ἐπίσκοπος

From LSJ
Revision as of 07:07, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκοπος Medium diacritics: ἐπίσκοπος Low diacritics: επίσκοπος Capitals: ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: epískopos Transliteration B: episkopos Transliteration C: episkopos Beta Code: e)pi/skopos

English (LSJ)

(A), ὁ,
A (σκοπός Ι) one who watches over, overseer, guardian, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ (sc. τὴν πόλιν), of Hector, Il.24.729, ἐ... ὁδαίων Od.8.163; ἐπίσκοποι ἁρμονιάων watchers over compacts, of the gods, Il.22.255; νεκροῦ S.Ant.217; σῆς ἕδρας Id.OC112; ἐπίσκοπος ὀϊστῶν, of an archer, v.l. in Theoc.24.107; in education, tutor, Pl.Lg.795d; ἐπίσκοπος σωφροσύνης καὶ ὕβρεως ib.849a: c.dat., ἀγυιαῖς ἔσσῃ καὶ λιμένεσσιν ἐ. Call.Dian.39; especially of tutelary gods (cf. ἐπισκοπέω, Παλλὰς ἐ. Sol.4.3; Δίκη Pl.Lg.872e; Κλειὼ ἐ. χερνίβων Simon.45; Χάριτες Μινυᾶν ἐ. Pi.O.14.3; θεοὶ ἐ. ἀγορᾶς A.Th.272; πατρῴων δωμάτων ἐπίσκοπος Id.Ch.126; τὸ δεινὸν.. φρενῶν ἐπίσκοπον guardian of the mind, Id.Eu.518 (lyr.); νυχίων φθεγμάτων ἐ., of Bacchus, S.Ant. 1148 (lyr); Ἐρινύες IG12(9).1179.33 (Euboea, ii A.D.); [Χριστὸς] ἐπίσκοπος τῶν ψυχῶν 1 Ep.Pet.2.25: rarely c. dat., πᾶσι γὰρ ἐ. ἐτάχθη.. Νέμεσις Pl.Lg.717d.
2. scout, watch, c.dat., ἐ. Τρώεσσι, νήεσσιν ἡμετέρῃσιν, one set to watch them, Il.10.38,342.
3. supervisor, inspector, sent by Athens to subject states, Ar.Av.1023, IG12.10,11; of municipal officials at Rhodes, ib.12(1).49.42 (ii/i B.C.): generally, PPetr.3 P.75 (iii B.C.), etc.
4. ecclesiastical superintendent, ἐπίσκοποι καὶ διάκονοι Ep.Phil.1.1, cf.Act.Ap.20.28, 1 Ep.Ti.3.2, etc.

(B), ον,
A (σκοπός ΙΙ) hitting the mark, successful, βάλλειν ἐ. Them.Or.11.143a (Sup.); τοξότης Him.Ecl.14.3; ἠχή Opp.C.1.42; reaching, touching, νίκης μὴ κακῆς ἐπίσκοπα A.Eu.903; ἄτηστῆσδ' ἐ. μέλος having regard to the calamity, S.Aj.976: neut. pl. ἐπίσκοπα, as adverb, successfully, with good aim, ἐπίσκοπα τοξεύειν Hdt.3.35, Jul.Or.1.11c: regul. Adv. ἐπισκόπως, ἀκοντίζειντοξεύειν Alcid.Soph.7, cf. Poll.6.205: Comp. ἐπισκοπώτερα, βάλλειν Them.Or.8.116b: Sup. ἐπισκοπώτατα Poll.1.215. Cf. εὔστοχος, εὔσκοπος.

