οφθαλμός
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀφθαλμός)
1. το όργανο της όρασης, το μάτι
2. μικρό φύμα του φυτικού βλαστού το οποίο αναπτύσσεται σε νέο βλαστό ή άνθος («πλείονες ἂν οἱ ὀφθαλμοὶ κατὰ γῆς εἶεν», Ξεν.)
3. αρχιτ. καθένα από τα μικρά σφαιρώματα στα οποία καταλήγουν οι έλικες του ιωνικού κιονοκράνου
4. παροιμ. φρ. α) «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» — λέγεται για αντεκδίκηση με ανταπόδοση ακριβώς τών ίσων
β) «ἔστι Δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ» — κανένα αδίκημα δεν παραμένει ατιμώρητο
νεοελλ.
1. (τυπογρ.) το άνω μέρος του ανάγλυφου τμήματος ενός τυπογραφικού στοιχείου, δηλ. το μέρος εκείνο του τυπογραφικού στοιχείου το οποίο μελανώνεται και τυπώνει στο χαρτί
2. συν. στον πληθ. οι οφθαλμοί
ναυτ. άλλη ονομασία για τα όκια του πλοίου
3. φρ. α) «γυμνός οφθαλμός» — ο οφθαλμός μόνος του, χωρίς τη βοήθεια κάποιου οπτικού οργάνου
β) «τεχνητός οφθαλμός» — όργανο που χρησιμοποιείται για αντικατάσταση του οφθαλμού
γ) «έχω προ τών οφθαλμών μου» ή «έχω υπό τους οφθαλμούς μου» — έχω μπροστά μου, κάτω από τα μάτια μου
δ) «εν ριπή οφθαλμού» — αμέσως, στη στιγμή
ε) «αποστρέφω τους οφθαλμούς» — δεν θέλω ή δεν μπορώ να ατενίσω κάποιον κατά πρόσωπο
αρχ.
1. αυτός που κυριαρχεί ή που κυβερνά ή ο δεσπότης
2. καθετί το πολυτιμότατο και άριστο («ποθέω στρατιᾱς ὀφθαλμὸν ἐμᾱς», Πίνδ.)
3. φως, αποκάλυψη («μέγας γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι», Σοφ.)
4. χειρουργικός επίδεσμος που κάλυπτε το ένα ή και τα δύο μάτια
5. το σημείο από το οποίο αναβλύζει το νερό της πηγής
6. φρ. α) «ἐν ὀφθαλμοῖς» ή «κατ' ὀφθαλμούς» ή «ε(ἰ)ς ὀφθαλμούς» — ενώπιον κάποιου, κατά πρόσωπο
β) «ὀφθαλμὸς οἴκων» — ο βασιλέας
γ) «ὀφθαλμὸς βασιλέως» — κατάσκοπος του βασιλέως
δ) «ἑσπέρας ὀφθαλμός» ή «νυκτὸς ὀφθαλμός» — η σελήνη
ε) «ουράνιος οφθαλμός» — ο ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. όπωπα.
ΠΑΡ. οφθαλμία, οφθαλμίδιο(ν), οφθαλμικός, οφθαλμίτις(-ιδα.)
αρχ.
οφθαλμηδόν, οφθαλμίας, οφθάλμιος
αρχ.-μσν.
οφθαλμίζω
μσν.
οφθαλμιαίος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οφθαλμοειδής, οφθαλμοφανής
αρχ.
οφθαλμοβόλος, οφθαλμοβόρος, οφθαλμοδουλεία, οφθαλμόδουλος, οφθαλμοπλανία, οφθαλμοπόνος, οφθαλμορρεπής, οφθαλμόσοφος, οφθαλμοστατήρ, οφθαλμότεγκτος, οφθαλμωρύχος
μσν.
οφθαλμοκλέπτης
νεοελλ.
οφθαλμαλγία, οφθαλμαντίδραση, οφθαλμαπάτη, οφθαλμεκτομία, οφθαλμιατρείο, οφθαλμίατρος, οφθαλμοβλεφαρικός, οφθαλμοβολή, οφθαλμογραφία, οφθαλμοδυναμόμετρο, οφθαλμόζωο, οφθαλμοκαρδιακός, οφθαλμοκήλη, οφθαλμοκονίαση, οφθαλμόλιθοι, οφθαλμολογία, οφθαλμολόγος, οφθαλμομαλακία, οφθαλμομετρία, οφθαλμόμετρο, οφθαλμοπάθεια, οφθαλμοπληγία, οφθαλμοπορνεία, οφθαλμοπόρνος, οφθαλμορραγία, οφθαλμόσαυρος, οφθαλμοσκοπία, οφθαλμοσκόπιο, οφθαλμοστάτης, οφθαλμοστρόφος, οφθαλμοτομία, οφθαλμοτονόμετρο, οφθαλμοτρόπιο, οφθαλμωδυνία. (Β' συνθετικό) γλαυκόφθαλμος, εξόφθαλμος, ετερόφθαλμος, λαγώφθαλμος, λοξόφθαλμος, μεγαλόφθαλμος, μελανόφθαλμος, μικρόφθαλμος, μονόφθαλμος, πολυόφθαλμος
αρχ.
αιγόφθαλμος, αιλουρόφθαλμος, αιωνόφθαλμος, αραιόφθαλμος, γερανόφθαλμος, γοργόφθαλμος, ενόφθαλμος, ηδυόφθαλμος, κοιλόφθαλμος, λαγ(ω)όφθαλμος, λαμπρόφθαλμος, λευκόφθαλμος, λυκόφθαλμος, μαλακόφθαλμος, μεσόφθαλμος, μυριόφθαλμος, πλατυόφθαλμος, πονηρόφθαλμος, πυκνόφθαλμος, ριψόφθαλμος, σκληρόφθαλμος, στερνόφθαλμος, ταυρόφθαλμος, τετρόφθαλμος, τριόφθαλμος, τρυφερόφθαλμος, υγρόφθαλμος, υψηλόφθαλμος, υψόφθαλμος, φοβερόφθαλμος, χαρωπόφθαλμος, ψωρόφθαλμος, ωραιόφθαλμος
νεοελλ.
αγριόφθαλμος, γαλανόφθαλμος, διόφθαλμος, καστανόφθαλμος, κοντόφθαλμος, κυανόφθαλμος, μακρόφθαλμος, φαιόφθαλμος, φλογόφθαλμος].