πλευρά

Revision as of 07:48, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πλευρᾶς, ἡ,
A = πλευρόν, rib, rare in sg., βοὸς πλευρά Hdt.4.64; παρὰ τὴν πλευρὰν ἑκάστην Arist.HA513b29: pl., ribs, Id.PA654b35.
2 pl., generally, side of a man or animal, ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕπτιος Il.24.10; of both sides, ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους 23.716; οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται 20.170, cf. Hes.Sc.430, A.Pr.71, Eu.843 (lyr.): sg., also, of one side, S.OC1260, Aj.834, etc.; a side of beef, etc., PCair.Zen.381.5 (iii B.C., written πλερά): the pl. form is v.l. in E.Hec.826.
II side, of things and places, νηὸς πλευραί Thgn.513; χωρίου Pl.Sis.388e; (Πακτωλοῦ) D.P. 833; of an army, αἱ πλευραὶ τοῦ πλαισίου X.An.3.4.22, cf. 28, Plu.Mar. 25, etc.; παρὰ π. τινὶ εἶναι Plb.5.26.6; παρὰ πλευράν, opp. κατὰ κεφαλήν, IG22.463.72
III Math., side of a triangle or other figure, Antipho Soph.13, Pl.Ti.53d, 54c, etc.: esp.
b side of a rectangle, ib.36c: hence, one factor of any product, Id.Tht.148a, Arist.Metaph.1051a26, Euc.7 Def.17, etc.
c side of a square of cube, and root of a square of cubic number, Id.8.11, 12, Theol.Ar.11; κυβικὴ π. cube root, Ph.Bel.52.4.
d generator of a cone or cylinder, Archim.Sph.Cyl.1.8, 12.

German (Pape)

[Seite 631] ἡ, gew. im plur., die Seiten des menschlichen u. thierischen Leibes, die Rippen, vgl. Arist. H. A. 1, 15; so Hom. vom Löwen οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία μαστίεται, Il. 20, 170; ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕπτιος, Il. 24, 10, u. öfter; immer im plur., wie Hes. Sc. 430; ἡλασε ἐν πλευραῖσι χαλκόν, Pind. N. 10, 70; ἀμφὶ πλευραῖς μασχαλιστῆρας βάλε, Aesch. Prom. 71, auch τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύν.α, Eum. 806; Soph. auch sing., Trach. 678. 922; πλευρὰν διαῤῥήξαντι τῷδε φασγάνῳ, Ai. 821; Eur.; u. in Prosa, Her. 9, 72, κατὰ πλευρὰν ἐπὶ δεξιὰ περιήγαγε Plat. Tim. 36 c. – Bei mathematischen Figuren, bes. beim Quadrat, die Seite, Plat. Tim. 53 d 54 c u. sonst; auch der Factor eines Products. – Die Seite eines Blattes, σελίδων σημάντορα πλευρῆς, der Bleistift, Philp. 17 (VI, 62). – Bei K. S. auch die Ehegattinn, vgl. Jac. A. P. p. 418.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
côté, flanc ; côté ou flanc d'une armée ; t. de math. côté d'un triangle.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê famille de *pel-, avec idée de « étendre, étendue ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλευρά -ᾶς, ἡ, Ion. πλευρή anat. rib, zijde, meestal plur. overdr. zijde, flank:. αἱ πλευραὶ τοῦ πλαισίου de flanken van het carré Xen. An. 3.4.22. wisk. zijde, van een driehoek, Antiphon B 13.45, van een rechthoek. Plat. Tim. 36c.

Russian (Dvoretsky)

πλευρά: ион. πλευρή
1 ребро (βοός Her.);
2 (преимущ. pl.) бок: ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος Hom. лежа на одном или на другом боку;
3 сторона (τοῦ πλαισίου Xen.; τοῦ τριγώνου Plat.);
4 фланг (ἡ δεξιὰ π. Xen.);
5 край, окраина (αἱ πλευραὶ τῶν χωρίων Plat.);
6 страница (σελίδων π. Anth.).

English (Strong)

of uncertain affinity; a rib, i.e. (by extension) side: side.

