δέω
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
(A), imper. 3pl.
A δεόντων Od.12.54 codd. (v. δίδημι): fut. δήσω: aor. ἔδησα, Ep. δῆσα Il.21.30: pf. δέδεκα D.24.207, v.l. δεδηκότας in Aeschin.2.134: plpf. ἐδεδήκει And.4.17(prob.):—Med., Ep. impf. δέοντο Il.18.553: aor. ἐδησάμην 24.340, al.; Ep.3sg.δησάσκετο ib.15: —Pass., fut. δεθήσομαι D.24.126,131, etc., δεδήσομαι Pl.R.361e, X.Cyr.4.3.18; δεδέσομαι f.l. in Aristid.Or.41(4).7: aor. ἐδέθην D.24.132, etc.: pf. δέδεμαι (v. infr.): plpf. ἐδεδέμην And.1.48; Ep. δέδετο Il.5.387; Ion. 3pl. ἐδεδέατο Hdt.1.66, etc.—In this Verb, though a disyll., εο and εω are occas. contr. τὸ δοῦν, τῷ δοῦντι, Pl.Cra.419b, 421c; δοῦσα Din.Fr.89.15:—bind, tie, fetter, δεσμῷ τινα δῆσαι Il.10.443, etc.; ἐνὶ δεσμῷ 5.386, etc.; ἐν πέδαις (v.l. ἐς πέδας) Hdt.5.77; δῆσε δ' ὀπίσσω χεῖρας . . ἱμᾶσιν Il.21.30; δ. τινὰ χεῖράς τε πόδας τε Od. 12.50; δ. ἔκ τινος to bind from (i.e. to) a thing, ἐξ ἐπιδιφριάδος ἱμᾶσι δέδεντο Il.10.475, cf. Hdt.4.72; δῆσαί τινα ξύλῳ or ἐν ξύλῳ (cf. ξύλον 11.2); ἐν κλίμακι Ar.Ra.619; δ. κύνα κλοιῷ tie a clog to a dog, Lex Solonisap.Plu.Sol.24, cf. E.Cyc.234; δ. τινὰ πρὸς φάραγγι A.Pr.15; πρὸς κίονα, κίονι, S.Aj.108, 240(lyr.); δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους Th.4.47; δεδέσθαι ἐν τῆ ποδοκάκκῃ Lex Solonisap.D.24.105. 2 alone, bind, keep in bonds, πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι; says Hephaistos, pointing to the nets in which he had caught Ares, Od.8.352; αὐτὸς δ' ἔδησε πατέρα A.Eu.641; δήσαντες ἔχειν τινάς Th.1.30; δησάντων αὐτὸν οἱ ἕνδεκα Lex ap.D.24.105, etc. 3 metaph., bind, enchain, γλῶσσα δέ οἱ δέδεται Thgn.178; κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54; ψυχὰ δ. λύπῃ E.Hipp. 160(lyr.); later, bind by spells, τὸ στόμα AP11.138 (Lucill.), cf. Tab.Defix.96,108. 4 c. gen., hinder from a thing, ἔδησε κελεύθου Od. 4.380,469. 5 Medic., harden, brace up, Hp.Off.17, etc. II Med., bind, tie, put on oneself, ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα tied them on his feet, Il.2.44, etc.:—Pass., περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας . . δέδετο he had greaves bound round his legs, Od. 24.228. (Cf. Skt. ditá 'bound', dā´ma 'bond'.)
δέω (B), A.Pr.1006, etc.: fut.
