πορσύνω

English (LSJ)

[ῡ], A fut. -ῠνῶ A.Supp.522, Ep. -ῠνέω (v.infr.): aor. ἐπόρσῡνα S.OT1476, Ep.πόρσῡνα Od.7.347; imper. πόρσυνον S.Ichn.304: also πορσαίνω, Ep.Iterat. πορσαίνεσκον A.R.4.897: Ep.fut.-ᾰνέω (v. infr.):—in Hom always of the wife preparing her husband's bed, hence a euphemism expression for lie with the husband, share his bed, Ἀλκίνοος δ' ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου... πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν Od.l.c., cf. 3.403; κεῖσε δ' ἐγὼν οὐκ εἶμι (says Helen) κείνου πορσυνέουσα λέχος Il.3.411; later Ep.λέχος… πορσυνέεις A.R.3.1129; λέκτρον… πορσαίνουσα Id.4.1107,1119.
II generally, prepare, provide, τρίτον [κρατῆρα] σωτῆρι πορσαίνοντας Pi.I.6(5).8; δαῖτα ib. 4(3).61; βίου τροφεῖα S.OC341; τὸ κατ' ἆμαρ Id.Fr.593.5; παισὶν οἷα χρὴ καθ' ἡμέραν E.Med.1020; Νύμφαις π. ἔροτιν Id.El.625; γαμβροῖς χάριν Id.Supp.132; τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.4.2.47:—Med., provide for oneself, δεῖπνον A.Pers.375.
2 of evils, ἐχθροῖς ἐχθρά Id.Ag. 1374; τόνδε… μοῖρ' ἐπόρσυνεν μόρον Id.Ch.911, cf. E.Andr.1063; μεγάλα κακά ib.352; ὅταν ὁ δαίμων ἀνδρὶ πορσύνῃ κακά Trag.Adesp. 455; δίκην Maiist.57; π. τοῖς πολεμίοις κακά X.Cyr.1.6.17:—Pass., τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ' ἄχος πορσύνεται; A.Ag.1251; ἐπορσύνθη κακά Id.Pers.267.
3 execute, order, arrange, κατὰ δώματα πορσαίνουσι manage (all things) in the house, h.Cer.156; τὰ τοῦ θεοῦ π. Hdt.9.7; ταῦτα A.Supp.522; τάδε S.OT1476; τἄλλα πάντα Id.Aj.1398; πρᾶγμα π. μέγα Id.El.670; προκείμενον πόνον E.Alc.1150; μοῖρα ἑτέραν ἐπόρσυν' ὁδόν B.16.89:—Pass., τὸ τοῦ ποταμοῦ οὕτως ἐπορσύνετο X.Cyr.7.5.17; ἅμα δὲ ταῦτα ἐπορσύνετο ἀπὸ σημείου Aen.Tact.29.9; θεᾶς π. μῆτις was accomplished, A.R.1.802, cf. 2.1050.
III treat with care, tend, ἐκέλευσεν ἥρωϊ πορσαίνειν δόμεν… βρέφος Pi.O.6.33; οὕτως ὅπως ἂν μὴ 'γκαλῇ πορσύνετε [αὐτόν] E.Rh. 878; πορσαίνειν δαίμονα honour, adore him, A.R.2.719, cf. 4.897: of things, τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' Pi.P.4.151; τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε… ῥῆμα πόρσυν' regard, esteem it, ib.278.—Both forms are found in Pi.and A.R., only πορσύνω in Prose and prob. always to be read in Trag. (never found in Com.): πορσανέουσα was read by Aristarch. in Il.3.411, but πορσυνέουσα most codd., as in Od.ll.cc.: πορσύνων, -ουσα are expld. by ἐρεθίζων, -ουσα in Hsch. (leg. ὀροθυν-).

