλαμήσας· τεχνάσας, ἐργάσας H.) hantieren, verrichten, planen (Alk., E., Ar., X. u.a.) mit -ημα n. Verrichtung, Plan (Kom. Adesp., Ael.). — Daneben ἀπάλαμνος (auch ἀπάλαμος) "ohne Hand", ungeschickt, hilflos, unbesonnen, rücksichtslos (ep. poet. seit Ε 597); παλαμναῖος ‘der mit eigener Hand etwas verübt’, euphemism = mörderisch, Mörder, Rächer (Trag. u.a.); beide von *πάλαμα n., s. zu ἀτέραμνος m. Lit.
Etymology: Zu παλάμη, woneben *πάλαμα wie γνώμη: γνῶμα (: γνώμων), μνήμη: μνῆμα (:μνήμων) u.a., stimmt bis auf die Silbenzahl lat. palma f. flache Hand, wozu noch aus dem Westen germ., z.B. ahd. folma, kelt. z.B. air. lām Hand, die alle eine alte schwachstufige m-Ableitung eines verschollenen Verbs ausbreiten repräsentieren; zum nicht ganz klaren Ab- laut s. Schwyzer 343 und 362, Ernout-Meillet s. palma; das μη-Suffix noch in den sinnverwandten δραχμή, πυγμή usw., s. Porzig Satzinhalte 289 u. 284. — Andere Ableitungen desselben Verbs sind παλαστή, πέλαγος; s. noch πέλανος, πλάσσω und πλανάω, auch ἐπιπολῆς. Weitere Formen m. Lit. Wp. 2, 61 ff., Pok. 805ff., W.-Hofmann s. palma.
Page 2,466

Mantoulidis Etymological

(=ἡ ἐσωτερική ἐπιφάνεια τοῦ χεριοῦ, τό χέρι, σχέδιο, ἐπινόημα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Ἴσως ἀπό ἰαπετ. ρίζα πού σημαίνει χέρι, πρβλ. λατ. palma, palmus καί τά ὁμόρρ. ἤ παράγ. παλαμναῖος, παλαστή, ἀπάλαμνος, ἀπάλαμος, δυσπάλαμος· ἐτυμολογικά συγγενεύουν μ' αὐτή καί τά παλάθη, παλαμίς, πέλανος, πέλαγος.
Παράγωγα: παλαμάομαι (=κάμνω, μηχανεύομαι), Παλαμήδης, παλαμναῖος (=αὐτός πού σκότωσε κάποιον μέ τό ἴδιο του τό χέρι).