φροντίζω

Revision as of 10:50, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

fut. Att. ιῶ E.Tr.1234, Ar.Nu.125, X.Mem.2.1.24, etc.: aor. A ἐφρόντισα A.Pers.245 (troch.), etc.: pf. πεφρόντικα E.Alc.773, Eup.352, Ar.Ec.263, etc.:—Med., fut. φροντιοῦμαι, E.IT343 (s.v.l.):— Pass., v. infr. IV: (φροντίς): I abs., consider, reflect, take thought, φροντίζων εὑρίσκω Hdt.5.24, cf. A.Pr.1034, Supp.418 (lyr.), Ar.Nu.75, al.; ζητεῖν καὶ φ. καὶ βουλεύεσθαι Isoc.9.41; give heed, pay attention, Pl.R.558a. 2 to be thoughtful or anxious, πεφροντικὸς βλέπεις you look careworn, E.Alc.773; τίς δ' ἔστιν ὁ . . φροντίζων; Phryn. Com.21; τὸ πεφροντικός, as substantive, care, thought, Plu.2.983b. II with an object, 1 c. acc. rei, consider, ponder, ἔχθος ἐμόν Thgn.1247; Σωκράτης . . -ίζων τι ἕστηκε Pl.Smp.220c; δεινά . . τοῖς τεκοῦσι φροντίσαι A.Pers.245 (troch.); (ὀνείρατα) Hdt.7.16.β; devise, μηχανήν Id.5.67; τοῦτο φ. ὅκως μὴ λείψομαι Id.7.8.ά (nisi leg. τοῦτον) ; ἐκεῖνο δ' οὐ πεφροντίκαμεν, ὅτῳ τρόπῳ . . μνημονεύσομεν Ar.Ec.263; also directly followed by a relat. clause, φ. ἥντιν' [ὁδὸν] ἴω προτέρην Thgn.912; φ. πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει Hdt.8.100; ἐφρόντισ' ᾗ διέφθαρται βίος E. Hipp.376; φ. ὅ τι βούλεται ἑαυτὸν καλεῖν D.39.2, cf. X.Mem.3.7.6; φ. τί ποτε τοῦτ' ἔστι Id.Cyr.3.3.32; take thought that... see to it that, ὅπως . . Pl.Ap.29e, X.An.2.6.8, PHib.1.82.10 (iii B. C.); later ἵνα . . ib.43.7 (iii B. C.), Plb.2.8.8; ὡς . . PTeb.10.6, al. (ii B. C.): c. inf., Ep.Tit.3.8, BGU8 ii 4 (iii A. D.), etc.: followed by μή with subj., φ. μὴ ἄριστον ᾖ Hdt.1.155, cf. X.Mem.4.2.39, cf. infr. III; οὐδὲν φ. εἰ . . Pl.Grg.503a; φ. εἴτε... εἴτε . . Id.R.344e: c. inf., Plu.Fab.12: c. part., φροντίζεθ' ὡς μαχούμενοι S.El.1370. 2 c. gen., take thought for, give heed to a thing, regard it, mostly with a neg. expressed or implied, σοὶ δ' ἔμεθεν μὲν ἀπήχθετο φροντίσδην Sapph. 41 (s.v.l.); Περσέων οὐδὲν φ. Hdt.3.97, cf. 100, 151, 4.167; γῆ αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδέν Id.4.198; Πενθέως οὐ φροντίσας E.Ba.637 (troch.); μηδὲν ὅρκου φροντίσῃς Ar.Lys.915; τῶν οἰκετῶν . . μηδὲν φ. Lys.7.17; μησενὸς ἄλλου φ., πλὴν ὅπως . . Isoc.15.305; οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι Pl.R.563d; τὸ παράπαν θεῶν μὴ φ. Id.Lg.701c; conversely, τοὺς θεοὺς φ. οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων ib.888c, cf. Men.Epit.552: so with Advbs. implying a neg., σμικρὰ φ. ὄχλου E.Or.801 (troch.); ὀλίγον φ. δεσποτῶν Id.Cyc.163; σμικρὸν φ. Σωκράτους Pl.Phd.91c; also without neg., οὗπερ δεῖ μάλιστα φ. E.Heracl.242; τοῦ μὲν ὀνόματος φ., τοῦ δὲ πράγματος ἀμελεῖν And.4.27; σφόδρα σοῦ φ. X.Mem.3.11.10; εἰ σοφὸς ἀνὴρ ταφῆς φροντιεῖ Demetr.Lac.Herc.1012.26; later, to be steward or bailiff, τῶν ὑπαρχόντων τινός BGU300.4 (ii A. D.): so with Preps., φ. περί τινος to be concerned or anxious about, σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36, cf. X.Mem.1.1.12, E.Hipp.709; ὑπέρ τινος Pl.Euthphr.4d; ὑπὲρ σωτηρίας D.1.2; less freq. in this sense c. acc. only, [Σωκράτης] τἄλλα μὲν πεφρόντικεν Eup.352; ἄλλο οὐδὲν φροντίζειν Pl.Grg.501e; ἀλλ' οὐ τὰ βίου . . δεῖ φροντίσαι Men.330; ἡ δ' ἐφρόντισ' οὐδὲ ἕν Cratin. 