ἀξίωμα

From LSJ
Revision as of 10:04, 28 October 2023 by Spiros (talk | contribs)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξίωμα Medium diacritics: ἀξίωμα Low diacritics: αξίωμα Capitals: ΑΞΙΩΜΑ
Transliteration A: axíōma Transliteration B: axiōma Transliteration C: aksioma Beta Code: a)ci/wma

English (LSJ)

ἀξιώματος, τό,
A that of which one is thought worthy, an honour, γάμων.. ἀξίωμ' ἐδέξατο E.Ion62; οἳ τὰς πόλεις ἔχουσι κἀξιώματα ib. 605; κοινῆς τραπέζης ἀ. ἔχειν Id.Or.9; τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα = the dignity of the city's representative, D.18.149.
2 honour, reputation, E.Supp. 424, Th.2.65, etc.; ὢν ἐν ἀξιώματι ὑπὸ τῶν ἀστῶν Id.6.15; τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀ. D.59.113: c. gen. objecti, ἀξίωμα ἔχειν ἀρετῆς = claim on ground of merit, Arist.Pol.1281b25.
3 rank, position, ἀξιώματος ἀφάνεια Th.2.37; γένει καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Isoc.19.7.
4 of things, worth, quality, οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι = not in numbers but in quality Th.5.8.
5 concrete, things of dignity, Philostr.VS2.5.4.
II that which is thought fit, decision, decree, δαιμόνων S.OC1452, cf. 1459; τὰ τῶν προγόνων ἀ. D.18.210; ἀ. κενὰ καὶ νομοθεσίαι Epicur.Ep.2p.36U.
2 in science, that which is assumed as the basis of demonstration, self-evident principle, Arist.Metaph.997a7, 1005b33, APo.72a17, Polystr. p.16 W.:—Math., axiom, Arist.Metaph.1005a20, etc.; philosophical doctrine, τὸ Ζήνωνος ἀξίωμα ib.1001b7, cf. Xen.979b22; logical proposition, Chrysipp.Stoic.2.53,63, etc.
3 request, petition, ἱκετικὸν ἀξίωμα BGU1053ii7 (i B. C.), cf. Plu.2.633c.

Spanish (DGE)