German (Pape)

[Seite 980] das Ziel treffend, erreichend, ὁποῖα νίκης μὴ κακῆς ἐπίσκοπα, den Sieg erzielend, Aesch. Eum. 863, vgl. 493; Τεύκρου βοῶντος ἄτης τῆσδ' ἐπίσκοπον μέλος Soph. Ai. 955, darauf hinzielend, dazu passend; οὕτως ἐπίσκοπα τοξεύειν Her. 3, 35, geschickt schießen, daß man das Ziel trifft; Sp., βάλλοιμι δ' ἐπίσκοπον ἠχήν Opp. C. 1, 42; adv., ἐπισκόπως πέμπειν τοὺς ὀϊστούς Them.; ἀκοντιεῖς ἐπισκοπώτατα Poll. 1, 215; Alcidam. Soph. p. 674, 21. ὁ, ἡ, der Aufseher, der die Aufsicht über Etwas führt; einige alte Grammatiker betonten ἐπισκοπός, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 299. Von den Göttern, τοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, sie werden über das Halten der Verträge wachen, Il. 22, 255; ἐπ. ὁδαίων, Aufseher über die Waaren, Od. 8, 163; von Hektor, ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ, Beschützer, Il. 24, 729; Χάριτες Μινυᾶν ἐπίσκοποι Pind. Ol. 14, 4; θεοῖς πεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποις, Beschützer des Marktes, Aesch. Spt. 254; πατρῴων ὀμμάτων ἐπισκόπους Ch. 124; vgl. Eum. 710; σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι Soph. O. C. 112; von Bacchus, νυχίων φθεγμάτων ἐπίσκ., Ant. 1148; τοῦ νεκροῦ, Späher, die auf den Leichnam achten, 217; ἦ τιν' ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον, als Späher gegen die Troer, Il. 10, 38, vgl. 342; δράκων Δίρκης ναμάτων ἐπ. Eur. Phoen. 932; in Prosa, πᾶσιν ἐπίσκοπος ἐτάχθη Νέμεσις Plat. Legg. IV, 717 d; τούτων οἱ νομοφύλακες ἐπίσκοποι ἀκριβεῖς ἔστωσαν VI, 762 d u. öfter, wie Sp., θεοὶ χρηστῶν ἐπίσκοποι καὶ πονηρῶν ἔργων Plut. Cam. 5, wie Ζεὺς μάρτυρ καὶ ἐπ. τῶν πραττομένων Hdn. 7, 10, 6; ἐπίσκοπος ὀϊστῶν, Beherrscher, Lenker der Pfeile, Theocr. 24, 106; auch c. dat., ἀγυιαῖς ἔσσῃ καὶ λιμένεσσιν ἐπ. Callim. Dian. 39. – In Athen hießen so bes. die in die unterworfenen Städte geschickten Männer, welche die Angelegenheiten derselben leiteten, Ar. Av. 1023 u. Schol. dazu; so auch Inscr. 73; vgl. Harpocr. u. Böckh's Staatshaush. I S. 436 ff. – In N. T. u. K. S. Aufseher über eine Gemeinde, Bischof.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ, ἡ)
qui observe, qui veille sur :
1 gardien, protecteur (d'une cité, etc.);
2 surveillant, espion : τινι qui observe qqn ou qch (une armée, une flotte);
3 particul. à Athènes, magistrat qu'on envoyait rendre la justice dans les cités sujettes;
4 t. eccl. intendant ou chef ecclésiastique ; postér. évêque.
Étymologie: ἐπισκέπτομαι.
2ος, ον :
qui atteint le but : νίκης ESCHL qui remporte la victoire ; fig. ἄτης ἐπίσκοπον μέλος SOPH chant ou gémissement d'un homme qui mesure toute l'étendue d'une infortune ; plur. neutre adv. • ἐπίσκοπα τοξεύειν HDT lancer une flèche droit au but.
Étymologie: ἐπί, σκοπός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσκοπος:
