κόμη

English (LSJ)

ἡ,
A hair of the head, Il.22.406, etc.: less freq. in plural, κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας Od.6.231; κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι (i.e. κόμαις Χαρίτων) Il.17.51; κόμην κείρειν, κείρεσθαι (v. κείρω) ; κόμην τρέφειν = to let the hair grow long, Hdt.1.82; κ. φορεῖν PGnom.188 (ii A.D.); κόμη δι' αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται S.OC1261; καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας E.Ba.695; κόμαι πρόσθετοι false hair, wig, X.Cyr.1.3.2, etc.; δοῦλος ὢν κόμην ἔχεις; Ar.Av.911; κόμης ἀνάπλεως unkempt, Plu.Cic.30.
2 of the beard, Arr.Epict.4.8.4.
3 gill or branchia of the cuttlefish, dub. in Arist.HA550b18: pl., arms or suckers, Max.Tyr. 4.5.
II metaph., foliage of trees, Od.23.195, Cratin.296, etc.; δόνακος App.BC4.28; of herbs, Dsc.4.164.7, Gal.6.268; of corn, ληΐου κ. Babr.88.3; λειμώνων κόμαι IG14.1389ii 11; esp. = τραγοπώγων, Thphr.HP7.7.1, Dsc.2.143.
III luminous tail of a comet, Arist.Mete.343a1, 346a15.

German (Pape)

[Seite 1477] ἡ, coma, das Haar, Haupthaar, Hom. u. Folgde; ξανθή Il. 1, 197; τίλλειν κόμην, das Haar raufen, 22, 406; κείρασθαι κόμην, sich das Haar scheeren, 23, 46 Od. 4, 198, gewöhnlicher Ausdruck der Trauer; κόμην κείρειν τινί, Einem zu Ehren, als Todtenopfer das Haar abschneiden, Il. 23, 146, vgl. 151. 152; auch im plur., κόμαι χαρίτεσσιν ὁμοῖαι 17, 51; κομᾶν πλόκαμοι Pind. P. 4, 82; φαιδίμα N. 1, 68; χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλειν I. 6, 49, öfter; ἕλξειν ἔοιχ' ὑμᾶς ἀποσπάσας κόμης Aesch. Suppl. 883; κόμη δι' αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται, das Haar flattert ungekämmt in der Luft, Soph. O. C. 1263; βόστρυχοι ξανθῆς κόμης Eur. Hel. 1240; καθεῖσαν ἐς ὤμους κόμας, sie ließen das Haar auf die Schulter herabwallen, Bacch. 694; in Prosa, τὰς καλὰς ταύτας κόμας ἀποκερεῖ Plat. Phaed. 89 b; Folgende; – κόμαι πρόσθετοι, falsche Haare, Xen. Cyr. 1, 3, 2, wie κομῶν προσθέσεις Philostr. – Auch vom Barte, Epict. – Übertr., vom Laube der Bäume; ἀπέκοψα κόμην τανυφύλλου ἐλαίης Od. 23, 195; Theophr.; Antiphil. 12 (IX, 71); auch von andern Gewächsen, vom Grafen. bes. vom Blumenstengel der Hyacinthen, vom Blätterdach der Palmen u. ä. – Auch der Lichtschweif des Kometen, Arist. meteor. 1, 8.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 chevelure : κόμαι πρόσθετοι XÉN cheveux ajoutés ou postiches, perruque;
2 p. anal. feuillage des arbres.
Étymologie: DELG par opposition à θρίξ, κόμη pourrait désigner une chevelure soignée, et se rattacher dès lors à κομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόμη -ης, ἡ haardos, haar:; τὴν κόμην τρέφειν het haar lang laten groeien Hdt. 1.82.7; ἐπὶ δ’ ἔσεισεν κόμαν hij (Zeus) schudde instemmend met zijn haardos Eur. IT 1276; meestal plur.; κόμαι πρόσθετοι pruik Xen. Cyr. 1.3.2. loof:. ἀπέκοψα κόμην... ἐλαίης ik hakte het loof van de olijf weg Od. 23.195.

