τελειόω

From LSJ
Revision as of 10:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελειόω Medium diacritics: τελειόω Low diacritics: τελειόω Capitals: ΤΕΛΕΙΟΩ
Transliteration A: teleióō Transliteration B: teleioō Transliteration C: teleioo Beta Code: teleio/w

English (LSJ)

and τελεόω (the latter always in Hdt., and the prevailing form in Att. Prose, v. infr., and cf. τέλειος init.):—A make perfect, complete: I of things, acts, works, time, make perfect, complete, accomplish, πάντα ἐτελέωσε ποιήσας Hdt.1.120; τελεώσαντες τὰς σπονδάς having completed the libations, Th.6.32; τελειοῖ τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονή Arist.EN1174b23; τ. βίου ἐνιαυτούς complete the tale of years, App.Anth.2.281 (Philadelphia); τὸ ἔργον Ev.Jo.4.34; τὰς ἡμέρας Ev.Luc.2.43; τὸν δρόμον Act.Ap.20.24; τὸν περὶ παιδοτροφίας λόγον ἐνθάδε τελειοῦμεν Sor.1.126:—Med., Iamb.VP29.158, Protr. 20:—Pass., to be accomplished, Hdt.1.160, S.Tr.1257; ἐπειδὴ χρόνος ἐτελεώθη Pl.Plt.272d; τελεωθέντων ἀμφοτέροισι when both men had their wishes accomplished, Hdt.5.11. b execute a legal instrument, make it valid by completing it, PCair.Preis.43.10 (i A.D.), PAmh.2.111.16 (ii A.D.), BGU578.21 (ii A.D.), 1657.6 (iii A.D.). 2 in Logic, τ. τὸ εἶδος complete, make perfect the form or species, Arist. EN1174a16:—Pass., of syllogisms, to be made perfect (by reduction to the 1st figure, the other figures being ἀτελεῖς), Id.APr.29a16, 30, al. 3 Pass., of prophecies, to be fulfilled, Ev.Jo.19.28. II bring to perfection or consummation, ἐπιγενόμενα δὲ ταῦτα τῷ Δαρείῳ ἐτελέωσέ μιν sealed his success, in his claim to the monarchy, Hdt. 3.86; τελειῶσαι λόχον make the ambush successful, S.OC1089 (lyr.):— Pass., to be made perfect, attain perfection, Id.El.1510 (anap.); esp. by reaching maturity in point of age, Pl.Smp.192a, R.466e, 487a, 498b, etc.; so of the embryo, plants, come to maturity, Arist.GA 776a31, Thphr.HP8.2.6, Sor.1.33, al., Gal.6.531; τελειωθέντος [μειρακίου] κατὰ τὸ μέγεθος ib.162. 2 in Pass. also, τελειωθῆναι, = γῆμαι, Paus.Gr.Fr.306, cf. τέλειος 1.2b, τέλος 1.6. 3 Pass., to be made perfect, of true Christians, Ep.Hebr.11.40, 12.23. 4 Pass., die, IG14.628 (Rhegium). III intr., bring fruit to maturity, come to maturity, Arist.GA757b24.

German (Pape)