1 бьющий в цель, меткий, достигающий: νίκης ἐ. Aesch. обеспечивающий победу (см. ἐπίσκοπα);
2 соответствующий: ἄτης τῆσδ᾽ ἐπίοκοπον μέλος Soph. жалобная песнь подстать этому горю.
II ὁ, ἡ
1 надзиратель, смотритель, страж (ὁδαίων Hom., νεκροῦ Soph.);
2 хранитель, блюститель (ἁρμονιάων Hom.; πατρῴων δωμάτων Aesch.);
3 наблюдатель (σωφροσύνης καὶ ὕβρεως Plat.; χρηστῶν καὶ πονηρῶν ἔργων Plut.);
4 разведчик, соглядатай (νήεσσιν ἐ. ἡμετέρῃσιν Hom.): σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι Soph. выслеживающие твое местонахождение, т. е. ищущие тебя;
5 pl. эпископы (соотв. ἁρμοσταί в Лаконии, афинские политические эмиссары в подвластных Афинам городах) Arph.;
6 глава религиозной общины, епископ NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκοπος: ὁ, (σκοπὸς 1) ὁ ἀγρύπνως ἐπιτηρῶν καὶ φυλάττων τι, φύλαξ, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὃς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ (δηλ. τὴν πόλιν), περὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Ω. 729· ἐπίσκοπος... ὁδαίων, «ὁ τῶν ἐφοδίων ταμίας» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 163· ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, ἐπόπται, ἔφοροι τῶν συνθηκῶν, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ἰλ. Χ. 255· νεκροὺ γ’ ἐπίσκοποι, φύλακες, Σοφ. Ἀντ. 217· πορεύονται γὰρ οἵδε δή τινες χρόνῳ παλαιοί, σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι, πρὸς ἐπίσκεψιν, ὅπως ἐπισκοπήσωσιν, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 112· ἐπ. ὀϊστῶν, ἐπὶ τοξότου (πρβλ. ἄναξ κώπης), Θεόκρ. 24. 105· παιδαγωγός, Πλάτ. Νόμ. 795D· ἐπόπτης, ἐπ. σωφροσύνης καὶ ὕβρεως αὐτόθι 849Α· ― ἰδίως ἐπὶ πολιούχων ἢ προστατευτικῶν θεῶν (πρβλ. ἐπισκοπέω), Παλλὰς ἐπ. Σόλων 15. 3· δίκη Πλάτ. Νόμοι 872Ε· Κλειὼ ἐπ. χερνίβων Σιμωνίδ. 74· Χάριτες Μινυᾶν ἐπ. Πινδ. Ο. 14. 5· θεοὶ ἐπ. ἀγορᾶς Αἰσχύλ. Θήβ. 272· πατρῴων δωμάτων ἐπ. ὁ αὐτ. Χο 126· τὸ δεινὸν... φρενῶν ἐπίσκοπον ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 518· νυχίων φθεγμάτων ἐπ., ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀντ. 1148· σπανίως μετὰ δοτ., πᾶσι γὰρ ἐπ. ἐτάχθη... Νέμεσις Πλάτ. Νόμοι 717D· Δίκη ἐπ. αὐτόθι 872Ε. 2) κατάσκοπος, μετὰ δοτ., ἐπ. Τρώεσσιν ἐπίσκοπον Κ. 38· ἢ νήεσσιν ἐπίσκοπος ἡμετέρῃσιν αὐτόθι 342. 3) οἱ Ἀθηναῖοι συνείθιζον νὰ ἀποστέλλωσι δημοσίους λειτουργούς, οἵτινες ἐκαλοῦντο ἐπίσκοποι, ἤτοι ἐπόπται, πρὸς διοίκησιν τῶν ὑποτελῶν πόλεων, ὡς οἱ τῶν Λακεδαιμονίων ἁρμοσταί, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1023, Συλλ. Ἐπιγρ. 73, 73b (προσθῆκ.). 4) ἐκκλησιαστικὸς ἐπόπτης κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους = πρεσβύτερος, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 28, Ἐπ. Φιλ. α΄, 1, πρὸς Τιμόθ. Α΄, γ΄. 2, Τίτ. 1. 7· ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ Ἰγνατίου καὶ ἐφεξῆς ἐπίσκοπος, ἐν τῇ σημερινῇ σημασίᾳ τῆς λέξεως.

