ἀπωθέω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπωθέω Medium diacritics: ἀπωθέω Low diacritics: απωθέω Capitals: ΑΠΩΘΕΩ
Transliteration A: apōthéō Transliteration B: apōtheō Transliteration C: apotheo Beta Code: a)pwqe/w

English (LSJ)

fut. inf.
A ἀπωσέμεν Il.13.367: aor. ἀπέωσα Od.9.81, ἀπῶσα prob. corrupt in S.Fr.479:—Med., fut. ἀπεώσομαι LXX 4 Ki.21.14: aor. ἀπωσάμην Hom. (v. infr.), ἀπεωσάμην Th.1.32, etc., ἀπωθησάμην D.C.38.28 codd.: pf. ἀπῶσμαι· ἀπώθησα, Hsch., inf. ἀπεῶσθαι Th.2.39:—Pass., pf. part. ἀπωσμένος Phld.Ir.p.33 W.:—thrust away, push back, ὤϊξε πύλας καὶ ἀπῶσεν ὀχῆας Il.24.446, cf. 21.537; ἀ. ἐπάλξεις pushed them off the wall, Th.3.23:—Med., thrust away from oneself, χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον Od.9.305; ἀπώσατο ἦκα γέροντα pushed him gently away, Il.24.508; αἱ χεῖρες τὸ τόξον -οῦνταί τε καὶ προσέλκονται Pl.R. 439b.
2 drive away, ἠέρα μὲν σκέδασεν καὶ ἀπῶσεν ὀμίχλην [Ζεύς] Il.17.649; of the wind, beat from one's course, Βορέης ἀπέωσε Od.9.81 (so in Med., σφέας κεῖθεν ἀπώσατο ἲς ἀνέμοιο 13.276).
3 c. gen., εἴ κέ μιν οὐδοῦ ἀπώσομεν 22.76, cf. 2.130; γῆς ἀπῶσαί [με] πατρίδος S.OT641:—Med., thrust from oneself, drive away, μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο Od.1.270:—Pass., to be expelled, Hdt.1.173; ἀπωθοῦμαι δόμων Ar.Ach.450; γῆς S.OT670.
4 thrust aside, spurn, Id.Aj.446,al.:—Pass., τὸν δῆμον πρότερον ἀπωσμένον pushed aside, Hdt. 5.69.
5 repel, drive back, in Med., Τρῶας ἀπώσασθαι Il.8.206; νεῖκος ἀπωσαμένους 12.276; ἀπώσασθαι κακὰ νηῶν 15.503; νηῶν μὲν ἀπωσάμενοι δήϊον πῦρ 16.301; πένθος Archil.9.10; νοῦσον AP6.190 (Gaet.):—also in Prose, Antipho 4.4.6, etc.: c. dupl. acc., τὴν ναυμαχίαν ἀπεωσάμεθα Κορινθίους Th.1.32.
6 in Med., reject, τὸ ἀργύριον Hdt.1.199; τὸν αὐλόν S.Tr.216(lyr.); φιλότητα Id.Ph.1122(lyr.); τὰς σπονδάς Th.5.22; τὰ ἐξ ἀδικίας κέρδη Pl.R. 366a; ἀ. πόνους decline them, E.Fr. 789; τὴν δουλοσύνην shake off slavery, Hdt.1.95; ὕπνον shake off sleep, Pl.R. 571c: abs., refuse, ποιήσω κοὐκ ἀπώσομαι S. Tr.1249.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fuera del pres., temas sobre -ωθ-, pero aor. 2a sg. med. ἀπωθήσῃ D.C.38.28.5 (cód.); gener. aum. -ω- pero ἀπέω- Od.9.81, Hp.Decent.16, Th.1.32; med. fut. ἀπεώσομαι LXX 4Re.21.14, 23.27 (var.)]
I c. suj. de pers. c. mov. horizontal lleva ac. y a veces gen.
1 de cosas en gener. echar atrás, retirar, quitar ὀχῆας retiraron las barras (de las puertas) Il.21.537, 24.446, ὅσοι τόδ' ἔτλασαν ἐμοῦ ποδὸς ἄρθρον ἀπῶσαι (perezcan) cuantos osaron echar atrás este pie mío S.Ph.1202, ἡ ἀπωθοῦσα χείρ (τὸ τόξον) la mano que echa atrás el arco, tira del arco Pl.R.439b, tb. en v. med. θυράων ... ἀπώσασθαι λίθον quitar la piedra de la entrada, Od.9.305.
2 de fenóm. nat. y atmosféricos apartar, dispersar ὀμίχλην Il.17.649
esp. como término cien. en diversas explicaciones rechazar, empujar, presionar τὸν ἥλιον ἀπωθοῦντα ἀφ' ἑαυτοῦ ... πυκνοῦν τὸν ἀέρα Thphr.Sens.54 (= Democr.A 135), cf. Arist.Pr.937b34, ἀπωθέει (ὕδωρ) ἐς τὰ ἄνω χωρία Hdt.2.25, cf. Pl.Ti.62b, Sph.261b
en óptica reflejar ὅταν ἡ τῶν κατόπτρων λειότης ... τὸ δεξιὸν εἰς τὸ ἀριστερὸν μέρος ἀπώσῃ Pl.Ti.46c
en v. pas. ser empujado ἀπωθούμενον ... ἔξωθεν πνεύματος Pl.Ti.76b
tb. sufrir un empuje o rechazo, rebotar ὅταν ... ὁ ἀὴρ ἀπωσθῇ, ὥσπερ σφαῖρα Arist.de An.419b27, cf. Pr.915b33, Mete.348a15
en v. pas., medic. ser expulsado del cuerpo κἂν ἀπωσθῇ ... φαρμάκοις Athenag.Res.6.6.