English (Thayer)

πλευρᾶς, ἡ, from Homer (who always uses the plural) down; the side of the body: Acts 12:7.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. το πλευρό
2. καθένα από τα επιμήκη τοξοειδή οστά, κοίλα προς τα μέσα, τα οποία σχηματίζουν, μαζί με τους θωρακικούς σπονδύλους και το στέρνο, το κύτος του θώρακα (α. «κάταγμα στην τρίτη δεξιά πλευρά» β. «τείνουσι παρά τε τὴν πλευράν ἑκάστην φλεβία», Αριστοτ.)
3. το πλάγιο μέρος οποιασδήποτε επιφάνειας (α. «στην αριστερή πλευρά του χωριού» β. «στη δεξιά πλευρά του αεροπλάνου» γ. «νηὸς [πρὸς] πλευρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ θήσομεν ἡμεῖς», Θέογν.)
4. μαθημ. κάθε ευθεία που περιορίζει ένα επίπεδο σχήμα (α. «πλευρά τριγώνου» β. «πλευρά γωνίας»)
5. κάθε επίπεδη επιφάνεια στερεού σχήματος, έδρα («πλευρές του κύβου»)
νεοελλ.
1. μτφ. ὁψη, άποψη ενός θέματος («το πρόβλημα εξετάστηκε προσεκτικά από κάθε πλευρά»)
2. (γεωδ.) η ευθεία που ενώνει δύο τριγωνομετρικά σημεία του δικτύου
3. φρ. α) «γνήσιες πλευρές»
ανατ. οι πλευρές, τα οστά που συνάπτονται με το στέρνο
β) «νόθες πλευρές»
ανατ. οι πλευρές που συνάπτονται έμμεσα η καθεμιά με την αμέσως υπερκείμενη
γ) «αυχενικές πλευρές» ιατρ. ανωμαλία στη διάπλαση τών οστών τών πλευρών, κατά την οποία μια πλευρά εκτείνεται πλάγια από τον έβδομο αυχενικό σπόνδυλο προς το επάνω μέρος του στέρνου
δ) «από τη δική μου πλευρά» — από εμένα, εκ μέρους μου
μσν.-αρχ.
(με αρχική αναφορά στην Εύα)
η σύζυγος
αρχ.
1. μαθημ. α) ο ένας από τους παράγοντες γινομένου
β) τετραγωνική ή κυβική ρίζα αριθμού
2. σελίδα βιβλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, οι λ. πλευρά / πλευρόν (< πλε-Fαρ) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pelᾱ- / pel- «απλώνω, εκτείνω» (πρβλ. παλάμη, πέλαγος, πλαξ κ.λπ.) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο, και εμφανίζουν επίθημα -Fαρ- / -wer, όπως και οι λ. νευρά / νεῦρον (< sne-wer-). Από τη λ. πλευρά παράγεται το τοπωνύμιο Πλευρών με το εθνικό Πλευρώνιος, τα οποία μαρτυρούνται και στη Μυκηναϊκή στους τ. pereuronade = Πλευρώναδε και pereuronijo = Πλευρώνιος.
ΠΑΡ. πλευρικός, πλευρίς, πλευρίτης, πλευρίτις(-ίτιδα), πλεύρωμα
αρχ.
πλευριαίος, πλευρίον, πλευρισμός, πλευρόθεν
νεοελλ.
πλευρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) πλευροκοπώ
αρχ.
πλευροειδώς, πλευροπριστήρ, πλευροτυπής
μσν.
πλευρογέννητος, πλευρόμητρος πλευροπάτωρ, πλευρότρωτος, πλευροφυής
νεοελλ.
πλευρεκτομή, πλευροβράγχιο, πλευροδυνία, πλευρόκοκκος, πλευρολυσία, πλευρομίτωση, πλευρόνηκτος, πλευρόνημα, πλευροπνευμονία, πλευρόπονος, πλευρόσιγμα. (Β' συνθετικό) αμφίπλευρος, ανισόπλευρος, άπλευρος, δεκάπλευρος, δίπλευρος, εξάπλευρος, επτάπλευρος, ετερόπλευρος, ισόπλευρος, μονόπλευρος, οκτάπλευρος, πεντάπλευρος, πολύπλευρος, τετράπλευρος, τρίπλευρος
αρχ.
αντίπλευρος, αρτιόπλευρος, ατερόπλευρος, βαθύπλευρος, βούπλευρος, διπλασιόπλευρος, έκπλευρος, έμπλευρος, ερίπλευρος, εύπλευρος, ημίπλευρος, ισοπληθόπλευρος, λευκόπλευρος, μεγαλόπλευρος, περίπλευρος, στρογγυλόπλευρος, σύμπλευρος, τανύπλευρος, χαλκόπλευρος, χρυσόπλευρος
νεοελλ.
διάπλευρος, ολόπλευρος, παράπλευρος].