English (Autenrieth)

(σκοπέω): look-out, watch, spy against, in hostile sense w. dat., Τρώεσσι, νήεσσι, Il. 10.38, 342; otherwise w. gen., Od. 8.163; guardian, Il. 22.255, Il. 24.729.

English (Slater)

ἐπίσκοπος guardian Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι (O. 14.4)

Spanish

que vigila, guardián

English (Strong)

from ἐπί and σκοπός (in the sense of ἐπισκοπέω); a superintendent, i.e. Christian officer in genitive case charge of a (or the) church (literally or figuratively): bishop, overseer.

English (Thayer)

ἐπισκόπου, ὁ (ἐπισκέπτομαι), an overseer, a man charged with the duty of seeing that things to be done by others are done rightly, any curator, guardian, or superintendent; the Sept. for פָּקִיד, Homer Odys. 8,163; Iliad 22,255 down; hence, in the N. T. ἐπίσκοπον τῶν ψυχῶν, guardian of souls, one who watches over their welfare: τόν παντός πνεύματος κτίστην καί ἐπίσκοπον, Clement of Rome, 1 Corinthians 59,3 [ET]); ἀρχιερεύς καί προστάτης τῶν ψυχῶν ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ibid. 61,3 [ET]; (cf. the superintendent, head or overseer of any Christian church; Vulg. episcopus: πρεσβύτερος, 2b.; (and for the later use of the word, see Dict. of Chris. Antiq. under the word Bishop>).

Greek Monolingual

ο (AM ἐπίσκοπος, Α και επίθ. ἐπίσκοπος, -ον)
αρχιερέας που κατέχει τον υψηλότερο βαθμό της ιερωσύνης, κατά την εκκλησιαστική παράδοση διάδοχος και συνεχιστής του έργου τών αποστόλων
αρχ.
1. αυτός που πετυχαίνει τον στόχο («ἐπίσκοπος ὀϊστῶν»)
2. ταιριαστός («ἄτης τόδ’ ἐπίσκοπον μέλος», Σοφ.)
3. το αρσ. ως ουσ. α) φύλακας, σκοπός
β) πολιούχος θεός
γ) κατάσκοπος («Τρώεσσιν ἐπίσκοπον»)
δ) δημόσιος λειτουργός στην αρχαία Αθήνα με αρμοδιότητες για προσωρινή διοίκηση υποτελών πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής
πιθ. από τη φράση επί σκοπόν].

Greek Monotonic

ἐπίσκοπος: ὁ,
1. επιτηρητής, αυτός που επιβλέπει, φρουρός, φύλακας, προστάτης, κηδεμόνας, σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για πολιούχους θεούς, σε Σόλωνα κ.λπ.
2. με δοτ., ἐπ. Τρώεσσι, κάποιος που έχει τεθεί ως κατάσκοπος αυτών, σε Ομήρ. Ιλ.
3. δημόσιος λειτουργός, αξιωματούχος, επιστάτης, έφορος, επόπτης, απεσταλμένος σε υποτελείς πόλεις, σε Αριστοφ.
4. επίσκοπος, σε Καινή Διαθήκη
ἐπίσκοπος: -ον, αυτός που βρίσκει τον στόχο, επιτυχής· μεταφ., αυτός που φθάνει, που προσεγγίζει ένα σημείο, με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· ουδ. πληθ., ἐπίσκοπα, ως επίρρ., επιτυχώς, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπί-σκοπος, ὁ,
1. one who watches over, an overseer, guardian, Hom., Soph.:—of tutelary gods, Solon., etc.
2. c. dat., ἐπ. Τρώεσσι one set to watch them, Il.
3. a public officer, intendant, sent to the subject states, Ar.
4. a bishop, NTest.
ἐπί-σκοπος, ον
hitting the mark: metaph. reaching, touching a point, c. gen., Aesch., Soph.:—neut. pl. ἐπίσκοπα, as adv. successfully, with good aim, Hdt.

Chinese

原文音譯:™p⋯skopoj 誒披-士可坡士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:在上-注意(者) 相當於: (פָּקִיד‎)
字義溯源:管理者,監督,監督者;由(ἐπί)*=在⋯上)與(σκοπός)=注視)組成;而 (σκοπός)出自(σκέπασμα)X*=窺視)。彼得在他的書信中說:主耶穌是我們魂的牧人和監督( 彼前2:25)
同源字:1) (ἀλλοτριεπίσκοπος)督導 2) (ἐπισκέπτομαι)檢視 3) (ἐπισκοπέω)督視 4) (ἐπισκοπή)監視 5) (ἐπίσκοπος)監督
出現次數:總共(6);徒(1);腓(1);提前(1);提後(1);多(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 監督(4) 提前3:2; 提後4:22; 多1:7; 彼前2:25;
2) 諸監督(1) 腓1:1;
3) 為監督(1) 徒20:28

