Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βιβρώσκω

From LSJ
Revision as of 21:44, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβρώσκω Medium diacritics: βιβρώσκω Low diacritics: βιβρώσκω Capitals: ΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: bibrṓskō Transliteration B: bibrōskō Transliteration C: vivrosko Beta Code: bibrw/skw

English (LSJ)

Babr.108.9, (cf. βρώζω, βορά)· βρώσομαι Philostr.VA3.40: aor. ἔβρωσα (ἀν-) Nic.Th.134; inf. βρῶξαι (κατα-) Epic. in Arch.Pap.7.5: Ep. aor. 2 ἔβρων Call.Jov.49, (κατ-) h.Ap.127: pf. βέβρωκα Il.22.94, Eup.68; sync. part. βεβρώς, ῶτος, S.Ant.1022; opt. βεβρώθοις, as iffrom pf. βέβρωθα, Il.4.35:—Pass., pres., Hp.Aff.4:fut. βρωθήσομαι Lyc.1421, S.E.P.3.227; βεβρώσομαι Od.2.203: aor ἐβρώθην Hp.Acut.37, etc., (κατ-) Hdt.3.16: pf. βέβρωμαι A.Ag.1097 (lyr.), (δια-) Pl. Ti.83a, (κατα-) SIG2587.310: plpf. ἐβέβρωτο Hp.Epid.4.19. —In Ion. Prose and LXX βέβρωκα ἐβρώθην βέβρωμαι take the place of Att. ἐδήδοκα ἠδέσθην ἐδήδεσμαι:—eat, eat up, βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ' Il.22.94, etc.; οὐδὲν βεβρ. Eup.68: c. gen., eat of a thing, [λέων] βεβρωκὼς βοός Od.22.403; τῶν μελῶν βεβρωκότες Ar.V.463; κρειῶν τε καὶ αἵματος Theoc.25.224: abs., βεβρωκώς, opp. πεινῶν, Arist.HA 629b9; β. καὶ πεπωκώς Id.Fr.232, cf. Plb.3.72.6, Ev.Jo.6.13:—Pass., βιβρώσκομαι = to be eaten, Hp.Acut.37; of teeth, decay, Id.Epid.4.19; χρήματα δ' αὖτε κακῶς βεβρώσεται will be devoured, Od.2.203; βεβρωμένοι ἄρτοι mouldy bread, LXX Jo.9.12; ῥίζα βεβρωμένη = worm-eaten root, Dsc.3.9; to be bitten, ὑπὸ τῶν κροκοδείλων Gal.14.246.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. med. fut. βεβρώσεται Od.2.203, βρώσεται Philostr.VA 3.40; v. pas. aor. part. βρωθέντας Gal.14.246; perf. opt. βεβρώθοις Il.4.35, part. βεβρῶτες S.Ant.1022]
1 comer, devorar c. ac. κακὰ φάρμακα Il.22.94, ἀναρίστητος ὢν κοὐδὲν βεβρωκώς Eup.77, τὰ βρώματα Hp.Dieb.Iudic.5, εἰ γὰρ βρώσεταί τι τούτων Philostr.l.c., en v. pas. τὰ σκήνεια τῆς σκηνῆς εὕρηκα βεβρωμένα encontré los tirantes de la tienda comidos por los gusanos, PCair.Zen.353.3 (III a.C.), ῥίζα ... βεβρωμένη raíz agusanada Dsc.3.9
c. gen. part. (λέων) βεβρωκὼς βοός Od.22.403, ἀνδροφόρου ... αἵματος λίπος S.l.c., βεβρωκὼς κρειῶν τε καὶ αἵματος Theoc.25.224
abs. ὁκότε νεωστὶ βεβρωκὼς εἴη inmediatamente después de comer Hp.Epid.5.6, cf. Hp.Aff.61, ἃ ἐπερίσσευσαν τοῖς βεβρωκόσιν Eu.Io.6.13, op. πεινάω: ὁ λέων ... μὴ πεινῶν καὶ βεβρωκὼς πραότατος Arist.HA 629b9, cf. Fr.232, Plb.3.72.6
en v. pas. κρεηφαγίη πολλὴ παρὰ τὸ ἔθος βρωθεῖσα Hp.Acut.10, (συροπέρδιξ) βρωθῆναί τε ἡδίων τοῦ ἑτέρου Ael.NA 16.7, τὸ βρωθὲν ἐπέφθη lo comido se cuece Arr.Epict.2.9.18, cf. Hp.Aff.4, Lyc.414, 912, 1251, 1421, D.P.Au.1.4, Ael.VH 1.9
ser pastado ἕως τοῦ βεβρωμένου χόρτου PStras.119.23 (I d.C.)
ser mordido τοὺς ὑπὸ τῶν κροκοδείλων βρωθέντας Gal.l.c., cf. PSI 760.4 (III/IV d.C.).
2 usos fig. devorar c. ac. de pers. en el sent. destrozar, acabar con ὠμὸν βεβρώθοις Πρίαμον Il.4.35
c. ac. de cosa gastar, consumir en v. pas. χρήματα κακῶς βεβρώσεται Od.2.203
en v. pas. de dientes estar cariados Hp.Epid.4.19, 25
c. gen. nutrirse, imbuirse τῶν μελῶν τῶν Φιλοκλέους Ar.V.463.
• Etimología: De la r. *gerH3- ‘tragar’ en grado ø y red., cf. ai. gīrṇá- ‘tragado’, lituan. gìrtas y c. otro grado vocálico ai. gárgara- ‘barranco’, gr. βορά, lat. vorō, etc.