[Seite 1085] ion. τελεόω (w. m. vgl.), vollenden, vollkommen machen; Soph. O. C. 1091 Trach. 1247; ἐν ᾗ ἡλικίᾳ ἡ ψυχὴ τελειοῦσθαι ἄρχεται, Plat. Rep. VI, 498 b (s. τελεόω); Arist. Nic. 10, 4, 1 τελειώσει τὸ εἶδος; Sp., wie Pol. 8, 36, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τελειόω: καὶ τελεόω, (τὸ δεύτερον ἀεὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ εἶναι ὁ ἐπικρατῶν τύπος ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. τέλειος ἐν ἀρχῇ). Ποιῶ τι τέλειον, τελειοποιῶ, συμπληρῶ, τελειώνω· Ι. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνεργειῶν, ἔργων, χρόνου, ποιῶ τέλειον, συμπληρῶ, ἐκτελῶ, πάντα ἐτελέωσε ποιήσας Ἡροδ. 1. 120· τελεώσαντες τὰς σπονδάς, ἐκτελέσαντες, συμπληρώσαντες τὰς συνθήκας, Θουκ. 6. 32· τ. τὸ εἶδος Ἀριστ. Ἠθ. κ. Νικ. 10. 4, 1· τελεεῖ τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονὴ αὐτόθιτρεῖς γὰρ ἐπ’ εἰκοσίοις ἐτελέωσε βιοῦσ’ ἐνιαυτοὺς Ἀνθολ. Π. παράρτ. 262. 5· τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 34· τελειωσάντων τὰς ἡμέρας Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 43· τελειῶσαι τὸν δρόμον μου Πράξ. Ἀπ. κ΄, 24, κλπ.· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 158. - Παθ., τελειοῦμαι, Ἡρόδ. 1. 160, Σοφ. Τρ. 1257· ἐπειδὴ χρόνος ἐτελεώθη Πλάτ. Πολιτικ. 272D, πρβλ. Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 19· τελεωθέντων ἀμφοτέροισι, ὅτε ἐξετελέσθησαν αἱ ἐπιθυμίαι ἀμφοτέρων, Ἡρόδ. 5. 11. 2) ἐν τῇ Λογικῇ τελειώσει αὐτῆς τὸ εἶδος, τελειοποιήσει, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 1. - Παθητ., ἐπὶ συλλογισμῶν, γίνομαι τέλειος (μετασχηματιζόμενος κατὰ τὸ α΄ σχῆμα, ἐπειδὴ κατὰ τὰ ἄλλα σχήματα λέγονται ἀτελεῖς), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 6 καὶ 7, κ. ἀλλ. 3) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ προφητειῶν, ἐκτελοῦμαι, ἐκπληροῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 28. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φέρω εἰς τελειότητα ἢ ἐντέλειαν, ἐπιγενόμενα δὲ ταῦτα τῷ Δαρείῳ ἐτελέωσέ μιν, ἀπέδειξαν αὐτὸν ἐντελῶς ἄξιον τῆς μοναρχίας, Ἡρόδ. 3. 86· τελειῶσαι λόχον, νὰ ἐπιτύχῃ τὸ σχέδιον τῆς ἐνέδρας, Σοφ. Ο. Κ. 1089. - Παθ., γίνομαι τέλειος, φθάνω εἰς τελειότητα, φθάνω εἰς τὸ τέλος τῶν ἀγώνων μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλέκ. 1510· μάλιστα φθάνω εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας μου, Πλάτ. Συμπ. 192Α, Πολ. 466Ε, 487Α, 498Β, κλπ.· (οὕτως ἐπὶ σπόρων, φυτῶν, κλπ., ὡριμάζω, φθάνω εἰς ἀκμήν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 6). 2) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, εἰσέρχομαι εἰς τὴν τελείαν κατάστασιν, γίνομαι τέλειος διὰ τοῦ γάμου, ἔρχομαι εἰς γάμον, Φώτ.· πρβλ. τέλειος ΙΙ. 1. 3) γίνομαι τέλειος, ἐπὶ τῶν ὡς ἀληθῶς Χριστιανῶν, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 40., ιβ΄, 23· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ὡσαύτως, φθάνω εἰς τὴν τελειότητα, ἐπὶ μαρτύρων καὶ ἁγίων, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 3, 35., 7. 16, κλπ., πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιγ΄, 32· καὶ οὕτως ἁπλῶς, ἀποθνήσκω (ὡς τὸ finire παρὰ Τακίτῳ Ann. 6. 50), Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 3. 47. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ἀκμάζω, ὡριμάζω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 7, 10. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 120.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accomplir, d’où :
1 achever, réaliser, exécuter : τ. σπονδάς THC exécuter un traité;
2 en gén. mener à terme heureusement : τ. λόχον SOPH organiser une embuscade avec succès ; avec un rég. de pers. faire réussir, acc. ; au Pass., en parl. de pers. arriver au plein développement du corps, de la force physique.
Étymologie: τέλειος.

