λέχος

Revision as of 10:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

εος, τό, poet. Noun,
A couch, bed, Il.1.609, al.: in Hom. freq. in plural, bedstead, Il.3.448, al.
2 bier, usually in plural, 24.589, 702, IG Rom.4.507a25 (Pergam.), etc.
3 marriage bed: and generally, marriage, ἐμὸν λ. ἀντιόωσαν Il.1.31; ὁμὸν λ. εἰσαναβαίνοι 8.291; λ. δ' ᾔ σχυνε καὶ εὐνὴν Ἡφαίστοιο ἄνακτος Od.8.269, cf. 3.403; ἑτέρῳ λέχεϊ, i.e. in adultery, Pi.P.11.24; ἰὼ λ. καὶ στίβοι φιλάνορες A.Ag.411 (lyr.); τὸ σὸν λ. ξυνῆλθον S.Aj.491; λ. Ἡρακλεῖ… ξυστᾶσα Id.Tr.27; κρύφιον ὡς ἔχοι λέχος ib.360; λέχους γὰρ… ἁγνὸν δέμας (sc. ἐστί) E. Hipp.1003: freq. in plural, ἐκ λεχέων Pi.P.9.37; λεχέων Διὸς εὐνάτειρα A.Pr.895 (lyr.); τὰ νυμφικὰ λ. S.OT1243: ἱέμενοι λεχέων Id.Tr.514 (lyr.); γῆμαι μείζω λέχη make a great marriage, E.El.936; λ. τἀλλότρια ib.1089; μικρὰ μεγάλων ἀμείνω… λέχη ib.1099: hence for the concrete, λ. νεώτερον younger spouse, Sapph.75; σὰ λέχεα thy spouse, E.El.481 (lyr.); ὤλεσας κεδνὸν λ. Id.Hipp.835: used by Com. in poet. or mock Trag. passages, λ. γαμήλιον Ar.Av.1758; κουρίδιον λ. Id.Pax844; παιδὶ συμμεῖξαι λ. Id.Th.891.
4 a bird's nest, A. Ag.50 (anap.), S.Ant.425.

German (Pape)

[Seite 36] τό, Lager, Bett, Bettstelle, bes. im plur., ἐν θαλάμῳ καὶ δινωτοῖς λεχέεσσιν, Il. 3, 391, παρὰ τρητοῖς λεχέεσσι, Od. 1, 440; λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν, 3, 403 u. oft, Ehebett, ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν, Il. 1, 31, ἥ κέν τοι ὁμὸν λέχος εἰσαναβαίνοι 8, 291, wie Hes. Th. 939 u. A.; λέχος δ' ᾔσχυνε καὶ εὐνὴν Ἡφαίστοιο ἄνακτος Od. 8, 269, vgl. 7, 347. So auch Pind. ἑτέρῳ λέχεϊ δαμαζομένα, P. 11, 24, ἤλυθεν ἐς λέχος, 3, 99. Auch bei den Tragg. oft von der Ehe u. dem Beischlaf, λεχέων Διὸς εὐνάτειραν, Aesch. Prom. 897; λέχος Ἡρακλεῖ κριτὸν ξυστᾶσα, Soph. Tr. 27; ἐπὶ τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, Ai. 486; ὦ λέχη καὶ νυμφεῖ' ἐμά Tr. 916; oft auch bei Eur.; vgl. noch Ar. Pax 844 Thesm. 891. – Vom Neste der Vögel gebraucht es Aesch. Ag. 50, wie Soph. Ant. 421. – In Stellen, wie Eur. El. 477, ἄνακτα ἔκανες, Τυνδαρί, σὰ λέχεα, steht es geradezu für »Gatte«, vgl. Mel. 790. 980. – Auch das Todtenbett, auf welchem die Leiche zur Schau gestellt u. dann verbrannt wurde, λεχέων ἐπέθηκε, Il. 24, 589, κείμενον ἐν λεχέεσσιν, 702, vgl. 18, 233. 236. 21, 124, öfter.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. lit, couche :
1 en gén.
2 lit nuptial ; p. ext. époux, épouse ; κρύφιον λέχος SOPH union litt. couche clandestine;
3 lit funéraire;
4 p. ext. tombeau;
II. nid d'oiseau.
Étymologie: R. Λεχ, v. λέγω¹.

