πάλαι

From LSJ
Revision as of 15:34, 16 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung")

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰ́λαι Medium diacritics: πάλαι Low diacritics: πάλαι Capitals: ΠΑΛΑΙ
Transliteration A: pálai Transliteration B: palai Transliteration C: palai Beta Code: pa/lai

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.
A long ago, πάλαι οὔ τι νέον γε Il.9.527; πάλαι κοὐ νεωστί S. El.1049; πάλαι πολλὰ ἤδη ἔτη Pl.Ap.18b; πάλαι ποτέ = once upon a time, Ar. Pl.1002, Pl.Criti.110a: freq. with pres. of an act lasting to the pres., ὁρῶ… πάλαι I have long seen, S.Aj.5; ἰχνεύω πάλαι ib.20, cf. Ph.589, Pl. Men.91a, Ar.Pl.257, etc.; but, πάλαι ποτ' ὄντες ye who were long ago, Id.V.1060: also with pf., τέθνηχ' ὑμῖν πάλαι S.Ph.1030, cf. A.Pr.998, Ar.Nu.556: with impf. of an act lasting to a past time, ἔχεν πάλαι had long been holding it, Il.23.871, cf. Eup.11; ἔχεις πάλαι ὧν ἐπεθύμεις Theoc.10.17: with Art., τὸ πάλαι Hdt.1.5, 7.74,95,142, Th.1.5, etc.; ἀπὸ πάλαι BGU1036.24 (ii A. D.).
2 like an Adj. with Art. and Noun, οἱ πάλαι φῶτες men of old, Pi.I.2.1; Κάδμου τοῦ πάλαι νέα τροφή S.OT1; τοῦ πρόσθε Κάδμου τοῦ πάλαι τ' Ἀγήνορος ib.268; τὰ καινὰ τοῖς πάλαι τεκμαίρεται ib.916, cf. Tr.1165, El.1490, etc.; τὰ πάλαι D.19.276 (nisi leg. παλαί); οἱ πάλαι = the ancients, opp. οἱ νῦν, Arist.Metaph.1069a29.
II before, opp. the present, sometimes of time just past, ἠμὲν πάλαι ἠδ' ἔτι καὶ νῦν Il.9.105, cf. S.Ant.181: hence, not long ago, just now, like ἄρτι, οἱ πάλαι λόγοι A.Pr.845; ὁ πάλαι λόγος the reason just given, Arist.Pol.1282a15, cf. 1282b7; πάλαι σοὶ ἔλεγον X.Oec.19.17, cf. 18.10; but opp. ἄρτι, Pl. Tht.142a.

German (Pape)