Greek Monotonic

πλευρά: -ᾶς, ἡ = πλευρόν,
I. πλευρά, Λατ. costa, σε Ηρόδ.· κυρίως στον πληθ., τα πλευρά, οι πλευρές, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· στον ενικ. επίσης, από το μέρος κάποιου, σε Σοφ.
II. τα πλευρά, λέγεται για πράγματα και τόπους, πλευραὶ νηός, σε Θέογν.· χωρίου, ποταμοῦ, σε Πλάτ.· λέγεται για στράτευμα, αἱ πλευραὶ τοῦ πλαισίου, σε Ξεν.
III. σελίδα βιβλίου, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πλευρά: -ᾶς, ἡ, = πλευρόν, Λατ. costa, λίαν σπάνιον ἐν τῷ ἑνικ., πλ. βοὸς Ἡρόδ. 4. 64· παρὰ τὴν πλ. ἑκάστην Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ―παρὰ τοῖς Χριστ. ποιηταῖς, σύζυγος, Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 418· ―πληθ., τὰ πλευρά, Λατ. costae, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 8, κ. ἄλλ. 2) ἐν τῷ πληθ., καθόλου, τὰ πλευρὰ ἀνθρώπου ἢ ἄλλου ζῴου, ἄλλοτ’ ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ’ αὖτε ὕπτιος Ἰλ. Ω. 10· ὡσαύτως ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους Ψ. 716· οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται Υ. 170, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 430· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 9. 72, Αἰσχύλ. Πρ. 71, Εὐμ. 843· ― ἐν τῷ ἑνικ., ὡσαύτως, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Σοφ. Ο. Κ. 1260, Αἴ. 834 κτλ.· μάλιστα ὁ Elmsl ἐν Εὐρ. Ἡρακλ. 824 νομίζει ὅτι οἱ Τραγικ. ἐχρῶντο τῷ θηλ. τύπῳ μόνον ἐν τῷ ἑνικ. καὶ ἀντὶ τοῦ πληθ. πλευραί, πλευραῖς, κτλ., προτιμᾷ τὴν γραφὴν πλευρὰ (τά), πλευροῖς, κτλ., πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 820, Ὀρ. 217. ΙΙ. τὰ πλευρά, ἐπὶ πραγμάτων ἢ τόπων, πλευραὶ νηὸς Θέογν. 513· χωρίου, ποταμοῦ Πλάτ. Σίσυφ. 388Ε, Διον. Π. 833· ἐπὶ στρατοῦ, αἱ πλ. τοῦ πλαισίου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 22, 28, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 25, κτλ.· ― κατὰ πλευρὰν Πλάτ. Τίμ. 36C· παρὰ πλ. τινι εἶναι, μένειν Πολύβ. 5. 26, 6, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τοῖς Μαθ., ἡ πλευρὰ τριγώνου ἢ ἄλλου σχήματος, Πλατ. Τίμ. 53D, 54C, κτλ. 2) ἡ πλευρὰ ὀρθογωνίου, καὶ ἀκολούθως ὁ ἕτερος τῶν παραγόντων γινομένου τινός, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 148Α, Εὐκλείδ. 7. 17, κτλ. 3) ἡ πλευρὰ τετραγώνου ἢ κύβου καὶ ἡ ῥίζα τετραγωνικοῦ ἢ κυβικοῦ ἀριθμοῦ, ὁ αὐτ. 8. 11 καὶ 12. IV. ἡ σελὶς βιβλίου, ὡς τὸ Γερμαν. Seite, Ἀνθ. Π. 6. 62. ― Πρβλ. πλευρόν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: rib(s), side of the body, metaph. side of an area, of a geometrical figure, flank of an army (Il.).
Other forms: usually pl. -αί; -όν, usually pl. n.
Compounds: Very often as 2. member, e.g. περί-πλευρος going around the ribs, covering the sides (E. in lyr.).
Derivatives: Dimin. πλευρ-ία pl. (Hp., Delph. inscr.), -ιάς f. side of an area (Tab. Heracl.; after πεδι-άς a.o.; cf. Chantraine Form. 354); -ιαῖος situated at the sides (Boeot. inscr.), -ικός belonging to the ribs (sch.); -ίτης m. connected to the ribs, designation of a bone of the spine (Poll.), -ῖτις (νόσος) f. pleurisy (Hp., Ar.), also as pl.name = σκόρδιον (Ps.-Dsc.; because of the working, cf. Redard 75); -ώματα n. pl. = πλευρά (A.; poetic enlargement, Chantraine Form. 186); -ισμός m. meaning unclear, dam? (pap.); -ών, -ῶνος m. Aetol. PlN (Β 639 a.o.), Krahe ZONF 8, 159. -- Hypostasis παρα-πλευρ-ίδια n. pl. side-armors (X., Arr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like νευρά a.o., so to be enalysed in πλε-υρ-ά, -όν (Benveniste Origines 112 f.). Without certain explanation. If origin. side, one would like with Benveniste l.c. to connect with the root pelā- broaden (πέλαγος, πλάξ, παλάμη a.o.). If however, what is much more probable, prop. rib, this etymology is is irrelevant. Or prop. "what belongs at the side (*πλῆ-Ϝαρ)"? -- Older hypotheses in Bq (rejected).