Russian (Dvoretsky)

λέχος: εος τό λέγω I] тж. pl.
1 ложе, кровать, постель Hom., Aesch., Soph.;
2 погребальное ложе, катафалк Hom.;
3 брачное ложе: τὰ νυμφικὰ λέχη Soph. супружеский покой;
4 брачный союз, брак: γῆμαι μείζω λέχη Eur. соединиться славным браком;
5 любовная связь (κρύφιον λ. Soph.);
6 pl. супруг, супруга: σὰ λέχεα Eur. твоя супруга;
7 гнездо: κενῆς εὐνῆς λ. Soph. опустевшее гнездо (птицы).

Greek (Liddell-Scott)

λέχος: -εος, τό, (√ΛΕΧ, λέγω Α) ποιητ. ὄνομα, ἀνάκλιντρον, κλίνη, στρωμνή, Ὅμ. κτλ.· συχν. ἐν τῷ πληθ. κυρίως πρὸς δήλωσιν τοῦ σκελετοῦ τῆς κλίνης ἐφ’ ἧς τίθεται ἡ στρωμνή, ἴδε ἐν λέξ. δινωτός, τρητός· πρβλ. εὐνή. 2) εἶδος νεκρικῆς κλίνης ἐφ’ ἧς κατετίθετο ὁ νεκρός, Ἰλ. Ω. 589, 702, κτλ. 3) ἡ γαμήλιος εὐνή, ἡ τοῦ ἔρωτος καὶ καθόλου ἡ συζυγικὴ κλίνη, ἐμὸν λ. ἀντιόωσαν Λ. 31· ἐμὸν λέχος εἰσαναβαίνοι Θ. 291· λέχος δ’ ἤσχυνε καὶ εὐνὴν Ἡφαίστοιο ἄνακτος Ὀδ. Θ. 269, πρβλ. Γ. 403· ἑτέρῳ λέχεϊ, δηλ. ἐν μοιχείᾳ, Πινδ. Π. 11. 39, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 411· τὸ σὸν λ. ξυνῆλθον Σοφ. Αἴ. 491· λέχος Ἡρακλεῖ... ξυστᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 27· κρύφιον ὡς ἔχοι λέχος αὐτόθι 360· λέχους γάρ... ἁγνὸν δέμας (δηλ. ἐστί) Ἱππ. 1003, πρβλ. 835· - οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐκ λεχέων Πινδ. Π. 9. 64· λεχέων Διὸς εὐνάτειρα Αἰσχύλ. Πρ. 895· τὰ νυμφικὰ λ. Σοφ. Ο. Τ. 1243, πρβλ. Τρ. 514· ἐπίσημα γὰρ γήμαντι καὶ μείζω λέχη, ὅταν ἔλθῃ εἰς γάμον μετὰ γυναικὸς ἀνωτέρας ἑαυτοῦ κατὰ τὸ γένος ἢ τὸν πλοῦτον, Εὐρ. Ἠλ. 936· λ. ἀλλότρια αὐτόθι 1089· μικρὰ μεγάλων ἀμείνω... λέχη αὐτόθι 1099· - ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, σὰ λέχεα, ἡ σύζυγός σου, αὐτόθι 481 (λυρ.)· ἐν χρήσει παρὰ κωμ. ἐν ποιητικοῖς ἢ παρῳδουμένοις τραγ. χωρίοις, λ. γαμήλιον Ἀριστοφ. Ὄρ. 1758· κουρίδιον λ. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 844· λ. συμμῑξαὶ τινι ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 841. 4) πτηνοῦ φωλέα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 51, Σοφ. Ἀντ. 425. - Πρβλ. λέκτρον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «λέχος· κοίτη, κλίνη· γάμος, μῖξις, συνουσία· γυνή».

English (Autenrieth)

εος (root λεχ, λέγω): bed, bedstead, also pl. in both senses; typical in connubial relations, λέχος ἀντιᾶν, πορσύνειν, Α 31, Od. 3.403; funeralcouch, bier, Od. 24.44, Od. 23.165; λέχοσδε, to the bed, Il. 3.447.

