ἁβρός
English (LSJ)
ἁβρά, ἁβρόν, poet. also ἁβρός, ἁβρόν:—graceful, delicate, pretty, παρθένος Hes.Fr.218; παῖς, Ἔρως Anacr.17,65; ἄβραι Χάριτες Sapph.60; especially of the body, σῶμα, πούς, etc., Pi.O.6.55, E.Tr.506; neut. pl., ἁβρὰ παρηίδος Ph.1486; of women, A.Fr.313, S.Tr.523; ἁβρὸν ἄθυρμα, of a pet dog, IG14.1647 (Lipara): of things, splendid, στέφανος, κῦδος, πλοῦτος Pi.I.8.65, O.5.7, P.3.110: of style, graceful, pretty, λόγος Hermog.Id.2.5; freq. with a notion of disparagement, dainty, luxurious; hence, ἁβρὰ παθεῖν = live delicately, Sol.24.4, Thgn.474; a common epithet of Asiatics, Hdt.1.71, etc.; Ἰώνων ἁβρὸς . . ὄχλος Antiph. 91; Ἀγάθυρσοι ἁβρότατοι ἀνδρῶν Hdt.4.104. Adv. ἁβρῶς, ψάλλειν Anacr.17; ὑμνεῖν Stesich.37; βαίνειν step delicately, Sapph.5, E.Med. 831: neut. sg. as adverb, ἁβρὸν βαίνοντες E.Med.1164; neut. pl., ἁβρὰ γελᾶν Anacreont.41.3, 42.5: Comp. ἁβροτέρως, ἔχειν Hld.1.17.—Chiefly poet., never in old Ep.; rare in early Prose, X.Smp.4.44, Pl.Smp.204c, Clearch.4. [ᾰ by nature, cf. E.Med.1164, Tr.820.]
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Alolema(s): lesb. ἄβρος Sapph.44.7, Alc.42.8; hαβρ- CEG 785 (Eubea V a.C.)
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [tb. -ός, -όν]
I 1tierno, delicado, lindo, también lozano de doncellas, esp. de novias παρθένος Hes.Fr.339, cf. Alc.l.c., Ἀνδρομάχαν Sapph.l.c., Ἱππολύτα Pi.N.5.26, cf. Anacr.93.3, S.Tr.523, de dioses jóvenes y de adolescentes Χάριτες Sapph.128, ἄβρος Ἄδωνις Sapph.140, Ἔρως Anacr.37.1, τὸ ἐραστόν Pl.Smp.204c, de Afrodita ἁβροτάτη μακάρων SEG 31.962 (Éfeso, imper.)
•ref. anim., de cachorros ἁ. ἄθυρμα IG 14.1647 (Lipara)
•de partes del cuerpo σῶμα Pi.O.6.55, αὐχήν Anacr.71.1, πούς E.Tr.506, Call.Fr.67.14
•neutr. plu. subst. οὐ προκαλυπτομένα βοτρυώδεος ἁβρὰ παρῇδος sin ocultar con el velo la lozanía de mis mejillas cubiertas de bucles E.Ph.1485
•neutr. como adv. lánguidamente ἁβρὸν βαίνουσα E.Med.1164
•linda, placenteramente ἁβρὰ γελᾶν Anacreont.43.3, AP 12.156.
2 de pueblos muelle, refinado, lujoso Ἀγάθυρσοι ἁβρότατοι ἄνδρες Hdt.4.104, Ἰώνων ἁβρὸς ... ὄχλος Antiph.91
•neutr. como adv. ἁβρὰ παθεῖν, πάσχειν gozar, disfrutar Sol.14.4, Thgn.474, 722, Pi.Fr.2.1.
II 1de cosas fino, suave, delicado ἀμφὶ δ' ἄβροισ' ... λασίοισ' εὖ ἐπύκασσεν prob. de tejidos, Sapph.100, στέφανος Pi.I.8.66, ἄγαλμα Nonn.D.33.97, στέφος Nonn.D.33.99, λίπη Call.Fr.43.13, φέγγος suave luz, AP 6.171.
2 fig. refinado, exquisito, precioso, preciado, elegante πλοῦτος Pi.P.3.110, κτῆμα X.Smp.4.44
•esp. de la gloria cantada por el poeta κῦδος Pi.O.5.7, CEG l.c., λόγος Pi.N.7.32
•ret. ἁβρὸς λόγος = estilo literario refinado, elegante Hermog.Id.2.5 (p.344), cf. B.Fr.15.4
•gener. Πέρσῃσι πρὶν Λυδοὺς καταστρέψασθαι, ἦν οὔτε ἁβρὸν οὔτε ἀγαθὸν οὐδέν Hdt.1.71, de un soldado tosco οὔτε τι ἁβρὸν οὔτε τι ὑπερήφανον ἔπραξεν D.C.69.18.1.