Spanish

cumplir, llevar a término

English (Strong)

from τέλειος; to complete, i.e. (literally) accomplish, or (figuratively) consummate (in character): consecrate, finish, fulfil, make) perfect.

English (Thayer)

(in secular authors also τελεόω, which Herodotus uses everywhere (and which is the prevailing form in Attic prose (Liddell and Scott)); other writers use both forms indifferently), τελείω: 1st aorist ετελείωσα; perfect τετελείωκα; passive (or middle), present τελειοῦμαι; perfect τετελείωμαι; 1st aorist ἐτελειωθην; (τέλειος); from Herodotus, Sophocles, Thucydides, and Plato down; equivalent to τέλειον ποιῶ, to make perfect or complete;
1. to carry through completely; to accomplish, finish, bring to an end: τόν, τό ἔργον, τόν οἶκον, τάς ἡμέρας, Buttmann, 38 (33)) τελειοῦμαι, I finish complete, what was given me to do, A. V.) take it here as passive, I am perfected (understanding it of his death; cf. Ellicott, Life of our Lord, Lect. vi., p. 242 n{1}; Keim, ii., 615 n^1)).
2. to complete (perfect), i. e. add what is yet lacking in order to render a thing full: τήν ἀγάπην, passive, ἡ δύναμις μου ἐν ἀσθένεια τελειοῦται, my power shows itself most efficacious in them that are weak, R G; ἐκ τῶν ἔργων ἡ πίστις ἐτελειώθη, by works faith was perfected, made such as it ought to be, τετελείωται τίς ἐν τῇ ἀγάπη, one has been made perfect in love, his love lacks nothing, οἱ τελειωθεντες ἐν ἀγάπη, Clement of Rome, 1 Corinthians 50,3 [ET]; (τελειῶσαι τήν ἐκκλησίαν σου ἐν τῇ ἀγάπη σου, ' Teaching' etc. 10,5 [ET])); ἵνα ὠσί τετελειωμένοι εἰς ἕν, that they may be perfected into one, i. e. perfectly united, τινα, to bring one's character to perfection: ἤδη τετελείωμαι, I am already made perfect, ὦ ψυχή ... ὅταν τελειωθης καί βραβειων καί στεφάνων ἀξιωθης, Philo de legg. alleg. 3,23; ψυχή ... τελειωθεισα ἐν ἀρετῶν ἀθλοις καί ἐπί τόν ὅρον ἐφικομενη τοῦ καλοῦ, id. de somn. 1,21; equivalent to to be footpad perfect, to bring to the end (goal) proposed: οὐδέν, τινα, (to perfect or consummate) i. e. to raise to the state befitting him: so of God exalting Jesus to the state of heavenly majesty, to raise to the state of heavenly blessedness those who put their faith in the expiatory death of Christ, passive, Act. Petr. et Paul. § 88, Tdf. edition, p. 39; Act. Barnab. § 9, id., p. 68; cf. ' Teaching' etc. 16,2 [ET]); with μαρτυρίῳ added, of the death of the apost. Paul, Eusebius, h. e. 2,22, 2 (cf. Heinichen's note on 7,15, 5)); to make one, meet for future entrance on this state and give him a sure hope of it even here on earth, τινα κατά συνείδησιν, Riehm, Lehrbegriff des Hebrew-Br., § 42, p. 340ff; Pfleiderer, Paulinismus, p. 344f. (English translation, ii, p. 72ff).
4. to accomplish, i. e. bring to a close or fulfilment by event: τήν γραφήν, the prophecies of Scripture, passive, Winer s Grammar, 459 (428); Buttmann, § 151,20).