3 de plagas, males, etc. quitar, retirar, apartar, alejar οὐδ' ... λοιγὸν ἀπώσει no alejará la peste (Apolo) Il.1.97, πόνον S.Tr.30, δίψαν AP 9.326.5 (Leon.)
abs. ἀπῶσε δὲ πίστις ἀληθὴς acabó (con ello) la creencia auténtica Parm.B 8.28
esp. en v. med. c. ac. de abstr. o pers. hostiles o dañinas, a veces c. gen. o prep. y gen. apartar, rechazar, repeler μ'(ε) ... πὰρ νηῶν πρὸς τεῖχος ἀπώσεται Il.8.533, cf. 15.407, κακὰ νηῶν Il.15.503, νηῶν ... ἀπώσασθαι πόλεμόν τε μάχην τε Il.16.252, Τρῶας ἀπώσασθω Il.8.206, νεῖκος ἀπωσαμένους rechazando el ataque, Il.12.276, νηῶν πῦρ Il.16.301, γῆρας ἀπωσαμένη tras haberse despojado de la vejez, h.Cer.276, πολέμους Stesich.33, γυναικεῖον πένθος Archil.7.10, χαλεπόν τ' αἶσχος Sol.2.8, τὴν δουλοσύνην Hdt.1.95, ἀγγέλους Hdt.1.152, τὸν βάρβαρον Th.1.18, cf. 1.35, Paus.8.52.2, τὸν πολέμιον X.Eq.8.11, D.1.28, φθόνον B.5.189, τοῦτον del amor, Gorg.B 11.19, cf. S.Ph.1122, πόνους E.Fr.789, φίλους E.Med.622, And.Myst.41, τὸν ἐρῶντα Pl.Phdr.255a, τὸν ὕπνον Pl.R.571c, cf. Theoc.21.21, μόρσιμα E.Heracl.616, με E.Ba.531, φόβον Hippod.102.3, Plb.9.37.9, αἰσχύνην D.19.217, ἔγχος Call.Fr.613, μευ ἀπώσαο νοῦσον AP 6.190.9 (Gaet.), τοὺς πολεμίους ἐκ τῆς οἰκείας Plb.11.8.9, οὐκ ἀπώσεται ὁ κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ LXX Ps.93.14, αὐτόν Act.Ap.7.27, cf. POxy.1206.10 (IV d.C.)
en v. pas. ser rechazado, expulsado οἱ ἀπωσθέντες Hdt.1.173, de herejes, Eus.HE 2.1.12
τὸν Ἀθηναίων δῆμον πρότερον ἀπωσμένον el pueblo ateniense, antes postergado Hdt.5.69
c. gen. τῆσδε ἀπωθούμεσθα γῆς E.Heracl.431, δόμων Ar.Ach.450
c. gen. de pers. apartar, separar ὄφρα γέροντος ἀπώσομεν ἄγριον ἄνδρα Il.8.96
en v. med. separar de sí, apartar ἀπώσατο ἦκα γέροντα (cogiéndolo de la mano) apartó suavemente al anciano, Il.24.508
frec. c. gen. de lugar echar ἐκ Τροίης ... ἀπωσέμεν υἷας Ἀχαιῶν Il.13.367, μιν οὐδοῦ ἠδὲ θυράων Od.22.76, σ' ... νηός Od.15.280, δόμων ἀέκουσαν Od.2.130, γῆς ἀπῶσαι πατρίδος S.OT 641, cf. en v. pas., 670, φυγάδα ... χθονός E.Ph.76, cf. Andr.193, IA 63
tb. en v. med. μνηστῆρας ... ἐκ μεγάροιο Od.1.270.
4 tb. en v. med. rechazar, rehusar incl. desdeñar leyes o cosas que se ofrecen ἐπιχώριον τεθμόν Pi.Fr.52d.47, ἀργύριον Hdt.1.199, X.Oec.1.14, τὰ δ' ἐξ ἀδικίας κέρδη Pl.R.366a, κράτη S.Ai.446
καὶ πύρνα χελιδὼν ... οὐκ ἀπωθεῖται tampoco la golondrina rehúsa los panes de trigo, Carm.Pop.2.12, de peticiones, palabras τὸ χρήσιμον τοῦ ἐμοῦ (λόγου) Th.3.44, cf. 1.37, δέησιν ἀπώσασθαι φίλων D.H.7.60, τὸν λόγον τοῦ κυρίου LXX Ie.23.17, cf. Act.Ap.13.46, οὐδ' ἀπώσομαι τὸν αὐλόν no me resistiré a la flauta S.Tr.216
abs. rehusar, negarse ἡ Ἀμαζὼν οὐκ ἀπωθέετο Hdt.4.113, τοιγὰρ ποήσω, κοὐκ ἀπώσομαι lo haré y no me negaré S.Tr.1249, cf. El.944.
II c. suj. de pers. y ac. de cosa, c. mov. de arriba abajo tirar, derribar ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον Pi.Fr.166.3-4, τὸν κακὸν ἡνίοχον Thgn.260, ἐπάλξεις tirar las almenas Th.3.23.
III c. suj. no de pers. apartar, desviar en náut. desviar del rumbo με κῦμα ῥόος τε ... καὶ Βορέης ἀπέωσε el oleaje, la corriente y el viento Norte me desviaron del rumbo, Od.9.81, cf. E.Hel.406, tb. en v. med. σφεας κεῖθεν ἀπώσατο ἲς ἀνέμοιο de allí los desvió la fuerza del viento, Od.13.276
en v. pas. πολλοὶ ... ἐφ' ἕτερα ἀπεώσθησαν muchos (enfermos) son desviados en otro sentido (en el curso de su enfermedad), Hp.Decent.16, cf. Arist.Rh.1393b24, cf. Ph.191a26.