Middle Liddell

= πλευρόν
I. a rib, Lat. costa, Hdt.: mostly in plural the ribs, the side, Il., Hdt., Attic:—in sg., also, of one side, Soph.
II. the side of things and places, πλευραὶ νηός Theogn.; χωρίου, ποταμοῦ Plat.; of an army, αἱ πλ. τοῦ πλαισίου Xen.
III. the page of a book, Anth.

Frisk Etymology German

πλευρά: {pleurá}
Forms: gew. pl. -αί; -όν, gew. pl. -ά n.
Grammar: f.
Meaning: ‘Rippe(n), Seite des Leibes', übertr. Seite eines Geländes, einer geometrischen Figur, Flanke eines Heeres (seit Il.).
Composita: Sehr oft als Hinterglied, z.B. περίπλευρος um die Rippen herumgehend, die Seite deckend (E. in lyr.).
Derivative: Davon das Demin. πλευρία pl. (Hp., delph. Inschr.), -ιάς f. Seite eines Geländes (Tab. Heracl.; nach πεδιάς u.a.; vgl. Chantraine Form. 354); -ιαῖος an der Seite gelegen (böot. Inschr.), -ικός zu den Rippen gehörig (Sch.); -ίτης m. mit den Rippen verbunden, Ben. eines Wirbelknochens (Poll.), -ῖτις (νόσος) f. Rippenfellentzündung (Hp., Ar. u.a.), auch als Pfl.name = σκόρδιον (Ps.-Dsk.; wegen der Wirkung, vgl. Redard 75); -ώματα n. pl. = πλευρά (A.; poetische Erweiterung, Chantraine Form 186); -ισμός m. Bed. unklar, Damm? (Pap.); -ών, -ῶνος m. ätol. ON (Β 639 u.a.), Krahe ZONF 8, 159. — Hypostase παραπλευρίδια n. pl. Seitenharnische (X., Arr.).
Etymology: Bildung wie νευρά u.a., somit in πλευρά, -όν zu zerlegen (Benveniste Origines 112 f.). Ohne sichere Erklärung. Wenn ursprünglich Seite, empfiehlt sich mit Benveniste a. O. Anknüpfung an pelā- ausbreiten (πέλαγος, πλάξ, παλάμη u.a.). Wenn aber, was weit wahrscheinlicher ist, eig. ‘Rippe(n)’ scheint diese Etymologie hinfällig. Oder eig. "die zur Seite (*πλῆϝαρ) gehörige(n)"? — Ältere Hypothesen bei Bq (abgelehnt).
Page 2,559

Chinese

原文音譯:pleur£ 普留拉
詞類次數:名詞(5)
原文字根:肋
字義溯源:肋^,側,肋旁。這字用了五次,四次記載在約翰福音,是說到主耶穌釘十字架時,將自己的靈交付了。一個兵丁見他死了,就拿槍扎他的肋旁。以後主耶穌向門徒顯現,就把肋旁指給他們看;因事後多馬說,非用手探入他的肋旁就不信,當主耶穌再次向門徒顯現,就要多馬伸出手來探入他的肋旁,並且說,不要疑惑,總要信。但願每當我們看見或接觸到自己的肋旁時,主對多馬所說那句話再一次提醒我們:不要疑惑,總要信
出現次數:總共(5);約(4);徒(1)
譯字彙編
1) 肋旁(5) 約19:34; 約20:20; 約20:25; 約20:27; 徒12:7