Russian (Dvoretsky)

κόμη: дор. κόμᾱ ἡ тж. pl.
1 волосы, кудри: κείρασθαι κόμην Hom. стричь себе волосы (в знак скорби); κόμην κείρειν τινί Hom. остричь себе волосы в честь кого-л. (для возложения на чью-л. могилу); κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι Hom. кудри как у Харит; τίλλειν κόμην Hom. рвать на себе волосы; καθιέναι ἐς ὤμους κόμας Eur. распустить волосы по плечам; κόμαι πρόσθετοι Xen. фальшивые волосы, парик;
2 листва (τανυφύλλου ἐλαίης Hom.);
3 хвост кометы Arst.;
4 «бородка», кисть щупальцев (у головоногих) Arst.

English (Autenrieth)

hair of the head, with reference to comeliness, pl., locks, Od. 6.231; then foliage, Od. 23.195.

English (Strong)

apparently from the same as κομίζω; the hair of the head (locks, as ornamental, and thus differing from θρίξ; which properly denotes merely the scalp): hair.

English (Thayer)

κόμης, ἡ (from Homer down), hair, head of hair: Schmidt (21,2) it differs from θρίξ (the anatomical or physical term) by designating the hair as an ornament (the notion of length being only secondary and suggested). Cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Hair.)

Greek Monolingual

η (AM κόμη)
1. οι τρίχες του κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι' αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.)
2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών
νεοελλ.
1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι φωτεινές ακτίνες οι οποίες προέρχονται από ένα αντικείμενο τοποθετημένο έξω από τον κύκλο άξονα του οπτικού συστήματος
2. φρ. «Κόμη Βερενίκης»
αστρον. αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
αρχ.
1. το γένι
2. τα βράγχια της σουπιάς
3. φωτεινή ουρά κομήτη
4. στον πληθ. αἱ κόμαι
παραφυάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παράγεται πιθ. από τη λ. κομέω «περιποιούμαι», οπότε θα σήμαινε αρχικά «περιποιημένα μαλλιά», σε αντίθεση με τη λ. θροίξ, πληθ. τρίχες. Η άποψη κατά την οποία η λ. παράγεται από τη λ. κομάω (πρβλ. ὁρμῶ > ορμή), που κατά την ίδια άποψη θεωρείται παρλλ. τ. του κομέω «περιποιούμαι», προσκρούει στο γεγονός ότι η λ. κομάω δεν έχει τη σημ. «περιποιούμαι». Τα σύνθετα με β' συνθετικό τη λ. κόμη έχουν τη μορφή -κομος και είναι προπαραξύτονα, σε αντιδιαστολή με τα σύνθετα με β' συνθετικό τη λ. κομῶ, που έχουν την ίδια μορφή -κόμος, αλλά είναι παροξύτονα.
ΠΑΡ. κομήτης
αρχ.
κομήεις, κομητικός, κομήτις, κόμιον, κομίσκη, κομώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κόμαιθος, κοματροφώ. (Β' συνθετικό) καλλίκομος, λυσίκομος, υψίκομος
αρχ.
αβρόκομος, άκομος, ακρόκομος, αμφίκομος, αυτόκομος, αφρόκομος, βαθύκομος, δαφνόκομος, δενδράκομος, δρακοντόκομος, εύκομος, εχιδνόκομος, ιππόκομος, κατάκομος, κρηδεμνόκομος, κυπαρισσόκομος, λευκόκομος, ξανθόκομος, οξύκομος, οπισθόκομος, ουλόκομος, παράκομος, περίκομος, περισσόκομος, πολύκομος, σκιαρόκομος, πιθηνόκοος, τιθωνόκομος, υλόκομος, φιλόκομος, φυλλόκομος, χλωρόκομος, χρυσόκομος.