ἀξιώματος, τό
I como transf. de ἀξιόω
1 reputación, prestigio c. gen. subj. o abs. ἀ. τἀνδρός E.IA 101, ὅταν πονηρὸς ἀξίωμ' ἀνὴρ ἔχῃ E.Supp.424, de Pericles, Th.2.65, ἀξιώματος ἀφάνεια Th.2.37, ὢν ἐν ἀξιώματι Th.6.15, φιλοσοφίας τὸ ἀ. Pl.R.495d, ἀποστερεῖν ... ἀξιώματος X.Cyr.5.5.34, τὸ τῆς πόλεως ἀ. el prestigio de la ciudad (Atenas), D.18.149, Plb.9.28.5, ἀ. ἀρετῆς fama de virtud Arist.Pol.1281b25
honor, dignidad ἀ. προγόνων Gorg.B 11a.19, γυναικῶν ἀ. D.59.113, como trad. de lat. auctoritas, Mon.Anc.Gr.18.7, ἀ. προγονικόν Luc.Salt.79, cf. Plu.2.139b, 477a, D.C.53.15.5, Plb.25.3.5.
2 calidad, valor de tropas νομίζων ὑποδεεστέρους εἶναι, οὐ τῷ πλήθει ... ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι Th.5.8, en gener. ἀ. ἐπαγγελίας Θεοῦ Origenes Princ.4.3.6 (p.333.5).
3 c. gen. obj. o abs. cosa de la que se es considerado digno, honor γάμων Κρεούσης ἀξίωμ' ἐδέξατο E.Io 62, οἳ τὰς πόλεις ἔχουσι κἀξιώματα los que dominan las ciudades y los cargos E.Io 605, κοινῆς τραπέζης ἀ. ἔχων E.Or.9, cf. Pl.Smp.220e
privilegio, dignidad γένει δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Isoc.19.7, τὸ ἀ. τῆς ὑποσχέσεως Luc.Pisc.31
rango ἀ. ... ἱππικὸν ἔχων Plu.Pomp.23, στρατηγικὸν ἀ. D.C.60.8.3, cf. Plu.Flam.19, οἱ κατ' ἀξίωμα κληροῦχοι los que son clerucos en cuanto al rango, PTeb.124.34 (I a.C.), de los senadores, Iust.Phil.Apol.1.1
οἱ ἐν ἀξιώματι los dignatarios Paus.4.5.4
plu. τὰ ἀξιώματα cosas dignas de ser vistas Philostr.VS 576.
II como transf. de ἀξιόω II:
1 decisión, decreto ἀ. δαιμόνων S.OC 1452, τὰ τῶν προγόνων ἀ. D.18.210, ἀ. κενὰ καὶ νομοθεσίας Epicur.Ep.[3] 86, δώσει μετὰ ἀξιώματος pagará de acuerdo con la decisión (de los jueces), LXX Ex.21.22.
2 cien. y fil. axioma Arist.Metaph.997a7, 1005b33, APr.72a17, Polystr.17.27, τὸ Ζήνωνος ἀ. Arist.Metaph.1001b7, τὰ τοῦ Μελίσσου ἀ. Arist.Xen.979b22
lóg. proposición aseverativa οὔτ' ἄρα κατηγορήματα οὔτ' ἀξιώματά ἐστιν παρεληλυθότα Chrysipp.Stoic.2.99, cf. 53, 63
gram. enunciado, oración Plu.2.1011e, D.L.7.63, 66
3 demanda, petición τί δ' ἐστὶ τἀξίωμ' ἐφ' ᾧ καλεῖς; S.OC 1459, μὴ λάβῃ τὸ ἀ. PPetr.3.25.55 (III a.C.), ἱκετικὸν ἀ. súplica, BGU 1053.2.7 (I d.C.), τὸ ἀ. μου LXX Es.5.7, cf. Plu.2.633c.

German (Pape)

[Seite 271] τό, 1) die Würdigung; Würde, Ansehen, φιλοσοφίας Plat. Rep. VI, 495 d; Conv. 220 d; vgl. Eur. Suppl. 490; Plut. Num. 2; εἶναι ἐν ἀξιώματι ὑπό τινος. bei Jem. in Achtung stehen, Thuc. 1, 130. 6, 15; οἱ ἐν ἀξιώματι, die Angesehenen, Arist., Plut.; εἰς ἀξ. καθιστἀναι τινά, zu Ansehen bringen, Plut. Sol. 4. – 2) Verlangen, Forderung, Soph. O.C. 1451; Bittschrift, Plut. Symp. 2, 1, 9. – 3) Bei den Philosophen ein ohne Beweis als wahr angenommener Satz, Cic.; Plut.

French (Bailly abrégé)