3 remilgado subst. ἢ τί τἀβρά σοι ταῦτα; ¿o qué son estos remilgos tuyos? Herod.6.45.
III adv. ἁβρῶς
1 tiernamente ἔχειν Philostr.Im.2.10.4.
2 exquisitamente, refinadamente, elegantemente, cultivadamente σὺ ... ἄβρως <ὀ>μ<με>μείχμενον θαλίαισι νέκταρ οἰνοχόεισα Sapph.2.14
•frec. de la música y el canto ψάλλειν Anacr.93.2, ὑμνεῖν Stesich.35.2, tb. tal vez ref. al cultivo del intelecto φερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν, αἰεὶ διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος (los Atenienses) alimentándose de la más gloriosa sabiduría, siempre surcando refinadamente el éter más brillante e.d., el aire más fino y puro, E.Med.830
•compar. ἁβροτέρως ἔχειν Hld.1.17.1 (var.).
• Etimología: Cf. ἥβη.
German (Pape)
[Seite 4] (ἅπτω, ἁπαλός, andere von ἥβη, doch ist α kurz nach Draco u. Eur. Med. 1164 Troad. 821; falsch im E. M. von ἄβαρος), sein, zart; 1) im guten Sinne: schön, edel, Pind. σῶμα Ol. 6, 55; Κρηθεΐς N. 5, 26; κῦδος, seiner, herrlicher Ruhm, C. 5, 7 I. 1, 56; ähnl. λόγος, ehrenvoll, N. 7, 32; στέφανος I. 7, 65; πλοῦτος P. 3, 110. Plato verbindet τὸ καλὸν καὶ ἁβρόν Conv. 264 c. Dann besonders von weiblicher Shönheil und Zartheit: παρθένοι ἁβραί Aesch. frg. 433; Δηιάνειρα Hoph. Tr. 526, ch.; βόστρυχοι Eur. Bacch. 493 (wie ἴουλος Orph. Ara. 229); πούς Hel. 1528; κῶλον Iph. A. 614; oft in den erotischen Gedichten. Allgemeiner: angenehm, σχολὴ ἁβρότατον κτῆμα Xen. Conv. 4, 43; ἁβρὰ παθεῖν Theoan. 474. 722 (bei Plut. Hol. 2 dem Hol. zugeschrieben). Bei Luc. sein, witzig, mit ἀστικός verbunden, Iud. Deor. 7; vgl. D. meretr. 14; von zierlicher Rede, Hermoacnes. – Bei Männern erschien solche zarte Schönheit als Weichlichkeit; dah. tadelnd: üppig, weichlich, bes. von der asiatischen Pracht und weibischen Lebensweise (VLL. τρυφερός, μαλακός). So Her., Πέρσῃσι πρὶν Λυδοὺς καταστρέψασθαι ἦν οὔτε ἁβρὸν οὔτε ἀγαθὸν οὐδέν 1, 71; Ἀγάθυρσοι ἁβρότατοι ἄνδρες καὶ χρυσοφόροι μάλιστα 4, 104 (beides verbindet auch Luc. Dial. Mort. 14, 2); Ἰώνων τρυφεραμπεχόνων ἁβρὸς ἡδυπαθὴς ὄχλος Antiphan. Ath. XII, 526 d; Ἀλκιβιάδης com. Ath. XIII, 570 d; ἁβρότερος γυναικῶν Luc. Dial. D. 18; δίαιτα ἁβροτέρα Ael. V. H. 4, 22; ἁβρὸν βαίνειν (Schol. θρυπτόμενος, βλακευόμενος), zierlich, üppig einhergehen, Eur. Med. 1164; Tro. 821 (vom Ganymed; vgl. Arist. Vesp. 1163 πλουσίως προβὰς τρυφερόν τι διασαλακώνισον); ἁβρὰ γελᾶν, behaglich lachen, Anacr. 41, 3. 42, 5; sanft lächeln, Ep. ad. 31 (XII, 156). – Adv., ἁβρῶς βαίνειν Eur. Med. 823 u. a.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
tendre, délicat, gracieux, joli ; en mauv. part délicat, mou, efféminé.
Étymologie: DELG ἅβρα.
