θέσις

From LSJ
Revision as of 09:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέσις Medium diacritics: θέσις Low diacritics: θέσις Capitals: ΘΕΣΙΣ
Transliteration A: thésis Transliteration B: thesis Transliteration C: thesis Beta Code: qe/sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (τίθημι) A setting, placing, ἐπέων θέσις setting of words in verse, Pi.O.3.8; πλίνθων καὶ λίθων Pl.R.333b, cf. IG7.3073.33 (Lebad.); θέσις νόμων = law-giving, X.Ath.3.2, Pl.Lg.690d: in plural, νόμων θέσεις D.18.309, Arist.Pol.1289a22; θέσις ὀνόματος giving of a name, Pl.Cra.390d; ἐπί τινος application of word to object, Demetr.Eloc. 145; θέσις ἀγώνων institution of games, D.S.4.53; ordinance, disposition, S.Ichn.277 (only here in Trag.); setting forth in legal form, ἀσφαλειῶν POxy.1027.12 (i A.D.). II laying down, ὅπλων, opp. ἀναίρεσις, Pl.Lg.814a; of diggers, plunging of the spade, opp. ἄρσις, Gp.2.45.5. 2 deposit of money, preparatory to a lawsuit, Ar.Nu.1191 (pl.): generally, sum deposited in a temple, Inscr.Délos 365.14 (iii B.C.), IG12(3).322 (pl., Thera). 3 pledging, giving as security, D.33.12, Lys.8.10. 4 payment, τελῶν Pl.R.425d (pl.). III adoption of a child, κατὰ θέσιν υἱωνός Plb.18.35.9, cf. Ph.2.36, Philostr. VA6.11; Κρινοτέλην Πινδάρου, θέσει δὲ Φιλοξένου IG12(3).274 (Anaphe), cf. 12(7).50 (Amorgos); adoption as a citizen of a foreign state, Ἁλεξανδρεὺς θέσει, Ἁθηναῖος θέσις (opp. φύσει), Suid. s.v. Ἀρίσταρχος, Ἀριστοφάνης Πόδιος. IV situation, of a city, Hp.Aër.6; πόλις αὐτάρκη θέσις κειμένη Th.1.37, cf. 5.7; ἡ θέσις τῆς χώρας πρὸς τὰ πνεύματα Thphr.CP3.23.5; τόπων θέσις Plb.1.41.7: Astron., θέσις τῶν ἄστρων Herm. in Phdr.p.149A.; position, arrangement, λεγομένων καὶ γραφομένων Pl.Tht.206a; τῶν μερῶν θέσεις Id.Lg.668e, cf. Epicur.Ep.1p.11U., Fr.30 (pl.). 2 Math., local position, Arist.GC322b33; ἔχειν θέσιν Id.APo.88a34; θέσιν ἔχειν πρὸς ἄλληλα to have a local relation, Id.Cat.4b21, cf. Pl.R.586c; τῇ θέσις μέσον Arist.APr.25b36: Geom., θέσει δεδόσθαι or εἶναι, to be given in position, Archim.Sph.Cyl.2.3, Euc.Dat.4, Apollon.Perg.Con.2.46, al.; παρὰ θέσει parallel to a straight line given in position, [Euc.]Dat.Def.15; εἰς δύο θέσεις τὰς AB, AT to meet the two straight lines AB, AT given in position, Hero Metr.3.10; κατὰ τὴν θέσις τὴν πρὸς ἡμᾶς Arist.Ph.208b23, etc.; οὐ τῇ θέσις διαφέροντα μόνον, ἀλλὰ καὶ τῇ δυνάμει ib.22; so in Music, of notes in a scale, κατὰ θέσιν, opp. κατὰ δύναμιν, Ptol.Harm.2.5. V Philos., thesis, position, assumed and requiring proof, Pl.R.335a, Arist.Top.104b19, APo.72a15; θέσιν διαφυλάττειν to maintain a thesis, Id.EN1096a2; κινεῖν to controvert it, Plu.2.687b, cf. 328a, etc. 2 general question, opp. ὑπόθεσις (special case), Aphth.Prog.13, Theon Prog.12, cf. Cic.Top.21.79, Quint.3.5.5 (but θέσις includes ὑπόθεσις and ὁρισμός, Phlp.in APo.35.1; opp. ἀξίωμα, ib.34.9). 3 arbitrary determination, especially in dat. θέσει, τὰ ὀνόματα μὴ θέσις γενέσθαι Epicur.Ep. 1p.27U.; opp. φύσει, Chrysipp.Stoic.3.76, Str.2.3.7, etc.; τὰ θέσις δίκαια, νόμιμα, Ph.1.50, 112; σημαίνειν θέσις S.E.P.2.256. 4 affirmation, opp. ἄρσις, ib.1.192, cf. 2.244, Plot.5.5.6, etc. VI a setting down, opp. ἄρσις (lifting), πᾶσα πορεία ἐξ ἄρσεως καὶ θέσεως συντελεῖται Arist.Pr.885b6: hence, in rhythm, downward beat, opp. the upward (ἄρσις), Aristid.Quint.1.13, Bacch.Harm.98, etc. VII in prosody, θέσει μακρὰ συλλαβή long by position, opp. φύσει, D.T.632.30, Heph. 1.3: orig. prob. in signf. v.3, cf. Sch.D.T.p.206H. 2 θέσεις, αἱ, in punctuation, stops, Donat.in Gramm.Lat.4.372 K. VIII part of a horse's hoof, ἡ θέσις τοῦ ποδός Hippiatr.82.