English (Slater)

λέχος (-ει, -εϊ, -ος; -εα, -έων, -εσιν.) bed ποι]κίλω[ν ἐ]κ λεχέω[ν (supp. Lobel) fr. 169. 36. as euphemism for sexual intercourse, ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ (P. 3.99) “εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (P. 4.51) Ναὶς εὐφρανθεῖσα Πηνειοῦ λέχει Κρέοισ' ἔτικτεν (P. 9.16) “ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν” (P. 9.37) ἢ ἑτέρῳ λέχεϊ δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγονκοῖται; (P. 11.24) λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος i. e. concubinage (P. 12.15), cf., ]αν λέχεά τ' ἀναγκαῖα δολ[ (of Danae and Polydektes) Δ. . 1. βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ (γάμων. Σ.) (I. 8.36) λεχέων ἐπ' ἀμβρότων (Pae. 6.140) of childbed, γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει (N. 1.49) cf. ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]νόρουσε (sc. Ἀλκμήνα) Πα. 2. 1. λτ;λέχος> (supp. Snell e Σ, λέχος ἐπὶ τὴν λοχείαν) Πα. 7B. 33. met., λέχει πέλας ἀμβροσίῳ Μελίας (τῷ Ἰσμηνίῳ λέγει Σ.) Πα. . 3. ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων i. e. from its bed of slumber (I. 4.22)

Greek Monolingual

λέχος, τὸ (Α)
1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτιΖεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.)
2. συζυγική κλίνη και, κατ' επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ' ᾔσχυνε», Ομ. Οδ.
β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ)
3. η σύζυγοςλέχος γαμήλιον», Αριστοφ.)
4. φωλιά πτηνού («εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψη λέχος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχομαι. Το θέμα λέχεσ- της λ. λέχος απαντά στη Μυκηναϊκή: re-ke-to-ro-te-ri-jo = λεχεστρωτήριον (πρβλ. λατ. lectisternium «στρώσιμο ιερών κλινών τών θεών»).
ΠΑΡ. λεχώνα(-ώ)
αρχ.
λεχαίος, λεχήρης, λέχοσδε.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λεχεποίης. (Β' συνθετικό) αρχ. αγχιλεχής, αινολεχής, απειρολελεχής, βιαιολεχής, γηλεχής, δεινολεχής, δυσλεχής, ευλεχής, θερειλεχής, ιππολεχής, ισολεχής, κοινολεχής, μονολεχής, ομολεχής, ορειλεχής, πρωτολεχής, χαμαιλεχής.

Greek Monotonic

λέχος: -εος, τό (λέγω Α)·
1. ντιβάνι, κρεβάτι, στρώμα, σε Όμηρ., κ.λπ.
2. είδος νεκρικής κλίνης στην οποία εναπόθεταν τον νεκρό, νεκροκρέβατο, νεκροφόρα, τάφος, μνήμα, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.
3. νυφικό κεβάτι, και γενικά, συζυγική κλίνη, γάμος, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· ομοίως στον πληθ., τὰ νυμφικὰ λέχη, σε Σοφ.· γῆμαι μείζω λέχη, πραγματοποιώ σπουδαίο γάμο (δηλ. παντρεύομαι γυναίκα ανώτερη από μένα κατά το γένος ή την οικονομική δύναμη), σε Ευρ., κ.λπ.· επίσης, σὰλέχεα, η σύζυγός σου, στον ίδ.
4. φωλιά πουλιών, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

λέχος, εος, [λέγω1]
1. a couch, bed, Hom., etc.
2. a kind of state-bed or bier, Il., etc.
3. a marriage-bed, and generally marriage, Od., Trag.; so in plural τὰ νυμφικὰ λ. Soph.; γῆμαι μείζω λέχη to make a great marriage, Eur., etc.:—also for the concrete, σὰ λέχεα thy spouse, Eur.
4. a bird's nest, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

den, marriage, hand in marriage

Mantoulidis Etymological

(=κρεβάτι). Ἀπό τό λέγω (1.=κοιμίζω), ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.