[Seite 444] längst, vor alter Zeit, ehemals, übh. die Vergangenheit im Ggstze zur Gegenwart bezeichnend, auch wenn jene die allernächste ist, obwohl die Beziehung auf die entferntere häufiger ist (vgl. Valcken. Hipp. 1085 Wolf Plat. Conv. 20, 2); ἤ τευ σῆμα βροτοῖο πάλαι κατατεθνειῶτος, Il. 23, 331; οἷον ἐγὼ νοέω ἠμὲν πάλαι ἠδ' ἔτι καὶ νῦν, 9, 105; Gegensatz von νέον, ib. 527; Pind. oft auch mit dem Artikel, οἱ πάλαι φῶτες, I. 2, 1, vgl. P. 6, 40; ὦπται πάλαι δὴ καὶ βεβασίλευται, schon längst, Aesch. Prom. 1000; κακῶν τῶν πάλαι πεπραγμένων, vor Alters, Ag. 1158; ἐς ταὐτὸν ἐλθὼν τῶν πάλαι λόγων ἴχνος, die alten, früheren Reden, Prom. 847; οὐδέν εἰμι καὶ τέθνηχ' ὑμῖν πάλαι, Soph. Phil. 1018, ich bin schon längst todt, u. so öfter mit dem perf. auch bei Andern; τὸν ἤδη Λάϊον πάλαι νεκρόν, O. R. 1245; σκοπῶ κἀγὼ πάλαι, Phil. 585; Νέσσος πάλαι, einst, ἐξέπεισέ νιν, Trach. 1131; δεσπόταις τοῖς πάλαι, El. 754; πατέρες οἱ πάλαι, Eur. Or. 511, wie ἔστιν ἡ πάλαι γυνή ib. 129: wie auch andere Zeitadverbia mit dem Artikel, τὸ πάλαι, einst, ehemals, vor Alters, Her. 1, 5. 4, 180; πᾶσα γὰρ ἦν τὸ πάλαι πτερωτή, Plat. Phaedr. 251 b; πάλαι λέγομεν, Phaed. 79 c; Gegensatz von ἄρτι, Theaet. 142 a; τὰ νῦν, Soph. 2391,; und so καὶ τῶν νῦν εἰσιν καὶ τῶν πάλαι, Prot. 342 e, vgl. περὶ τῶν πάλαι γεγονότων καὶ τῶν νῦν ὄντων ποιητῶν, Tim. 19 d; Folgde; τοὺς ἀνθρώπους μοι τοὺς πάλαι δεῖξον, Luc. Mort. D. 20, 1.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 depuis longtemps, autrefois, jadis ; τὸ πάλαι HDT, ATT m. sign. ; οἱ πάλαι LUC les hommes d'autrefois, les anciens;
2 avant le temps d'aujourd'hui ; il n'y a pas longtemps, récemment, dernièrement, c. ἄρτι.
Étymologie: DELG pas d'étym. incontestable.

Russian (Dvoretsky)

πάλαι: и τὸ πάλαι (πᾰ) adv.
1 прежде, раньше: ἠμὲν πάλαι ἠδ᾽ ἔτι καὶ νῦν Hom. как прежде, так еще и теперь; οἱ πάλαι λόγοι Aesch. раньше начатый рассказ;
2 давно, издавна или некогда: ἄρτι ἢ πάλαι ἐξ ἀγροῦ; Plat. только что или давно (уже ты прибыл) из деревни?; σκοπῶ κἀγὼ πάλαι Soph. да я давно думаю (об этом); καὶ οἱ πάλαι γεγονότες καὶ οἱ νῦν ὄντες ποιηταί Plat. как старые, так и нынешние поэты; Κάδμου τοῦ πάλαι νέα τροφή Soph. молодое потомство древнего Кадма.

Greek (Liddell-Scott)