German (Pape)

[Seite 1202] ἡ, 1) das Setzen, Stellen; ἐπέων Pind. Ol. 3, 8, die kunstvolle Stellung u. Verknüpfung der Wörter zu einem Verse u. Gedichte; πλίνθων καὶ λίθων Plat. Rep. I, 333 d, die Stellung, Anordnung; λεγομένων καὶ γραφομένων Theaet. 206 a; μερῶν Arist. H. A. 1, 15; – das Aufstellen, Geben, νόμων Plat. Legg. III, 690 d VIII, 837 e; Arist. Pol. 4, 1; – ὀνομάτων, das Geben der Namen, Plat. Crat. 390 d u. öfter in diesem Dialog. – Von Waffen, das Niederlegen, Ggstz ἀναίρεσις, Plat. Legg. VII, 813 e; – ἀγώνων, Einsetzen u. Geben der Kampfspiele, D. Sic. 4, 53. 5, 64. – 2) das zum Unterpfand Geben, Verpfändung; ἵππου Lys. 8, 10; ὅσουπερ ἡ θέσις ἦν Dem. 33, 12; B. A. 263 ὑποθήκη erkl. Vgl. Ar. Nubb. 1173 ἵν' αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ, nach Schol. αἱ δίκαι καὶ αἱ καταβολαὶ τῶν πρυτάνεων, das Auszahlen des Geldes. – 3) die Annahme an Kindes Statt, Adoption, Sp. ὁ κατὰ θέσιν πατήρ, Adoptivvater. Auch Annahme zum Bürger in einer fremden Stadt, Mein. Euphor. p. 5, Ggstz φύσει. So auch von der Länge der Sylben durch Position, Sest. Emp. adv. Gramm. 121. – 41 ein aufgestellter Satz, bes. Aufgabe zu philosophischen od. theoretischen Ausarbeitungen, ὑπόληψις παράδοξος τῶν γνωρίμων τινὸς κατὰ φιλοσοφίαν Arist. Top. 1, 11; θέσιν φυλάττειν Eth. 1, 5, 6; vgl. Plat. Rep. 1, 335 a Legg. X, 889 e; bes. Rhett., die es auch im Ggstz von ἄρσις für Affirmation brauchen. – 5) bei den Gramm. im Ggstz von ἄρσις, die Verssenkung, – auch die Interpunktionszeichen.