302 (troch.). b later, see to, provide for, furnish, σιτάριον, χρήσιμα, ZUP73.5, 69.2 (both ii B. C.); τὰ ἐπιβάλλοντα τῇ ἑορτῇ BGU845.18 (ii A. D.); μηδὲν φροντίσας Pherecr.80. c c. acc. et part., οὐ φροντίζει σκληρῶς σε καθήμενον Ar.Eq.783 (anap.). 3 the object is freq. unexpressed, ἐφρόντιζε ἱστορέων, i. e. inquired carefully, Hdt.1.56; οἲ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζετε who though ye do mischief to your friends reck not of it, E.Hec.256; μὴ φροντίσῃς heed it not Ar.V. 228; οὐ, μὰ Δἴ, οὐδ' ἐφρόντισα Id.Ra.493, cf. 650, Pl.215,704; c. part., τοιαῦτα . . γιγνόμενα . . ὁρῶντες οὐδὲν φροντίζετε And.4.23. III Med. in signf. 11.1, φροντιζόμενον μή . . X.Hier.7.10: c. acc., E.IT343 (s.v.l.). IV later in Pass., to be an object of thought or care, πεφροντισμένος carefully thought out; λόγος D.S.15.78, 16.32; λόγοι πεφρ. εὖ Philostr.VS1.11; τρέφονται τροφῇ πεφροντισμένῃ Ael.NA7.9; of a ward, ἡ-ομένη ὑπ' ἐμοῦ θυγατριδῆ BGU300.16 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1309] 1) absol., denken, sich bedenken, nachdenken, Theogn. 908; sorgen, πάπταινε καὶ φρόντιζε Aesch. Prom. 1036; Suppl. 413; auch ungewiß, unentschlossen sein, zweifeln. – 2) c. acc., erwägen, überlegen; τοῦτο ἐφρόντιζον, ὅκως Her. 7, 8,1, vgl. 16, 2; Plat. apol. 29 e neben ἐπιμελεῖσθαι; auch εἰ –, Gorg. 502 e; φροντίζεθ' ὡς τούτοις τε καὶ σοφωτέροις πλείοσιν μαχούμενοι Soph. El. 1362; – τινός, für Etwas Sorge tragen, sich um Etwas kümmern, auf Etwas achten; Her. 4, 198; δεσποτῶν Eur. Cycl. 162; μηδὲν ὅρκου φροντί. σῃς Ar. Lys. 915; Plat. θεῶν μὴ φροντίζειν Legg. III, 701 c; φροντίζειν τοὺς θεοὺς οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων X, 888 c; οἱ τῆς ἀληθείας οὐδὲν φροντίζοντες Crat. 414 d; Folgde; τῶν Λακεδαιμονίων Lys. 12, 77; τῶν λοιπῶν Dem. 1, 11; οὐδὲν φροντίζουσιν αὐτῶν Isocr. 4, 123; – φρόντισον ἐμοὶ ἱμάτιον, besorge mir ein Kleid, Ep. ad. 73 (V, 40); – περί τινος, besorgt, bekümmert um Etwas sein, sich um Etwas kümmern, Her. 8, 36; eben so ὑπέρ τινος, Plat. Euthyphr. 4 d; ὑπὲρ τῆς σωτηρίας Dem. 1, 2; οἳ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζετε Eur. Hec. 256, der auch vrbdt τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις, ernst und sorgenvoll, Alc. 776. – Pass. Gegenstand der Sorge, Sorgfalt sein, Xen. Hier. 7, 10; πεφροντισμένος, sorgfältig ausgearbeitet, λόγος Philostr.; τρέφονται τροφῇ πεφροντισμένῃ Ael. H. A. 7, 9.