A δεήσω Pl.R.395e: aor. ἐδέησα Lys. 30.8, Ep. δῆσα only Il.18.100: pf. δεδέηκα Pl.Plt.277d:—Med., fut. δεήσομαι Th.1.32, etc., Dor. δεοῦμαι Epich.120; later -ηθήσομαι LXX Jb.5.8, Plu.2.213c, etc.: aor. ἐδεήθην Hdt.4.84, Ar.Pl.986, etc.: pf. δεδέημαι X.An.7.7.14, Is.8.22 (the forms δεήσω, etc., compared with the Ep. ἐδεύησα, δεύομαι, point to root δεϝ):—lack, miss, stand in need of, c. gen., ἐμεῖο δὲ δῆσε . . ἀλκτῆρα γενέσθαι Il. l.c. (elsewh. Hom. uses δεύω, q.v.); παραδείγματος τὸ παράδειγμα αὐτὸ δεδέηκεν Pl. Plt.277d, cf. X.Mem.4.2.10. 2 freq. in Att., πολλοῦ δέω I want much, i.e. am far from, mostly c. inf. pres., πολλοῦ δ. ἀπολογεῖσθαι I am far from defending myself, Pl.Ap.30d; πολλοῦ δεῖς εἰπεῖν Id.Men.79b; π. δ. ἀγνοεῖν Id.Ly.204e; π. γε δέουσι μαίνεσθαι Id.Men.92a; also μικροῦ ἔδεον ἐν χερσὶν εἶναι X.HG4.6.11, cf. Men. Georg.25; τοσούτου δέω ἱκανὸς εἶναι λέγειν ὥστε . . Lys.17.1; τοσούτου δέουσι μιμεῖσθαι Isoc.14.17 (also τοσοῦτον δέω εἰδέναι Pl.Men. 71a); παρὰ μικρὸν ἐδέησα ἀποθανεῖν v.l. in Isoc.17.42; simply ἐδέησα κινδύνῳ περιπεσεῖν Alciphr.3.5: abs., πολλοῦ γε δέω I am far from it, Pl.Phdr.228a; τοῦ παντὸς δέω A.Pr.1006; παντὸς δεῖ τοιοῦτος εἶναι Pl.Sph.221d (impers. πολλοῦ δεῖ, etc., v. δεῖ 11.1. b): in part., παλαστῆς δεόντων τεττάρων ποδῶν IG12.373.8; μικροῦ δέοντα τέτταρα τάλαντα D.27.35; the part. is freq. used to express numerals compounded with 8 or 9, ἀνδράσιν ἑνὸς δέουσι τριάκοντα IG12.374.413; δυοῖν δέοντα τεσσεράκοντα forty lacking two, thirty-eight, Hdt.1.14; πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη Th.2.2; ἑνὸς δέον εἰκοστὸν ἔτος the 20th year save one, the 19th, Id.8.6; δυοῖν δεούσαις εἴκοσι ναυσίν X.HG1.1.5: later, the inf. stands abs., περὶ τὰ ἑνὸς δεῖν πεντήκοντα fifty save one, Arist.Rh.1390b11: part. in gen., τροφαλίδες μιᾶς δεούσης εἴκοσιν Id.HA522a31; πόλεων δυοῖν δεούσαιν ἑξήκοντα D.L.5.27; ἑξήκοντα ἑνὸς δέοντος ἔτη Plu.Pomp.79. 3 part. δέων, δέουσα, as Adj., fit, proper, ὁ καιρὸς οὐκ ἔστι χρόνος δέων Arist. APr.48b36; τοῖς δέουσι χρόνοις IG12(3).247.11 (Anaphe); ἡ δέουσα ἑκάστων χρῆσις Hierocl.p.61 A., etc.: esp.freq.in neut., v. δέον. 4 δεῖ impers., v. h. v. II Dep. δέομαι: contr. δῆσθε Sophr.46, part. δεύμενος Id.36: fut. δεήσομαι Pl.Phlb.53b: aor. ἐδεήθην: always personal, and used by Hom. only in form δεύομαι (v. δεύω B): 1 abs., to be in want or need, require, mostly in part., κάρτα δεόμενος Hdt.8.59; οἱ δεόμενοι the needy, opp. οἱ κεκτημένοι τὰς οὐσίας, Isoc. 6.67. b stand in need of, want, c. gen., Hdt.1.36, etc.; τὰ σὰ δεῖται κολαστοῦ . . ἔπη S.OT1148; ῥώμης τινὸς δ. ib.1293; οὐδὲν δεῖσθαι τροφῆς have no need of .., Th.8.43; ἤν τι δέωνται βασιλέως if they have any need of him, ib.37: c. inf., τοῦτο ἔτι δέομαι μαθεῖν Pl.R. 392d, cf. Euthd.275d, etc.; τὰ πράττεσθαι δεόμενα things needing to be done, X.Cyr.2.3.3; τὰ δεόμενα necessaries, IG2.573.4; ἐπισκευάσαι τὰ δεόμενα parts needing repair, ib.22.1176.15; τὸ δεόμενον the point threatened, Plb.15.15.7; δεῖται impers., v. δεῖ. 2 beg a thing from a person, c. dupl. gen. rei et pers., τῶν ἐδέετο σφέων Hdt. 3.157, cf. Th.1.32, etc.; μή μου δεηθῇς. ΘΗ. πράγματος ποίου; S.OC 1170: freq. with neut. Pron. in acc., τοῦτο ὑμῶν δέομαι Pl.Ap.17c, cf. Smp.173e, etc.: c. acc. cogn., δέημα, or oftener δέησιν, δεῖσθαί τινος, Ar.Ach.1059, Aeschin.2.43, etc.: also c. acc. rei only, ξύμφορα δ. Th.1.32; δυνατά τινος Pl.Prt.335e; δίκαια καὶ μέτρια ὑμῶν D.38.2; διαπράξωμαι ἃ δέομαι X.An.2.3.29: with gen. pers. only, δεηθεὶς ὑμῶν having begged a favour of you, D.21.108: c.gen.pers. et inf., ἐδέετο τοῦ δήμου φυλακῆς πρὸς αὐτοῦ κυρῆσαι Hdt.1.59, cf. Pl.Prt.336a, etc.; δ. τινὸς ὥστε . . Th.1.119; ὅπως . . Plu.Ant.84: rarely c. acc. pers., ἐδέοντο Βοιωτοὺς ὅπως παραδώσουσι Th.5.36: parenthetic, δέομαι I pray, LXXGe.44.18.