German (Pape)

[Seite 341] (s. ὠθέω), wegstoßen, vertreiben, ὦσε δ'ἀπὸ ῥινὸν λίθος Iliad. 5, 308; ἀπῶσαν ὀχῆας 21, 537; ἀπῶσεν όμίχλην 17, 649; ἀλλά με Βορέης ἀπέωσε, verschlug mich, Od. 9, 81; δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι 2, 130; γέροντος ἀπώσομεν ἄνδρα Iliad. 8, 96; ἐκ Τροίης ἀέκοντας ἀπωσέμεν υἷας Ἀχαιῶν 13, 367; γῆς πατρίδος, verbannen, Soph. O. R. 641; pass., 670; ἐκ γῆς Her. 1, 173; καὶ ἀπελαύνειν ἀπό τινος Plat. Rep. IV, 437 c; εἰς τοὔπισθεν ἀπωσθείς Soph. 261 b; Folgde. – Med., von sich abstoßen, entfernen, μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο Od. 1, 270; νηῶν μέν οἱ ἀπώσασθαι πόλεμόντε μάχην τε δῶκε Iliad. 16, 251; θυράων χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον Od. 9, 305; ἀλλ' ἤτοι σφέας κεῖθεν ἀπώσατο ἲς ἀνέμοιο πόλλ' ἀεκαζομένους Od. 13, 276; in der letzten Stelle wenigstens unläugbar Homerisch das med. statt des act., vgl. oben Od. 9, 81; γῆρας H. h. Cer. 176; πένθος Archil. 48; νοῦσον Gaetul. 3 (VI, 190); ἀπεωσάμεθα τὴν ναυμαχίαν Κορινθίους, zurückschlagen, Thuc. 1, 32; Ar. Vesp. 1085 ἀπεωσάμεσθα, Dindorf ἀπωσάμεσθα, wie τὸν ἄνδρ' ἀπωσάμην com. bei Eustath. 1504, 21; Gegensatz προσέλκειν Plat. Rep. IV, 439 b; verabscheuen, verschmähen, τὰ ἐξ ἀδικίας κέρδη II, 366 a; vgl. Her. 1, 199; τὰς σπονδάς Thuc. 5, 22.