Greek (Liddell-Scott)

φροντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Εὐρ. Τρῳ. 1234, Ἀριστοφ. Νεφ. 125, Ξεν., κλπ.· ἀόρ. ἐφρόντισα καὶ πρκμ. πεφρόντικα, Εὐρ., Ξεν., κλπ. Μέσ., μέλλ. φροντιοῦμαι, Εὐρ., Ἰφ. ἐν Ταύρ. 343, διορθοῦται εἰς -οῦμεν ὑπὸ τοῦ Badham. ― Παθ. ἴδε κατωτ. ΙΙΙ (φροντίς)· Ι. ἀπολ., ὡς καὶ νῦν, σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετῶ, μεριμνῶ περί τινος, ἔχω φροντίδας ἢ σκέψεις, σχεδὸν ὡς τὸ Λατ. secum reputare, Θέογν. 908, Ἡρόδ. 5. 24, Αἰσχύλ. Πρ. 1034, Ἱκ. 419· περὶ τοῦ Σωκράτους, Ἀριστοφ. Νεφ. 76, 700, 735· οὕτω παρὰ Πλάτωνι, κλπ. 2) εἶμαι πλήρης φροντίδων ἢ ἀνησυχίας, τί πεφροντικὸς βλέπεις; Εὐρ. Ἄλκ. 773· τίς δ’ ἔστιν ὁ μετὰ ταῦτα φροντίζων; Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 3· τὸ πεφροντικός, ὡς οὐσιαστ., φροντίς, σκέψις, Πλούτ. 2. 983Β· ― ἡ λέξις αὕτη ἰδίως λέγεται ἐπὶ τῆς ἕνεκα τῶν σκέψεων καταβεβλημένης καὶ σκυθρωπῆς ὄψεως τῶν εἰς μελέτας φιλοσοφικὰς ἀσχολουμένων, πρβλ. φροντὶς Ι. 2, φροντιστής, -τήριον. ΙΙ. μετὰ ἀντικειμένου 1) μετ’ αἰτ. πράγμ., σκέπτομαι περί τινος, ἐξετάζω, κρίνω καὶ σταθμίζω τι, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, Θέογν. 1247, Ἡρόδ. 5. 67., 7. 16· φρ. τί ποτε τοῦτ’ ἐστι Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 32· ὡσαύτως ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ὅτε τὸ ῥῆμα τίθεται κατὰ μέλλοντα χρόνον, φ. τοῦτο, ὅκως μὴ λήψομαι Ἡρόδ. 7. 8· ἐκεῖνο δ’ οὐ πεφροντίκαμεν, ὅτῳ τρόπῳ... μνημονεύσομεν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 263· καὶ ἄνευ τινὸς αἰτιατικῆς, φρ. πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει Ἡρόδ. 8. 100· φρ. ὅπως..., σκέπτομαιἐξετάζω πῶς πρέπει νὰ γείνῃ τι, Πλάτ. Ἀπολ. 29Ε, Ξεν., κλπ., ἀλλὰ φρ. ὅτι βούλεται ἑαυτὸν καλεῖν Δημ. 99? 5· (μεταγεν. ὡσαύτως, φρ. ἵνα... Πολύβ. 2. 8, 8)· ἑπομένου μὴ μεθ’ ὑποτ., φρ. μὴ κράτιστον ᾗ Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39, πρβλ. Ἱέρωνα 7, 10 (ἔνθα ἐν τῷ κειμένῳ φέρεται τὸ μέσ.)· οὐδὲν φρ. εἰ... Πλάτ. Γοργ. 502Ε· εἴτε... εἴτε... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 344Ε· ὡσαύτως μετ’ ἀναφορικοῦ, Εὐρ. Ἱππόλυτ. 376, Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 6, κλπ.· μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Φάβ. 12, κλπ. 2) μετὰ γεν., σκέπτομαι περί τινος, προσέχω εἴς τι, σκέπτομαί τι, φροντίζω περί τινος, «δίδω προσοχὴν» εἴς τι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως Περσέων οὐδὲν φρ. Ἡρόδ. 3. 97, πρβλ. 100, 151., 4. 167· γῆ αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν ὁ αὐτ. 4. 198· Πενθέως οὐ φροντίσας Εὐρ. Βάκχ. 637· μηδὲν ὅρκου φροντίσῃς Ἀριστοφ. Λυσ. 915· τῶν οἰκετῶν... μηδὲν φρ. Λυσίας 109. 39 μηδενὸς ἄλλου φρ. πλὴν ὅπως... Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 325· οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι Πλάτ. Πολ. 563D· μηδὲν φρ. τῶν θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 701C· καὶ τἀνάπαλιν, οἱ θεοὶ τῶν ἀνθρωπίνων οὐδὲν φροντίζουσι αὐτόθι 888C· οὕτω μετ’ ἐπιρρ. ἐχόντων ἀρνητικὴν ἔννοιαν, σμικρὰ φρ. τινὸς Εὐρ. Ὀρ. 799· ὀλίγον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 163· σμικρὸν φρ. Σωκράτους Πλάτ. Φαίδων 91C· ἀλλὰ καὶ ἄνευ ἀρνητικοῦ, ουπερ δεῖ μάλιστα φροντίσαι Εὐρ. Βάκχ. 242· τοῦ μὲν ὀνόματος φρ., τοῦ δὲ πράγματος ἀμελεῖν Ἀνδοκ. 32. 28· σφόδρα φρ. τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10· ― οὕτω καὶ μετὰ προθέσεως, φρ. περί τινος, εἶμαι ἀνήσυχος περί τινος, «ἐνδιαφέρομαι», Ἡρόδ. 8. 36, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 12, κλπ., πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλ. 7. 9· ὑπέρ τινος Πλάτ. Εὐθύφρων 4D, Δημ. 9. 14, κλπ. β) σπανίως ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας μετ’ αἰτ., (Σωκράτης) τἆλλα μὲν πεφρόντικεν Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 10· ἄλλο δὲ οὐδὲν φροντίζειν Πλάτ. Γοργ. 501Ε· ἀλλ’ οὐδὲ τὰ βίου... δεῖ φροντίσαι Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 10· πρβλ. Πρισκιαν. 18 σ. 1213· διαφέρουσι παραδείγματα οἷα τάδε, ἡ δ’ ἐφρόντισ’ οὐδὲ ἓν Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 23· μηδὲν φροντίσας Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 1. 3) ἐνίοτε παραλείπεται τὸ ἀντικείμενον ὡς συμπληρούμενον ἢ ἐννοούμενον, ἐφρόντιζε ἱστορέων, δηλ. ἠρώτα ἢ ἐξήταζεν ἐπιμελῶς, Ἡρόδ. 1. 56· ὡσαύτως, φροντίζων εὑρίσκω, σκεπτόμενος περὶ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 5. 24, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220C· δεινά... τοῖς τεκοῦσι φροντίσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 245· οἳ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζεται, οἵτινες, ἐνῷ βλάπτετε τοὺς φίλους, διόλου δὲν σᾶς μέλει, Εὐρ. Ἑκάβη 256· φροντίζεθ’ ὡς μαχούμενοι Σοφ. Ἠλ. 1370· μὴ φροντίσῃς, μὴ δώσῃς προσοχὴν εἰς αὐτό, Ἀριστ. Σφ. 228· οὐ, μὰ Δί’, οὐδ’ ἐφρόντισα ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 494, πρβλ. 650, Πλ. 215, 704· ― μετὰ μετοχ., [τοιαῦτα] γινόμενα... ὁρῶντες οὐδὲν φροντίζετε Ἀνδοκ. 32. 15· οὕτως ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 783, οὐ φροντίζει σκληρῶς σε καθήμενον οὕτως, ὁ Brunck συνεπλήρωσε διὰ τοῦ ὁρῶν. ΙΙΙ. Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος ἢ μερίμνης, φροντιζόμενος Ξεν. Ἱέρων 7, 10· πεφροντισμένος, ἐπιμελῶς ἐσκεμμένος, ἐπιμελῶς ἐξετασθείς, Λατ. exquisitus, λόγος Διόδ. 15. 78., 16. 32, Φιλόστρ. 496· τρέφονται τροφῇ πεφροντισμένῃ Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 9.