δέω (C),
A = δήω (A), Alc.102.
German (Pape)
[Seite 555] binden; Wurzel Δε-; ältere Nebenform δίδημι, welches vgl.; Sanskrit ved. dâ »binden«, dâman »Strick«, dâmâ »Fessel«, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 57. 199. A verbo der Attischen Prosa δέω, δήσω, ἔδησα, δέδεκα, δέδεμαι, ἐδέθην; futur. exact. δεδήσομαι, z. B. Plat. Rep. II, 361 e; futur. pass. δεθήσομαι Demosth. 24, 126. 131. 190. 191; auch in ου wird oft contrahirt, z. B. δοῦσαν Dinarch. ap. Poll. 8, 72. Bei Hippocrat. perfect. δέδεσμαι. Bei Homer oft Formen vom aorist. act. ἔδησα; außerdem: δέοιμι, Odyss. 8, 352; imperat. δεόντων, Odyss. 12, 54, Scholl. Didym δεόντων: Ἀρίσταρχος γράφει διδέντων, ὡς τιθέντων, s. δίδημι; δέον 3 plur., Odyss. 12, 196; δήσειν, Iliad. 21, 454; medium δέοντο, Iliad, 18, 553; ἐδήσατο, öfters; δησάσκετο, Iliad. 24, 15; δησαίμην, Iliad. 8, 26; δησάμενος, Iliad. 17, 290; δησάμενοι, Odyss. 2, 430; δέδετο, Odyss. 24, 229; passiv. δέδετο, Iliad. 5, 387; δέδεντο, Odyss. 10, 92. Vgl. die Homerischen composita ἐκδέω, ἐνδέω, ἐπιδέω, καταδέω, περιδέω, συνδέω, ὑποδέω. Oefters ist es schwer, zu entscheiden, ob eines dieser compos. in tmesi vorliegt. oder das simplex: Odyss. 12, 196 πλείοσί μ' ἐν δεσμοῖσι δέον; Odyss. 12, 161 ἀλλά με δεσμῷ δήσατ' ἐν ἀργαλέῳ; Iliad. 5, 386. 387 ὅτε μιν Ὦτος κρατερός τ' 'Εφιάλτης δῆσαν κρατερῷ ἐνὶ δεσμῷ· χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο; vgl. Iliad. 2, 111 Ζεύς με μέγα ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ; Iliad. 22, 398 ἐκ δίφροιο δ' ἔδησε; 23, 854 ἱστὸν δ' ἔστησεν νηός, ἐκ δὲ πέλειαν μηρίνθῳ δῆσεν ποδός; Iliad. 10, 475 παρ' αὐτῷ δ' ὠκέες ἵπποι ἐξ ἐπιδιφριάδος πυμάτης ἱμᾶσι δέδεντο; vgl. Iliad. 23, 121 τὰς μὲν ἔπειτα Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων; zweifelhaft ist auch die öfters wiederkehrende Wendung ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, Odyss. 2, 4, αὐτίκ' ἔπειθ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, 5, 44. Das composit. ὑποδέω kommt überhaupt nur in solchen Stellen mit zweifelhafter Tmesis vor. Wirklich mediale Bdtg ist wohl in der Redensart ποσσὶν ὑπὸ ἐδήσατο πέδιλα; zweifelhaft in dieser Hinsicht ist z. B. Odyss. 