μοῦσα

From LSJ
Revision as of 13:12, 11 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Middle Liddell

Μοῦσα, ης, ἡ, [*μάω]
I. the Muse, in plural the Muses, goddesses of song, music, poetry, dancing, the drama, and all fine arts, Hom.: the names of the nine were Clio, Euterpe, Thalia, Melpomene, Terpsichore, Erato, Polymnia or Polyhymnia, Urania, and Calliope, Hes.,
II. μοῦσα, as appellat., music, song, Pind., Trag.:—also eloquence, Eur.:—in pl. arts, accomplishments, Ar., Plat.

German (Pape)

[Seite 210] ἡ, äol. μοῖσα, dor. μῶσα, lakon. μῶα, Ar. Lys. 1249, die Muse; zunächst personificirt, Göttinn des Gesanges u. der Tonkunst übh., wie der Dichtkunst, der Tanzkunst, der Schauspielkunst u. übh. jeder das Leben verschönernden u. veredelnden Kunst; bei Hom. findet sich sowohl der sing., als der plur., aber ohne daß eine bestimmte Zahl angegeben wird; erst in dem später gedichteten Abschnitte Od. 24, 60 werden die neun Musen erwähnt, welche Hes. Th. 77 nennt, deren jeder die spätere Zeit eine besondere Kunst oder Wissenschaft, der sie vorstand, zuwies; Paus. 9, 29, 2 sagt, daß es zuerst drei Musen, Μελέτη, Μνήμη u. Ἀοιδή gegeben, deren Namen, so wie die der neun Musen, Κλειώ, Εὐτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Οὐρανία, Ἐρατώ, Πολύμνια, Καλλιόπη, unter den nom. propr. aufzusuchen und an sich verständlich sind; vgl. Plut. Symp. 9, 14. Bei Cic. N. D. 3, 21 sind vier genannt, Thelxinoe, Melete, Aoede, Arche. Vater der Musen ist bei Hom. u. den Folgdn Zeus, Il. 2, 291 Od. 1, 10; Hes. nennt ihre Mutter die Mnemosyne, Theog. 915. Ihr Dienst ging von der thracischen Landschaft Pieria aus. – Später wird μοῦσα auch Appellativum, der Gesang, das Lied, μοῦσαν στυγερὰν ἀποφαίνεσθαι, Aesch. Eum. 298; Soph. Tr. 640; Eur. oft; vgl. Valck. Phoen. 50; μούσαισιν εὐφώνοις ἰᾶσθαι τὸν ἔρωτα, Plut. Symp. 1, 5; μ ούσης ὑποκριταί sind Schauspieler, Hdn. 3, 8; – dann überh. Kunstund Wissenschaft, seine Bildung, oft bei Plat., ἡ τοῦ Εὐθύφρονος μοῦσα, Crat. 409 d, διὰ τὸ τῆς ἀληθινῆς μούσης τῆς μετὰ λόγων τε καὶ φιλοσοφίας ἠμεληκέναι, Rep. VIII, 548 b; μούσης λέξις ist poetischer Ausdruck, Legg. VII, 795 e; neben ᾠδή, II, 668 b, und ποίησις, VIII, 829 c; so auch bei Folgdn; sp. D. nennen so auch die Sängerinn, Dichterinn. Schon Plat. Crat. 406 a leitet das Wort von μῶσθαι ab, also von μαω, erfinden; Plut. falsch von ὁμοῦ οὖσαι.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. muse;
II. p. ext.
1 science, art;
2 chant;
3 parole persuasive.
Étymologie: p. *μόντσα de *μοντjα, de la R. Μαν ou Μεν, penser ; cf. lat. musa.