πάλαι: [ᾰ], Ἐπίρρ. πρὸ πολλοῦ χρόνου, κατὰ τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ πολλοῦ, πάλαι, οὔτι νέον γε Ἰλ. Ι. 527· πάλαι, κοὐ νεωστὶ Σοφ. Ἠλ. 1049· πάλαι ποτέ, «μιὰ φορὰ κ’ ἕναν καιρό», Ἀριστοφ. Πλ. 1002, Πλάτ. Κριτί. 110Α· συχν. ἐν χρήσει μετ’ ἑνεστ. ἐπὶ τῆς σημασίας πρκμ., ὁρῶ.. πάλαι, Λατιν. dudum video, ἀπὸ πολλοῦ ἔχω ἰδεῖ, Σοφ. Αἴ. 3· ἰχνεύω πάλαι αὐτόθι 20, πρβλ. Φιλ. 589, Πλάτ. Μένων 91Α, κλ.· πάλαι ποτ’ ὄντες, σεῖς οἱ πρὸ πολλοῦ ὑπάρξαντες, Ἀριστοφ. Σφ. 1060, πρβλ. Πλ. 257· - ἀλλὰ καὶ μετὰ πρκμ., Σοφ. Φιλ. 1030, Αἰσχύλ. Πρ. 998 μετὰ παρατ. ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπερσυντ., ἔχεν πάλαι, ἐν χερσὶν εἶχε πρὸ πολλοῦ, Ἰλ. Ψ. 871, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Αἰξὶν» 13, Ξεν. Οἰκ. 19, 17· - ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ πάλαι Ἡρόδ. 1. 5., 7. 74, 95, 142, Θουκ. 1. 5, κτλ. 2) τὸ πάλαι συχνάκις κεῖται ὡς ἐπίθετον μετὰ τοῦ ἄρθρου καὶ οὐσιαστ., οἱ πάλαι φῶτες, οἱ παλαιοὶ ἄνθρωποι, Πινδ. Ι. 2. 1· Κάδμου τοῦ πάλαι νέα τροφὴ Σοφ. Ο. Τ. 1· τοῦ πρόσθε Κάδμου τοῦ πάλαι τ’ Ἀγήνορος αὐτόθι 268· τὰ καινὰ τοῖς πάλαι τεκμαίρεται αὐτόθι 916, πρβλ. Τρ. 1165, Ἠλ. 1490, κτλ.· τὰ πάλαι Δημ. 429. 22· ὁπάλαι λόγος, τὸ πρότερον ἐπιχείρημα, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 14, πρβλ. 20· οἱ πάλαι, οἱ παλαιοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ νῦν, αὐτόθι 2. 7, 6, κ. ἀλλ. Πρβλ. πρόπαλαι. ΙΙ. πρότερον, πρωτήτερα, ἐπὶ χρόνου μόλις παρελθόντος, κατ’ ἀντίθεσειν πρὸς τὸ παρόν, ἠμὲν πάλαι ἠδ’ ἔτι καὶ νῦν Ἰλ. Ι. 105, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 181· ἐντεῦθεν τὸ πάλαι καταντᾷ νὰ σημαίνῃ οὐχὶ πρὸ πολλοῦ, μόλις τώρα, πρὸ μικροῦ, σχεδὸν ὡς τὸ ἄρτι, Αἰσχύλ. Πρ. 845, Πλάτ. Ἀπολ. 18Β, Ξεν. Οἰκ. 18, 10· ἀλλ’ ἀντίθετον τῷ ἄρτι Πλάτ. Θεαίτ. 142Α. Πρβλ. παλαιός.

English (Autenrieth)

long ago, long, all along.

English (Slater)

πᾰλαι
&nnbsp;  a in ancient times. ἐδόκησέν τε τῶν πάλαι γενεᾷ ὁπλοτέροισιν ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν (P. 6.40) τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (P. 11.46) ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι (N. 8.32) ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι (N. 8.51) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας (N. 11.33) οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες (I. 2.1) ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων (Pae. 2.56) τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ Παρθ. 2. 42.
   b since ancient times καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (N. 10.10) τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν (I. 5.44) καλέοντί μιν Ὀρτυγίαν ναῦται πάλαι Πα. 7B. 48.

English (Strong)

probably another form for πάλιν (through the idea of retrocession); (adverbially) formerly, or (by relatively) sometime since; (elliptically as adjective) ancient: any while, a great while ago, (of) old, in time past.

English (Thayer)

adverb of time, from Homer down;
1. of old; former, πάλαι properly designates the past not like πρίν and πρότερον relatively, i. e. with a reference, more or less explicit, to some other time (whether past, present, or future), but simply and absolutely.)
2. long ago: A. V. any while) (where L Tr text WH text ἤδη); L T Tr WH (R. V. all this time) (so in Homer, Odyssey 20,293; Josephus, Antiquities 14,15, 4).