2, 430 δησάμενοι ὅπλα ἀνὰ νῆα, wo recht gut das medium Homerisch in der Bdtg des activi stehn kann; sicher ist so, medium Homerisch = activ., wohl Iliad. 18, 553 zu nehmen, ἄλλα (δράγματα) δ' ἀμαλλοδετῆρες ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντο. Meistens ist δέω bei Homer im eigentlichen physischen Sinne gebraucht, wie z. B. auch Iliad. 1, 406 von einer wirklichen Fesselung des Zeus zu verstehn. Zweifelhaft ist Odyss. 8, 852, wo dem Hephästus Poseidon sich zum Bürgen für Ares anbietet, Hephästus jedoch antwortet πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι μετ' ἀθανάτοισι θεοῖσιν, εἴ κεν Ἄρης οἴχοιτο χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας; hier kann δέοιμι bildlich sowohl wie eigentlich genommen werden, vgl. Apollon. Lex. Hom. p. 57, 30 δέοιμι· δεσμεύοιμι und die Scholl., in denen berichtet wird, daß Aristarch πῶς ἂν εὐθύνοιμι geschrieben habe. Sicher bildlich ist Iliad. 14, 73 ἡμέτερον δὲ μένος καὶ χεῖρας ἔδησεν; und, mit einem genitiv., Odyss. 4, 380. 469 ὅς τίς μ' ἀθανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύθου, wer mich an der Fahrt hindert. Mit doppeltem accusat., in eigentl. Bdtg, Odyss. 12, 50 δησάντων σ' ἐν νηὶ θοῇ χεῖράς τε πόδας τε ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 58, 13. Das Bindemittel im dativ., Iliad. 21, 50 δῆσε δ' ὀπίσσω χεῖρας ἐυτμήτοισιν ἱμᾶσιν. – In der Bdtg verbinden, eine Wunde, Odyss. 19, 457 ὠτειλὴν Ὀδυσῆος δῆσαν ἐπισταμένως; vgl. Iliad. 13, 599 αὐτὴν (eine verwundete Hand) ξυνέδησεν ἐυστρεφεῖ οἰὸς ἀώτῳ, σφενδόνῃ. – Folgende: Plat. Cratyl. 404 a; Her. 4, 72; Ar. Ach. 1137; πρός τι, an etwas, Thuc. 3, 103; δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους 4, 47; πρὸς κίονα Soph. Ai. 108; κίονι 240; πρός τινι, Aesch. Prom. 15; ἐς πέδας δήσαντες, ἐν πέδαις ἐδεδέατο, Her. 5, 77. 1, 66, u. öfter; ἐν μακαρίᾳ ἀνάγκῃ Plat. Rep. VIII, 567 c; bes. = ins Gefängniß werfen, ἐν δημοσίῳ δεσμῷ δεθείς Legg. IX, 864 e, u. öfter, wie bei den Rednern; vgl. Lys. 6, 23; ἐν τῷ ξύλῳ, Dem. 24, 146; δεδέσθαι ποδοκάκῃ τὸν πόδα 24, 105; Ggstz ἀναλύειν, Teleclid. Plut. Pericl. 16; – übertr., κέρδει καὶ σοφίᾳ δέδεται Pind. P. 3, 54; λύπῃ, Eur. Hipp. 160; τὸ στόμα μου δέδεται Lucill. 48 (XI, 138), wie behext, durch Zauber.