Greek Monotonic

κόμη: ἡ,
I. τα μαλλιά του κεφαλιού, Λατ. coma, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης στον πληθ., στον ίδ.· κόμην τρέφειν, αφήνω τα μαλλιά να μακρύνουν, σε Ηρόδ.· κόμηνκείρεσθαι, ξυρίζω τα μαλλιά στο πένθος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· κόμαι πρόσθετοι, ψεύτικα μαλλιά, περούκα, σε Ξεν.
II. μεταφ., φύλλωμα, φυλλωσιά των δέντρων, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κόμη: ἡ, αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς, Λατ. coma, Ὅμ., κλ.· σπανιώτερον κατὰ πληθ., κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας Ὀδ. Ζ. 231· κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι (δηλ. κόμαις Χαρίτων) Ἰλ. Ρ. 51· ἡ δέ νυ μήτηρ τίλλε κόμην, «μαδοῦσε τὰ μαλλιά της», Χ. 406· κόμην κείρειν καὶ κείρεσθαι (ἴδε ἐν λ. κείρω, ἀποκείρω)· κόμην τρέφω, τρέφω μακρὰν κόμην, Ἡρόδ. 1. 82· κόμη δι’ αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται Σοφ. Ο. Κ. 1261· καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας Εὐρ. Βάκχ. 695· κόμαι πρόσθετοι, ψευδὴς κόμη, φενάκη, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2, κτλ.· ἐν Ἀθήναις ἡ μακρὰ κόμη κυρίως περιωρίζετο εἰς τοὺς Ἱππεῖς (πρβλ. κομάω Ι. 1)· δοῦλος ὤν κόμην ἔχεις; Ἀριστοφ. Ὄρν. 911. 2) ἐπὶ τοῦ γενείου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 4, πρβλ. 15. 3) ἡ γενειὰς ἢ τὰ βράγχια τῆς σηπίας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 12. ΙΙ. μεταφ. ὡς τὸ Λατ. coma, τὸ φύλλωμα, τὰ φύλλα τῶν δένδρων, Ὀδ. Ψ. 195· οὕτως ἐπὶ χόρτων ἢ βοτάνης, Διοσκ. 4. 165· κόμαι λειμώνων Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1046. 70· ― ἰδίως = τραγοπώγων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 1· πρβλ. λήϊον ἐν τέλ. ΙΙΙ. ἡ φωτεινὴ οὐρὰ κομήτου (ἴδε κομήτης ΙΙ), Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 8., 1. 8. 20.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: hair (on the number Schwyzer-Debrunner 43), also of the manes of a horse (Il.), metaph. foliage, also of growth in gen. (Od.), tail of a comet (Arist.).
Compounds: Compp., e. g. ἱππό-κομος covered with horse-hair, of a helmet (Il.; aber ἱππο-κόμος to κομέω), κομα-τροφέω (-ο-) grow ones hair (Amorgos, Str.).
Derivatives: Dimin. κομίσκα (Alcm.) and κόμιον (Arr.). Further κομήτης m. with (long) hair (IA.), "hairstar", comet (Arist.; Scherer Gestirnnamen 105, 107f.), also plant-name = τιθύμαλλος, Euphorbia (Dsk.); κομήεις with leaves (Orph.). Denomin. κομάω (Ion. -έω) have long hair, (show with well kept hair) (Il.); late with ἀνα-, κατα- a. o.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not certainly explained. κόμη may be taken as "well cared hair" (as opposed to θρίξ; s. v.) and connected with κομέω care; so orig. meaning *care. Schwyzer 725 n. 10 considers for κόμη postverbal origin from κομάω, which could be a by-form to κομέω care. As however κομάω is always connected with hair and is never used as care, the assumprion is not very probble. - Diff. Wood ClassPhil. 21, 341f. - Lat. LW [loanword] coma; cf. W.-Hofmann s. v.

Middle Liddell

κόμη, ἡ,
I. the hair, hair of the head, Lat. coma, Hom., etc.; also in plural, Hom.: —κόμην τρέφειν to let the hair grow long, Hdt.; κόμην κείρεσθαι to shave off the hair, in mourning, Od., etc.; κόμαι πρόσθετοι false hair, a wig, Xen.
II. metaph. the foliage, leaves of trees, Od.