French (Bailly abrégé)

ἀπωθῶ :
f. ἀπώσω, ao. ἀπέωσα, etc.
1 repousser : τινα οὐδοῦ OD qqn du seuil (d'une maison) ; ἐπάλξεις ἀπ. THC arracher des créneaux;
2 repousser au loin, rejeter, écarter : τινα γῆς SOPH ou ἐκ γῆς HDT chasser qqn d'un pays;
Moy. ἀπωθέομαι, ἀπωθοῦμαι (f. ἀπώσομαι, etc.);
1 repousser ou écarter de soi ; abs. refuser;
2 repousser au loin : τινα qqn.
Étymologie: ἀπό, ὠθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπωθέω:
1 отодвигать, сдвигать (ὀχῆας, med. λίθον ὄβριμον Hom.);
2 отстранять, отталкивать (τινα οὐδοῦ, med. τινα Hom.; τι εἰς τὸν ἄνω τόπον Arst.; εἰς τοὔπισθεν ἀπωσθείς Plat.);
3 отводить, отдергивать (ὀμίχλην Hom.);
4 med. отбивать, отражать, отгонять (Τρῶας Hom.; Κορινθίους Thuc.; ὕπνον Soph.; κίνδυνον Plut.);
5 сталкивать, сбрасывать, сбивать (τὰς ἐπάλξεις Thuc.; τινα εἰς τὴν θάλασσαν Plut.);
6 med. свергать, уничтожать (δουλοσύνην Her.);
7 med. отвергать, отклонять (ἀργύριον Her.; σπονδάς Thuc.; πικρὰς δόξας περί τινος Plut.): οὐκ ἀπώσομαι Soph. я не откажусь;
8 изгонять (τινὰ γῆς Soph. или ἐκ γῆς Her.; med. τινα ἐκ μεγάροιο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπωθέω: μέλλ. ἀπώσω: ἀόρ. ἀπέωσα και Βυζ. ἀπώθησα: - Μέσ. ἀόρ. άπωσάμην Ὅμ. κτλ. ἀπωθησάμην Δίων Κ. 38. 28· «σπρώχνω», «σκουντῶ» ὀπίσω, ὠθῶ ὀπίσω, ὤϊξε πύλας καὶ ἀπῶσεν ὀχῆας Ἰλ. Ω. 446, πρβλ. Φ. 537· καὶ τὰς ἐπάλξεις ἀπώσαντες, ὠθήσαντες ἐκ τῆς θέσεως αὐτῶν, ῥίψαντες αὐτὰς κάτω, Θουκ. 3. 23· καὶ κατὰ μέσ. τύπ. χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον Ὀδ. Ι. 305· ἀπώσατο ἦκα γέροντα, ἀπώθησεν αὐτὸν ἡσύχως, Ἰλ. Ω. 508.
2) ἀποδιώκω, ἠέρα μὲν σκέδασεν καὶ ἀπώσεν ὁμίχλην (Ζεὺς) Ἰλ. Ρ. 649· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, παραφέρω, ἀποπλανῶ ἐκ τῆς ὁδοῦ, Βορέης ἀπέωσε Ὀδ. Ι. 81· (οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σφέας κεῖθεν ἀπώσατο ἴς ἀνέμοιο Ν. 276). 3) μετά γεν., εἴ κέ μιν οὐδοῦ ἀπώσομεν Χ. 76, πρβλ. Β. 130· γῆς ἀπῶσαί [με] πατρίδος Σοφ. Ο. Τ. 641, πρβλ 670: - Μέσ., ἐκδιώκω, ἐκβάλλω, ὅππως κε μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο Ὀδ. Α. 270: - Παθ., ἀποδιώκομαι, ἐκβάλλομαι, Ἡρόδ. 1. 173· ἀπωθοῦμαι δόμων Ἀριστοφ. Ἀχ. 450. 4) περιφρονῶ, ἀτιμάζω, ἀνδρὸς τοῦδ’ ἀπώσαντες κράτη Σοφ. Αἴ. 446, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. - Παθ., τὸν δῆμον πρότερον ἀπωσμένον, ἀπερριμένον, Ἡρόδ. 5. 69. 5) ἀπωθῶ, ἀποκρούω, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Τρῶας ἀπώσασθαι Ἰλ. Θ. 206· νεῖκος ἀπωσαμένους Μ. 276· ἀπώσασθαι κακὰ νηῶν Ο. 503· νηῶν μὲν ἀπωσάμενοι δήϊον πῦρ Π. 301, κτλ.: οὕτω καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἡρόδ. 8. 109, Ἀντιφῶν 128. 27, κτλ.: Παθ., ἀπεῶσθαι Θουκ. 2. 39. 6) ἐν μέσῳ τύπῳ ὡσαύτως, ἀπορρίπτω, τὸ ἀργύριον Ἡρόδ. 1. 199· τὸν αὐλὸν Σοφ. Τρ. 216· φιλότητα ὁ αὐτ. Φ. 1122· τὰς σπονδὰς Θουκ. 5. 22· τὰ κέρδη Πλάτ. Πολ. 366Α· ἀπ. πόνους, ἀποφεύγω, Εὐρ. Ἀποσπ. 787· τὴν δουλοσύνην ἀπ., ἀποσείω τὴν δουλείαν, Ἡρόδ. 1. 95· οὕτως, ἀπ. ὕπνον Πλάτ. Πολ. 571C· ἀπολ., ἀρνοῦμαι νὰ πράξω τι, ποιήσω κοὐκ ἀπώσομαι Σοφ. Τρ. 1249.