German (Pape)
[Seite 556] und δεύω, bedürfen; wohl nicht, wie gewöhnlich angenommen wird, von einer Wurzel δεF-, sondern von einer Wurzel δυ-, mit Guna δεγ-; zunächst verwandt ist wohl δεύτερος, δεύτατος. In δέω ist das Υ der Wurzel ausgestoßen; vgl. ἔχευα ἔχεα, ἀλεύω ἀλέω, ἀχεύων ἀχέων, εὔαδεν ἕαδεν. Die Attische Prosa hat von δεύω δέω ein activum δέω, δεήσω, ἐδέησα, δεδέηκα, meist unpersönlich gebraucht, δεῖ, δεήσει, ἐδέησε, δεδέῆκε, und ein deponens passiv. δέομαι, δεήσομαι, ἐδεήθην, δεδέημαι; dic Contraction in ει unterbleibt zuweilen, δέεται und δεῖται, δέεσθαι und δεῖσθαι, s. Buttmann Ausf. Gramm. ed. 2 Bd 2 S. 150. Bei Homer findet sich das activum in wenigen Formen und Stellen: ἐδεύησεν zweimal; Odyss. 9, 540 κὰδ δ' ἔβαλεν μετόπισθε νεὸς κυανοπρώροιο τυτθόν, ἐδεύησεν δ' οἰήιον ἄκρον ἱκέσθαι, es fehlte (nur noch grade), daß er die Spitze des Steuerruders traf, Apollon. Lex. Homer. p. 62, 11 ἐδεύησεν· ἐνδεὴς ἐγένετο; derselbe Vers interpolirt Odyss. 9, 483 κὰδ δ' ἔβαλε προπάροιθε νεὸς κυανοπρώροιο τυτθόν, ἐδεύησεν δ' οἰήιον ἄκρον ἱκέσθαι, vgl. Scholl. vs. 5401 δῆσεν oder ἔδησεν einmal, Iliad. 18, 100 ὁ μὲν μάλα τηλόθι πάτρης ἔφθιτ', ἐμεῖο δὲ δῆσεν ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσθαι, er entbehrte meiner, daß ich ihm ein Retter geworden wäre, var. lect. δ' ἔδησεν, vgl. Scholl. (Herodian.) und Apollon. Lex. Homer. p. 62, 14 ἔδ η σεν· ἐνδεὴς ἐγένετο· »ἐμεῖο δ' ἔδησεν ἀρῆς«; δ εῖ unpersönlich einmal, Iliad. 9, 337 τί δὲ δεῖ πολεμιζέμεναι Τρώεσσιν Ἀργείους, »wozu ist es nöthig, daß die Argiver mit den Troern kämpfen?« In dieser Weise gebraucht Homer öfters χρή; und so haben denn auch in der vorliegenden Stelle Neuere statt δεῖ schreiben wollen χρή, ein Versuch, welcher eben so wohlfeil und eben so werthlos ist wie Iliad. 18, 100 der geistreiche Vorschlag Neuerer statt ἐμεῖο δ' ἔδησεν oder ἐμεῖο δὲ δῆσεν zu schreiben ἐμεῦ δ' ἐδέησεν; beide »Besserungen« sind leichtfertge, frivole Attentate auf den aus dem Alterthume überlieferten Homer-Text, was Buttmann einsah, Ausf. Gramm. ed. 2 Bd 2 S. 151 sq. Anmerk. Vgl. noch mit δῆσεν ἔδησεν das Homerische κῆται, welches sich zu κέηται verhält wie δῆσεν zu δέησεν. – Häufiger als das activ. erscheint bei Homer das deponens, immer mit dem Υ, δεύομαι, in folgenden Formen und Stellen: δεύεαι Iliad. 23, 484; δεύῃ Odyss. 1, 254; δεύεται Odyss. 7, 73. 8, 137; δευοίατο Iliad. 2, 128. 5, 202; δευέσθω Iliad. 20, 122; δεύεσθαι Iliad. 13, 310; δευόμενος Iliad. 22, 492; δευόμενον Iliad. 1, 134. 20, 472 Odyss. 4, 264; δευομένους Iliad. 3, 294; ἐδεύεο Iliad. 17, 142; ἐδεύετο Iliad. 1, 468. 602. 2, 431. 4, 48. 7, 320. 23, 56. 24, 69 Odyss. 16, 479. 