ἀξιώματος (τό) :
I. prix, valeur, qualité;
II. ce dont on a été jugé digne, d'où
1 considération, estime;
2 marque de considération, honneur;
3 haut rang, dignité;
III. ce qu'on juge convenable, ce qui paraît juste, d'où
1 résolution, volonté;
2 requête, demande;
3 proposition.
Étymologie: ἀξιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀξίωμα: ἀξιώματος τό
1 ценность, (высокое) качество (οὐ τὸ πλῆθος, ἀλλὰ τὸ ἀ. Thuc.);
2 почет, честь, уважение (ἀ. ἔχων ἀνήρ Eur.): ἄκυρον ποιεῖν τὸ ἀ. τινος Xen. поколебать чей-л. авторитет; οἱ ἐν ἀξιώματι Thuc., Plut. уважаемые лица;
3 слава, репутация (ἀ. ἔχοντες ἀρετῆς Arst.; τῆς νίκης Plut.);
4 положение, звание, пост, ранг (ἀ. βασιλικὸν ἔχειν Plut.);
5 намерение, решение (δαιμόνων Soph.; τὰ τῶν προγόνων ἀξιώματα Dem.);
6 предписание, требование (ἀ. μεγάλοις γράμμασι γεγραμμένον Plut.);
7 утверждение, положение (κατὰ τὸ Ζήνωνος ἀ. Arst.);
8 основное положение, самоочевидный принцип, аксиома (τὰ ἐν τοῖς μαθήμασι ἀξιώματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξίωμα: ἀξιώματος, τό, (ἀξιόω) ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου τις θεωρεῖται ἄξιος, τιμή, γάμων… ἀξίωμ’ ἐδέξατο Εὐρ. Ἴων 62· ἐς ἀξ. βαίνειν αὐτόθι 605· κοινῆς τραπέζης ἀξ. ἔχειν ὁ αὐτ. Ὀρ. 9· τὸ τῆς πόλεως ἀξ., τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀντιπροσωπεύοντος τὴν πόλιν, Δημ. 277. 4. 2) τιμή, φήμη, μεγάλη ὑπόληψις, διακεκριμένος χαρακτήρ, Λατ. dignitas, Εὐρ. Ἱκ. 424, Θουκ. 2. 34, 65, κτλ. εἶναι ἐν ἀξιώματι ὑπὸ ἀστῶν ὁ αὐτ. 6. 15· τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξ. Δημ. 1384. 3: ― μετὰ γεν. ἀντικειμεν., ἀξ. ἔχειν ἀρετῆς, φήμην δι’ ἀρετήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 6. 3) τάξις, θέσις, ἀξιώματος ἀφάνεια Θουκ. 2. 27· γένει καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Ἰσοκρ. 385Ε: ― ἐπὶ πραγμάτων, ἀξία, ποιότης, οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι Θουκ. 5. 8. ΙΙ. ὅ,τι νομίζεται κατάλληλον, ἀπόφασις, σκοπός, δαιμόνων Σοφ. Ο. Κ. 1452, πρβλ. 1459· τὰ τῶν προγόνων ἀξ. Δημ. 298. 4. 2) ἐν τῇ ἐπιστήμῃ, ὅ,τι παραλαμβάνεται ὡς βάσις τῆς ἀποδείξεως, ἤτοι αὐταπόδεικτός τις ἀρχή, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 15, Ἀν. Ὕστ. 1. 3, 7, κ. ἀλλ.: ― ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, αὐταπόδεικτον θεώρημα, ἀξίωμα, ὡς καὶ νῦν, αὐτόθι 1. 10, 4, Μεταφ. 3. 3, 1, κ. ἀλλ. 3) ἀπαίτησις, αἴτησις, Πλούτ. 2. 633C.

Greek Monolingual

το (AM ἀξίωμα) αξιώ
1. ανώτερη θέση, βαθμός
2. (Λογ. -Μαθ.) αυταπόδεικτη αρχή, ό,τι λαμβάνεται ως βάση απόδειξης
αρχ.
1. φήμη, υπόληψη
«τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξίωμα» (Δημοσθ.), «ἀξίωμα ἔχειν ἀρετῆς» — φήμη για την αρετή του (Αριστοτ.)
2. αξία, ποιότητα
«οὑ τῷ πλήθει ἀλλά τῷ ἀξιώματι» — όχι ως προς τον αριθμό αλλά ως προς την αξία (Θουκ.)
3. απόφαση («τὰ τῶν προγόνων ἀξιώματα», Δημοσθ.)
4. τιμή, αυτό για το οποίο θεωρείται άξιος κάποιος («τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα» — η τιμή του να αντιπροσωπεύει την πόλη, Δημοσθ.)
5. απαίτηση, αίτηση
6. θεωρία, φιλοσοφική άποψη («τὸ τοῦ Ζήνωνος ἀξίωμα», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἀξίωμα: ἀξιώματος, τό (ἀξιόω),
I. 1. αυτό για το οποίο κάποιος θεωρείται άξιος, τιμή, σε Ευρ.· γάμων ἀξ., τιμή γάμου, στον ίδ.
2. τιμή, εκτίμηση, φήμη, Λατ. dignitas, σε Ευρ., Θουκ.
3. τάξη, θέση, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, αξία, ποιότητα, στον ίδ.
II. 1. αυτό που θεωρείται κατάλληλο, σκέψη, απόφαση, σκοπός, επιδίωξη, σε Σοφ., Δημ.
2. στα Μαθηματικά, αυταπόδεικτο θεώρημα, αξίωμα, σε Αριστ.