Greek (Liddell-Scott)

θέσις: -εως, ἡ, (τίθημι) τοποθέτησις, τακτοποίησις, ἐπέων τε θέσιν, σύνθεσιν ἐπῶν, Πίνδ. Ο. 3. 14· (ἐντεῦθεν θέσις = ποίησις, Ἀλκαῖ. 128)· πλίνθων καὶ λίθων Πλάτ. Πολ. 333B· λεγομένων καὶ γραφομένων ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 206A· τῶν μερῶν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 668D· θ. νόμων, νομοθεσία (ἴδε τίθημι IV), αὐτόθι 690D, Δημ. 328. 20, κτλ.· θ. ὀνομάτων, τὸ νὰ δώσῃ τις ὄνομα, Πλάτ. Κρατ. 390D· θ. τελῶν, ἐπιβολὴ τελῶν, δασμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 425D· θ. ἀγώνων, διορισμός, ἵδρυσις ἀγώνων, Διόδ. 4. 53. ΙΙ. κατάθεσις, ὅπλων, ἀντίθετον τῷ ἀναίρεσις, Πλάτ. Νόμ. 813E. 2) κατάθεσις χρημάτων πρὸ τῆς δίκης, Ἀριστοφ. Νεφ. 1191 (πρβλ. πρυτανεῖα)· χρήματα προπληρωνόμενα ἐπὶ ἀγορᾷ πράγματος, ἀρραβών, «καπάρο», Δημ. 896. 6, πρβλ. Λυσ. 113. 12. ΙΙΙ. παραδοχή τινος ὡς πολίτου εἰς ξένην πολιτείαν, Ἀλεξανδρεὺς θέσει, Ἀθηναῖος θ., ἀντίθετον τῷ φύσει (ἐκ γενετῆς) Σουΐδ.· Κρινοτέλην Πινδάρου, θέσει δὲ Φιλοξένου Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2480d, πρβλ. 2264o: - πρβλ. θέτης ΙΙΙ, θετὸς ΙΙ, υἱοθεσία. IV. θέσις, κατάστασις, Λατ. situs, θέσις πόλεως, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, Θουκ. 1. 37., 5. 7· ἡ θ. τῆς χώρας πρὸς τὰ πνεύματα Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 23, 5· γεωγραφικὴ θέσις, Πολύβ. 16. 29, 3. 2) ἐν τοῖς μαθηματικ., τοπικὴ θέσις, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 6, κ. ἀλλ.· κεῖσθαι θέσιν, ἴδε κεῖμαι ΙΙ. 1· ἔχειν θέσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 32, 2· θέσιν ἔχειν πρὸς ἄλληλα, ἔχειν τοπικὴν σχέσιν πρὸς ἄλληλα, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 6. 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 586B· τῇ θέσει μέσον Ἀριστ. Ἀν Προτ. 1. 4, 3, κ. ἀλλ.· κατὰ τὴν θ. τὴν πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 1, 5, κτλ. V. ἐν τῇ φιλοσοφ. γλώσσῃ, θέσιςζήτημα τεθέν, οὗ ζητεῖται ἡ ἀπόδειξις, Πλάτ. Πολ. 335A, Ἀριστ. Τοπ. 1. 11, 4 κἑξ., Ἀν. Ὕστ. 1. 2, 7, κ. ἀλλ.· θέσιν διαφυλάττειν, διατηρεῖν αὐτὴν ἐν τῇ συζητήσει, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 1. 5, 6· κινεῖν, ἀναιρεῖν αὐτήν, Πλούταρχ. 2. 687B, πρβλ. Wytt. αὐτόθι 328A· πρβλ. ὑπόθεσις. 2) γενική τις ἀρχή, Λατιν. quaestio infinita, propositum, ἄρσις δὲ εἶναι μερικὴ περίπτωσις, quaestio finita, Κικ. Τοπ. 21, Κυντιλ. 3. 5. VI. κατάθεσις, καταβίβασις, ἀντίθετον τῷ ἄρσις (ὕψωσις), πᾶσα πορεία ἐξ ἄρσεως καὶ θέσεως συντελεῖται Ἀριστ. Προβλ. 5. 41· ἐντεῦθεν ἐν τῇ μουσικῇ ἢ τῇ ῥυθμικῇ, τὸ πρὸς τὰ κάτω κτύπημα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πρὸς τὰ ἄνω (ἄρσις), ἴδε ἄρσις ΙΙΙ. VII. ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἐπιβεβαίωσις. VIII. παρὰ γραμμ., φωνῆέν τι εἶναι μακρὸν φύσει ἢ θέσει. 2) αἱ θέσεις, Λατ. positurae, αἱ στίξεις, Donat.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
A. I. action de poser, de placer, d’arranger;
II. fig. 1 action d’instituer, d’établir (des lois, des impôts, des concours, etc.);
2 convention, coutume;
3 t. de philos. action de poser une thèse, d’établir un principe, proposition;
4 affirmation (p. opp. à ἀπόφασις négation);
5 t. de droit adoption d’un enfant, ou d’un étranger par un citoyen;
6 t. de gramm. allongement d’une syllabe par position ; t. de pros. thésis, partie forte, accentuée d’un pied, p. opp. à l’arsis (ἄρσις);
III. action de déposer, d’abaisser :
1 au propre δακτύλων LUC action de poser les doigts (sur la flûte), p. opp. à ἄρσις;
2 t. de droit dépôt d’argent, consignation d’une somme;
B. position d’une ville.
Étymologie: τίθημι.