Greek Monolingual

(ΑΜ πάλαι)
επιρρ.
1. προ πολλού, κατά τον παλαιό καιρό («μέμνημαι τόδε ἔργον ἐγὼ πάλαι, οὔ τι νέον γε», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «πάλαι ποτέ» — μια φορά κι έναν καιρό, κάποτεπάλαι ποτ' ἧσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι», Αριστοφ.)
αρχ.
1. μόλις προ ολίγου, μόλις τώρα
2. (με άρθρ. ως επίθ.) ὁ πάλαι
ο παλαιός («Κάδμου τοῦ πάλαι νέα τροφή», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει τη δυσερμήνευτη επιρρμ. κατάλ. -αι (πρβλ. καταί, παραί, χαμαί), η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί ως κατάλ. τοπικής. Έχει διατυπωθεί, όμως, η άποψη ότι το επίρρ. πάλαι ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας kwel- «μακριά» (με τοπική και χρονική σημ.) με χειλοϋπερωικό αρκτικό φθόγγο και συνδέεται με το επίρρ. τῆλε «μακριά», το βοιωτ. πήλυι «μακριά» και το αρχ. ινδ. carama- «έσχατος, τελευταίος». Το παρ. επίθ. παλαιός έχει σχηματιστεί από το πάλαι πιθ. με την κατάλ. -Fός. Ωστόσο, πρόβλημα γεννά η ύπαρξη του μυκηναϊκού τ. parajo. Αν γίνει αποδεκτό ότι ο τ. αυτός αντιστοιχεί στο επίθ. παλαιός, οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα, ότι αφ' ενός μεν το παλαιός εμφανίζει κατάλ. joς και όχι -Foς και αφ' ετέρου ότι ο χειλοϋπερωικός φθόγγος στη λ. αυτή έχει αντικατασταθεί, ήδη στη Μυκηναϊκή, με χειλικό. Τέλος, το επίθ. παλαιός έχει ευρύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο από τα επίθ. γεραιός και γηραιός καθώς και από το ἀρχαῖος (βλ. και λ. αρχαίος)].

Greek Monotonic

πάλαι: [ᾰ], επίρρ.:
I. 1. πολύ πριν, σε παλαιότερη εποχή, άλλοτε, σε εποχή περασμένη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπάλαι· πάλαι ποτέ, κάποτε (μια φορά και έναν καιρό), σε Αριστοφ.· συχνά χρησιμ. ενεστ. με σημασία παρακ., ὁρῶ πάλαι, Λατ. dudum video, έχω δει εδώ και καιρό, σε Σοφ.· πάλαι ποτ' ὄντες, ἔχουν γίνει εδώ και πολύ καιρό πριν, σε Αριστοφ.· επίσης με άρθρο, τὸ πάλαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπάλαι
2. πάλαι, συχνά χρησιμ. ως επίθ. με άρθρο και ουσ., οἱπάλαι φῶτες, άνθρωποι της παλιάς εποχής, σε Πίνδ.· Κάδμου τοῦ πάλαι, σε Σοφ.· τὰ πάλαι, σε Δημ.
II. λέγεται για χρόνο που μόλις πέρασε, ἠμὲν πάλαι ἠδ' ἔτι καὶ νῦν, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, πάλαι, σημαίνει όχι πολύ πριν, αλλά τώρα, ακριβώς τώρα, περίπου όπως το ἄρτι, σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: Adv.
Meaning: of old, formerly, long ago, bygone, earlier (Il.; supposition on the development of the meaning in Treu Von Hom. zur Lyrik 127).
Dialectal forms: Myc. parajo /palaios/.
Compounds: Compp., e.g. παλαι-γενής born long ago, highly aged (Il.). ἔκ-παλαι long since, long ago (hell.).
Derivatives: παλαιός old, ancient, former (Il.) with παλαι-ότης f. age, ancientness (Att.), -όομαι, -όω to grow old, to make age, to declare archaic (Hp., Pl., Arist.); from it παλαί-ωσις f. aging (Hp., LXX, Str.), -ώματα pl. antiquity (LXX). Comp. forms παλαί-τερος, -τατος (Pi.), also παλαιό-τερος (Ψ 788 [metr. condit.] etc.; Schwyzer 534 w. n.6), -τατος (Pl.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [640] *kʷel-? far
Etymology: Formation (except for the accent) like χαμαί, παραί; so prop. a frozen case-form (dat.?, s. Schwyzer 548 w. lit.). Ablauting τῆλε far away, far (s. v.), Boeot πήλυι id.; the spatial meaning is evidently the older one. Skt. caramá- the utmost, the last, which has been connected with it, forms a connection with τέλος end, goal; so πάλαι orig. at the end (prop. at the turning point of the career), in the distance, in remote time(s). It is unnecessary to assume a separate *kʷel- far away (WP. 1, 517, Pok. 640). The Mycenaean form presents difficulties for a labio-velar. -- Cf. πάλιν and πέλομαι. - The -α- has not yet been explained; one might think of *kʷl̥h₂-ei.