Russian (Dvoretsky)
ἁβρός: редко
1 прелестный, изящный, нежный, хорошенький (παῖς Anacr.; παρθένος Aesch.; πούς Eur.);
2 пышный, роскошный (στέφανος, πλοῦτος Pind.; βόστρυχοι Eur.): ἁβρὰ παθεῖν Solon ap. Plut. жить в неге;
3 приятный, радостный (κτῆμα Xen.);
4 ведущий изнеженную жизнь, утопающий в роскоши (ἄνδρες Her., Luc.);
5 блистательный (κῦδος, λόγος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁβρός: -ά, -όν, ποιητ. καὶ, ός, όν: - ἐπίχαρις, κομψός, ὡραῖος, εὐειδής, παῖς, Ἔρως, Ἀνακρ. 16. 64. ἅβραι Χάριτες (μετ’ Αἰολ. τονισμοῦ) Σαπφ. 65. ἰδίως περὶ τοῦ σώματος· σῶμα, ποὺς κτλ. Πίνδ. Ο. 6. 90. Εὐρ., κτλ.: περὶ πραγμάτων = λαμπρός· στέφανος, κῦδος, πλοῦτος κτλ. Πίνδ. Ἴσθμ. 8. 144 κτλ. - Λίαν πρωίμως ὅμως ἡ λέξ. ἔλαβε τὴν σημασίαν τοῦ ἁπαλός, μαλακός, λεπτός, λεπτεπίλεπτος, θρυπτικός, χλιδανός, ὡς τὸ τρυφερός. Ὅθεν ἁβρὰ παθεῖν = ζῆν χλιδανῶς, ἁπαλῶς. Σόλων 15. 4. Θέογν. 474: καὶ ἀπὸ Ἡροδ. καὶ ἑξῆς (1. 71 καὶ ἐν τῷ ὑπερθετ. -ότατος 4, 104) κατήντησε κοινὸν ἐπίθετον τῶν Ἀσιανῶν: Ἰώνων ἁβρὸς ... ὄχλος. Ἀντιφ. ἐν «Δωδώνῃ», παρ’ Ἀθην. ΙΒ΄, 526. πρβ. σαῦλος. - Οἱ ποιηταὶ ὅμως ἐξηκολούθουν μεταχειριζόμενοι τὴν λέξιν ἐν τῇ καλῇ σημασίᾳ· ἰδίως περὶ γυναικῶν = λεπτή, εὐγενής· π. χ. Αἰσχύλ. ἀποσπ. 322. Σοφ. Τρ. 523 καὶ περὶ παντὸς τρυφεροῦ ἢ ὡραίου πράγματος. Βαλκ. Καλλ. σ. 223· ἁβρὸν ἄθυρμα, περὶ μικροῦ εὐνοουμένου κυνός. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 626· οὐδ. πληθ. ἁβρὰ παρηΐδος = ἁβρὰν παρηΐδα (πρβλ. ἄσημος ΙΙΙ. 1). Εὐρ. Φοίν. 1486· ἐπίρρ. ἁβρῶς, Ἀνακρ. 16. ἁβρῶς καὶ ἁβρὸν βαίνειν = βαδίζειν μετὰ λεπτότητος. Εὐρ. Μήδ. 830. 1164· οὕτως οὐδ. πληθ. ἁβρὰ γελᾶν, Ἀνακρ. 44, 3, 45, 5· ἁβροτέρως ἔχειν Ἡλιοδ. 1 17. - Ἡ λέξις εἶναι κυρίως ποιητική, ἂν καὶ οὐδέποτε εὑρίσκεται παρὰ τοῖς παλαιοῖς τῶν ἐπικῶν καὶ εἶναι σπανία παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. Ξεν. Συμπ. 4, 44. Πρβ. ἅβρα (ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ὡς ἡ ἥβη. Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν ῥίζαν ὡς ἄγνωστον σ. 490)· [ᾰ φύσει βραχύ· ἴδ. Εὐρ. Μήδ. 1064. Τρῳάδ. 820].
English (Slater)
ἁβρός (-όν: -ά: -όν, acc.; -ά, acc.)
a of material things, delicate, graceful ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα sc. Ἴαμος (O. 6.55) ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα (N. 5.26) ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον (I. 8.66)
b met. of non-material things, splendid τὶν δὲ κῦδος ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε (O. 5.7) εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι (P. 3.110) τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (N. 7.32) ὃς δἀμφἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν (I. 1.50) [μέριμναν ἁβροτέραν (coni. Stadtmüller, Wil.: ἀγροτέραν codd.) (O. 2.54) ]
c n. pl. pro adv. ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν (i. e. εὖ) fr. 2. 1.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: gracefull, delicate, pretty Hes.; mostly of young girls and ladies.
Other forms: Fem. ἅβρα favourite slave (not a Semitic loan, Masson Emprunts sém. 98).
Derivatives: ἁβρότης, ἁβροσύνη; denom. ἁβρύνομαι, -ω
Origin: XX [etym. unknown] [503]
Etymology: No etymology. Not to ἥβη (youthfull power), which has *e < *eh₁. Improbable vW.
