ἄρτος

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρτος Medium diacritics: ἄρτος Low diacritics: άρτος Capitals: ΑΡΤΟΣ
Transliteration A: ártos Transliteration B: artos Transliteration C: artos Beta Code: a)/rtos

English (LSJ)

ὁ,

   A cake or loaf of wheat-bread, mostly in pl., Od.18.120, al.; ἄρτος οὖλος a whole loaf, 17.343; collectively, bread, δούλιον ἄρτον ἔδων Archil.Supp.2.6; ἄ. τρισκοπάνιστος Batr.35; opp. μᾶζα (porridge), Hp.Acut.37.—Freq. in all writers.    II ἄρτος· βόλος τις, καὶ ὁ Ἀθηναίων ξένος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 363] (ἄρω), ὁ, Brot, bes. Weizenbrot (μᾶζα Gerstenbrot); zuerst Od. 17, 343. 18, 120; Her. 5, 92, 7; Plat. Gorg. 518 b u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pain de froment.
Étymologie: DELG étym. incert. -- Babiniotis pê apparenté à ἀραρίσκω, en tant que préparation par excellence ; hypothèse basque arto « pain de seigle », esp. artal « feuilleté » (mais lequel dérive de l’autre ?).

English (Autenrieth)

bread. (Od.)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I 1concr. pan
a) por su tamaño y forma de reparto hogaza ἄρτον τ' οὖλον ἑλὼν περικαλλέος ἐκ κανέοιο cogiendo una hogaza entera del precioso cesto, Od.17.343, cf. 18.120, ἄρτον δειπνήσας πετράτρυφον ὀκτάβλωμον cenando un pan cuarteado de ocho trozos Hes.Op.442, cf. Batr.35, βλωμιαῖος ἄ. pan con una cruz incisa (llamado quadratus> por los romanos), Philemo en Ath.114d;
b) según sus ingredientes y preparación, dif. de tortas y pasteles οἱ μὲν ἴτρια, οἱ δ' ἄρτον (comen) unos tortas de sésamo, otros pan Sol.26.2
esp. op. μᾶζα Hp.VM 6, 14, Acut.37, Ar.Pax 853, Pl.R.372b
op. al trigo en grano ἀντὶ τῶν πυρῶν ἄρτον διδόναι Hp.VM 13
fundamentalmente de trigo ἐκ ... τῶν πυρῶν ... ἀπετέλησαν ἄρτον Hp.VM 3, cf. 8, 14, Hdt.2.4
de otros cereales ἐκ τῶν ὀλυρέων ποιεῦντες ἄρτους haciendo panes de espelta de los egipcios, Hdt.2.77, Hecat.322, ἄ. πύρινοι καὶ κρίθινοι X.An.4.5.31, de loto Hdt.2.92, cf. Philistio 9, Ath.109c ss.
mezclado con semillas u otros ingredientes τραπέσδαι μακωνιᾶν ἄρτων Alcm.19.2, cf. S.Fr.609, καθαρὸς ἄ. ἢ συγκόμιστος ἢ ἀπτίστων πυρῶν ἢ ἐπτισμένων pan de un solo cereal o de varios, de trigo no cernido o cernido Hp.VM 14, pero καθαροὶ ἄρτοι prob. panes blancos o candeales, PPetr.2.5a.8 (III a.C.), ξανθοὶ ἄ. panes rubios, candeales Xenoph.1.9, cf. Arist.Pr.927a27, ῥυπαρὸς ἄ. pan negro Ath.114d, Plb.36.16.12
ἄναλος ἄ. Arist.Pr.927a35, ἄ. δίπυροι bizcochos Arist.Pr.928a11, cf. ἄ. ναυτικός galleta marinera Luc.DMeretr.14.2, ἄρτοι ζυμῖται X.An.7.3.21, ἄζυμος ἄ. pan ácimo LXX Ex.29.2
ἄρτοι πίονες· οὕτως πλακοῦντες Hsch.
de muchas variedades por sus ingredientes y cocción, Trypho Fr.117, por obra de panaderos especialistas ἄρτους θαυμαστοὺς παρασκευάζειν Pl.Grg.518b;
c) considerado como sustento básico de la familia y la población en general (en el experimento lingüístico de Psamético) Hdt.2.2, δούλιον ἄρτον ἔδων Hippon.194.8, cf. Th.1.138, ἄ. καὶ κρέας Ar.Pl.320, cf. 1136, αἰτίζητ' ἄρτον Ar.Pax 120, cf. Nu.1383, Pl.190, Epicur.[1] 11.7, PHib.121.31 (III a.C.), UPZ 9.14, 20.12 (ambos II a.C.), PTeb.112.16 (II a.C.), LXX Ie.16.7, Eu.Matt.14.19, POsl.153.12 (II d.C.), ἔλαβεν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους καὶ τοὺς ἰχθύας en el milagro de los panes y los peces Eu.Matt.15.36, con un precio ἄρτους δέκ' ὀβολῶν κἀπιθήκην τεττάρων Ar.V.1391, διακοσίων δηναρίων ἄ. Eu.Io.6.7, su consumo sin trabas trasladado a la otra vida φαγεῖν ἄρτον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ Eu.Luc.14.15, cf. Eu.Io.6.5
en relación con su consumo o no por parte de pueblos diferentes οἱ δὲ σιτέεσθαι μὲν τὸν ἄρτον εἶπον del rey persa, op. al régimen de los ictiófagos, Hdt.3.22, μέγας ἄ. Δωρικός prob. gran torta o tal vez gachas dorias Theoc.24.137.
2 usos alegóricos y religiosos τὸν μὲν ἄρτον Δημήτραν νομισθῆναι Prodic.B 5, fig. del acto sexual, Hdt.5.92η
en prácticas religiosas concretas en el Egipto helenístico OGI 56.73 (III a.C.), en el culto hebreo ἄ. τῆς προθέσεως panes de presentación LXX Ex.40.23, Eu.Matt.12.4
esp. en lit. crist. del maná ἄ. ἀγγέλων Iust.Phil.Dial.57.2, de la sabiduría divina, Origenes Or.27.9 (p.369.28 ss.), en la última cena Eu.Matt.26.26, como eucaristía y en diatribas sobre la cuestión Eu.Io.6.31, Ign.Eph.20.2, del propio Cristo, Basil.M.29.524D, Gr.Naz.M.35.860A
entre los gnósticos ὁ ἄ. καὶ τὸ ἔλαιον ἁγιάζεται τῇ δυνάμει τοῦ ὀνόματος θεοῦ Clem.Al.Ex.Thdot.82 (p.130.10)
entre los maniqueos οὔτε ἄ. κλῶσιν Thdt.M.83.380D.
II quizá tierra, finca, PMich.723.2 (IV d.C.) ἄ.· βόλος (por βῶλος?) τις (pero cf. βόλος· θύρα (cód.)) Hsch.

