κράζω

From LSJ
Revision as of 07:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράζω Medium diacritics: κράζω Low diacritics: κράζω Capitals: ΚΡΑΖΩ
Transliteration A: krázō Transliteration B: krazō Transliteration C: krazo Beta Code: kra/zw

English (LSJ)

not common in pres., Ar.Eq.287, Arist.HA609b24, Po.1458 b31, Thphr.Sign.52, POxy.717 (i B. C.), etc.: fut.

   A κεκράξομαι Eup.1, Ar. Eq.285,487, Ra.258, Men.Sam.204, later κράξω AP11.141 (Lucill.), Ev.Luc.19.40: aor. 1 ἔκραξα Thphr.Sign.53, LXX Jd.1.14, AP11.211 (Lucill.); imper. κρᾶξον [ᾱ by nature] Hdn.Gr.2.14; ἐκέκραξα freq. in LXX, Nu. 11.2, al.: aor. 2 ἔκρᾰγον (ἀν-) Antipho 5.44, Ar.Pl.428, etc., ἐκέκραγον LXX Is.6.4 (unless impf. of Κεκράγω): freq. in pf. with pres. sense, κέκρᾱγα (v. infr.) (late κέκρᾰγα AP5.86 (Rufin.)); imper. κέκραχθι Ar.Ach.335, V.198, Men.Sam.235; pl.κεκράγετε Ar.V.415: plpf. ἐκεκράγειν Id.Eq.674, X.Cyr.1.3.10:—post-Hom., croak, of the raven, S.Fr.208, Thphr.l.c.; of frogs, κεκραξόμεσθα Ar.Ra. l. c., cf. 265: generally, scream, shriek, cry, σὺ δ' αὖ κέκραγας A.Pr.743; παιδίον κεκραγός Men.Sam.11, 24; bawl, shout, κεκραγὼς καὶ βοῶν Ar.Pl. 722, cf. D.18.132; κεκραγέναι πρός τινα to call to... Ar.Ra.982; κραγὸν κεκράξεται Id.Eq.487 (cf. κραγός): c. acc. cogn., μέλος κέκραγα A.Fr. 281.5; ποίου (sc. περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ' ὑπέρφρονα; S.Aj. 1236:—rare in early Prose, X. l. c., D.l.c., cf. POxy.717.1 (i B. C.), etc.; ἐκεκράγει ὅτι . . Plb. ap. Ath.6.274f; κεκράγασιν ὡς . . Phld.Rh.1.108 S.: c. acc. et inf., ib.2.98 S.    2 c. acc. rei, call, clamour for, ἐμβάδας Ar.V.103.

Greek (Liddell-Scott)

κράζω: (ἴδε κατωτ.): μέλλ. κεκράξομαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 2, Ἀριστοφ. Ἱππ. 285, 487, Βάτρ. 258· μετέπειτα κράξω Ἀνθ. Π. 11. 141, Καιν. Διαθ.· ἀόρ. ἔκραξα Θεοφρ. π. Σημ. 4. 3, Ἀνθ. Π. 11. 211, Ἑβδ., κτλ., ὡσαύτως ἐκέκραξα Ἑβδ.: ἀόρ. βϳ, ἔκρᾱγον (ἀν-, ἐν-) Ἀντιφῶν 134. 29, Ἀριστοφ. Πλ. 428, κτλ.· ἐκέκρᾰγον Ἑβδ.· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. μετὰ σημασίας ἐνεστ. (διότι ὁ ἐνεστὼς εἶναι λίαν σπάνιος, ἂν καὶ εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23, Ποιητ. 22, 13), κέκρᾱγα, προστακτ. κέκραχθι Ἀριστοφ. Ἀχ. 335, Σφ. 198, πληθ. κεκράγετε αὐτόθι 415· ὑπερσ. ἐκεκράγειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 674, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΓ παράγονται ὡσαύτως αἱ λ. κραυγή, κραυγάζω, ὀνοματοπ. ὡς τὸ κρώζω· πρβλ. Σανσκρ. kruś, krôc-as (κραυγή)· Λατ. croc-ito· Γοτθ. hruk-jan (φωνεῖν, Ἀγγλ. to crow)· Ἀγγλ. croak, κτλ.) Ἀντὶ τοῦ κέκρᾱγε, ἔχομεν κέκρᾰγε ἐν Ἀνθ. Π. 5. 87· ἀνεκεκρᾰγει Νικήτ. Εὐγ. 6. 29. Ρῆμα ἀπαντῶν μεθ’ Ὅμηρον, κρώζω, ἐπὶ τοῦ κόρακος, (πρβλ. κρώζω)· Θεόφρ. ἔνθ. ἀνωτ.· ἐπὶ βατράχων, κεκραξόμεσθα Ἀριστοφ. Βάτρ. 258, πρβλ. 265· καθόλου κραυγάζω, φωνάζω δυνατὰ ἢ ὀξέως, σὺ δ’ αὖ κέκραγας Αἰσχύλ. Πρ. 765· κεκραγὼς καὶ βοῶν Ἀριστοφ. Πλ. 722· κέκραγε πρὸς τοὺς οἰκέτας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 982· κέκραχθι Ἀχ. 335, Σφ. 198· μὴ κεκράγετε αὐτόθι 415· κραγὸν κεκράξεται, θὰ φωνάξῃ δυνατά, ὁ αὐτ. Ἱππ. 487 (εἶναι δὲ τὸ κραγὸν ἀόρ. βϳ ἐν χρήσει ἐπιρρηματικῶς, πρβλ. κλαγγόν)· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., μέλος κέκραγα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· ποίου (δηλ. περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ’ ὑπέρφρονα; Σοφ. Αἴ. 1236· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., βοῶν... καὶ κεκραγώς, ὡς δεινὰ ποιῶ Δημ. 271. 11. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., κραυγάζω, ἐγείρω κραυγὰς περί τινος πράγματος, Ἀριστοφ. Σφ. 103. κρᾰϳζω..