19, 425; δευέσθην Iliad. 8, 127; δεύοντο Iliad. 2, 709; δευήσεαι Odyss. 6, 192. 14, 510; δευήσεσθαι Iliad. 13, 786 Odyss. 23, 128. Aorist. und perfect. kommen bei Homer nicht vor. Bedeutung und Construction: absolut, Iliad. 1, 134 αὐτὰρ ἔμ' αὔτως ἧσθαι δευόμενον, entbehrend; Iliad. 22, 492 δευομενος δέ τ' ἄνεισι πάις ἐς πατρὸς ἑταίρους, Mangel leidend; Iliad. 20, 122 μηδέ τι θυμῷ δευέσθω, er soll sich nicht verlassen fühlen; δεύεσθαί τινος einer Sache oder Person entbehren, Iliad. 2, 128 πολλαί κεν δεκάδες δευοίατο οἰνοχόοιο; Odyss. 1, 254 ἦ δὴ πολλὸν ἀποιχομένου Ὀδυσῆος δεύῃ; Iliad. 4, 48 οὐ γάρ μοί ποτε ῃωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε; Odyss. 19, 425 δαίνυνι', οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης; Odyss. 4, 264 πόσιν οὔ τευ δευόμενον, οὔτ' ἂρ φρένας οὔτε τι εἶδος; Iliad. 3, 294 καὶ τοὺς (ἄρνας) μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὸς ἀσπαίροντας, θυμοῦ δευομένους· ἀπὸ γὰρ μένος εἵλετο χαλκός, der Lebenskraft ermangelnd, sterbend, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 57, 34; δεύεσθαί τινος Einem nachstehn, Iliad. 23, 484 ἄλλα τε πάντα δεύεαι Ἀργείων, auch in allen andern Stücken stehst du den Argivern nach; δεύεσθαί τινος in etwas nachstehn, zurückstehn, Iliad. 17, 142 Ἕκτορ εἶδος ἄριστε, μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύεο, im Kampfe standest du sehr zurück, das εο in ἐδεύεο mit Synizese zu lesen; so hat man auch Iliad. 13, 310 erklärt, ἐπεὶ οὔ ποθι ἔλπομαι οὕτως δεύεσθαι πολέμοιο καρηκομόωντας Ἀχαιούς, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 1. – Vgl. die Homerischen compos. ἐπιδεύομαι und ἐπιδευής. – Folgende: 1) Activum: παραδείγματος αὐτὸ τὸ παράδειγμα δεδέηκεν, der Beweis bedarf selbt des Beweises. Plat. Polit. 277 d; ἡ βουλὴ δεῖ διακρινοῦντος Lach. 184 c. – Gew. a) πολλοῦ, ὀλίγου δέω, essehltviel, wenigdaran, daßich, e. inf., z. B. πολλοῦ δεῖς τὸ εἶδος ἀγνοεῖν τοῦ παιδός, es fehlt viel daran, daß du nicht kennen solltest, Plat. Lys. 204 e; vgl. Theaet. 167 b; ὡστε θολλοῦ δέω μὴ οὐ δύο γε φεύγειν Euthyd. 297 c; πολλοῦ μοι δοκῶ δεῖν τὰ ὑμέτερα ἔχειν Xen. An. 7, 6, 18; οὐ πολλοῦ δέοντας ἴσους τὸ πλάτος καὶ τὸ μῆκος εἶναι, beinahe eben so dick wie lang, 5, 4, 32; auch absol., als nachdrückliche Veineinung, πολλοῦ γε δέω, Plat. Phaedr. 228 a, wie Dem. 20, 58, ich bin weit entfernt, d. i. durchaus nicht; τοῦ παντὸς δέω, Aesch. Prom. 1008; τοσούτου δέουσιν ἐλεεῖν ὥστε μᾶλλον, wie tantum abest, Isocr. 4, 168; vgl. 14, 18 u. 11, 5, wo vor Bekk. τοσούτῳ stand. Seltener steht auch der acc., τοσοῦτον δέω εἰδέναι Plat. Menon. 71 a; Luc. Icarom. 5; ὀλίγον, μικρὸν δέω τοῦ ποιεῖν, Plut. Pyrrh. 