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ μοῦσα, Α αιολ. τ. μοῖσα, δωρ. τ. μῶσα, λακων. τ. μῶα)
1. (συν. στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Μούσες
θυγατέρες της Μνημοσύνης και του Διός, θεότητες της ποίησης, της λογοτεχνίας, της μουσικής και του χορού και αργότερα της αστρονομίας, της φιλοσοφίας και κάθε πνευματικής αναζήτησης, προστάτιδες κάθε πνευματικής και καλλιτεχνικής εκδήλωσης («ἄνδρα μοι ἐννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον...»), Ομ. Οδ.)
2. μικρός πεπιεσμένος σπόγγος τετράγωνου, τριγωνικού ή στρογγυλού σχήματος που χρησιμοποιείται κατά τη Θεία Λειτουργία για τη «συστολή» τών Τιμίων Δώρων και για καθαρισμό του Δισκαρίου και του Αντιμηνσίου μετά τη μετάληψη τών ιερέων
νεοελλ.
1. φανταστική μορφή που πιστεύεται ότι εμπνέει τους ποιητές, η προσωποποίηση της έμπνευσης
2. η τεχνοτροπία, η ικανότητα και η ιδιοφυΐα κάθε ποιητή
3. το σύνολο τών ποιητικών έργων ενός λαού, ενός τόπου ή μιας χρονικής περιόδου
4. το φυτό μπανανιά
5. ως κύριο όν. Μούσα
αστρον. ονομασία αστεροειδούς
μσν.
ως επίθ. μουσικός, μελωδικός
αρχ.
1. μουσική, άσμα
2. ευπρέπεια
3. ευγλωττία
4. στον πληθ. αἱ μοῦσαι
προτερήματα εκπαίδευσης («ἀπαίδευτον τῶν περὶ τὰς νυμφικὰς μούσας νόμων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι ποικίλες χρήσεις της λ. μοῦσα, καθώς και το ότι η αρχική σημασία της δεν έχει απόλυτα εξακριβωθεί, έχουν οδηγήσει την ετυμολ. σε διάφορες κατευθύνσεις. Η ύπαρξη διαφορετικών τύπων ανά διάλεκτο (μοῦσα ιων-αττ., μῶσα δωρ., μοῖσα αιολ.) βεβαιώνει ότι το ου- του μοῦσα είναι προϊόν αντέκτασης ενός θηλ. ονόματος σχηματισμένου με επίθημα -ya, αλλά παραμένει ανεξακρίβωτο το θέμα της λ. Πιθανότερη, ωστόσο, θεωρείται η άποψη ότι η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. μόνθ- (> μόντ- > μόνσσ-α > μόνσ-α > μοῦσα / μῶσα / μοῖσα) και συνδέεται με τα μενθήρη, μανθάνω. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από αμάρτυρο τ. μόντ- και ανάγεται στη ρίζα men- τών μένος, μέμονα. Η άποψη αυτή όμως αφήνει ανερμήνευτη την παρουσία του -τ- στο θ. μεν-. Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται στη ρίζα men- του μένος, αλλά προέρχεται από αμάρτυρο τ. μόν-σα. Η άποψη αυτή προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, καθώς η παραγωγή θηλυκών με κατάληξη -σα είναι σπανιότατη και επειδή το σύμπλεγμα -νσ- κατά τις παλαιές αντεκτάσεις θα οδηγούσε σε σίγηση του -σ-και όχι του -ν-. Η άποψη, εξάλλου, ότι η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. μω-ντ- (πρβλ. μῶσθαι «επιθυμώ») προσκρούει και σε μορφολογικές και σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Έχει, τέλος, προταθεί η σύνδεση της λ. μοῦσα (< μόντ-), σύμφωνα με τη σημ. «νύμφη τών βουνών», με το λατ. mōns, mōntis «βουνό», όμως και η άποψη αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι η οικογένεια του λατ. mōns δεν μαρτυρείται σε άλλη λ. της Ελληνικής. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική: Μŭsa, musica, mūsaeum (πρβλ. γαλλ. Μuse, musique, mosaique)].
ΠΑΡ. μουσείον, μουσικός
αρχ.
μουσαίος, μουσάριον (Ι), μούσειος, μουσιάζω, μουσίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μουσόληπτος, μουσοτραφής, μουσουργός, μουσοφιλής
αρχ.
μουσαγέτας, μούσαρχος, μουσόδομος, μουσοδόνημα, μουσοεπής, μουσόθετος, μουσοκόλαξ, μουσομανής, μουσόμαντις, μουσομήτωρ, μουσολάτακτος, μουσόπλαστος, μουσόπνευστος, μουσόπνους, μουσοποιός, μουσοπόλος, μουσοπρόσωπος, μουσόρρυτος, μουσοτέχνης, μουσοτόκος, μουσόφθαρτος, μουσοφίλητος, μουσοχαρής, μουσωδός
μσν.
μουσόστολος, μουσότευκτος
νεοελλ.
μουσόφιλος. (Β' συνθετικό) άμουσος, φιλόμουσος
αρχ.
αγχίμουσος, απόμουσος, δύσμουσος, έμμουσος, εύμουσος, κακόμουσος, πάμμουσος, παράμουσος, ποικιλόμουσος, πολύμουσος, πτωχόμουσος, υποάμουσος
νεοελλ.
αφιλόμουσος].
(II)
μούσα και μούση, ἡ (Μ)
στόμιο δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muza].