German (Pape)

[Seite 444] fut. βρώσομαι als unattisch verworfen von den Atticisten, findet sich nur einzeln bei Sp., wie Philostr. v. Apoll. c. 40; aor. ἔβρων H. h. Ap. 127 Callim. 49; öfter kommen vor perf. βέβρωκα, Hom.; Ar. Vesp. 462; βεβρώκοι Her. 1, 119; part. βεβρῶτες Soph. Ant. 1022; pass. βέβρωμαι, ἐβρώθην;essen, verzehren, φάρμακα βεβρωκώς Il. 22, 94; übertr., Od. 2, 203 χρήματα βεβρώσεται fut. pass.; βρωθήσομαι Lycophr. 1421; τινός βεβρωκώς Od. 22, 403, wie Soph. Ant. 1022; Ar. Vesp. 462; κρειῶν βεβρωκώς Theocr. 25, 224. Sp. D.; Prosa, z. B. Pol. 3, 72.

French (Bailly abrégé)

f. βρώσομαι, ao.2 ἔβρων, pf. βέβρωκα;
Pass. f. βρωθήσομαι, ao. ἐβρώθην, pf. βέβρωμαι, f.ant. βεβρώσομαι;
dévorer, manger avec avidité : τι qch, τινός une part de qch, manger avidement de qch ; fig. dévorer ou engloutir (une fortune).
Étymologie: R. Βορ ou Βρω, dévorer, engloutir ; cf. βορά, βρῶμα et lat. voro.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιβρώσκω, aor. pass. ἐβρώθην; perf. act. βέβρωκα, ep. opt. 2 sing. βεβρώθοις, poët. ptc. βεβρώς, perf. med.-pass. βέβρωμαι; fut. perf. βεβρώσομαι
1. act. eten, vreten; met acc..; βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ (α) veel giftige kruiden gegeten hebbend Il. 22.94; met gen. (partit.). βεβρωκώς βοός het rund aangevreten hebbend Od. 22.403.
2. pass. verteerd worden:; κρεηφαγίη πολλή... βρωθεῖσα een grote portie vlees die verteerd is Hp. Acut. 37; rotten, van tanden; Hp.; overdr.. χρήματα... κακῶς βεβρώσεται zijn bezittingen zullen lelijk naar de knoppen gaan Od. 2.203.