17. 30, öfter. – An Vrbdgen, wie μικροῦ δέοντα τέτταρα τάλαντα, beinahe vier Talente, woran wenig fehlt, Dem. 27, 35, reihen sich Ausdrücke für die Zahlen 18, 19, 28, 29 u. ä.; δυοῖν δέοντα τεσσαράκοντα , Her. 1, 14. Bes. Att., ἑνὸς δέον εἰκοστὸν ἔτος, das zwanzigste Jahr weniger eins, d. i. das neunzehnte, Thuc. 8, 6. 25; πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη, d. i. 48 Jahre, 2, 1; μιᾶς δέουσι ἑξήκοντα, Plat. Legg. V, 738 a; Sp. brauchen gen. abs., ἑξήκοντα ἑνὸς δέοντος ἔτη, Plut. Pomp. 79; D. L. 5, 27. – b) das imperson. δεῖ, conj. δέῃ, auch δῇ, s. Mein. III, 293, es bedarf, ist nöthig; mit acc. c. inf., Pind. Ol. 6, 28; Her. bes. von Schicksalbestimmungen, οὐ γὰρ ἔδει Ναξίους ἀπολέσθαι, sie sollten nicht untergehen, 5, 33; vgl. 6, 64. 9, 109; u. mit dem Zusatz κατὰ τὸ θεοπρόπιον, 8, 53; δεῖ γενέσθαι τι, Thuc. 5, 26. Seltener findet eine Attraction statt, ἡγούμην αὐτὸς περιεῖναι δεῖν αὐτῶν, καὶ μεγαλοψυχότερος φαίνεσθαι Dem. 19, 235; vgl. 44, 28 u. Lob. Phryn. 754; selten auch steht der dat., δεῖ ἐπισάξαι τὸν ἵππον Πέρσῃ ἀνδρί Xen. An. 3, 4, 35; vgl. Oec. 7, 20; Soph. O. C. 721; Eur. Hipp. 945; Plat. Rep. X, 608 c.; Soph. abdt auch δεῖ σ' ὅπως δεἰξεις Ai. 553; bgl. Phil. 54. – Ohne Inf., εἴ τι δέοι u. ἐἀν τι δέῃ, wenn es nöthig sein sollte, Xen. oft. – Gew. mit dem gen. der Sache, δεῖ τινος, es bedarf einer Bache, es ist etwas nöthig, es thut Noth, εὐβουλίπς δεῖ Beph. Ant. 1083; ἀγαθοῦ δημτουργοῦ δεῖ Plat. Gouv. 187 c, der sogar abdi σφόδρα ἡμῖν δεῖ ἄκρων εἶναι τῶν ἀρχόντων Rep. V, 459 b; οὐδὲν ἔτι αὐτῶν δεῖ Thuc. 5, 55; Xen. An. 5, 1, 10. Die Person, welche etwas nöthig hat, steht gew. im dat., ἔδει γὰρ δὴ συμμαχίης τινός οἱ μεγάλης Her. 5, 38, wo pleonast ἐξευρεθῆναι zugesetzt ist; ἓν δεῖ μόνον μοι Eur. Suppl. 594; τέχνης δεῖ τῷ μέλλοντι δρᾶν Plat. Soph. 255 a; δεῖ μοι τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως Men. 79 c. Selten im accus., αὐτὸν σε δεῖ Προμηθέως Aesch. Ag. 840; ποίας με δεῖ φροντίδος Soph. El. 602; vgl. Eur. Rhes. 837; u. spätere Prosaiker, nach Arist. pol. 7, 13. – c) an a) schließt steh πολλοῦ, ὀλίγου δεῖ, essehltviel, wenig, worauf acc. c. inf. folgt, πολλοῦ γε δεῖ οὕτως ἔχειν Plat. Prot. 341 d; ἐδέησεν ἐλαχίστου αὐτοὺς διαφθεῖραι (τὸ πῦρ), es fehlte sehr wenig daran, daß das Feuer sie rernichtete, Thuc. 2, 77; daher πολλοῦ γε καὶ δεῖ, zu nachdrücklicher Verneinung am Ende des Satzes, weit gefehlt, Dem. 18, 300 u. sonst; absol. πολλοῦ, ὀλίγοὺ δεῖν, so daß viel, wenig fehlt, Plat. Apol. 22 a Lgg. XII, 998 d; ὀλίγου δεῖν φορήματι ἀλλὰ προσθήματι ἐοίκασι, beinahe, Xen. Mem. 3, 10, 13; so μικροῦ δεῖν, Isocr. 