Russian (Dvoretsky)

μοῦσα: эол. μοῖσα, дор. μῶσα, лак. μῶα ἡ (gen. pl.: эп. μουσάων, дор. μουσᾶν или μοισᾶν)
1 муза (женское божество искусства; вначале их считалось три: Μελέτη, Μνήμη и Ἀοιδή, но уже у Hom. их девять: Κλειώ - истории, Εὐτέρπη - лирической поэзии, Θάλεια - комедии, Μελπομένη - трагедии, Τερψιχόρη - пляски, Οὐρανία - астрономии, Ἐρατώ - любовной поэзии, Πολύμνια - гимнической поэзии и Καλλιόπη - эпической поэзии; все они считались дочерьми Зевса и Мнемосины: Μοῦσαι Διὸς θυγατέρες Hom.);
2 музыка, пение (μ. στυγερά, μ. εὔφημος Aesch.): μοῖσαν φέρειν Pind. петь;
3 речь, слова: τίς ἥδε μ.; Eur. что это за речь?;
4 искусство, поэзия: μούσης λέξις Plat. поэтическое выражение;
5 образование, ученость, просвещенность (τοῦ Εὐθύφρονος Plat.).

Frisk Etymology German

μοῦσα: (ion. att. seit Il.),
{moũsa}
Forms: äol. μοῖσα, dor. μῶσα, lak. μῶἁ (Ar.)
Meaning: Muse, Göttin des Gesangs und der Dichtkunst (gew. im Plur.), auch metaphor. Gesang, Musik, Poesie.
Composita : Viele Kompp., z.B. μουσηγέτης, äol. μοισαγέτας m. Musenführer = Apollon (Pi., att.; Chantraine Études 88 f. m. Lit.), ἄμουσος ohne Musen, ungebildet (ion. att.) mit ἀμουσία Mangel an Bildung (E., Pl. u.a.).
Derivative: Ableitungen: A. Subst. 1. μουσεῖον Musensitz, Schule für höhere Bildung, Museum (att. usw.), lat. mūsēum, -īum, auch Bildwerk aus bunten Steinen, Mosaik; daraus spätgr. μουσῖον ib. (W-.Hofmann s.v. m. Lit.). — 2. Μουσαϊσταί m. pl. Gilde der Musenverehrer (rhod.; wie Ἑρμαϊσταί u.a., Fraenkel Nom. ag. 1, 177). — 3. μούσωνες· οἱ κορυφαῖοι τῶν μαγείρων, καὶ οἱ τεχνῖται H.; "denen die Musen am Herzen liegen", mit Μουσώνιος, -ία (insofern nicht etrusk.; Solmsen Wortforsch. 49 m. Lit.). — 4. μουσάριον Ben. einer Augensalbe (Alex. Trall.). — B. Adj. 1. μουσικός ‘Musen-, musisch, gebildet’ mit μουσική (τέχνη) Musik, Dichtkunst, Geistesbildung (Pi., ion. att.; Chantraine Études [s. Index]), -ικεύομαι ‘Musik usw. ausüben’ (Duris, S. E., Sch.). — 2. μοισαῖος die Musen betreffend (Pi.). — 3. μούσειος ib. (E. in lyr., AP). — C. Verba: 1. μουσόομαι von den Musen geleitet und erzogen werden, harmonisch gebildet werden (Ar., Phld., Plu. usw.), -όω mit der Gesangkunst begaben (Ph.; ἐκ- ~ E. Ba. 825. κατα- ~ Jul.), mit Mosaik schmücken (Tralles) mit μουσωτής Mosaikarbeiter (Syrien VIp); wohl Rückbildung zu μουσῖον (s. oben). — 2. μουσίζομαι (E.), -ίσδω (Theok.) singen, spielen mit μουσικτάς· ψάλτης, τεχνίτης H. — 3. μουσιάζω ib. (Phld.).
Etymology : Da die ursprüngliche, appellativische Bedeutung von μοῦσα unbekannt ist und die antiken Überlieferungen über die Musen keine sicheren Rückschlüsse auf die Namengebung zulassen (vgl. v. Wilamowitz Glaube 1, 250 f., Nilsson Gr. Rel. 1, 253 ff. m. Lit.), sind wir für die Etymologie auf bloße Vermutungen angewiesen. — Als Bildung auf -ι̯α von einem unbekannten Nomen mit denkbaren Grundformen *μόντι̯α, *μόνθι̯α ragt μοῦσα jedenfalls in urgr. Zeit hinauf. Die Erklärungen knüpfen mehrfach an μένος, μέμονα u. Verw. an : aus *μόντι̯α (Brugmann IF 3, 253ff.), morphologisch schwierig, s. Wackernagel KZ 33, 571 ff. (= Kl. Schr. 2, 1204ff.); aus *μόνσα (Lasso de la Vega Emer. 22, 66 ff. mit ausführlicher Behandlung und Kritik der Vorgänger), lautlich schwierig; aus *μόνθι̯α zu μενθήρη, μανθάνω (Ehrlich KZ 41, 287 ff. mit weiterer, jedenfalls unrichtiger Einbeziehung von aind. mánthati quirlen, rühren); danach μοῦσα eig. "seelische Erregung"; ablehnend Meillet Les dial. indoeur. (Paris 1908) 83, aber vorsichtig zustimmend Kretschmer Glotta 1 , 385; aus *μῶντι̯α > *μόντι̯α, Ptz. von μῶσθαι angebl. sinnen, aber vielmehr streben (Fick KZ 46, 82 mit Pl. Kra. 406 a); dagegen WP. 2, 271; aus *μόντι̯α als "Bergfrau, Bergnymphe" (Wackernagel a.a.O.); ablehnend u.a. W.-Hofmann s. mōns. — Ältere Lit. bei Curtius 312.
Page 2,260-261