French (Bailly abrégé)

f. φροντιῶ, ao. ἐφρόντισα, pf. πεφρόντικα, pqp. ἐπεφροντίκειν;
Pass. pf. πεφρόντισμαι;
1 penser, méditer, réfléchir : τι à qch;
2 s'inquiéter, se soucier, se préoccuper de, gén. : οὐ πολέμων φροντιεῖς XÉN tu ne t’occuperas pas de guerres ; οὐδὲν φροντίζουσιν αὐτῶν ISOCR ils ne s'inquiètent d'eux en rien ; σμικρὸν, σμικρὰ φρ. s'occuper, se soucier peu, faire peu de cas de qqn ou de qch ; φρ. ὅπως, εἰ se préoccuper de, veiller à ce que ; ὁπως μή ou simpl. μή veiller à ce que… ne ; φροντίζεθ’ ὡς πλείοσιν μαχούμενοι SOPH prenez garde qu’il vous faudra lutter contre des adversaires plus nombreux ; avec un part. : ἐφρόντιζε ἱστορέων HDT il se préoccupait de rechercher ; avec une prop. relat. : φρ. τί ποτε τοῦτ’ ἔστι XÉN s'inquiéter de savoir ce que cela peut être ; abs. φρόντισον ESCHL songes-y ! prends garde ! au pf. πεφρόντικα être préoccupé, soucieux ; τὸ πεφροντικός PLUT soin, souci ; πεφροντικὸς βλέπειν EUR avoir l'air soucieux ; Pass. être l'objet de soins ; abs. être préparé avec soin : τροφὴ πεφροντισμένη ÉL nourriture préparée avec soin.
Étymologie: φροντίς.

English (Strong)

from a derivative of φρήν; to exercise thought, i.e. be anxious: be careful.

English (Thayer)

(φροντίς (`thought', from φρονέω)); from Theognis, and Herodotus down; to think, to be careful; to be thoughtful or anxious: followed by an infinitive Titus 3:8.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αιολ. τ. φροντίσδω Α
1. μεριμνώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «φροντίζει για την ανατροφή τών παιδιών» β. «θεοὺς εἶναι μὲν, φροντίζειν δὲ οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων», Πλάτ.)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φροντισμένος, -η, -ο, και πεφροντισμένος, -η, -ον
περιποιημένος, επιμελημένος
νεοελλ.
1. (με αιτ. προσ.) περιποιούμαι ή υπηρετώ κάποιον («τον φροντίζει μια νοσοκόμα»)
2. (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως επίρρ.) φροντισμένα
α) με φροντίδα, με επιμέλεια
β) με προσοχή
3. φρ. «φροντίζω να...» — επιδιώκω να...
αρχ.
1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι («ἐγῶ φροντίζων εὐρίσκω ἐμοὶ... εἶναι οὐδένα σευ ἄνδρα εὐνοέστερον», Ηρόδ.)
2. είμαι γεμάτος φροντίδες ή ανησυχίες
3. κρίνω, εξετάζω
4. επινοώ, μηχανώμαι
5. είμαι υπεύθυνος για κάτιφροντίζω τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων», Κύριλλ.)
6. παθ. φροντίζομαι
γίνομαι αντικείμενο φροντίδας, μέριμνας («οὐκ ἐπιβουλευόμενον, ἀλλὰ φροντιζόμενον μή τι πάθῃ», Ξεν.)
7. (το ουδ. της μτχ. ενεργ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ πεφροντικός
φροντίδα, σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- της ετεροιωμένης βαθμίδας της λ. φρήν, φρενός (για τον σχηματισμό της λ. και το δυσερμήνευτο οδοντικό -τ- βλ. λ. φροντίδα)].

Greek Monotonic

φροντίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἐφρόντισα, παρακ. πεφρόντικα·
I. απόλ., σκέφτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ, μεριμνώ, φροντίζω, δίνω προσοχή, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· είμαι γεμάτος σκέψεις και ανησυχίες, πεφροντικὸς βλέπειν, δείχνω σκεπτικός, σε Ευρ.
II. με αντικ.·
1. με αιτ. πράγμ., σκέφτομαι κάτι, εξετάζω, κρίνω, επινοώ, μηχανώμαι, σε Ηρόδ., Αττ.· ακολουθ. από εξαρτημένη πρόταση, οπότε το ρήμα τίθεται σε χρόνο μέλ., φροντίζω τοῦτο, ὅκως μὴ λείψομαι, σε Ηρόδ.· φροντίζω πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει, στον ίδ.· φροντίζω ὅπως..., κάνω σκέψεις ή υπολογίζω πώς ένα πράγμα πρέπει να γίνει, σε Πλάτ.
2. με γεν., σκέφτομαι για κάτι, δίνω προσοχή σε ένα πράγμα, ενδιαφέρομαι γι' αυτό, το υπολογίζω, κυρίως με άρν., Περσέων οὐδὲν φροντίζω, σε Ηρόδ.· πενθέως οὐ φροντίδας, σε Ευρ.· οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι, σε Πλάτ.· ομοίως με επίρρ. έχοντας αρνητική έννοια, σμικρὸν φροντίζω Σωκράτους, στον ίδ.· όμοια επίσης με πρόθ., φροντίζω περί τινος, ενδιαφέρομαι ή ανησυχώ για κάτι, σε Ηρόδ., Ξεν.· μὴ φροντίσῃς, μη δώσεις προσοχή, σε Αριστοφ.· οὐ, μὰ Δι' οὐδ' ἐφρόντισα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