• Etimología: Diversas interpretaciones: palabra viajera, rel. vasco arto ‘pan de maíz’, prést. del iran. *arta ‘harina’, cf. pers. ard ‘harina’. Tb. rel. por otros c. la raíz *ar- < *H2er- ‘trabajar la tierra’, cf. ἄροτος ‘tierra de labranza’.

English (Strong)

from αἴρω; bread (as raised) or a loaf: (shew-)bread, loaf.

English (Thayer)

ἄρτου, ὁ (from ἈΡΩ to fit, put together (cf. Etym. Magn. 150,36 — but doubtful)), bread; Hebrew לֶחֶם;
1. food composed of flour mixed with water and baked; the Israelites made it in the form of an oblong or round cake, as thick as one's thumb, and as large as a plate or platter (cf. Winer s RWB under the word Backen; (BB. DD.)); hence, it was not cut, but broken (see κλάσις and κλάω) T Tr WH omit; L brackets), ἄρτοι τῆς προθέσεως, loaves consecrated to Jehovah, see πρόθεσις; on the bread used at the love-feasts and the sacred supper (Winer's Grammar, 35), cf. לֶחֶם, food of any kind: ὁ ἄρτος τῶν τέκνων the food served to the children, ἄρτον φαγεῖν or ἐσθίειν to take food, to eat (לֶחֶם אֲכֹל) (Winer's Grammar, 33 (32)): ἄρτον φαγεῖν παρά τίνος to take food supplied by one, τόν ἑαυτόν ἄρτον ἐσθίειν, to eat the food which one has procured for himself by his own labor, μήτε ἄρτον ἐσθίον, μήτε οἶνον πίνων, abstaining from the usual sustenance, or using it sparingly, τρώγειν τόν ἄρτον μετά τίνος to be one's table-companion, his familiar friend, τόν ἄρτον τοῦ Θεοῦ, τόν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, as the Divine λόγος, come from heaven, who containing in himself the source of heavenly life supplies celestial nutriment to souls that they may attain to life eternal.