Mantoulidis Etymological

(=θεά τῶν καλῶν τεχνῶν). Σχετίζεται μέ τό ρῆμα μανθάνω. (Ρίζα μαθ-). Θέμα μοθ + jα → μοῦσα.
Παράγωγα: Μουσεῖον (=ναός τῶν Μουσῶν), μουσική, μουσικός, ἄμουσος, μουσοῦμαι (=εἶμαι μορφωμένος), μουσοποιός, μουσουργός, μουσουργία.

Translations

eloquence

Arabic: بَلَاغَة, فَصَاحَة; Belarusian: красамоўства; Bulgarian: красноречие, красноречивост; Catalan: eloqüència; Chinese Mandarin: 雄辯, 雄辩, 口才; Czech: výmluvnost, výřečnost; Dutch: welbespraaktheid, eloquentie; Esperanto: elokventeco; Finnish: kaunopuheisuus; French: éloquence; German: Redegewandtheit, Eloquenz, Sprachfertigkeit, Beredsamkeit, Redseligkeit, Redseligkeit; Greek: ευγλωττία, ευφράδεια; Ancient Greek: ἀγορητύς, ἐλλογιμότης, εὐγένεια, εὐγλωσσία, εὐγλωττία, εὐέπεια, εὐεπίη, εὐρημοσύνη, καλλιρρημοσύνη, λογιότης, μοῖσα, μοῦσα, μῶα, μῶσα, πολυφραδία, πολυφραδμοσύνα, πολυφραδμοσύνη, ῥητορεία, ῥώμη τοῦ λέγειν; Hindi: वाक्‌चातुर्य, वाक्‌पटुता, वाग्मिता, फ़साहत, बलाग़त, वक्तृता, सुवचन; Hungarian: ékesszólás, beszédkészség; Italian: eloquenza; Japanese: 雄弁; Latin: facundia, eloquium; Macedonian: речитост, красноречивост; Norwegian Bokmål: veltalenhet, språkferdighet; Old Norse: málsnild, málsnilld; Persian: بلاغت, فصاحت; Polish: elokwencja; Portuguese: eloquência; Romanian: elocvență; Russian: красноречие; Serbo-Croatian Cyrillic: рѐчито̄ст, рјѐчито̄ст, краснорѐчиво̄ст, краснорјѐчиво̄ст; Roman: rèčitōst, rjèčitōst, krasnorèčivōst, krasnorjèčivōst; Slovak: výrečnosť; Slovene: zgovornost; Spanish: elocuencia; Swahili: usemaji; Swedish: elokvens, vältalighet; Tajik: балоғат, фасоҳат; Turkish: belagat, konuşma sanatı; Ukrainian: красномовство, красномовність