Russian (Dvoretsky)

βιβρώσκω: (aor. ἔβρωξα или ἔβροξα, pf. βέβρωκα; pass.: fut. βρωθήσομαι, эп. fut. 3 βεβρώσομαι, pf. βέβρωμαι)
1 есть, поедать, пожирать (τι Hom., Soph., Her. и τινός Hom., Arph., Theocr.): βεβρωκὼς καὶ πεπωκώς Polyb., Arst. наевшись и напившись;
2 проедать, расточать (χρήματα βεβρώσεται Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: devour (Il.).
Other forms: The meaning implies not so much a present (for which ἐσθίω is used to a certain extent). βέβρωκα (Il.), βεβρώθοις Δ 35 (s. Chantr. Gramm. hom. 1, 429), βεβρώσεται (Od.), βέβρωμαι (A.), ἔβρων (h. Ap. 122), (hell.), ἐβρώθην (Hdt.). Other forms are late: βρώζω (Herod.), fut. βρώσομαι, βιβρώσκω (Babr.), ἀναβρώσκων (H.), ἔβρωσα, -ξα (Hell.). Desider. βρωσείω desire to eat (Call.).
Compounds: ὠμο-βρώς, -τος. δημο- (devouring his people), θυμο-βόρος (Il.), cf. Lat. carni-vorus.
Derivatives: Nom. actionis: βρωτύς (Il.) and βρῶσις (Il.) food (Chantr., BSL 59, 1964) 11-22); also βρώμη (Od.), βρῶμα (Ion.-Att.); βρωτόν (E.); βρώσιμος eatable (A.). - Nom. agentis: βρωτήρ (A.), as moth also βρωστήρ (Aq.). βορά food (of a predator). - On βούβρωστις s. v.
Origin: IE [Indo-European] [474] *gʷerh₃- devour
Etymology: Root *gʷerh₃-. The zero grade in the verbal adj. βρωτός, which agrees with Lith. gìrtas drunk and Skt. gīrṇá- devoured. The aor. in Arm. 3. sg. eker (*e-gʷerh₃-et = Gr. *ἔδερε, *ἔβερε) to pres. utem; Skt. aor. garat, gārīt; Greek has ἔβρως etc., with zero grade generalized from the plural. Perf. Skt. jagāra (*gʷe-gʷorh₃-e = Gr. *βέβορε). Greek generalized βρω- from the verb. adj. and the plural aor. and perf. Pres. Skt. giráti < *gʷrh₃-e/o-, which agrees with OCS. žьrǫ. Lat. vorāre may be denom. - Not here βάραθρον. Cf. δέρη.

Middle Liddell

[The Root is !βορ, v. βορά, Lat. voro.]
to eat, eat up, βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ' Il.: c. gen. to eat of a thing, βεβρωκὼς βοός Od.:—Pass. to be eaten, χρήματα βεβρώσεται will be devoured, Od.

English (Autenrieth)

perf. part. βεβρωκώς, pass. fut. βεβρώσεται: eat, devour; χρήματα βεβρώσεται, Od. 2.203.

English (Abbott-Smith)

βιβρώσκω, poët, and late prose, [in LXX for אכל;]
to eat: Jo 6:13.†

English (Strong)

a reduplicated and prolonged form of an obsolete primary verb (perhaps causative of βόσκω); to eat: eat.

English (Thayer)

(βρώσκω) unused present whence perfect βέβρωκα; see βιβρώσκω.