English (Woodhouse)

guardian, overseer, one who guards, one who has charge, tutelary guardian, tutelary protector

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἐπιτηρητής). Ἀπό τό ἐπί + σκοπός τοῦ σκοπῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-ον que vigila, guardián de Ártemis Ἄρτεμι, ἣ καὶ πρόσθεν ἐ. ἦσ<θ>α Ártemis, tú que también antes fuiste guardiana P IV 2721 de Anubis κλῦθί μοι, εὐμειδὴς καὶ ἐ. εὔσπορ' Ἄνουβι escúchame, benévolo y guardián, Anubis de buena simiente P XXIII 1

Translations

superintendent

Bulgarian: надзирател; Chinese Mandarin: 監督人, 监督人, 管理人; Dutch: hoofdopzichter; Finnish: tarkastaja, valvoja, isännöitsijä; French: surintendant; Galician: superintendente; German: Leiter; Ancient Greek: ἐπιστάτης; Hindi: सुपरिंटेंडेंट, सुपरडंट; Hungarian: felügyelő, ellenőr, szakmai vezető; Irish: maor; Italian: soprintendente, sovrintendente; Japanese: 管理者, 局長, 警視; Korean: 관리자; Latin: curator, curatrix, praefectus; Manx: ard-er; Middle English: surveyour; Navajo: naatʼáanii, binantʼaʼí; Portuguese: superintendente; Romanian: supraveghetor, supraveghetoare; Russian: комендант, заведующий, управляющий, руководитель; Spanish: superintendente, director, supervisor; Swedish: föreståndare, kommissarie; Tagalog: tagapamahala

overseer

Azerbaijani: nəzarətçi; Bulgarian: надзирател; Czech: dozorce; Danish: opsynsmand; Dutch: opzichter; Finnish: työnjohtaja, valvoja; French: contremaître, chef; Georgian: ზედამხედველი; German: Aufseher, Aufseherin; Greek: επόπτης, εργοδηγός, επιστάτης, επιτηρητής; Ancient Greek: ἐπόπτης, ἔφορος, ἐπίσκοπος; Irish: feighlí, maor; Italian: ispettore, capoccia, supervisore, organizzatore, curatore; Latin: curator, curatrix; praefectus; praepositus; Persian: سرپرست‎; Plautdietsch: Äwasechta; Polish: nadzorca; Portuguese: feitor; Romanian: supervizor; Russian: надзиратель, надзирательница, надсмотрщик, надсмотрщица; Spanish: capataz; Swahili: msimamizi; Swedish: förman

guardian

Arabic: حَارِس‎; Azerbaijani: qoruqçu; Belarusian: ахоўнiк, ахоўнiца, стораж, страж; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: пазител, блюстител; Catalan: guardià, guàrdia; Cherokee: ᎠᏓᎦᏘᏯ; Chinese Mandarin: 監護人, 监护人; Czech: strážce; Dutch: bewaker, wachter; Finnish: vartija, vahti, suojelija, edunvalvoja; French: gardien; Galician: gardián; German: Wächter, Wache; Greek: φύλακας, φρουρός; Ancient Greek: φύλαξ; Hungarian: gondnok, gondozó, őrző, őr; Icelandic: verndari; Indonesian: pelindung; Irish: coimirceoir; Italian: guardiano, custode; Japanese: 保護者; Korean: 보호자(保護者); Kurdish Central Kurdish: پاڕێزگار‎; Latin: custos, curator, curatrix, tutor, cura, praeses; Maori: kaitiaki; Occitan: gardian; Old English: weard; Polish: stróż, obrońca, strażnik; Portuguese: guardião, guarda; Romanian: gardian, paznic, strajă, străjer, păzitor; Russian: страж, хранитель, хранительница, защитник, защитница, блюститель, блюстительница; Sanskrit: गोप्तृ; Serbo-Croatian Roman: skrbnik, skrbkinja, hranitelj, zaštitnik, čuvar; Slovak: strážca, strážkyňa; Spanish: guardián, guardia; Swedish: väktare; Turkish: koruma, gardiyan; Ugaritic: 𐎐𐎙𐎗; Ukrainian: охоронець, сторож; Uzbek: qoʻriqchi; Zazaki: starwan, ğerdiyan

supervisor

Arabic: مُشْرِف‎; Bulgarian: ръководител, надзорник; Catalan: supervisor; Chinese Mandarin: 監督者, 监督者, 管理者, 主管; Czech: dozorce, inspektor, dohližitel; Dutch: toezichthouder, leidinggevende; Finnish: esimies; French: superviseur; Galician: supervisor; Georgian: უფროსი, ხელმძღვანელი, მენეჯერი, ზედამხედველი, ინსპექტორი, კონტროლერი; German: Aufseher, Vorgesetzter; Greek: επόπτης; Ancient Greek: ἐπόπτης, ἐπίσκοπος; Hungarian: munkafelügyelő; Irish: maor; Italian: supervisore; Japanese: 主管, スーパーバイザー, 監督, 監察, 管理者, 管理人; Khmer: មេការ; Kurdish Central Kurdish: چاودێر‎; Middle English: surveyour; Norwegian Bokmål: oppsynsmann; Nynorsk: oppsynsmann; Plautdietsch: Äwasechta; Polish: naczelnik, nadzorca; Portuguese: supervisor; Russian: начальник, руководитель, надсмотрщик, надзиратель, мастер, супервайзер; Serbo-Croatian Cyrillic: супервизор, надзорник, надгледник, надређени, претпостављени; Roman: supervizor, nadzornik, nadglednik, nadređeni, pretpostavljeni; Spanish: supervisor, director; Swedish: handledare, förman; Tagalog: tagamasid; Yiddish: אויגהאַלטער‎

successful

Arabic: نَاجِح‎, فَائِز‎, مُوَفَّق‎; Azerbaijani: uğurlu, müvəffəqiyyətli; Basque: arrakastatsu; Belarusian: паспяховы; Bengali: সফল, কামিয়াব; Bulgarian: успешен; Catalan: reeixit; Chinese Mandarin: 有成效的, 完滿/完满, 成功的; Cantonese: 成功嘅; Czech: úspěšný; Danish: succesfuld, succesrig; Dutch: succesvol, geslaagd, gelukt; Esperanto: sukcesa; Estonian: edukas, õnnestunud; Finnish: onnistunut, menestynyt, menestyvä; French: ayant du succès, marqué de succès, couronné de succès; Georgian: წარმატებული; German: erfolgreich; Greek: επιτυχημένος, επιτυχών; Ancient Greek: βιόπραγος, ἐπικυδής, ἐπίσκοπος, ἐπιτευκτικός, ἐπιτυχής, εὐεπίτευκτος, εὔροος, εὔστοχος, εὐτυχής, κατορθωτικός, ὀρθόπλοος, οὔριος; Hebrew: מוצלח‎; Hindi: सफल; Hungarian: sikeres, eredményes; Indonesian: berhasil; Irish: áitheasach; Italian: di successo, coronato dal successo, riuscito; Japanese: 成功した; Korean: 성공적(成功的), 성공(成功)한; Latin: prosper, prosperus; Lü: ᦷᦎᧅᦑᦲᧈ, ᦷᦎᧅᦑᦲᧈᦔᦲᧃᦡᦲ; Macedonian: успешен; Malay: berjaya; Maori: momoho, angitu; Norwegian Bokmål: vellykket; Nynorsk: vellukka; Old English: spēdiġ; Persian: موفق‎, کامگار‎; Polish: udany; Portuguese: bem-sucedido, conseguido, próspero; Romanian: reușit, izbutit, plin de succes; Russian: успешный, благополучный, удачный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian Cyrillic: успешан, успјешан; Roman: uspešan, uspješan; Slovak: úspešný; Slovene: uspešen; Spanish: exitoso, logrado, afortunado; Swedish: lyckad, framgångsrik; Turkish: muvaffaklar, muvaffak; Ukrainian: успі́шний, вдатний; Urdu: سپھل‎; Vietnamese: thành công; Yiddish: הצלחהדיק