Translations

coffin

Afrikaans: doodskis, kis; Albanian: qivur, arkivol; Amharic: የሬሳ ሣጥን; Arabic: تَابُوت‎; Egyptian Arabic: تابوت‎; Armenian: դագաղ; Asturian: caxa, andes, tumba, urna; Azerbaijani: tabut; Bashkir: табут; Belarusian: труна, гроб, дамаві́на, дамоўка; Bengali: শবাধার; Bulgarian: ковчег; Burmese: ခေါင်း; Catalan: fèretre, taüt; Cebuano: lungon; Chinese Cantonese: 棺材; Dungan: гуанцэ; Hakka: 棺材; Mandarin: 棺材, 棺; Min Dong: 棺材; Min Nan: 棺柴; Wu: 棺材; Crimean Tatar: tabut; Czech: rakev; Danish: kiste, ligkiste; Dutch: doodskist, kist; Esperanto: ĉerko; Estonian: puusärk, kirst; Faroese: kista, líkkista; Finnish: ruumisarkku, arkku; French: cercueil; Galician: cadaleito, caixa, féretro, ataúde; Gallurese: baulu; Georgian: კუბო; German: Sarg; Greek: φέρετρο; Ancient Greek: ἀγγεῖον, ἄγγος, γλωσσοκομεῖον, γλωττοκομεῖον, γλωσσόκομον, δροίτη, κέλυφος, κλιντήρ, λανός, λάρναξ, λέχος, ληνός, λοπάς, μάκτρα, μονόκλινον, νεκροδόκος κλιντήρ, νεκροθήκη, νεκροφόρον, σαρκοφάγος, σορός, χηλός; Hebrew: אָרון‎, גְּלוֹסְקֵמָה‎; Hindi: ताबूत; Hungarian: koporsó; Icelandic: líkkista, kista; Ido: sarko; Ilocano: lungon; Indonesian: peti jenazah, peti mati, peti mayat, keranda; Irish: cónra; Italian: bara, cassa da morto, feretro; Japanese: 棺, 棺桶; Kapampangan: kabaung; Kazakh: табыт; Khmer: មឈូស; Korean: 관(棺); Kurdish Central Kurdish: دارەتەرم‎; Northern Kurdish: tabût, darbest; Kyrgyz: табыт; Lao: ໂລງ, ຫີບສົບ, ໂຮງ; Latgalian: škiersts, grobs; Latin: capulus, arca, loculus; Latvian: zārks; Lithuanian: karstas; Luxembourgish: Lued, Doudelued; Macedonian: ковчег; Malay: keranda; Malayalam: ശവപ്പെട്ടി; Maltese: tebut; Manchu: ᡥᠣᠪᠣ; Manx: coavin, kishtey keyl; Maori: kāwhena, puraku; Mongolian: авс; Neapolitan: tauto; Nepali: टाँड; Norman: côffre; Norwegian Bokmål: kiste, gravkiste, likkiste; Nynorsk: kiste, likkiste; Occitan: caissa, taüc, ataüc; Pashto: تابوت‎; Persian: تابوت‎; Plautdietsch: Soakj; Polish: trumna; Portuguese: caixão, ataúde; Punjabi: ਕਫ਼ਨ; Romanian: sicriu, coșciug; Romansch: vaschè; Russian: гроб, домовина; Samogitian: grabs; Sardinian Campidanese: baullu, lèttia; Logudorese: lettèra; Sassarese: littéra, bauri; Scottish Gaelic: ciste, ciste-mhairbhe; Serbo-Croatian Cyrillic: ковчег, лије̑с, ле̑с; Roman: kovčeg, lijȇs, lȇs; Sicilian: tabbutu, cascia di mortu; Silesian: truła; Slovak: rakva; Slovene: krsta; Sorbian Lower Sorbian: kašć; Spanish: ataúd, féretro, cajón, urna, panteón, caja mortuoria; Swahili: jeneza; Swedish: kista, likkista; Tagalog: kabaong, ataul; Tajik: тобут; Tamil: சவப்பெட்டி; Tatar: табут; Telugu: శవపేటిక; Thai: โลง, โลงศพ, หีบศพ; Tibetan: རོ་སྒམ; Turkish: tabut; Turkmen: tabyt; Ukrainian: труна, гріб, домовина; Urdu: تابوت‎; Uyghur: تاۋۇت‎; Uzbek: tobut; Vietnamese: quan tài, hòm; Volapük: sark; Walloon: waxhea, lujhea; Welsh: arch; Yiddish: אָרון‎; Zhuang: faex, gouh