German (Pape)

[Seite 685] (πορ), gewähren, darbieten u. dazu einrichten, besorgen u. ordnen; τῷ δ' ἄλοχος δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν, Od. 3, 403, vgl. 7, 347, u. κείνου πορσυνέουσα λέχος, Il. 3, 411, von der Gattinn, die das Lager bereitet u. es dann dem Gatten gewährt, es ihn teilen läßt; λέκτρα σὺν ἀνδράσιν, Ap. Rh. 3, 840. 4, 1107; – übh. bereiten, anordnen, οἶκον, δαῖτα, Pind. P. 4, 151 I. 3, 79; auch ῥῆμα Ὁμήρου, in Ehren halten, P. 4, 278; τόνδε τοίνυν Μοῖρ' ἐπόρσυνεν μόρον, Aesch. Ch. 898; med., δεῖπνον ἐπορσύνοντο, Pers. 367; u. pass., ἐπορσύνθη κακά, 259; τἄξω βίου τροφεῖα πορσύνουσ' ἀεί, Soph. O. C. 175, u. öfter; auch pass., ὅποιστόλος πορσύνεται, Phil. 770; παισὶ πόρσυν' οἷα χρὴ καθ' ημέραν, Eur. Med. 1020; μεγάλα κακά, Andr. 352; γαμβροῖς χάριν, Suppl. 132; Νύμφαις ἑορτήν, El. 625; auch einzeln in Prosa, πορσύνειν τὰ τοῦ θεοῦ, Her. 9, 7; πορσύνειν κακὰ τοῖς πολεμίοις, ihnen Schaden bereiten, zufügen, Xen. Cyr. 1, 6, 17; τὰ ἐπιτήδεια, Lebensmittel verschaffen, 4, 2, 47; ὡς τὸ τοῦ ποταμοῦ ἐπορσύνετο, wie der Fluß zum Übersetzen bereitet wurde, 7, 5, 17; sonst scheint es bei keinem attischen Prosaiker vorzukommen. – Auch, wie θεραπεύω, den Verwundeten pflegen, Sp., z. B. Ap. Rh.

French (Bailly abrégé)

f. πορσυνῶ, ao. Pass. ἐπορσύνθην;
1 préparer, disposer, arranger : λέχος καὶ εὐνήν OD préparer le lit et la couche en parl. de la femme, par euphém. pour partager la couche de ; en gén. préparer (un repas, des vivres, etc.) acc. ; Pass. être rendu praticable en parl. d'un fleuve;
2 exécuter, accomplir, acc. : πόνον προκείμενον EUR accomplir une action dont on a été chargé, s'acquitter d'une tâche ; en mauv. part τινι ἐχθρά ESCHL ou κακά XÉN causer des maux à qqn ; Pass. être accompli en parl. d'un forfait, de maux;
Moy. πορσύνομαι préparer pour soi : δεῖπνον ESCHL préparer son repas.
Étymologie: R. Πορ, fournir ; cf. *πόρω.

Russian (Dvoretsky)