French (Bailly abrégé)

f. κεκράξομαι, ao.2 ἔκραγον. rar. ao. ἔκραξα, pf. au sens du prés. κέκραγα;
1 pousser un cri rauque ou guttural;
2 crier fortement, vociférer, faire du vacarme : κρ. ὑπέρφρονα SOPH lancer avec force des paroles hautaines ; κεκραγὼς ὡς DÉM ayant jeté les hauts cris, disant que, etc.
Étymologie: R. Κραγ, crier.

Spanish

gritar

English (Strong)

a primary verb; properly, to "croak" (as a raven) or scream, i.e. (genitive case) to call aloud (shriek, exclaim, intreat): cry (out).

English (Thayer)

(with a long; hence participle κρᾶζον, L T Tr WH (where R G κρᾶζον); cf. Buttmann, 61 (53))); imperfect ἔκραζον; future κεκράξομαι (R G L Tr marginal reading), and κραξω (ibid. T WH Tr text), the former being more common in Greek writings and used by the Sept. (cf. ανα(κράξομαι, Alex.; cf. Winer s Grammar, 279 (262); especially Buttmann, as below)); 1st aorist ἔκραξα (once viz. T Tr WH ἐκέκραξα, a reduplicated form frequent in the Sept. (e. g. Veitch, under the word); more common in native Greek writings Isaiah 2nd aorist ἐκραγον (" the simple ἐκραγον seems not to occur in good Attic" (Veitch, under the word))); perfect κέκραγα, with present force (Winer's Grammar, 274 (258)) (Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 223; Buttmann, 61 (53); Kühner, i., p. 851; (especially Veitch, under the word); the Sept. for זָעַק, צָעַק, קָרָא, שִׁוּעַ; (from Aeschylus down);
1. properly, (onomatopoetic) to croak (German krächzen), of the cry of the raven (Theophrastus); hence universally, to cry out, cry aloud, vociferate: particularly of inarticulate cries, T WH omit; Tr brackets κράξας); ἀπό τοῦ φοβοῦ, φωνή μεγάλη added, T Tr WH φωνῆσαν); ὄπισθεν τίνος, to cry after one, follow him up with outcries, זָעַק and צָעַק (to cry or pray for vengeance, to cry i. e. call out aloud, speak with a loud voice (German laut rufen): τί, R G; φωνή μεγάλη followed by direct disc, ἐν φωνή μεγάλη, κράζω λέγων, to cry out saying, etc., R G ἐκραύγασεν)); T Tr WH omit; L brackets λέγοντες); L T Tr WH ἐκραύγασαν); κράζω φωνή μεγάλη λέγων, T WH brackets add ἐν); κράξας ἔλεγε, κράζειν καί λέγειν, R G Tr text WH; κέκραγε and ἔκραξε λέγων, followed by direct discourse, ἔκραξε διδάσκων καί λέγων, ἔκραξεν καί εἶπεν, πρός κύριον, πρός τόν Θεόν added, Alex.); τίνι, to cry or call to: ἕτερος πρός ἕτερον, ἀνακράζω. Synonym: see βοάω, at the end.)