couch

Afrikaans: bank; Albanian: divan; Arabic: فِرَاش‎, أَرِيكَة‎, مَضْجَع‎; Egyptian Arabic: كنبة‎; Hijazi Arabic: كنبة‎; South Levantine Arabic: كنباية‎; Armenian: բազմոց, թախտ; Belarusian: канапа; Bulgarian: диван, кушетка; Catalan: sofà; Chinese Mandarin: 沙發, 沙发, 長沙發椅, 长沙发椅; Czech: pohovka, gauč; Danish: sofa, briks, leje; Dutch: bank, sofa; Esperanto: sofo; Estonian: diivan; Finnish: sohva, leposohva; French: sofa, canapé; Georgian: ტახტი; German: Sofa, Couch; Greek: καναπές; Ancient Greek: λέχος; Hebrew: סַפָּה‎; Hungarian: kanapé, dívány; Icelandic: sófi; Irish: tolg; Italian: canapè, divano, sofà; Japanese: カウチ, ソファー, 寝台; Korean: 카우치, 소파; Latin: cubile, lectus, sponda, pulvinar; Malay: sofa; Maltese: sufan; Maori: hōpa; Norman: longue tchaîse; Northern Sami: soffá, suffá; Norwegian Bokmål: sofa; Nynorsk: sofa; Ojibwe: genwaakwak apabiwin; Ottoman Turkish: قاناپه‎, صفه‎; Persian: کاناپه‎, سوفا‎; Polish: kanapa, sofa, wersalka; Portuguese: sofá, cadeirão; Russian: диван, кушетка, тахта, софа; Rusyn: ді́ван, ґавч; Sanskrit: तल्प; Scottish Gaelic: langasaid; Serbo-Croatian: ležaj, kauč; Slovak: gauč; Slovene: kavč; Sorbian Lower Sorbian: kawč; Spanish: sofá, sillón; Swedish: soffa; Turkish: kanepe; Ukrainian: диван, канапа; Vietnamese: đi văng; Welsh: glwth