Greek Monotonic

τελειόω: και τελεόω, μέλ. τελειώσω, τελεώσω, κάνω κάτι τέλειο, τελειοποιώ, συμπληρώνω·
I. λέγεται για πράγματα, κάνω τέλειο, συμπληρώνω, εκτελώ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., τελειούμαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· τελεωθέντων ἀμφοτέροισι, όταν οι επιθυμίες και των δύο πλευρών εκπληρώθηκαν, σε Ηρόδ.· λέγεται για προφητείες, εκπληρώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
II. λέγεται για πρόσωπα, φέρνω κάποιον στην τελειότητα, σε Ηρόδ.· τελειῶσαι λόχον, να επιτύχει το σχέδιο της ενέδρας, σε Σοφ. — Παθ., φτάνω στην τελειότητα, φτάνω στο τέλος των αγώνων μου, στον ίδ.· φτάνω στην ακμή της ηλικίας μου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τελειόω: и τελεόω
1) доводить до конца, заканчивать, совершать (τὸν δρόμον NT): τελειωσάντων τὰς ἡμέρας NT закончив эти дни, т. е. по прошествии этих дней;
2) приводить в исполнение, (успешно) выполнять, осуществлять: ὁ (Κῦρος) πάντα, ὅσαπερ οἱ βασιλέες, ἐτελέωσε ποιήσας Her. Кир поступил во всем так, как поступают цари; τελειῶσαι τὸν λόχον Soph. (успешно) устроить засаду; τελειῶσαι τὸ εἶδος τινος Arst. довести что-л. до его видовых признаков, т. е. до совершенства; ἐπειδὴ πάντων τούτων χρόνος ἐτελεώθη Plat. когда всему этому пришел конец; τ. τὸ ζῆν Plut. оканчивать жизнь, умирать; οὐκ ἐτελεώθη Her. ничего не вышло (из переговоров); τελεωθέντων ἀμφοτέροισι Her. когда желания обоих были удовлетворены; τελεώσαντες τὰς σπονδάς Thuc. совершив возлияния; ταῦτα ἐτελέωσέ μιν Her. эти обстоятельства решили вопрос о нем (т. е. об избрании Дария на царство); τελειωθεὶς παιδείᾳ τε καὶ ἡλικίᾳ Plat. достигший зрелости и по воспитанию, и по возрасту;
3) достигать зрелости, созревать (τὸ φυτὸν τετελέωκεν Arst.).

Middle Liddell


to make perfect, complete:
I. of things, to make it perfect, complete, accomplish, Hdt., Thuc., etc.:—Pass. to be accomplished, Hdt., Soph.; τελεωθέντων ἀμφοτέροισι when both parties had their wishes accomplished, Hdt.:— of prophecies, to be fulfilled, NTest.
II. of persons, to bring one to perfection, Hdt.; τελειῶσαι λόχον to make the ambush successful, Soph.:—Pass. to attain perfection, come to the end of one's labours, Soph.: to reach maturity, Plat.

Chinese

原文音譯:t¢leiÒw 帖累俄哦
詞類次數:動詞(24)
原文字根:完成
字義溯源:作成,成,完全,得以完全,完完全全,完成,成全,行完,應驗,守滿;源自(τέλειος)=完全的),而 (τέλειος)出自(τέλος)=界限,結局), (τέλος)又出自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (ἀναπληρόω)同義字
出現次數:總共(24);路(2);約(5);徒(1);林後(1);腓(1);來(9);雅(1);約壹(4)
譯字彙編
1) 得以完全(4) 來2:10; 來9:9; 來10:1; 約壹4:17;
2) 被完全了(1) 約壹2:5;
3) 得以成全(1) 雅2:22;
4) 得以完全了(1) 約壹4:12;
5) 被成全之(1) 來12:23;
6) 得完全(1) 約壹4:18;
7) 他們⋯完全(1) 來11:40;
8) 他就⋯完全(1) 來10:14;
9) 他⋯得以完全(1) 來5:9;
10) 我⋯完全了(1) 腓3:12;
11) 已經完成(1) 來7:28;
12) 所成(1) 來7:19;
13) 我成就(1) 約5:36;
14) 作成(1) 約4:34;
15) 我就成全了(1) 路13:32;
16) 我已完成了(1) 約17:4;
17) 完完全全的(1) 約17:23;
18) 是完全的(1) 林後12:9;
19) 完成(1) 徒20:24;
20) 得以應驗(1) 約19:28;
21) 守滿了(1) 路2:43