Middle Liddell

I. long ago, in olden time, in days of yore, in time gone by Il., Soph., etc.; πάλαι ποτέ once upon a time, Ar.:—often used with a pres. in the sense of a perf., ὁρῶ πάλαι, Lat. dudum video, I have long seen, Soph.; πάλαι ποτ' ὄντες ye who have long ago been, Ar.;—also with the Art., τὸ πάλαι Hdt., Thuc., etc.
2. πάλαι is often used like an adj. with the Art. and a Noun, οἱ πάλαι φῶτες men of old, Pind.; Κάδμου τοῦ πάλαι Soph.; τὰ πάλαι Dem.
II. of time just past, ἠμὲν πάλαι ἠδ' ἔτι καὶ νῦν Il.: hence πάλαι comes to mean not long ago, but now, just now, much like ἄρτι, Aesch., Plat.

Frisk Etymology German

πάλαι: {pálai}
Grammar: Adv.
Meaning: vor alters, ehedem, schon lange, längst, früher (seit Il.; Vermutungen über die Bed.entw. bei Treu Von Hom. zur Lyrik 127).
Composita: Kompp., z.B. παλαιγενής ‘vor langer Zeit ge- boren, hochbejahrt’ (ep. poet. seit Il.). ἔκπαλαι ‘seit od. vor langer Zeit’ (hell. u. sp.).
Derivative: Davon παλαιός alt, altertümlich, ehemalig (seit Il.) mit παλαιότης f. Alter, Altertümlichkeit (att.), -όομαι, -όω altern, alt machen, für veraltet erklären (Hp., Pl., Arist. usw.); davon παλαίωσις f. das Altern (Hp., LXX, Str. u.a.), -ώματα pl. das Altertum (LXX). Steigerungsformen παλαίτερος, -τατος (Pi. usw.), auch παλαιότερος (Ψ 788 [metr. bedingt] usw.; Schwyzer 534 m. A.6), -τατος (Pl. usw.).
Etymology: Bildung (bis auf den Akz.) wie χαμαί, παραί; somit eig. eine erstarrte Kasusform (Dat.?, s. Schwyzer 548 m. Lit.). Damit ablautend τῆλε in der Ferne, weit (s. d.), böot πήλυι ib.; die örtliche Bed. ist selbstredend die ältere. Das damit verbundene aind. caramá- der äußerste, der letzte schlägt eine Brücke zu τέλος Ende, Ziel; πάλαι somit urspr. am Ende (eig. am Wendepunkt der Laufbahn), in der Ferne, in ferner Zeit. Ein besonderes qʷel- fern anzunehmen (WP. 1, 517, Pok. 640) ist nicht notwendig. — Vgl. πάλιν und πέλομαι.
Page 2,465

Chinese

原文音譯:p£lai 爬來
詞類次數:副詞(6)
原文字根:老 相當於: (אָז‎)
字義溯源:從前*,古時,自古,自始至終,早,早已,已往,久,很久,舊日;或源自(πάλιν)=重新)
同源字:1) (ἔκπαλαι)很久以前 2) (πάλαι)從前 3) (παλαιός)古老的 4) (παλαιότης)陳舊 5) (παλαιόω)成為老舊
出現次數:總共(6);太(1);可(1);路(1);來(1);彼後(1);猶(1)
譯字彙編
1) 早(2) 太11:21; 路10:13;
2) 自古(1) 猶1:4;
3) 已往的(1) 彼後1:9;
4) 在古時(1) 來1:1;
5) 很久(1) 可15:44

English (Woodhouse)

former, formerly, belonging to former times, in the past, long ago, long since, of yore, once upon a time, one day

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)