Greek Monolingual

βιβρώσκω (Α)
Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω
II. (-ομαι)
1. τρώγομαι
2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι
3. (για ψωμί) μουχλιάζω
4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς, βεβρώσεται, βεβρώθοις), ενώ ο αρκετά μτγν. και σπάνια χρησιμοποιούμενος ενεστ. βιβρώσκω καθώς και το όλο ρηματικό σύστημα σχηματίστηκε μορφολογικά από θ. βρω- των προγενέστερων ρηματικών τύπων παρακμ. (βέβρωκα, βέβρωμαι), αόρ. (έβρων) και του ρηματικού επιθ. βρωτός. Το θ. βρω- προέρχεται είτε από μακρόφωνη μονοσύλλαβη ρίζα (< gwr- < gwr∂- < gwer- «καταπίνω καταβροχθίζω»), είτε από δισύλλαβη ρίζα βερη με μηδενισμένο το α' φωνήεν και ετεροιωμένο το β'. Το ίδιο θέμα απαντά πιθ. στο λιθ. gĭrtas «μεθυσμένος», αρχ. ινδ. gīrna- «καταβροχθισμένος» (βλ. και λ. βρωτός). Αξιοσημείωτο είναι ότι η απαθής βαθμίδα της μονοσύλλαβης ρίζας gwer- απαντά στο αρμ. (αόρ.) e-ker «έφαγε», λιθ. geriu, gerti «πίνω», η ετεροιωμένη βαθμίδα στα βορά, λατ. voro «καταπίνω, καταβροχθίζω», αρχ. ινδ. jagāra, ενώ η ασθενής βαθμίδα στο αρχ. ινδ. girati.
ΠΑΡ. βρώμα, βρώσις
αρχ.
βρώμη, βρώμος, βρωσείω, βρωστήρ, βρωτήρ, βρωτύς.
ΣΥΝΘ. βιαβιβρώσκω, καταβιβρώσκω, υποβιβρώσκω
αρχ.
αναβιβρώσκω, αντιβιβρώσκω, αποβιβρώσκω, εκβιβρώσκω, επιβιβρώσκω, περιβιβρώσκω, προβιβρώσκω. Τέλος, σύνθετα με β' συνθετικό -βρως (< θ. βρω-): τριχόβρως (και -βρώς)
αρχ.
αβρώς, αλιβρώς, ανδροβρώς, βαρυβρώς, ημιβρώς, κρατοβρώς, νεοβρώς, οινοβρώς, σαρκοβρώς, σιδηροβρώς, χειροβρώς, ωμοβρώς
μσν.
παιδοβρώς.

Greek Monotonic

βιβρώσκω: μέλ. βρώσομαι, αόρ. αʹ ἔβρωσα, Επικ. αόρ. βʹ ἔβρων, παρακ. βέβρωκα· συγκεκ. τύπος μτχ. βεβρώς, -ῶτος· τύπος Ευκτ. βεβρώθοις, όπως αν προερχόταν από παρακ. βέβρωθα, απαντά σε Ομήρ. Ιλ.· Παθ. μέλ. βεβρώσομαι, αόρ. αʹ ἐβρώθην, παρακ. βέβρωμαι (√ΒΟΡ, βλ. βορ-ά, Λατ. vor-o), τρώω, κατατρώω· βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ', σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., τρώγω από κάποιο πράγμα, τρώγω μέρος πράγματος· βεβρωκὼς βοός, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τρώγομαι· χρήματα βεβρώσεται, θα αφανισθούν, θα καταφαγωθούν, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