English (Slater)

θέσις
   1 placing, composition φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν Αἰνησιδάμου παιδὶ συμμεῖξαι (O. 3.8)

Spanish

orden, disposición del cielo

Greek Monotonic

θέσις: -εως, ἡ (τίθημι),
I. τοποθέτηση, τακτοποίηση, διευθέτηση, σε Πίνδ., Πλάτ.· θέσις νόμων, νομοθεσία, σε Δημ.
II. κατάθεση χρημάτων που γίνεται, προκαταβολικά της δίκης, σε Αριστοφ.· προπληρωμένα χρήματα, «αρραβώνας», καπάρο, σε Δημ.
III. τοποθεσία, θέση, Λατ. situs, λέγεται για πόλη, σε Θουκ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θέσις: εως ἡ τίθημι
1) опущение, постановка (ноги) (πορεία ἐξ ἄρσεως καὶ θέσεως συντελεῖται Arst.): ὑποβάλλειν τοὺς δακτύλους ὑπὸ τῇ ἄρσει καὶ θέσει Luc. поднимать и опускать пальцы (при игре на флейте);
2) укладка (πλίνθων καὶ λίθων Plat.);
3) расстановка, размещение, распределение (ἐπέων Pind.; λεγομένων καὶ γραφομένων Plat.; τῶν μερῶν Arst.);
4) установление, введение, учреждение (τελῶν Plat.; ἀγώνων Diod.): θ. νόμων Plat., Arst.; законодательная деятельность, законодательство; θ. τοῦ ὀνόματος Plat. наречение (по) имени, именование;
5) снимание, снятие (θ. καὶ ἀναίρεσις ὅπλων Plat.);
6) юр. внесение (в виде) залога (ἵππου Lys.): ἵν᾽ αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ Arph. (Солон установил), чтобы залоги вносились (только) в первый день новолуния; ὅσουπερ ἡ θ. ἦν Dem. в размере (денежного) залога;
7) (место)положение, расположение (τῶν τόπων Arst.; τῆς Ἀβύδου καὶ Σηστοῦ Polyb.): ἡ θ. τῆς πόλεως ἐπὶ τῇ Θράκῃ Thuc. положение города по отношению к Фракии; κατὰ τὴν θέσιν τὴν πρὸς ἡμᾶς Arst. по (пространственному) отношению к нам;
8) усыновление (act. или pass.): ὁ κατὰ θέσιν πατήρ Polyb. приемный отец;
9) филос. положение, утверждение, тезис (διαλέγεσθαι πρὸς θέσιν τινά Arst.): ὁ ὁρισμὸς θ. μέν ἐστι, ὑπόθεσις δ᾽ οὐκ ἔστι Arst. определение является положением, но не предположением; θέσιν κινεῖν Plut. опровергать (чье-л.) положение;
10) филос. (человеческое) установление, условие: φύσει, οὐ θέσει Plat. объективно, а не (только) субъективно (досл. по природе, а не по (взаимному) соглашению);
11) грам. «позиция», «слоговая» долгота по положению (μακρὰ συλλαβὴ γίνεται δίχως, φύσει τε καὶ θέσει Sext.);
12) стих. тесис, «опущение» (название сильной, ударной части стопы; обычно соотв. лат. arsis, как ἄρσις - лат. thesis).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: setting, situation, position, adoption, custom etc. (Alc., Pi.);
Compounds: very often with prefix in derivv., e. g. διά-, σύν-, ὑπό-θεσις (from δια-τίθημι etc.).
Derivatives: -θέσιμος in παρα-, περι-, ἐκ-, ἀπο-θέσιμος (from παράθεσις etc.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 91f.).
Origin: IE [Indo-European] [235] *dʰeh₁-, dʰh₁- set
Etymology: With θέσις agrees the Skt. form which is found only in derivv. and compp. -(d)hiti-, e. g. ápihiti- = ἐπίθεσις (from api-dhā- = ἐπι-θη-), úpahiti- = ὑπόθεσις (from upa-dhā- = ὑπο-θη-); cf. apihi-ta- = ἐπίθε-τος, upahi-ta- = ὑπόθε-τος; with Av. tarōi-dī-ti- (-ī- sec.) putting aside etc. from tarō-dā- (= Skt. tiro-dhā- id., ptc. tirohi-ta-); also late Lat. conditi-ō foundation (after condi-tus, -tor from con-dō). Beside these several fullgrade forms (IE *dheh₁-ti- as opposed to *dhh₁-ti-): Germ., e. g. Goth. ga-deds setting down, adoption (du suniwe gadedai >`εἰς υἱοθεσίαν' Eph. 1, 5), missadeÞs crime, OHG tāt, Av. -δaiti in ni-đai-ti- (from ni-dā- lay down) etc., Lith. dė́tis load, OCS blago-dětь benediction, prob. also Lat. *fē-tis settlement, treaty in fēti-ālis war-messenger. - On the formation in gen. Schwyzer 505, Holt Les noms d'action en -σις (s. index); on the ablaut G. Liebert Das Nominalsuffix -ti- im Altind. (Lund 1949) 104f. - Verbal noun to τίθημι, s. v.; cf. also θεσμός.

Middle Liddell

θέσις, εως τίθημι
I. a setting, placing, arranging, Pind., Plat.; θ. νόμων lawgiving, Dem.
II. a deposit of money, preparatory to a law-suit, Ar.: money paid in advance, earnest-money, Dem.
III. position, situation, Lat. situs, of a city, Thuc., etc.

Frisk Etymology German

θέσις: {thésis}
Grammar: f.
Meaning: das Setzen, Aufstellung, Stellung, Lage, Adoption, Satz (Alk., Pi., ion. att.).;
Composita : sehr oft mit Präfix in Ableitungen von den betreffenden präfigierten Verba, z. B. διά-, σύν-, ὑπόθεσις (von διατίθημι usw.).
Derivative: Davon -θέσιμος in παρα-, περι-, ἐκ-, ἀποθέσιμος (von παράθεσις usw.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 91f.).
Etymology : Zu θέσις stimmt das nur in Ableitungen und Zusammenbildungen vorkommende aind. -(d)hiti-, z. B. ápihiti- = ἐπίθεσις (von api-dhā- = ἐπιθη-), úpahiti- = ὑπόθεσις (von upa-dhā- = ὑποθη-); vgl. apihi-ta- = ἐπίθετος, upahi-ta- = ὑπόθετος; dazu aw. tarōi--ti- (-ī- sekundär) das Beiseiteschaffen von tarō-- (= aind. tiro-dhā- beiseite schaffen, Ptz. tirohi-ta-); auch das spätlat. conditi-ō Gründung (nach condi-tus, -tor von con-). Daneben stehen mehrere hochstufige Formen (idg. *dhē-ti- gegenüber *dhə-ti-): germ., z. B. got. ga-deds das Hinsetzen, Adoption (du suniwe gadedai εἰς υἱοθεσίαν]] Eph. 1, 5), missadeþs Missetat, ahd. tāt, aw. -δā-ti in ni-δā-ti- (von ni-- niederlegen) usw., lit. dė́tis Ladung, Last, aksl. blago-dětь Wohltat, wohl auch lat. *-tis Satzung, Vertrag in fēti-ālis Kriegsherold. — Zur Bildung im allg. Schwyzer 505, Holt Les noms d’action en -σις (s. Index); zum Ablaut G. Liebert Das Nominalsuffix -ti- im Altind. (Lund 1949) 104f. m. Lit. — Verbalnomen zu τίθημι, s. d.; vgl. auch θεσμός.
Page 1,666-667

English (Woodhouse)

assumption, position, site, situation, supposition, caution money, caution-money, earnest-money, principle laid down

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)