English (Autenrieth)

fut. ἀπώσω, inf. ἀπωσέμεν, aor. ἀπέωσε, ἀπῶσε, subj. ἀπώσομεν, mid. fut. ἀπώσεται, aor. ἀπώσατο, -ασθαι, -άμενον, οι, ους: push or thrust away (τινά τινος, or ἐκ τινός), mid., from oneself; ἀπῶσεν ὀχῆας, ‘pushed back,’ Il. 24.446; Βορέης ἀπέωσε, ‘forced back,’ Od. 9.81 (cf. mid., Od. 13.276); θυράων ἀπώσασθαι λίθον, in order to get out, Od. 9.305; μνηστῆρας ἐκ μεγάροιο, Od. 1.270.

English (Slater)

ᾰπωθέω throw off ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον (sc. Κένταυροι) fr. 166. 2. med., reject μακάρων τ' ἐπιχώριον τεθμὸν πάμπαν ἐρῆμον ἀπωσάμενος (Pae. 4.47)

English (Thayer)

ἀπώθω: to thrust away, push away, repel; in the N.T. only the middle, present ἀπωθέομαι (ἀπωθοῦμαι); 1st aorist ἀπωσάμην (for which the better writings used ἀπεωσαμην, cf. W 90 (86); Buttmann, 69 (61)); to thrust away from oneself, to drive away from oneself, i. e. to repudiate, reject, refuse: τινα, Homer down.)

Greek Monotonic

ἀπωθέω: μέλ. ἀπώσω, αόρ. αʹ ἀπέωσα·
1. σπρώχνω πίσω, ωθώ πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· αποδιώχνω, εκδιώκω, σε Θουκ. — Μέσ., διώχνω μακριά από εμένα, εκβάλλω, σε Όμηρ.· με γεν., αποκρούω, διώχνω μακριά από έναν τόπο· και στη Μέσ., αποδιώχνω από κοντά μου, αποβάλλω, εξορίζω, εκτοπίζω, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. λέγεται για τον άνεμο, εκτρέπω κάποιον από την πορεία του, παροδηγώ, παραπλανώ, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και στη Μέσ., στο ίδ.
3. στη Μέσ. επίσης, απορρίπτω, αποποιούμαι, αρνούμαι να δεχθώ, σε Ηρόδ., Αττ.· ἀπωθέω δουλοσύνην, αποτινάζω τη δουλία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

1. to thrust away, push back, Il.; to push off, Thuc.: Mid. to push away from oneself, Hom.:—c. gen. to drive away from a place; and in Mid. to drive away from oneself, to expel, banish, Hom., Hdt., etc.
2. of the wind, to beat from one's course, Od.; so in Mid., Od.
3. in Mid., also, to reject, decline, refuse to accept, Hdt., Attic; ἀπ. δουλοσύνην to shake off slavery, Hdt.