φροντίζω:
1) думать, размышлять, обдумывать (τι Her.): περὶ τῶν ἐν Αἰγύπτῳ φ. Xen. размышлять о событиях в Египте; φροντίζεσθ᾽ ὡς τούτων πλείοσι μαχούμενοι Soph. имейте в виду, что вам придется сражаться с (противниками) более многочисленными, чем эти; πῶς οὖν; φρόντιζε Eur. как же (быть)? подумай; φ. τί ποτε τοῦτ᾽ ἔστι Xen. думать, что бы это могло значить;
2) иметь попечение, заботиться, стараться (τινός Diod.): οὐ φ. τινός Arph., Isocr.; не обращать внимания на кого(что)-л.; σοῦ δ᾽ οὐ φροντιῶ Arph. мне до тебя и дела не будет, т. е. знать тебя не хочу; σμικρὸν φ. Σωκράτους, τῆς δὲ ἀληθείας πολὺ μᾶλλον Plat. не слишком заботиться о Сократе, а гораздо больше об истине; οὐ πολέμον οὐδὲ πραγμάτων φροντιεῖς Xen. тебе не придется иметь дела с войнами и делами; ἄλλο δ᾽ οὐδὲν φ. Plat. ни о чем другом и не беспокоиться; φ. ἵνα μηδὲν ἀδίκημα γίνηταί τινι ἔκ τινος Polyb. смотреть за тем, чтобы кто-л. кого-л. не обидел; ἐφρόντιζε ἱστορέων τινὰς προσκτήσαιτο φίλους Her. он старался выявить кого-л., с кем мог бы установить дружественные отношения; μὴ φροντίσῃς Soph. не беспокойся; τὸ πεφροντικός Plut. забота; πεφροντικὸς βλέπειν Eur. иметь озабоченный вид; λόγος πεφροντισμένος Plut., Sext.; тщательно отделанная речь; φροντιζόμενος μή τι πάθῃ Xen. заботливо ограждаемый от какого-л. ущерба; φ. ἱμάτιόν τινι Anth. раздобыть кому-л. одежду.

Middle Liddell

φροντίζω,
I. absol. to think, consider, reflect, take thought, have a care, give heed, Theogn., Hdt., attic: to be thoughtful or anxious, πεφροντικὸς βλέπειν to look thoughtful, Eur.
II. with an object,
1. c. acc. rei, to think of, consider, to think out, devise, contrive, Hdt., attic; foll. by relat. clause, the Verb being in fut., φ. τοῦτο, ὅκως μὴ λείψομαι Hdt.; φρ. πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει Hdt.; φρ. ὅπως . . to take thought or consider how a thing shall be done, Plat.
2. c. gen. to take thought for, give heed to a thing, care about it, regard it, mostly with a negat., Περσέων οὐδὲν φρ. Hdt.; Πενθέως οὐ φροντίσας Eur.; οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι Plat.;—so with Advs. implying a negat., σμικρὸν φρ. Σωκράτους Plat.:—so also, with a prep., φρ. περί τινος to be concerned or anxious about a thing, Hdt., Xen.:— μὴ φροντίσῃς heed it not, Ar.; οὐ, μὰ Δί', οὐδ' ἐφρόντισα Ar. [from φροντίς

Frisk Etymology German

φροντίζω: {phrontízō}
See also: s. φρήν.
Page 2,1044

Chinese

原文音譯:front⋯zw 弗朗提索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:意向(化的)
字義溯源:運用心思,留心,細心思考;源自(φρήν)*=心思,悟性)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 留心(1) 多3:8

English (Woodhouse)

ponder, brood on, contemplate mentally, cudgel one's brains, meditate on, ponder on, rack one's brains, reflect on, reflect upon, take into consideration, think of, wrack one's brains