Greek Monolingual

ο (AM ἄρτος)
1. το ψωμί
2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» — οι καθημερινές ανάγκες διατροφής
β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» — ο Χριστός
μσν.- νεοελλ.
1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας
2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία
3. το κομμάτι του άρτου που προσφέρεται στους πιστούς
αρχ.
συνήθως στον πληθ. το ψωμί από σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Έχει υποστηριχτεί ότι ο τ. άρτος
είναι ουσιαστικοποιημένο ρηματικό επίθετο αρτός, που ανάγεται στη ρίζα αρ- του ρ. αραρίσκω. Με το ρ. αυτό συνδέεται ο τ. άρτος, μέσω της σημασίας «παρασκευάζω, ετοιμάζω» (για το ψωμί που έχει ζυμωθεί), αλλά και μέσω της κύριας σημασίας του ρ. «συνάπτω, προσαρμόζω» (για το ψωμί που έχει τοποθετηθεί στον φούρνο). Κατ' άλλους, ο τ. άρτος είναι δάνειο από ιραν. άrta «αλεύρι» (πρβλ. αβεστ. aša «αλεσμένος», νεώτ. περσ. άrδ «αλεύρι» (ΙΕ. ρίζα αl- «αλέθω», πρβλ. αλώ). Τέλος, η σύνδεση της λ. με βασκ. arto «ψωμί από αραβόσιτο» και ισπ. artal «είδος πίτας» οδήγησε στην υπόθεση ότι πρόκειται για λ. που ανάγεται σε προ-ινδοευρωπαϊκό γλωσσικό υπόστρωμα. Ο τ. άρτος, που χρησιμοποιείται προς δήλωση της πιο βασικής τροφής του ανθρώπου, μαρτυρείται από τους αρχαιοτάτους χρόνους, ενώ στη νέα Ελληνική έχει γενικά αντικατασταθεί από τη λ. ψωμί και η χρήση του ως απλού έχει περιοριστεί στην εκκλησιαστική ορολογία («καθαγιασμένος άρτος» — πρβλ. οίνος -κρασί).
ΠΑΡ. αρτίδιον
αρχ.
αρτίσκος.
ΣΥΝΘ. αρτοποιός
αρχ.
αρτοκόπος, αρτολάγανον, αρτόμελι, αρτόπωλις, αρτοσιτώ, αρτοστροφώ, αρτοτροφία, αρτοφαγώ
μσν.
αρτοδαισία, αρτοδότης, αρτόκλασμα, αρτουργός
μσν.- νεοελλ.
αρτοκλασία
νεοελλ.
αρτεργάτης, αρτοβιομηχανία, αρτοπλασία, αρτοσφραγίδα, αρτόψωμα].

Greek Monotonic

ἄρτος: ὁ, ψωμί ή άρτος από σιτάρι (το κριθαρένιο ψωμί λέγεται μᾶζα), συνήθως σε πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· ἄρτος οὖλος, μαλακό ψωμί, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἄρτος: ὁ тж. pl. хлеб (преимущ. пшеничный) Hom., Her., Thuc., Xen., Plat., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: bread (Od.).
Dialectal forms: Myc. atopoqo \/artopokʷos\/ baker, s. πέσσω.
Compounds: ἀρτο-κόπος baker (Hdt.) w. metathesis. ἀρτοποίος X.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Hardly to ἀρ- fit. Pisani Ricerche Linguistiche 1, 141 derives it from Iranian *arta- flour, which is impossible for a word already attested in Myc. Hubschmid Sardische Studien (Bern 1953) 104 adduces Basque. arto id., OSpan. artal especie de empanada etc. and considers the word as a substr. word (or is it a loan from Greek?). Improb. vW.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
a cake or loaf of wheat-bread (barley-bread is μᾶζα), mostly in pl., Od.; ἄρτος οὖλος soft bread, Od.