βιβρώσκω: Βάβρ. 108. 9· βρώσομαι Φιλόστρ. 129, Χρησμ. Σιβ. 7. 157 (ἴδε Φρύν. σ. 347)· ἀόρ. ἔβρωσα (ἀν-) Νικ. Θ. 134· (οἱ τύποι βρώξω, ἔβρωξα εἶναι πιθ. σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ βρύξω, ἔβροξα, ἴδε Λυκ. 678, Ἀνθ. II. 11. 271, καὶ πρβλ. *βρόχω)· Ἐπ. ἀόρ. β΄ ἔβρων Καλλ. εἰς Δία 49, (κατ-) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 127· πρκμ. βέβρωκα Ὅμ., Ἀττ.· μετοχ. κατὰ συγκοπὴν βεβρώς, ῶτος, Σοφ. Ἀντ. 1022· εὐκτική τις βεβρώθοις, ὡσεὶ ἐκ πρκμ. βέβρωθα, ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Δ. 35 (πρβλ. καταβρώθω). – Παθ., ἐνεστ., Ἱππ.· μέλλ. βρωθήσομαι Λυκ. 1121, Σέξτ. Ἐμπ.· βεβρώσομαι Ὀδ.· ἀόρ. ἐβρώθην Ἱππ. 389. 32, κτλ., (κατ-) Ἡρόδ. 3. 16· πρκμ. βέβρωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097, Πλάτ., κτλ.· ὑπερσ. ἐβέβρωτο Ἱππ. 112Η· – οἱ ἐλλείποντες χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ √ΒΟΡ παράγονται ὡσαύτως τὰ βορά, βορός, βρῶμα· πρβλ. Λατ. voro, vorax, vorago (ὥστελέξις βάραθρον ἀνήκει ἴσως εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν)· Σανσκρ. gar, gir âmi sarbeo)· Λιθ. gérti (bibere)· ἴδε ἐν Β β). Τρώγω, κατατρώγω, βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ’ Ἰλ. Χ. 94, κτλ.· οὐδὲν βεβρ. Εὔπολ. Βαπτ. 3 κ. ἀλλ.· (ἴδε ἐκβιβρώσκω, λίπος)· μ. γεν., τρώγω ἔκ τινος πράγματος (μέρος δηλ.), (λέων) βεβρωκὼς βοὸς Ὀδ. Χ. 403· τῶν μελῶν βεβρωκότες Ἀριστοφ. Σφηξ. 462· ἀπολ., βεβρωκώς, ἀντίθ. τῷ πεινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 44, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 223· – παθ., τρώγομαι, Ἱππ., κτλ., ἴδε ἀνωτ.· χρήματα δ’ αὖτε κακῶς βεβρώσετε, θὰ καταφαγωθῶσιν, Ὀδ. Β. 203.

Frisk Etymology German

βιβρώσκω: {bibrṓskō}
Forms: βέβρωκα, ἔβρων usw. (zu den einzelnen Formen s. unten).
Grammar: v.
Meaning: ‘(auf)essen, verzehren’ (seit Il.);
Derivative: Mehrere Ableitungen, die alle von der Wurzelform βρω- ausgehen. Nomina actionis: βρωτύς (ep. poet.) und βρῶσις (ep. ion. hell.) Speise, Nahrung (Versuch einer semantischen Differenzierung bei Benveniste Noms d'action 67; noch unglaubhafter über die Bedeutung Holt Les noms d'action en -σις 80ff.; vgl. noch Porzig Satzinhalte 184); im selben Sinn auch βρώμη (ep. seit Od.) und βρῶμα (ion. att.) mit βρωμάτιον (Ath.) und βρωματίζω zu essen geben (Aq.); außerdem βρωτόν (: ποτόν; E., X. usw.); von βρῶσις: βρώσιμος eßbar (A. usw.; nach πότιμος, ἐδώδιμος, Arbenz Die Adj. auf -ιμος 50f.). — Nomen agentis: βρωτήρ Fresser, fressend, verzehrend (A. usw.), im Sinn von Motte auch βρωστήρ (Aq.). — Adj. βρωτικός gefräßig (Hp., Arist. u. a.). — Deverbativum: βρωσείω zu essen wünschen, hungrig sein (Kall.). — Zu βούβρωστις s. bes.
Etymology: Das Verb βιβρώσκω nebst den obengenannten Ableitungen hat sich vom Perfekt βέβρωκα (Il.; vgl. πέπωκα; daneben der einmalige Opt. βεβρώθοις Δ 35; vgl. dazu Chantraine Gramm. hom. 1, 429; anders, nicht besser, Schwyzer 662), βέβρωμαι (A.), wohl auch vom Aorist ἔβρων (h. Ap. 122) aus zu einem vollständigen Paradigma entwickelt: Fut. βρώσομαι (hell.), Präs. βιβρώσκω (Babr.), βρώζω (Herod.), ἀναβρώσκων (H.). Auch neue Aoristformen traten hinzu: ἐβρώθην (Hdt.), ἔβρωσα, -ξα (hell., vgl. βρόξαι). — Sogar die ältesten Formen dieses weitverzweigten Paradigmas stehen isoliert. Nur das Verbaladjektiv βρωτός eßbar (E. X. usw.; alt?) kann im Ablaut zu lit. gìrtas betrunken und zu aind. gīrṇá- verschlungen stimmen, obwohl das etwas unsicher ist; s. zu dieser schwierigen Frage Schwyzer 360f. Sonst weichen die verschiedenen Sprachen stark voneinander ab: z. B. arm. Aor. 3. sg. eker (idg. *e-ger-et = gr. *ἔδερε, *ἔβερε) neben dem Präs. utem (zu idg. ed-) mit demselben Suppletivsystem wie ursprünglich für das Griechische vermutet werden kann; aind. Perf. jagāra (idg. *ge-gor-e = gr. *βέβορε), Aor. garat, gārīt, wozu Präs. giráti, formal = aksl. žьrǫ, aber trotzdem wahrscheinlich parallele Neubildungen; lat. vorāre, s. zu βορά. Das griechische System hat sich somit schon in ältester Zeit ausgeglichen, wobei die Wurzelform βρω- von einem nicht sicher festzustellenden Ausgangspunkt weiterwucherte. Unabhängige Bildungen haben sich nur in βάραθρον und βορά (-βόρος) ebenso wie in dem abseitsstehenden δέρη (s. dd.) erhalten.
Page 1,235-236