Middle Liddell

ἀξιόω
I. that of which one is thought worthy, an honour, Eur.; γάμων ἀξ. honour of marriage, Eur.
2. honour, reputation, Lat. dignitas, Eur., Thuc.
3. rank, position, Thuc.:—of things, worth, quality, Thuc.
II. that which is thought fit, a decision, purpose, Soph., Dem.
2. in Mathematics, a self evident theorem, an axiom, Arist.

English (Woodhouse)

celebrity, condition, distinction, eminence, estimation, fame, high rank, honor, honour, importance, intention, position, purpose, rank, reputation, station, a self-evident proposition, good name, high position, what is said of one, what is thought of one

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

τό petición παρακαλῶ σε, νεκύδαιμον ... ἀκοῦσαι τοῦ ἐμοῦ ἀξιώματος te suplico, demon de muerto, que escuches mi petición P LI 5

Translations

decision

Arabic: قَرَار‎, تَصْمِيم‎; Egyptian Arabic: حكم‎; Hijazi Arabic: قرار‎; Armenian: որոշում; Azerbaijani: qərar; Basque: erabaki; Belarusian: рашэнне; Bulgarian: решение; Catalan: decisió; Chinese Cantonese: 決定; Mandarin: 決定, 决定; Czech: rozhodnutí; Danish: beslutning; Dutch: beslissing, besluit; Esperanto: decido; Finnish: päätös; French: décision; Georgian: გადაწყვეტილება; German: Entscheidung, Beschluss; Greek: απόφαση; Ancient Greek: αἶσα, ἀξίωμα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, βουλιτία, βραβεία, βράβευμα, γνώμη, γνῶσις, δέκρητον, διαβούλιον, διαγνώμη, διαγνωρισμός, διάγνωσις, διαδικασία, διάκρισις, διάληψις, διάλημψις, διόρισις, δόγμα, δόκημα, δόκησις, ἔγκρισις, ἐκδικία, ἐπίγνωσις, θελημοσύνη, κρίμα, κρῖμα, κρίσις, ὅρος, σύγκρισις, ψήφισμα, ϝαδά; Hebrew: הַחְלָטָה‎; Hindi: निर्णय, फ़ैसला; Hungarian: döntés; Icelandic: ákvörðun; Irish: cinneadh; Italian: decisione; Japanese: 決定, 決断; Kazakh: шешім; Khmer: សម្រេច, សាលក្រម, ការសម្រេចចិត្ត; Korean: 결정; Kurdish Central Kurdish: بڕیار‎; Latin: consultum, decretum; Latvian: lēmums, apņemšanās; Lezgi: къарар; Lithuanian: sprendimas, nutarimas; Macedonian: одлука; Malay: keputusan; Maltese: deċiżjoni; Maori: tatūnga; Middle French: decision; Mizo: thutlûkna; Mongolian: шийдвэр; Ngazidja Comorian: âzma; Norwegian Bokmål: beslutning; Occitan: decision; Oromo: murtii; Papiamentu: desishon; Persian: تصمیم‎; Polish: decyzja; Portuguese: decisão; Romanian: decizie, hotărâre; Russian: решение, урегулирование; Serbo-Croatian Cyrillic: одлука, решење; Roman: odluka, rešenje, rješenje; Slovak: rozhodnutie; Slovene: odločitev; Sorbian Lower Sorbian: rozsud; Spanish: decisión; Swedish: beslut; Tabasaran: къарар; Ukrainian: рі́шення, вирішення; Vietnamese: quyết định; Zazaki: qerar, hıkum

decree

Arabic: أَمْر‎, مَرْسُوم‎; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان‎; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman