κολάζω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
fut.
A κολάσω And.1.136, Lys.31.29, X.Cyr.7.5.8, Pl.Lg. 714d, etc.: aor. ἐκόλασα Ar.V.927, Th.3.40:—Med., fut. κολάσομαι Theopomp.Com.27, X.HG1.7.19; twice contr. in Ar., 2sg. κολᾷ Eq.456, part. κολωμένους V.244: aor. ἐκολασάμην Th.6.78, Pl.Mx. 240d:—Pass., fut. -ασθήσομαι Th.2.87, etc.: aor. ἐκολάσθην Id.7.68: pf. κεκόλασμαι Antipho 3.4.8, D.20.139:—check, chastise, τὰς ἐπιθυμίας Pl.Grg.491e; τὸ πλεονάζον Plu.2.663e, etc.; τὴν ἀμετρίαν Gal.6.29:—Pass., to be corrected, τὸ ἐν μέλιτι χολῶδες -άζεται Hp. Acut.59, cf. X.Oec.20.12: pf. part. Pass., chastened, εὐπειθὲς καὶ κεκολ. Arist.EN1119b12; δίαιτα Luc.Herm.86; ῥήτωρ κεκ. Poll.6.149; ἰσχὺς κ. ἐς ῥυθμούς Philostr.VS1.17.3; also of an athlete, ἀπέριττος τὰ μυώδη καὶ μὴ κεκ. Id.Gym.31. 2 chastise, punish, τινα E.Ba.1322, Ar.Nu.7, etc.; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους use your proud words in reproving them, S.Aj.1108: c. dat. modi, λόγοις κ. τινά ib.1160; θανάτῳ E.Hel.1172, Lys.28.3; πληγαῖς, τιμωρίαις, Pl. Lg.784d, Isoc.1.50; ἀτιμίαις Pl.Plt.309a:—Med., get a person punished, Ar.V.406, Pl.Prt.324c, v.l. X.Cyr.1.2.7:—Pass., to be punished, etc., Antipho 3.3.7, X.Cyr.5.2.1, etc.; of divine retribution, Plu.2.566e; suffer injury, Ael.NA3.24. 3 of a drastic method of checking the growth of the almond-tree, Thphr.HP2.7.6:—Pass., Id.CP1.18.9; cf. κόλασις 1. 4 Pass. c. gen., to be badly in need of, PFay.120.5 (i/ii A.D.), cf. 115.19 (ii A.D.), BGU249.4 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1472] fut. gew. κολάσομαι; eines Wortspiels wegen Ar. Equ. 456 γάστριζε καὶ τοῖς ἐντέροις καὶ τοῖς κόλοις, χὤπως κολᾷ τὸν ἄνδρα; Vesp. 244 ὡς κολωμένους ὧν ήδίκησεν; selten act. κολάσω, Xen. Cyr. 7, 5, 83, Ath. 1, 9 (von κόλος, κολοβός); – eigtl. verstümmeln, beschneiden, abhauen, τὰ δένδρα Theophr., das überflüssige Holz wegnehmen; ähnlich τὸ ἀνοιδαῖνον, zurückdrücken, Poll. 4, 180. – Gew. übertr., jedes Uebermaaß hindern, in Zucht u. Schranken halten, bändigen, mäßigen; τὸ πάθος Plut. Artax. 23; τὸ πλεονάζον Conv. 4, 1, 3; τὴν ἄλλην δίαιταν οὐχ' οὕτω κεκολασμένην οὐδ' ὑπεύθυνον τοῖς νέοις παρεἰχον Lyc. 22; ῥήτωρ κεκολασμένος, ein einfacher R., Poll. 6, 149; – tadeln, züchtigen, strafen, und zwar nach Arist. rhet. 1, 10 zur Besserung des Bestraften; λόγοις κολάζειν Soph. Ai. 1139; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους 1087, strafe sie für die stolzen Worte; ὡς κολάζω τὸν ἀδικοῦντά σε Eur. Bacch. 1323; θανάτῳ τοὺς κακούς Hel. 1188, öfter; ὅτ' οὐδὲ κολάσ' ἔξεστί μοι τοὺς οἰκέτας Ar. Nubb. 7; πληγαῖς Plat. Legg. VI, 784 c; Folgde; pass., κολάζομαι ἐν ταῖς ἀδικίαις Thuc. 8, 40. – Auch im med., = act., Ar. Vesp. 405, wie Plat. Prot. 324 c; Arist. H. A. 6, 17.