Greek Monolingual

(AM κράζω)
1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.)
2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ)
νεοελλ.
επιπλήττω ή αποδοκιμάζω
νεοελλ.-μσν.
1. κοινοποιώ κάτι με κήρυκα
2. φωνάζω κάποιον να έλθει κοντά μου («ένα κοπέλλι ήκραξε, κι είπεν του να τά βγάνει», Ερωτόκρ.)
3. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω, αποκαλώ
μσν.
1. επιδοκιμάζω, επευφημώ
2. υμνώ, δοξάζω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) (κε)κραγμένος, -η, -ον
εκλεκτός, διακεκριμένος
4. φρ. α) «κράζω ἀπάνου κάποιον» — εκφράζω παράπονα εναντίον κάποιου
«κράζω τὸ ὄνομα» — ονομάζω
μσν.-αρχ.
1. κάνω κήρυγμα, κηρύσσω
2. ζητώ τη βοήθεια του θεού («ἐλέησόν με, κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κεκράζομαι ὅλην τὴν ἡμέραν», ΠΔ)
3. ζητώ κάτι κραυγάζοντας («εὐθύς δ' ἀπὸ δορπηστοῡ κέκραγεν ἐμφάδας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε παρεκτεταμένο τ. kre-g- της ΙΕ ρίζας ker-/kre-, που αποτελεί προϊόν ονοματοποιίας και σε διάφορες βαθμίδες της οποίας ανάγονται και τα κόραξ, κραυγή, κρώζω και πιθ. το κάραγος. Παλαιότεροι είναι οι τ. του παρακμ. κέ-κραγ-α και του αορ. β' -κραγ-ον, που έδωσαν και τα αρχαιότερα παρ., ενώ ο ενεστ. κράζω είναι μτγν.
ΠΑΡ. κεκράκτης, κράκτης
αρχ.
κέκραγμα, κεκραγμός, κέκραξ, κραγέτης, κράγος, κραγός, κρακτικός
μσν.
κεκραγάριο, κράγμα.
ΣΥΝΘ. ανακράζω
αρχ.
αντανακράζω, αντικράζω, αποκράζω, διακράζω, εγκράζω, εκκράζω, επανακράζω, επικράζω, κατακράζω, περικράζω, υπερκράζω].

Greek Monotonic

κράζω: Αττ. μέλ. κεκράξομαι, έπειτα κράξω· αόρ. αʹ ἔκραξα, αόρ. βʹ ἔκρᾰγον· παρακ. με σημασία ενεστ., κέκρᾱγα, απρόσ. κέκραχθι, πληθ. κεκράγετε· υπερσ. ἐκεκράγειν· (√ΚΡΑΓ, όπως στον αόρ. βʹ)·
1. κράζω, κρώζω, λέγεται για βατράχους, σε Αριστοφ.· γενικά, φωνάζω, τσιρίζω, ουρλιάζω, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· κέκραχθι, σε Αριστοφ.· κραγὸν κεκράξεται, θα ουρλιάξει δυνατά, στον ίδ.· (τὸ κραγόν είναι μτχ. αορ. βʹ που χρησιμ. επιρρηματικά).
2. με αιτ. πράγμ., κραυγάζω για κάτι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κράζω: (ᾱ) (fut. κεκράξομαι - поздн. κράξω, aor. 1 ἔκραξα, aor. 2 ἔκρᾰγον, pf. = praes. κέκρᾱγα, ppf. ἐκεκράγειν, imper. κέκραχθι - pl. κεκράγετε)
1) кричать, квакать Arph.;
2) кричать, вопить (ἀπὸ τοῦ φόβου, ἔκραξεν λέγουσα NT): σὺ δ᾽ αὖ κέκραγας κἀναμυχθίζῃ Aesch. а ты все вопишь и стонешь; κεκραγέναι πρός τινα Arph. с криком обратиться к кому-л.; ποίου (= περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ᾽ ὑπέρφρονα; Soph. о каком человеке ты столь нагло шумишь?; κεκραγώς Arst. крича, громким голосом;
3) с криком требовать (τι Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράζω fut. later κράξω; aor. ἔκραξα, later met redupl. ἐκέκραξα; perf. κέκραγα, imperat. κέκραχθι, plqperf. ἐκεκράγειν; fut. perf. κεκράξομαι; meestal in perf., later ook in praes. van dieren krassen, kwaken. van mensen schreeuwen, krijsen, roepen; abs.:; κεκραγὼς καὶ βοῶν krijsend en roepend Aristoph. Pl. 722; ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῳ διδάσκων bij zijn onderricht in de tempel zei hij luid en duidelijk NT Io. 7.28; met acc. v. h. inw. obj.:; κράγον κεκράξεται hij gaat een kreet slaken Aristoph. Eq. 487; met ὡς:; κεκραγώς, ὡς schreeuwend, dat Dem. 18.132; met acc.: roepen om:. κέκραγεν ἐμβάδας hij roept om zijn sandalen Aristoph. Ve. 103.