Frisk Etymology German

κόμη: {kómē}
Grammar: f.
Meaning: Haupthaar (zum Numerus Schwyzer-Debrunner 43), auch von der Mähne des Pferdes (seit Il.), übertr. Laubwerk, Laub, auch vom Wachstum im allg. (seit Od.), Kometenschweif (Arist.).
Composita: Kompp., z. B. ἱππόκομος mit Roßhaar bedeckt, vom Helm (Il.; aber ἱπποκόμος zu κομέω), κοματροφέω (-ο-) das Haar wachsen lassen (Amorgos, Str.).
Derivative: Davon die Demin. κομίσκα (Alkm.) und κόμιον (Arr.). Außerdem κομήτης m. ‘(langes) Haar tragend, langhaarig(er Mann)’ (ion. att.), "Haarstern", Komet (Arist. usw.; Scherer Gestirnnamen 105, 107f.), auch Pflanzenname = τιθύμαλλος, Euphorbia (Dsk.); κομήεις belaubt (Orph.). Denominativum κομάω (ion. -έω) ‘langes Haar tragen, (mit wohlgepflegtem Haare) prangen’ (seit Il.); vereinzelt u. spät mit ἀνα-, κατα- u. a.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Beachtung verdient der alte Gedanke, κόμη als "gepflegtes Haar" (im Gegensatz zu θρίξ; s. d.) mit κομέω pflegen zu verbinden; urspr. Bedeutung dann *Pflege. Schwyzer 725 A. 10 erwägt sogar für κόμη postverbale Entstehung aus κομάω, das Nebenform zu κομέω pflegen sein könnte. Da sich aber κομάω immer auf das Haar bezieht und nie im Sinn von pflegen o. ä. gebraucht wird, ist diese Annahme nicht besonders wahrscheinlich. — Anders Wood ClassPhil. 21, 341f. — Lat. LW coma; vgl. W.-Hofmann s. v.
Page 1,908-909

Chinese

原文音譯:kÒmh 可姆
詞類次數:名詞(1)
原文字根:髮辮
字義溯源:頭髮,以頭髲為裝飾;源自(κομίζω)=供給,盛裝);而 (κομίζω)出自(κομάω)Y*=照料)
同源字:1) (κομάω)有長頭髲 2) (κόμη)頭髲
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 頭髮(1) 林前11:15

English (Woodhouse)

hair of the head

Mantoulidis Etymological

(=μαλλιά τοῦ κεφαλιοῦ). Πρωτότυπη λέξη. Ἴσως σχετίζεται μέ τό κομέω (=φροντίζω), κομίζω. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα κομάω.