Translations

rib

Afar: masangale; Afrikaans: rib; Ainu: ウッ; Aklanon: gusok; Albanian: brinjë; Arabic: ⁧ضِلْع⁩; Egyptian Arabic: ⁧ضلع⁩; Moroccan Arabic: ⁧ضلعة⁩; Aramaic Hebrew: ⁧אלעא⁩; Syriac: ⁧ܐܠܥܐ⁩; Armenian: կող; Aromanian: coastã; Assamese: কামিহাড়; Asturian: costiella; Azerbaijani: qabırğa; Bashkir: ҡабырға; Basque: saihets-hezurra; Belarusian: рабро; Blackfoot: mohpikíístsi; Brunei Malay: bidai; Bulgarian: ребро; Burmese: နံရိုး; Catalan: costella; Cebuano: gusok; Chechen: пӏенда; Chinese Hakka: 骿籬骨/骿篱骨; Mandarin: 肋骨; Min Nan: 箅仔骨; Czech: žebro; Dalmatian: cuasta; Danish: ribben; Dongxiang: qaruha, qaruGa; Dutch: rib; Esperanto: ripo; Ewe: agbaƒuti; Faroese: rivjabein; Finnish: kylkiluu; French: côte; Friulian: cueste; Galician: costela; Georgian: ნეკნი; German: Rippe; Greek: πλευρό, παΐδι, πλευρά; Ancient Greek: πλευρά; Hebrew: ⁧צלע⁩; Higaonon: gusuk; Hindi: पसली; Hungarian: borda; Ido: kosto; Ingrian: kylkiluu, kuveluu; Ingush: пӏенда; Irish: easna; Italian: costola, costa; Japanese: 肋骨; Kapampangan: tagyang, tagiang; Kaurna: paintyi warpu; Kazakh: қабырға; Khmer: ជំនីរ; Korean: 갈비, 늑골(肋骨); Kurdish Central Kurdish: ⁧پەراسوو⁩; Northern Kurdish: perasû, parsû; Kyrgyz: кабырга; Lao: ກະດູກຂ້າງ, ດູກຂ້າງ; Latgalian: suonkauļs; Latin: costa; Latvian: sānkauls, riba; Lithuanian: šonkaulis; Low German: Ribb; Luxembourgish: Rëpp; Macedonian: ребро; Maguindanao: gusuk; Malay: tulang rusuk, rusuk, kosta; Malayalam: വാരിയെല്ല്; Maltese: kustilja; Manchu: ᡝᠪᠴᡳ; Mansaka: gosok; Maori: rara; Maranao: gosok; Minangkabau: rusuak; Mongolian: хавирга; Mwani: luwavu; Nanai: хэучилэ; Navajo: átsą́ą́ʼ; Neapolitan: custata; Nepali: करङ; Norman: côte; Northern Altai: кавырга; Norwegian Bokmål: ribbein; Nynorsk: ribbein; Occitan: costèla, còsta; Ojibwe: nipigemag; Old English: ribb; Ossetian: фӕрск; Ottoman Turkish: ⁧قبورغه⁩; Pitjantjatjara: kantilypa; Plautdietsch: Rebb; Polish: żebro; Portuguese: costela; Rapa Nui: kavakava; Rohingya: cáiththana; Romanian: coastă; Russian: ребро; Saho: kabbud; Sanskrit: पर्शु; Sardinian: colta, costa; Scottish Gaelic: asna; Serbo-Croatian Cyrillic: ребро; Roman: rebro; Shan: လုပ်ႇၶၢင်ႈ; Slovak: rebro; Slovene: rebro; Sorbian Lower Sorbian: kórabja; Southern Altai: кабырга; Spanish: costilla; Sundanese: tulang iga; Swedish: revben; Tagalog: tadyang; Tamil: விலாவெலும்பு, பழுவெலும்பு; Tarifit: taɣezdist; Tausug: gusuk; Telugu Thai: ซี่โครง; Tocharian B: pauṣke; Turkish: kaburga; Ugaritic: 𐎕𐎍𐎓; Ukrainian: ребро; Uyghur: ⁧قوۋۇرغا⁩; Vietnamese: xương sườn, sườn; Volapük: rib; Walloon: coisse; Welsh: asen; West Frisian: ribbe; Western Bukidnon Manobo: gusuk; White Wolof: faar; Yiddish: ⁧ריפּ⁩