Greek (Liddell-Scott)
κολάζω: μέλλ. κολάσω, Ἀνδοκ. 17. 44, Λυσ. 189. 31, Ξεν., Πλάτ. κτλ., ἴδε Veitch Gr. Verbs ἐν λέξ.: ἀόρ. ἐκόλασα, Ἀριστοφ., Θουκ. ― Μέσ., μέλλ. κολάσομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσι» 5, Ξεν.· συνῃρ. β΄ ἑνικ. κολᾷ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 456· μετοχ. κολωμένους ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 244: ἀόρ. ἐκολασάμην, Θουκ. 6. 78, Πλάτ. Μενέξ. 240D. ― Παθ., μέλλ. -ασθήσομαι Θουκ. 2. 87, κτλ.: ἐκολάσθην ὁ αὐτ.: πρκμ. κεκόλασμαι Ἀντιφῶν 124. 44, Δημ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ κόλος, συγγεν. τῷ κολούω καὶ ἑπομένως), Κυρίως, κολοβώνω, περικόπτω, κλαδεύω, τὰ δένδρα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 180·― ἐντεῦθεν, ὡς τὸ Λατ. castigare, περιορίζω, ἀναχαιτίζω, τιμωρῶ, τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 491Ε· τὸ πλεονάζον Πλούτ. 2. 663Ε, κτλ.· τὸ ὑπερβάλλον Γαλην.··― μετριάζω, διορθώνω, ὡς τὰ ὀξέα διορθώνουσι τὴν χολικὴν τάσιν τοῦ μέλιτος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20, 12··― ἐντεῦθεν κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ., περιωρισμένος, εὐπειθὲς καὶ κεκολ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 8· δίαιτα Λουκ. Ἑρμότ. 86, κτλ.· ῥήτωρ κεκ. Πολυδ. Ϛ΄, 149. 2) παρὰ ποιηταῖς, κολάζω, διορθώνω, τιμωρῶ, τινὰ Εὐρ. Βάκχ. 1323, Ἀριστοφ. Νεφ. 7, κτλ.· τὰ σέμν’ ἔπη κόλαζ’ ἐκείνους, ἔνθα τὸ κόλαζε = λέγε κολάζων, μεταχειρίζου τοὺς ὑπερηφάνους λόγους σου, ὅπως ἐλέγχῃς ἐκείνους, Σοφ. Αἴ. 1108· ― μετὰ δοτ. τρόπου, λόγοις κ. τινὰ αὐτόθι 1160· θανάτῳ Εὐρ. Ἑλ. 1172, Λυσ. 179· 35· πληγαῖς, τιμωρίαις Πλάτ. Νόμ. 784D, Ἰσοκρ. 13Α· ἀτιμίαις Πλάτ. Πολιτικ. 309D. ― Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ τιμωρηθῇ τις, Ἀριστοφ. Σφ. 406, Πλάτ. Πρωτ. 324C, διάφ. γραφ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 7. ― Παθ., τιμωροῦμαι, κτλ., Ἀντιφῶν 123. 16, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 1, Πλάτ., κτλ.· ― πάσχω βλάβην, βλάπτομαι, Αἰλ. π. Ζ. 3. 24. ― Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ κολάζω καὶ τιμωρέομαι ὁρίζεται παρὰ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 10, 17 ὡς ἑξῆς: ὅτι τὸ μὲν πρῶτον ἀποβλέπει τὴν τιμωρίαν τοῦ ἀδικήσαντος, τὸ δὲ δεύτερον τὴν ἱκανοποίησιν τοῦ ἀδικηθέντος.
French (Bailly abrégé)
f. κολάσω, ao. ἐκόλασα, pf. inus.