Translations

hair

Abkhaz: ахәы; Acehnese: o'; Adyghe: шъхьэц; Afar: xagor; Afrikaans: haar; Ahom: 𑜇𑜤𑜪; Ainu: ヌマ; Akkadian: 𒋠; Aklanon: buhok; Albanian: qime; Amharic: ፀጉር; Arabic: شَعْر‎, شَعْرَة‎; Egyptian Arabic: شعر‎, شعرة‎; Gulf Arabic: شعر‎, شعرة‎; Archi: чӏааӏри; Armenian: մազեր; Aromanian: per; Assamese: চুলি; Asturian: pelu; Azerbaijani: saç; Bambara: kunsi; Bashkir: сәс; Basque: ile; Bats: ბეჯ; Belarusian: валасы, волас; Bengali: চুল; Bhojpuri: 𑂍𑂵𑂬, 𑂕𑂷𑂀𑂗; Borôro: ao; Breton: blev; Brunei Malay: rambut; Budukh: чӏер; Bulgarian: косъм; Burmese: ဆံပင်; Catalan: cabell, pèl; Central Atlas Tamazight: ⴰⵣⵣⴰⵔ; Central Sierra Miwok: juše-; Chamicuro: shenu; Chamorro: pulu; Chechen: месаш; Cherokee: ᎤᏍᏘᎬᎢ; Chinese Cantonese: 頭髮, 头发; Dungan: туфа; Gan: 頭髮, 头发; Hakka: 頭髮, 头发; Jin: 頭髮, 头发; Mandarin: 頭髮, 头发; Min Dong: 頭髮, 头发; Min Nan: 頭毛, 头毛, 頭鬃, 头鬃; Wu: 頭髮, 头发; Xiang: 頭髮, 头发; Coptic: ϥⲱⲓ, ⲧⲣⲓⲭⲟⲥ; Cornish: blew, gols; Czech: vlasy, vlas; Danish: hår; Dolgan: ас; Dutch: haar; Eastern Arrernte: alte; Esperanto: haro, hararo; Estonian: juuksed; Ewe: ɖa; Faroese: hár; Finnish: hiukset, tukka; French: cheveu, cheveux, chevelure; Old French: cheveu; Friulian: cjaveli, čhavêl; Galician: cabelo, pelo; Georgian: თმა; German: Haar, Haare; Gothic: 𐍄𐌰𐌲𐌻; Greek: μαλλί, μαλλιά; Ancient Greek: κόμη, τρίχες; Greenlandic: nujaq; Guaraní: akãrangue; Gujarati: વાળ, કેશ; Hawaiian: lauoho; Hebrew: שַׂעֲרָה‎; Higaonon: buhuk; Hindi: बाल, केश, जटा, वाल, केस, चूल; Hungarian: haj; Icelandic: hár; Ido: haro, hararo; Indonesian: rambut; Ingrian: tukka; Ingush: мосаш; Interlingua: capillo; Inuktitut: ᓄᔭᑦ; Irish: gruaig, folt; Old Irish: folt; Istro-Romanian: per; Italian: capello, capelli; Japanese: 髪の毛, 髪, 頭髪; Javanese: rambut, réma; Kabardian: щхьэц; Kabuverdianu: kabelu; Kamba: nzue; Kannada: ಕೇಶ, ಕೂದಲು; Kapampangan: buwak; Karakhanid: سَجْ‎; Kashubian: włos; Kazakh: шаш; Khmer: សក់; Kikuyu: jwere; Korean: 머리칼, 머리카락, 머리; Kurdish Central Kurdish: قژ‎; Northern Kurdish: pirç, por; Kyrgyz: чач; Lao: ຜົມ; Latgalian: mots; Latin: coma, crinis; Latvian: mats, mati; Laz: თომა; Lezgi: чӏар; Lingala: nsúki; Lithuanian: plaukai, plaukas; Low German: Hoor; Luhya: lichune; Luo: yie wich; Luxembourgish: Hoer, Hoer; Lü: ᦕᦳᧄ; Macedonian: коса, прамен, влакно; Magahi: 𑂒𑂳𑂪, 𑂍𑂵𑂬, 𑂕𑂷𑂀𑂗; Maguindanao: buk; Malagasy: volo; Malay: rambut; Maltese: xagħar; Manchu: ᡶᡠᠨᡳᠶᡝᡥᡝ; Manipuri: ꯁꯝ; Manx: gruag, folt; Maori: uru, weu, makawe; Maranao: bok; Marathi: केस; Mingrelian: თომა; Mizo: sam; Mongolian Cyrillic: үс; Muong: thắc; Mòcheno: hor; Nahuatl: tzontli; Nama: ǀûn; Navajo: atsiighaʼ; Neapolitan: capello; Nepali: कपाल; Nga La: sam; Norman: g'veu, g'veux; Northern Thai: ᨹᩫ᩠ᨾ; Norwegian Bokmål: hår; Nynorsk: hår; Nuer: nhim; Occitan: cabel; Old Church Slavonic Cyrillic: власъ; Glagolitic: ⰲⰾⰰⱄⱏ; Old East Slavic: волосъ; Old English: feax, hǣr, wiffeax; Old Turkic: 𐰽𐰲‎; Oriya: କେଶ; Oromo: rifeensa; Ossetian: сӕрыхъуын; Ottoman Turkish: صاچ‎, گیسو‎; Pashto: ویښتان‎, وېښته‎; Pela: tsʰɛ̃⁵⁵; Persian: مو‎, گیس‎; Pitjantjatjara: mangka; Plautdietsch: Hoa; Polish: włosy, włos; Portuguese: cabelo; Punjabi: ਵਾਲ, ਬਾਲ, ਕੇਸ; Purepecha: jauiri; Quechua: chukcha; Canka Quechua: cukca; Wanka Quechua: agca; Waiwaş Quechua: agza; Romani: bal; Romanian: păr; Romansch: chavel, tgavel, chavè, cavegl; Russian: волосы, волос, волосинка; Saek: ผรั่ม; Saho: dagar; Sami Inari: vuoptâ, vuoptah; Northern: vuokta, vuovttat; Skolt: vuõptt, vuõpt; Southern: voepte, voepth; Sanskrit: केश, वाल; Santali: ᱩᱵᱽ; Saterland Frisian: Hier; Scots: hair; Scottish Gaelic: falt, fuiltean, gruag, gruagan; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̀са, дла̏ка; Roman: kòsa, dlȁka; Shan: ၽူမ်; Sicilian: capiḍḍi, capiḍḍu; Sidamo: danana; Sinhalese: කොඳ; Slovak: vlasy, vlas; Slovene: las; Somali: timo; Sorbian Lower Sorbian: włos; Upper Sorbian: włós; Sotho: moriri; Southern Altai: чач; Spanish: cabello, pelo; Sumerian: 𒋠; Sundanese: rambut, bu-uk; Svan: ფა̈თვ; Swahili: unywele; Swedish: hår; Tabasaran: чӏар; Tagalog: buhok; Tajik: мӯ‍; Tamil: முடி; Taos: phóna; Tatar: чәч; Tausug: buhuk; Telugu: వెంట్రుకలు, జుట్టు; Tetum: fuuk; Thai: ผม; Tibetan: སྐྲ, དབུ་སྐྲ; Tigrinya: ጸጉሪ; Tocharian B: matsi; Tok Pisin: gras bilong het; Tsonga: misisi; Turkish: saç; Turkmen: saç; Tuvan: дүк; Udi: поп; Ukrainian: волосся, волос, волоси; Urdu: بال‎, کیش‎; Uyghur: چاچ‎; Uzbek: soch; Venetian: cavel; Vietnamese: tóc; Volapük: her, hel; Walloon: tchvea; Welsh: gwallt, blew; West Frisian: hier; White Hmong: plaub hau; Winnebago: nąąju; Yakut: ас; Yiddish: האָר‎; Yoruba: irun; Yup'ik: nuyaq; Yámana: ušta; Zazaki: por, gız, sertu; Zealandic: aer; Zhuang: bwn'gyaeuj, byoem; Zulu: unwele