Middle Liddell
perhaps the same root as ἥβη?] [α short by nature
delicate, graceful, beauteous, pretty, Anacr., etc.: of things, splendid, Pind.—Very early the word took the notion of over-delicate, dainty, luxurious; hence neut. as adv. ἁβρὰ παθεῖν to live delicately, Solon; ἁβρὰ παρηΐδος = ἁβρὰν παρηΐδα, Eur.; ἁβρῶς and ἁβρὸν βαίνειν to step delicately, Eur.
Frisk Etymology German
ἁβρός: {habrós}
Forms: Fem. ἅβρα Lieblingszofe hell. u. spät (nach Lewy Fremdw. 68 u. anderen aus aram. h̯abrā Genossin).
Meaning: zart, weichlich alt, vorw. poetisch.
Derivative: Abl.: ἁβρότης, ἁβροσύνη; denom. ἁβρύνομαι, -ω weichlich leben, großtun, sich brüsten, bzw. weichlich behandeln.
Etymology: Von L. Meyer 1, 614, Debrunner GGA 1910, 9, Schwyzer 481 zu ἥβη (eig. in Jugendkraft strotzend) gezogen. Hypothetisch.
Page 1,4
English (Woodhouse)
dainty, effeminate, elegant, luxurious, self-indulgent, soft
Mantoulidis Etymological
(ἐπίχαρις, κομψός, ὡραῖος, λεπτός, τρυφερός, μαλακός). Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης εἶναι ἀβέβαιη, ἴσως ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τή λέξη ἥβη. Ἀπό τό ἁβρός παράγονται οἱ λέξεις: ἁβρότης (=λαμπρότητα), ἁβρύνω (δές παρακάτω).
Translations
effeminate
Amharic: ሴታ ሴት; Arabic: مُخَنَّث; Armenian: կնաբարո, ղզիկ; Aromanian: muljirashcu; Bikol Central: babayinhon; Bulgarian: женствен; Chinese Cantonese: 乸型; Mandarin: 娘娘腔, 女人氣/女人气; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Czech: zženštilý; Danish: kvindagtig; Dutch: verwijfd; Esperanto: virineca, ineca; Finnish: naismainen, epämiehekäs, feminiininen; French: efféminé, efféminée; Galician: afeminado; German: weibisch, tuntig, effeminiert, verweichlicht, verweiblicht; Greek: θηλυπρεπής; Ancient Greek: ἁβρόβιος, ἁβρός, αἰσχροπαθής, ἀνδρογύναιος, ἀνδρογύνης, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, βακέλας, βάκηλος, βάναυσος, γυναικάνηρ, γυναικεῖος, γυναικηρός, γυναικίας, γυναικικός, γυναικοήθης, γυναικόμιμος, γυναικόμορφος, γυναικοπαθής, γυναικοτραφής, γυναικόφρων, γυναικώδης, γύννις, διακεκλασμένος, διονῦς, ἐκτεθηλυμμένος, θηλυδρίας, θηλυδρίης, θηλυδριῶδες, θηλυδριώδης, θηλυκῶδες, θηλυκώδης, θηλύμορφος, θηλύνους, θηλύφρων, θηλύψυχος, θρυπτικός, Ἰωνικός, κατακεκλασµένος, κατατεθηλυμμένος, κατεαγός, κατεαγώς, μαλακός, μαλακόσωμος, μαλθακός, μαλθάκων, μεῖραξ, μόλθακος, ὄλολυς, σαβακός, σαλμακίς, Σαλμακίς, τρυφερόβιος, τρυφερός, τρυφῶν, ὑπόθηλυς, χλιδανός; Indonesian: banci, kemayu; Irish: baineanda, baineann, piteogach, piteánta; Italian: effemminato; Japanese: 女々しい; Korean: 유약; Kurdish Northern Kurdish: serejin, nemêr; Latin: eviratus, perfluus; Macedonian: женствен; Manx: dendeaysagh, soailtagh, bwoirrin, benoil; Norwegian: kvinneaktig, umandig, jentete, jenteaktig, kvinnelig, femi, bløtaktig; Bokmål: feminin, fjollete; Nynorsk: feminin; Persian: امرد; Polish: zniewieściały, zbabiały, wydelikacony, babski, babski; Portuguese: afeminado, efeminado, mulheril, adamado, amulherado, afemeado, amaricado, dengoso, inviril, mulherengo, amulherengado, paneleiro, apaneleirado, maricas, mariconço, bicha, abichanado, larilas, panilas, enerve; Romanian: afemeiat; Russian: женоподобный; Scottish Gaelic: boireannta; Slovak: zoženštený; Spanish: afeminado, amanerado, amujerado, ahembrado, adamado, mujeril, amariconado; Swedish: fjollig; Tagalog: binabae; Turkish: yumuşak, efemine; Ukrainian: жоновидий, жінкуватий; Uzbek: xotinchalish, xezalak; Welsh: merchetaidd