Pass. f. κολασθήσομαι, ao. ἐκολάσθην, pf. κεκόλασμαι;
I. tronquer, mutiler, d’où
1 diminuer, retrancher tout ce qui dépasse, ramener à la juste mesure ; fig. contenir : τὸ πλεονάζον PLUT ce qui est excessif ; δίαιτα κεκολασμένη LUC régime de vie sévère;
2 châtier, punir : τινα, qqn ; τινα λόγοις SOPH adresser à qqn des paroles de blâme ; θανάτῳ LYS punir qqn de mort ; τὰ σεμνὰ ἔπη κόλαζ’ ἐκείνους SOPH châtie-les par des paroles sévères;
II. Pass. souffrir un dommage;
Moy. κολάζομαι châtier AR.
Étymologie: κόλος ; cf. κολούω.
English (Strong)
from kolos (dwarf); properly, to curtail, i.e. (figuratively) to chastise (or reserve for infliction): punish.
English (Thayer)
present passive participle κολαζόμενος; 1st aorist middle sub. junc. 3rd person plural κολάσωνται; (κόλος lopped); in Greek writings:
1. properly, to lop, prune, as trees, wings.
2. to check, curb, restrain.
3. to chastise, correct, punish: so in the N. T.; passive to cause to be punished (Acts 4:21.
Greek Monolingual
(AM κολάζω)
1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.)
2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι άλλο χειρότερο» β. «δεῑ τὸν ὀρθῶς βιωσόμενον τὰς μὲν ἐπιθυμίας τὰς ἑαυτοῦ ἐᾶν ὡς μεγίστας εἶναι καὶ μὴ κολάζειν», Πλάτ.)
3. δελεάζω, ξελογιάζω, σκανδαλίζω, βάζω κάποιον σε πειρασμό («πάνω που είχε ηρεμήσει, πήγε πάλι και τον κόλασε»)
4. παθ. κολάζομαι
τιμωρούμαι μετά θάνατον, την ημέρα της κρίσεως, για παραβάσεις του ηθικού νόμου («οἶδε κύριος... ἀδίκους δὲ εἰς ἡμέραν κρίσεως κολαζομένους τηρεῑν», ΚΔ)
νεοελλ.
παθ. αμαρτάνω, διαπράττω αμάρτημα, παραβαίνω τις θείες εντολές («κολάστηκα πάλι σήμερα μ' αυτόν τον άνθρωπο
μσν.
1. καταδικάζω κάποιον να πάει στην κόλαση
2. κουράζω
3. προσπαθώ, καταπιάνομαι με κάτι
4. υποβάλλω κάποιον σε βασανιστήρια της κόλασης
μσν.-αρχ.
παιδεύω, ταλαιπωρώ
αρχ.
1. κόβω, κλαδεύω («κολάζειν τά δένδρα», Θεόφρ.)
2. ικανοποιώ, ευχαριστώ
3. μέσ. ενεργώ ώστε να τιμωρηθεί κάποιος («ἀπέλυσαν αὐτούς, μηδὲν εὑρίσκοντες τὸ πῶς κολάσωνται αὐτούς», ΚΔ)
4. παθ. α) έρχομαι στη φυσιολογική κατάσταση, διορθώνομαι, επανορθώνομαι («τὸ ἐν μέλιτι χολῶδες κολάζεται», Ιπποκρ.)
β) υφίσταμαι αδικία, βλάπτομαι
γ) πάσχω από την έλλειψη κάποιου, μού λείπει κάποιος ή κάτι
5. (η μτχ. του παθ. παρακμ.) κεκολασμένος, -η, -ον
περιορισμένος, συγκρατημένος, αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός που εκφράζει το μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος «βραχύς, κολοβός». Η αρχική σημ. της λ. ήταν «αποκόπτω τα άκρα, ακρωτηριάζω» και από αυτήν η λ. έλαβε τη γενικότερη σημ. «τιμωρώ»].