Chinese

原文音譯:¢pwqšomai 阿普-哦帖哦買
詞類次數:動詞(6)
原文字根:從-推 相當於: (זָנַח‎) (מָאַס‎ / נָמֵס‎) (נָטַשׁ‎)
字義溯源:推開,丟棄,拒絕,棄絕,排斥;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ὠδίνω)X*=推,擠)組成⋯這字用了六次,其中五次都是說到以色列人和神的關係。以色列人拒神兒子的福音,於是保羅就轉向外邦人那裏去。雖然以色列人拒絕了神,但神卻沒有棄絕以色列人,保羅見證說,他自己就是以色列人( 羅11:1,2)
出現次數:總共(6);徒(3);羅(2);提前(1)
譯字彙編
1) 棄絕(3) 徒7:39; 羅11:1; 羅11:2;
2) 丟棄(1) 提前1:19;
3) 你們棄絕(1) 徒13:46;
4) 推開(1) 徒7:27

Lexicon Thucydideum

deiicere, to throw down, dislodge, 3.23.1,
repellere, to drive back, repulse, 6.33.4,
MED. repellere (a se), to drive back (from oneself), reiicere, to hurl back, repel, 1.18.2, 1.32.5, 1.35.4, 1.37.1, 1.144.4, 2.4.1, 2.39.3, [ubi dubitatur utrum passivum sit an medium; cf. Popp. adn. where it is doubtful whether it is passive or middle; compare Poppo's note] 3.39.4, 3.44.4, 3.55.1, 3.67.5, 5.22.1, 6.87.5,
PASS. 5.45.1, 8.100.3.

Translations

reject

Arabic: رَفَضَ; Armenian: մերժել; Azerbaijani: rədd etmək; Basque: atzera bota; Bulgarian: отхвърлям; Catalan: rebutjar, refusar; Chinese Hokkien: khì-choa̍t, kū-choa̍t; Mandarin: 拒絕, 拒绝; Cornish: denagha; Czech: odmítnout, zamítnout; Danish: afvise; Dutch: verwerpen, afwijzen; Esperanto: malakcepti, malagnoski; Finnish: hylätä, torjua; French: rejeter; Galician: rexeitar; German: verwerfen, ablehnen, zurückweisen; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌺𐌿𐌽𐌽𐌰𐌽, 𐌱𐌹𐍅𐌰𐌽𐌳𐌾𐌰𐌽; Greek: απορρίπτω; Ancient Greek: ἀθετέω, ἀναίνομαι, ἀπαξιόω, ἀποδοκιμάζω, ἀποκοντόω, ἀποποιέω, ἀπορράσσω, ἀποτρίβω, ἀπωθέω, ἐκτοξεύω, παρεκβάλλω; Hungarian: visszautasít, elvet, elutasít, visszadob; Icelandic: hafna; Indonesian: menolak; Ingrian: hylätä; Irish: eitigh; Italian: respingere, rifiutare; Japanese: 拒絶する; Khmer: ច្រានចោល; Korean: 거절하다; Latin: nego, sperno; Lithuanian: atmesti; Maori: ākiri, hape, whakahoe, hoehoe; Norwegian: avslå, avvise; Old English: āweorpan; Polish: odrzucać, odrzucić; Portuguese: rejeitar; Romanian: respinge, refuza; Russian: отвергать, отвергнуть, отметать, отмести; Sanskrit: स्फुरति; Scottish Gaelic: rach an aghaidh, diùlt; Spanish: rechazar, desestimar, inadmitir; Swedish: avslå, avvisa, avfärda, rata; Telugu: తిరస్కరించు; Thai: ปฏิเสธ; Turkish: reddetmek; Ukrainian: відкидати, відкинути; Vietnamese: từ chối