Chinese

原文音譯:bibrèskw 比不羅士可
詞類次數:動詞(1)
原文字根:餵食物
字義溯源:喫*;約翰福音用這字記載主耶穌用五餅二魚餵飽五千人,他們‘’了剩下的零碎,裝滿十二籃( 約6:13)
同源字:1) (βιβρώσκω)喫 2) (βρῶμα)食物 3) (βρώσιμος)可喫的 4) (βρῶσις)食
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 喫了(1) 約6:13

Mantoulidis Etymological

(=τρώω). Ἀπό ρίζα βορ-, μέ μετάθεση: βρο καί μέ ἔκταση: βρω + ἐνεστωτικό ἀναδιπλασιασμό καί τό πρόσφυμα σκ → βι-βρώ-σκ-ω.
Παράγωγα: βορά (=τροφή), βορός (=ἀχόρταγος), αἱμοβόρος, θυμοβόρος, δημοβόρος, βρῶμα (=φαγητό), βρώμη (=τροφή), βρῶμος (=δυσωδία), βρώσιμος (=φαγώσιμος), βρῶσις (=φαγητό), βρωτέος, βρωτήρ (=αὐτός πού τρώει), βρωτικός, διαβρωτικός, βρωτός, ἡμίβρωτος, βρωτύς (=φαγητό), ἐλλέβορος (=βοτάνι γιά τήν παραφροσύνη), σκωληκόβρωτος.