Greek Monotonic
κολάζω: μέλ. κολάσω, αόρ. αʹ ἐκόλασα — Μέσ., μέλ. κολάσομαι, σε Αττ. βʹ ενικ. κολᾷ, μτχ. κολώμενος· αόρ. αʹ ἐκολασάμην — Παθ., μέλ. -ασθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκολάσθην, παρακ. κεκόλασμαι (πιθ. από το κόλος, συγγενές προς το κολούω)·
1. κυρίως, κολοβώνω, περικόπτω, κλαδεύω· έπειτα, όπως το Λατ. castigare, κρατώ εντός ορίων, περιορίζω, αναχαιτίζω, τιμωρώ, σε Πλάτ.· μτχ. Παθ. παρακ., περιορισμένος, σε Αριστ.
2. κολάζω, διορθώνω, τιμωρώ, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., τιμωρώ κάποιον, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Παθ., τιμωρούμαι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κολάζω: (2 л. sing. fut. κολᾷ = κολάσῃ) тж. med.
1) досл. (о растениях) обрезывать (лишние ветви), подрезывать, подчищать, перен. вводить в рамки, сдерживать, умерять, обуздывать (τὰς ἐπιθυμίας, τὸ πλεονάζον, τὸ πάθος Plut.): τὸ εὐπειθὲς καὶ κεκολασμένον Arst. послушание и дисциплинированность; δίαιτα κεκολασμένη Luc. строгий образ жизни;
2) наказывать, карать (τινὰ λόγοις Soph.; τοὺς κακοὺς θανάτῳ Eur.; πληγαῖς Plat.): ταῖς μεγίσταις τιμωρίαις κ. Isocr. налагать (на кого-л.) величайшие кары (см., однако, κόλασις); τὰ σεμνὰ ἔπη κ. τινά Soph. карать кого-л. суровыми словами; ἐν ταῖς ἀδικίαις κολάζεσθαι Thuc. быть караемым за проступки.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολάζω [κόλος] Att. fut. med. 2 sing. κολᾷ, ptc. κολωμένους straffen:; κολάζω τὸν ἀδικοῦντά σε ik bestraf degene die u kwaad doet Eur. Ba. 1322; met acc. en acc. v. h. inw. obj:; τὰ σέμν ’ ἔπη κόλαζ ’ ἐκείνους berisp díe maar met uw hooghartige woorden Soph. Ai. 1108; λόγοις κ. verbaal afstraffen Soph. Ai. 1160; θανάτῳ κ. met de dood bestraffen Eur. Hel. 1172; ook med.: τοὺς ἀδικοῦντας... κολάσεσθε ᾗ ἂν βούλησθε δίκῃ jullie zullen de schuldigen bestraffen zoals jullie willen Xen. Hell. 1.7.19. bedwingen, disciplineren:. κ. τὰς ἐπιθυμίας de verlangens bedwingen Plat. Grg. 491e; εὐπειθὲς λέγομεν καὶ κεκολασμένον wij noemen het gehoorzaamheid en ingetogenheid Aristot. EN 1119b12; δίαιταν κεκολασμένην gedisciplineerde leefwijze Luc. 70.86.
Frisk Etymological English
Meaning: chastise, punish
See also: s. κόλος.
Middle Liddell
[Prob. from κόλος, akin to κολούω
1. Properly, to curtail, dock, prune: then, like Lat. castigare, to keep within bounds, check, correct, Plat.:—perf. pass. part. chastened, Arist.
2. to chastise, punish, Soph., Eur., etc.:—Mid. to get a person punished, Ar., Plat.:—Pass. to be punished, Xen.
Frisk Etymology German
κολάζω: {kolázō}
Grammar: v.
Meaning: einzwängen, züchtigen
See also: s. κόλος.
Page 1,896
Chinese
原文音譯:kol£zw 可拉索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:懲戒
字義溯源:減縮,修剪,責罰,克制,懲戒,刑罰,受刑罰;源自(κολοβόω)Y*=阻礙)。比較: (τιμωρέω)=報復
出現次數:總共(2);徒(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 受刑罰(1) 彼後2:9;
2) 刑罰(1) 徒4:21