foliage

Armenian: սաղարթ; Belarusian: лі́сце, лісцё, лістота; Bulgarian: шума, листак; Catalan: fullatge; Chinese Mandarin: 葉子/叶子; Czech: listí; Danish: løv; Dutch: gebladerte; Esperanto: foliaro; Faroese: leyv; Finnish: lehdet, lehvistö; French: feuillage; Friulian: frind; Galician: rama, ramaxe, follaxe; German: Blätter, Laub, Laubwerk, Blätterwerk, Beblätterung; Greek: φύλλωμα, φυλλωσιά; Ancient Greek: βλάστημα, θαλλία, κόμη, τὰ φύλλα, φύλλα, ὕλη, φόβη, φυλλάς, φυλλίς, φύλλωμα, χαίτα, χαίτη, χλόα, χλόη, χλοίη; Hebrew: עַלְוָה; Hindi: पर्णसमूह; Hungarian: lomb; Ido: foliaro; Irish: duilliúr, clúmh; Italian: fogliame; Japanese: 木の葉; Korean: 나뭇잎; Latin: frons; Macedonian: лисја, лисје; Malay: dedaun; Maori: raurau; Norwegian Bokmål: bladverk, løvverk; Polish: listowie, liście; Portuguese: folhagem; Romanian: frunze, frunziș, frunzărime; Russian: листва, листья; Serbo-Croatian Cyrillic: ли̑шће; Roman: lȋšće; Slovak: lístie; Slovene: listje; Sorbian Lower Sorbian: list; Spanish: follaje; Swedish: lövverk, bladverk; Tagalog: kadahunan; Ukrainian: листя; Venetian: stram; Volapük: bledem; Welsh: deiliant