Translations

Abkhaz: афара; Afrikaans: eet; Ahom: 𑜀𑜢𑜃𑜫; Ainu: エ, イペ; Akkadian: 𒅥; Aklanon: kaon; Albanian: ha; Ambonese Malay: makang, cake; Amharic: መብላት, በላ; Andi: икунну; Apache Western Apache: yiyąą, dáii'da; Arabic: أَكَلَ‎ imperfective: يَأْكُلُ‎; Egyptian Arabic: كل‎; Gulf Arabic: كلا‎; Aragonese: minchar; Aramaic: ܐܟܠ‎, אכל‎; Armenian: ուտել; Old Armenian: ուտեմ; Aromanian: mãc; Assamese: খা; Asturian: yantar, xintar; Atayal: niqun; Atikamekw: mitciso; Avar: кваназе; Azerbaijani: yemək; Bakhtiari: خردن‎; Bashkir: ашау; Basque: jan; Bavarian: èssn; Belarusian: есці, есьці, з'есці; Bengali: খাওয়া; Brahui: kunak; Breton: debriñ; Bulgarian: ям, храня се; Burmese: စား, သုံးဆောင်, ဘုဉ်းပေး; Buryat: эдихэ; Catalan: menjar; Cebuano: kaun, kaon; Chechen: даа; Chichewa: -dya; Chinese Cantonese: 食, 吃; Dungan: чы; Gan: 吃; Hakka: 食; Jin: 吃; Literary Chinese: 餔; Mandarin: 吃, 食, 餔, 𫗦; Min Dong: 食; Min Nan: 食; Wu: 吃; Xiang: 吃; Chukchi: ӄамэтвак; Chuukese: mongo; Corsican: manghjà; Crimean Tatar: aşamaq; Czech: jíst, sníst; Dalmatian: mančur; Danish: spise, æde; Dolgan: аһаа; Dutch: eten, vreten, consumeren; Middle Dutch: eten; East Central German: assn; Elfdalian: jätå; Esperanto: manĝi; Estonian: sööma; Even: дьэб-; Evenki: дев-; Faroese: eta; Fijian: daliga; Finnish: syödä; Franco-Provençal: mengier; French: manger, bouffer; Friulian: mangjâ; Galician: comer, gandir; Ge'ez: በልዐ; Georgian: ჭამა; German: essen, fressen; Alemannic German: ässe; Old High German: ezzan, еʒʒan; Gothic: 𐌹𐍄𐌰𐌽, 𐌼𐌰𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: τρώω, τρώγω, σιτίζομαι, εσθίω; Ancient Greek: βιβρώσκω, βρύκω, δαίνυμι, δάπτω, δαρδάπτω, ἔδω, ἐσθίω, ἔσθω, καταβιβρώσκω, κατεσθίω, πατέομαι, σιτέω, σιτέομαι, σιτίζομαι, τρώγω, φαγεῖν, -φαγέω; Greenlandic: nerivoq; Guaraní: 'u; Gujarati: ખાવું; Gullah: nyam; Haitian Creole: manje; Hausa: ci; Hawaiian: ʻai; Hebrew: אָכַל‎; Higaonon: kaun; Hiligaynon: kaon, magkaon, áb-ab; Hindi: खाना, लेना; Hittite: 𒂊𒀉𒈪; Hungarian: eszik; Hunsrik: esse; Icelandic: borða, éta, eta; Ido: manjar; Indonesian: makan; Ingush: даа; Irish: ith; Isnag: kan; Istriot: magnà; Istro-Romanian: măncå; Italian: mangiare; Japanese: 食べる, 食う, 食事する, 召し上がる, 頂く; Jarai: ƀŏng, huă; Javanese: dhahar, mangan, nguntal, mbadhog; Judeo-Italian: אכלר‎; Kabuverdianu: kume; Kabyle: ečč; Kalmyk: идх; Kannada: ತಿನ್ನು; Kashmiri: کھیٛۆن‎; Kashubian: jesc; Kazakh: жеу; Khasi: bam; Khmer: ញ៉ាំ, ពិសា, ស៊ី, ហូប; Kikuyu: kũrĩa; Korean: 먹다, 드시다, 잡수시다, 섭취하다; Kumyk: ашамакъ; Kurdish Central Kurdish: خواردن‎; Northern Kurdish: xwarin; Kyrgyz: жеш; Ladino: komer, kumer; Laboya: ya; Lao: ກິນ, ທານ; Latin: edo, comedo, manduco; Latvian: ēst; Limburgish: aete; Lithuanian: valgyti, ėsti(used for animals and ill-mannered people); Lombard: mangià, magnà; Low German: eten; Luo: chamo; Luwian: 𒀀𒁺𒈾; Luxembourgish: iessen, buffen, friessen; Lü: ᦂᦲᧃ; Macedonian: јаде; Maguindanao: kuman; Malay Jawi: ماکن‎, سنتڤ‎; Rumi: makan, santap; Malayalam: കഴിക്കുക, തിന്നുക, ഉണ്ണുക; Maltese: kiel; Manchu: ᠵᡝᠮᠪᡳ; Manx: ee; Maore Comorian: uɗya; Maori: kai, haupa; Maranao: kan; Marathi: खाणे; Marwari: खाणौ; Middle English: eten; Mongolian Cyrillic: идэх; Mongolian: ᠢᠳᠡᠬᠦ; Mòcheno: èssn; Nahuatl: cuā; Nanai: депури, сиаори; Navajo: ashą́; Neapolitan: mangià, magnà; Nepali: खानु; Ngazidja Comorian: hula; Nivkh: иньдь; Norman: mangi; North Frisian: iidj, iit; Northern Ohlone: ahmush; Northern Sami: borrat; Northern Thai: ᨠᩥ᩠ᨶ; Northern Yukaghir: лэв-; Norwegian Bokmål: spise, ete; Nynorsk: eta / ete; Occitan: manjar; Ojibwe: wiisini, amo, miijin; Okinawan: 食むん; Old Church Slavonic Cyrillic: ꙗсти; Glagolitic: ⱑⱄⱅⰹ; Old English: etan; Old Frisian: ita; Old Norse: eta; Old Saxon: etan; Oriya: ଖାଇବା; Oromo: nyaachuu; Ossetian: хӕрын; Pali: khādati; Pashto: خوړل‎; Pennsylvania German: esse; Persian: خوردن‎; Pipil: -kwa, -cua; Polish: jeść, zjeść, żreć; Portuguese: comer; Punjabi: ਖਾਣਾ; Quechua: mikhuy, mikui; Rapa Nui: kai; Romagnol: magnê; Romanian: mânca; Romansch: mangiar, magliar; Russian: есть, поесть, съесть, кушать, покушать, скушать, питаться, жрать, пожрать, сожрать, употребить; Rusyn: ї́сти; Sanskrit: अत्ति, खादति; Sardinian: mandigare; Scottish Gaelic: ith; Serbo-Croatian Cyrillic: је̏сти, јисти, по̀јести, вѐчерати; Roman: jȅsti, jisti, pòjesti, vèčerati; Shan: ၵိၼ်; Sherpa: ཟ; Shilluk: camo; Sicilian: manciàri, manciari; Sindhi: کائِڻُ‎; Sinhalese: කනවා, වලඳීනවා; Skolt Sami: poorrâd; Slovak: jesť; Slovene: jesti; Sorbian Lower Sorbian: jěsć; Upper Sorbian: jěsć; Sotho: ja; Spanish: comer; Sundanese: tuang, neda, dahar, lebok, nyatu, lolodok, jajablog; Swahili: kula; Swedish: äta; Sylheti: ꠈꠣꠃꠣ; Tagalog: kain, kumain, kainin; Tai Dam: kin, ꪀꪲꪙ; Tajik: хӯрдан; Tamil: சாப்பிடு, உண், தின்; Tatar: ашарга; Tausug: kaun; Telugu: తిను, భుజించు; Tetum: han; Thai: กิน, รับประทาน, ทาน, ฉัน, แดก, เสวย; Tibetan: ཟ, མཆོད; Tocharian B: śu-, tāpp-; Tok Pisin: kai; Turkish: yemek; Turkmen: iýmek; Tuvan: чиир; Ugaritic: 𐎀𐎋𐎍; Ukrainian: ї́сти; Urdu: کھانا‎; Uyghur: يېمەك‎; Uzbek: yemoq; Venetian: magnar; Vietnamese: ăn, ăn cơm, xơi; Waray-Waray: ka-un; Welsh: bwyta; West Frisian: ite; Western Bukidnon Manobo: ka'an; Yagnobi: хварак; Yakut: аһаа, сиэ; Yiddish: עסן‎; Yucatec Maya: hanal; Yup'ik: ner'uq; Zazaki: werdene; Zealandic: ete; Zhuang: gwn; Zulu: -dla; ǃXóõ: ʻâã