πορσύνω: (ῡ) (fut. πορσῠνῶ - эп. πορσῠνέω, aor. ἐπόρσῡνα)
1 готовить, приготовлять (δαῖτα Pind.; βίου τροφεῖα Soph.; τὰ ἐπιτήδεια Xen.): π. χάριν τινί Eur. оказывать услугу кому-л.; λέχος καὶ εὐνὴν π. Hom. (о женщине) разделять ложе;
2 причинять, устраивать (ἐχθροῖς ἐχθρά Aesch.; τοῖς πολεμίοις κακὰ π. ἢ ἑαυτῷ ἀγαθά Xen.): ἐγώ εἰμ᾽ ὁ πορσύνας τάδε Soph. это я устроил;
3 передавать, сообщать (πρᾶγμα μέγα Soph.);
4 совершать, выполнять, делать (πόνον προκείμενον Eur.): π. κατὰ δώματα HH вести домашнее хозяйство; ὡς τὸ τοῦ ποταμοῦ οὕτως ἐπορσύνετο Xen. после того, как река в этом месте была таким образом подготовлена (для переправы); τὰ τοῦ θεοῦ π. Her. справлять праздник в честь божества;
5 заботиться, окружать уходом (βρέφος Pind.);
6 почитать, чтить (Ὁμήρου ῥῆμα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πορσύνω: [ῡ]· μέλλ. -ῠνῶ, Ἐπικ. -ῠνέω, ἢ πορσαίνω, Ἐπικ. μέλλ. -ανέω, ἴδε ἐν τέλ. (*πόρω). Κυρίως πορίζω, ἐξ οὗ παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, εὐτρεπίζω, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς γυναικὸς παρασκευαζούσης τὴν κλίνην τοῦ ἑαυτῆς ἀνδρός, ὅθεν εὐφημισμὸς ἀντὶ τοῦ συνευνάζεσθαι αὐτῷ (πρβλ. ἀντιάω IV), Ἀλκίνοος δ’ ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου... πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνὴν Ὀδ. Η 347, πρβλ. Γ. 403 κεῖσε δ’ ἐγὼν οὐκ εἶμι (λέγει ἡ Ἑλένη) κείνου πορσυνέουσα λέχος Ἰλ. Γ. 411· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1129, Δ. 1107, 1119· ― παρὰ Πινδ. ἁπλῶς προσφέρω, δωροῦμαι, παρέχω, τρίτον [κρατῆρα] σωτῆρι πορσαίνοντας Ι. 6 (5). 1 1. ΙΙ. καθόλου, ἑτοιμάζω, πορίζω, δαῖτα αὐτόθι 4. 105 (3. 79)· βίου τροφεῖα Σοφ. Ο. Κ. 341· τὸ κατ’ ἦμαρ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 685· παισὶν οἷα χρὴ καθ’ ἡμέραν Εὐρ. Μήδ. 1020· Νύμφαις ἐπόρσυν’ ἔροτιν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 625· γαμβροῖς χάριν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 132· τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 4. 2, 47. ― Μέσ., πορίζομαι, ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἑτοιμασθῇ τι δι’ ἐμέ, δεῖπνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1374· τόνδε... μοῖρ’ ἐπόρσυνεν μόρον ὁ αὐτ. ἐν Χο. 911, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 1063· μεγάλα κακὰ αὐτόθι 352· π. τοῖς πολεμίοις κακὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17· ― Παθ., τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ’ ἄχος πορσύνεται; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1251· ἐπορσύνθη κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 267. 3) ἐκτελῶ, τακτοποιῶ, διευθετῶ, διατάσσω, π. κατὰ δώματα, κυβερνῶ, διοικῶ (πάντα) τὰ τοῦ οἴκου, Ὕμν. Ὁμ. 156· π. τὰ τοῦ θεοῦ Ἡρόδ. 9. 7· ταῦτα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 522· τάδε Σοφ. Ο. Τ. 1476· τἆλλα πάντα ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1398· π. πρᾶγμα μέγα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 670· πόνον προκείμενον Εὐρ. Ἄλκ. 1150. ― Παθ., τὸ τοῦ ποταμοῦ οὕτως ἐπορσύνετο Ξεν. Κύρ. 7. 5, 17· θεᾶς π. μῆτις, ἐξετελέσθη, ἐξεπληρώθη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 802, πρβλ. Β. 1051. ΙΙΙ. ὡς τὸ θεραπεύω, τρέφω, φροντίζω μετ’ ἐπιμελείας, περιποιοῦμαι, ἀνατρέφω, ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν... βρέφος Πινδ. Ο. 6, 54· π. δαίμονα, τιμῶ, λατρεύω αὐτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 719, πρβλ. Δ. 897· ― ἐπὶ πραγμάτων, τεὸν οἶκον ταῦτα πορσυνοντ’ Πινδ. Π. 4. 269· τῶν δ’ Ὁμήρου... ῥῆμα καὶ τόδε πόρσυν’, «τῶν δὲ τοῦ Ὁμήρου καὶ τόδε σύνες τὸ ῥῆμα, οἷον κατὰ μνήμην ἔχε καὶ τίμα» (Σχόλ.), αὐτόθι 494. IV. π. ὅπως μή..., μεθ’ ὑποτ., cavere ne..., Εὐρ. Ρῆσ. 878. ― Ὁ τύπος πορσύνω σπανίως εὕρηται ἄνευ τοῦ τύπου πορσαίνω ὡς διαφ. γραφῆς· ὁ Wolf καὶ ἄλλοι νομίζουσιν (ἐκ τῶν μνημονευθέντων χωρίων τῆς Ὀδ.) ὅτι τὸ πορσύνω εἶναιγνήσιος Ὁμηρικὸς τύπος· ὅθεν διωρθώθη πορσυνέουσα ἀντὶ πορσανέουσα ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐναντίον τῆς μαρτυρίας τοῦ Ἀριστάρχ.· ἴδε Spitzner ἐν τόπῳ· ― παρὰ Πινδ. καὶ Ἀπολλ. Ροδ οὐδεὶς δύναται νὰ ὁρισθῇ κανὼν παρ’ Ἀττ. ὁ τύπος πορσύνω εἶναι βεβαιωμένος, ὡς καὶ παρ’ Ἡρόδ. καὶ Ξεν., τοῖς μόνοις πεζογράφοις ἐκ τῶν δοκίμων, οἵτινες ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξεως· οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς κωμικοῖς εὕρηται.