bed

Abkhaz: ацәарҭа; Adyghe: пӏэкӏор, гъолъыпӏэ, ошэкур; Afrikaans: bed, kooi; Akkadian: 𒄑𒈿; Albanian: shtrat, krevat; Amharic: ኣልጋ; Arabic: سَرِير‎, فِرَاش‎; Egyptian Arabic: سرير‎; Hijazi Arabic: سرير‎; Iraqi Arabic: چرپايه‎; Lebanese Arabic: تخت‎ mt); Moroccan Arabic: ناموسية‎; Tunisian Arabic: فرش‎; Aramaic Jewish Palestinian Aramaic: ערסא‎; Jewish Babylonian Aramaic: עַרְסָא‎; Classical Syriac: ܥܱܪܣܴܐ‎; Christian Palestinian Aramaic: ܥܪܣܐ‎; Aragonese: leito; Armenian: մահճակալ; Aromanian: crivati, cãrvat; Assamese: বিচনা, বিছনা, পালেং; Asturian: cama; Azerbaijani: yataq, çarpayı; Bashkir: карауат; Basque: ohe; Bats: კრაოტ; Belarusian: ложак; Bengali: বিছানা, পালং; Breton: gwele; Brunei Malay: katil; Bulgarian: легло, постеля, креват; Burmese: အိပ်ရာ; Buryat: орон; Caló: piltra; Catalan: llit; Central Sierra Miwok: ka·ma·-; Chamicuro: ma'pata; Chechen: маьнга; Cherokee: ᎦᏂᏟ; Chichewa: bedi, kama; Chinese Cantonese: 床, 床鋪, 床铺, 臥榻, 卧榻; Dungan: ячуон; Hakka: 床, 眠床; Mandarin: 床, 床鋪, 床铺, 睡鋪, 睡铺, 臥榻, 卧榻; Min Dong: 眠床; Min Nan: 床, 眠床, 床鋪, 床铺; Wu: 床; Chuukese: pet; Chuvash: кравать; Coptic Bohairic: ϭⲗⲟϫ; Sahidic: ϭⲗⲟϭ; Cornish: gweli; Corsican: lettu; Crimean Tatar: yataq; Czech: postel, lůžko; Dalmatian: ljat; Danish: seng; Dutch: bed, sponde; Dzongkha: ཉལ་ཁྲི; Elfdalian: saingg; Esperanto: lito; Estonian: voodi; Ewe: abati; Faliscan: leta; Faroese: song; Finnish: sänky, vuode, peti; French: lit, couche; Friulian: jet; Galician: cama, leito; Ge'ez: ዐራት; Georgian: საწოლი, ლოგინი; German: Bett; Alemannic German: Bett; Gothic: 𐌱𐌰𐌳𐌹; Greek: κρεβάτι, κλίνη; Ancient Greek: κλίνη, κοίτη, εὐνή, λέκτρον, λέχος, κράββατος; Gujarati: બિછાનું, શય્યા, પલંગ; Haitian Creole: kabann; Hausa: gado; Hebrew: מיטה \ מִטָּה‎, עֶרֶשׂ‎; Hindi: पलंग, बिस्तर, शय्या, बिछौना, बिछोना; Hungarian: ágy; Icelandic: rúm; Ido: lito; Igbo: akwa; Indonesian: ranjang, tempat tidur; Ingush: маьнги; Interlingua: lecto; Irish: leaba; Italian: letto, giaciglio; Japanese: 寝床, ベッド, 寝台, 臥榻; Kabuverdianu: kama; Kachchi: પલંગ; Kalmyk: орн; Kannada: ಮಂಚ, ಹಾಸಿಗೆ; Kapampangan: pitudturan; Kazakh: кереует; Khmer: គ្រែដេក, គ្រែ; Korean: 침대(寢臺), 잠자리; Kurdish Central Kurdish: قەریۆڵە‎; Northern Kurdish: text, textê nivistinê; Kutenai: kyawkǂi·¢nam; Kyrgyz: керебет, карават, кровать, койка; Lao: ຕຽງ, ຫລີບ, ເມັງ, ໄສຍາດ; Latin: cubile, lectus, torus, grabatus; Latvian: gulta; Lithuanian: lova; Lombard: lett, lecc; Low German Dutch Low Saxon: bedde; Luhya: sitanda; Luo: otanda; Luxembourgish: Bett; Macedonian: кревет, постела; Malay: katil, ranjang; Malayalam: മെത്ത; Maltese: sodda; Manchu: ᠪᡝᠰᡝᡵᡤᡝᠨ; Manx: lhiabbee; Maori: moenga; Marathi: बिछाना; Mbyá Guaraní: upa; Memoni: પલંગ; Mirandese: lheito; Mongolian: ор; Nama: kharob; Navajo: tsáskʼeh; Neapolitan: lietto; Nepali: ओछ्यान, खाट; Ngazidja Comorian: itranɗa, itanɗa; Norman: liet, lit, llet, lliet, llit, lyet; North Frisian: beed, baad; Northern Sami: seaŋga; Norwegian: seng; Occitan: lèit, lièch; Ojibwe: apishimon, nibaagan; Old English: bedd; Old Irish: lepaid; Old Saxon: bed; Oriya: ଖଟ, ପଲଙ୍କ; Oromo: siree; Ottoman Turkish: بستر‎, یاتاق‎; Pashto: لګډ‎; Persian: بستر‎, رختخواب‎, تختخواب‎; Plautdietsch: Bad; Polish: łóżko; Portuguese: cama, leito; Punjabi: ਬਿਸਤਰਾ; Quechua: puñuna; Romagnol: lët; Romani: pato; Romanian: pat; Romansch: letg; Russian: кровать, постель, койка; Sanskrit: शय्या; Sardinian: letu; Saterland Frisian: Bääd; Scottish Gaelic: leabaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: крѐвет, по̏стеља; Roman: krèvet, pȍstelja; Sicilian: lettu; Sinhalese: ඇඳ; Skolt Sami: siâŋgg; Slovak: posteľ, lôžko; Slovene: pọ́stelja; Somali: sariir; Spanish: cama, lecho, catre, piltra, sobre; Svan: ლაყვრა; Swahili: kitanda; Swedish: bädd, säng; Sylheti: ꠙꠣꠟꠋ, ꠛꠤꠍꠘꠣ; Tagalog: kama; Tajik: кат; Tamil: படுக்கை, கட்டில்; Taos: pį̏ę'éna; Tatar: карават; Telugu: పక్క, పడక; Thai: เตียง; Tibetan: ཉལ་ཁྲི; Tigrinya: ዓራት; Tlingit: káa xhexhx'u yeit; Tongan: tôfâ'anga; Tourangeau: lit, guche; Turkish: yatak; Turkmen: düşek, krowat, krawat; Tuvaluan: moēga; Ukrainian: лі́жко; Ugaritic: 𐎓𐎗𐎌, 𐎎𐎉𐎚; Urdu: بستر‎, پلنگ‎; Uyghur: كارۋات‎; Uzbek: karavot, krovat; Venetian: lèt, lèto, leto, łeto; Vietnamese: giường); Vilamovian: bet; Volapük: bed; Walloon: lét; Welsh: gwely, gwelyau; West Coast Bajau: pengaw; West Frisian: bêd; White Hmong: txaj; Yakut: кырабаат, орон; Yiddish: בעט‎ or; Yup'ik: ingleq; Zazaki: ca; Zhuang: mbonq; Kachchi: પલંગ