English (Slater)

πορσΰνω
   a provide “κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' ἄγαν” (P. 4.151)
   b make provision for, take heed of τόδε συνθέμενος ῥῆμα πόρσυν (P. 4.278) τῷ μὲν (sc. Ἡρακλεῖ) Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων (I. 4.61)

Greek Monotonic

πορσύνω: [ῡ] (*πόρω), μέλ. -ῠνῶ, Επικ. -ῠνέω· επίσης, πορσαίνω, Επικ. μέλ. -ανέω·
I. προσφέρω, παρουσιάζω ό,τι έχει προετοιμάσει κάποιος, σε Όμηρ., λέγεται για τη σύζυγο που προετοιμάζει το κρεβάτι του άντρα της.
II. 1. γενικά, παρέχω έτοιμο, προετοιμάζω, ετοιμάζω, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., προετοιμάζω για τον εαυτό μου, είμαι έτοιμος, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για κακά, ἐχθροῖς πορσύνω ἐχθρά, στον ίδ.· πορσύνω τοῖς πολεμίοις κακά, σε Ξεν. — Παθ., ἐπορσύνθη κακά, σε Αισχύλ.
3. εκτελώ, τακτοποιώ, διευθετώ, πορσύνω τὰ τοῦ Θεοῦ, σε Ηρόδ.· τάδε, σε Σοφ. κ.λπ.
III. συμπεριφέρομαι με φροντίδα, φροντίζω, σε Πίνδ. κ.λπ.

Middle Liddell

πορσύ¯νω, [*πόρω
I. to offer, present what one has prepared, in Hom. of the wife preparing her husband's bed.
II. generally, to make ready, prepare, provide, Soph., Eur., etc.:—Mid. to provide for oneself, get ready, Aesch.
2. of evils, ἐχθροῖς π. ἐχθρά Aesch.; π. τοῖς πολεμίοις κακά Xen.:—Pass., ἐπορσύνθη κακά Aesch.
3. to arrange, adjust, manage, π. τὰ τοῦ θεοῦ Hdt.; τάδε Soph., etc.
III. to treat with care, tend, Pind., etc.

Mantoulidis Etymological

(=δίνω, ἑτοιμάζω, ταχτοποιῶ). Ἀπό τό ἐπίρρ. πόρσωπόρρω. Ἔχει συγγένεια μέ τό πόρω (=δίνω).