4, 144; ἵν' εἰδῆτε πολλοῦ δεἴν ἄξιον ὄντα, daß viel fehlt, daß er bei weitem nicht würdig ist, Dem. 23, 7. – 2) Deponens: perf. δεδέημαι Xen. An. 7, 7, 14; nöthighaben, bedürfen, entbehren, τινός; Sp. D., wie Ap. Rh. 1, 968; sehr gew. Her. u. Att. Auch οὐδὲν ἐμοῦ δέονται, Plat. Theaet. 151 b, u. öfter; εἴ τι ἄλλο ἡ τῆς οὐσίας δέοιο Conv. 218 c; ἢν δέ τι δέωνται τοῦ βασιλέως, in irgend einer Sache, Thuc. 8, 37; οἱ δεόμενοι, die Bedürftigen, Isocr. 6, 67, wie οἱ μάλιστα βίου δ. 4, 35; vgl. Her. 8, 59; so absol., τὸ δεῖσθαι, Xen. An. 2, 6, 13. Dah. = begehren, wünschen, τινός, Her. 9, 35, u. Folgde oft; c. inf., Her. 2, 173; δέομαι αὐτὸ τοῦτο μαθεῖν Plat, Phaed. 73 b, u. sonst; bitten. Πολυκράτεος πέμψαι ἑαυτῷ στρατόν Her. 3, 44; τῶν ἱερέων πάντα διελθεῖν Plat. Tim. 23 d, u. sonst; auch mit dem acc. c. inf., ἐδεήθη Δαρείου ἕνα αὐτῷ παἴδα καταλειφθῆναι Her. 4, 84; δέομαι ὑμῶν τούτοις τὸν νοῦν προσέχοντας ἀναμιμνήσκισθαι Andoc. 1, 37; aber auch ἐδέοντο Κύρου ὡς προθυμοτάτου γενέσθαι Xen. Hell. 1, 5, 2. – Mit folgd. ὥςτε, Thuc. 1, 119; ὅπως, Plut. Ant. 84; τοῦτο ὑμῶν δέομαι δίκαιον Plat. Apol. 18 a; ὅπερ ἐδεόμεθά σου Conv. 173 e; σύμφορα δέονται Thuc. 1, 32; wie δονατά Plat. Prot. 335; δίκαια καὶ μέτρια Dem. 58, 2; vgl. Xen. Cyr. 1, 4, 1; An. 7, 2, 34; ἐδεήθῆ ἐμοῦ τινα ἰσχυρὰν δέησιν Aesch. 2, 43; δέῃμα, ὃ δεῖταί μου σφόδρα Ar. Ach. 1059; τινὸς παρά τινος, Luc. u. a. Sp. Auffallend ist ἐδέοντο Βοιωτοὺς ὅπως παραδῶσι Thuc. 5, 36, wo Krüger ᾐτοῦντο vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
δέω: (Α), προστακτ. γ΄ πληθ. δεόντων (ἴδε ἐν λ. δίδημι)· μέλλ. δήσω· ἀόρ. ἔδησα, Ἐπ. δῆσα Ἰλ. Φ. 30· - πρκμ. δέδεκα Δημ. 764. 18· ἢ δέδηκα Αἰσχίν. 46. 2· ὑπερσ. ἐδεδήκει Ἀνδοκ. 31. 23. Ἀλλ’ ὁ Cobet V. L. 548 καλεῖ τὸν τύπον δέδηκα foedum barbarismum. – Μέσ. Ἐπ. παρατ. δέοντο Ἰλ.· ἀόριστος ἐδησάμην Ἰλ.· Ἐπ γ΄πληθ. δησάσκετο Ἰλ. Ω. 15, - Παθ. μέλλ. δεθήσομαι Δημ. 740. 9., 741. 18, κτλ., ἀλλὰ δεδήσομαι Πλάτ. Πολ. 361Ε, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 18· - ἀόρ. ἐδέθην Ἀττ.· πρκμ. δέδεμαι, ἴδε κατωτ., ὑπερσυντ. ἐδεδέμην Ἀνδοκ. 7. 26· Ἐπ. δέδετο Ἰλ. Ε. 387˙ Ἰων. γ΄ πληθ. ἐδεδέατο «Ἡρόδ. 1. 66, κτλ.- Ἐν τούτῳ τῷ ῥήματι καίπερ δισυλλάβῳ, τὰ εο καὶ εω ἐνίοτε συναιροῦνται, τὸ δοῦν, τῷ δοῦντι Πλάτ. Κρατ. 419Α, Β, 421C· πρβλ. ὑπόδημα καὶ τὰ σύνθετα ἀνα-, ἐκ-, ἐπι-, κατα-, ὑποδέω. (Ἐκ τῆς √ΔΕ παράγονται τὰ δίδημι, δέσις, δετή, δεσμός· πρβλ. Σανσκρ. d à, dyàmi (δίδημι), dàmà (δεσμός).) Δένω, δεσμεύω, συχνάκις προστιθεμένης δοτ. τρόπου, δεσμῷ τινα δῆσαι Ἰλ. Κ. 443, κτλ.· ὡσαύτως ἐν δεσμῷ Ε. 386, κτλ.· δῆσε δ’ ὀπίσσω χεῖρας… ἱμᾶσιν Φ. 30· δ. τινα χεῖράς τε πόδας τε Ὀδ. Μ. 50· δ. ἔκ τινος, δένω τι ἔκ τινος, δηλ. εἴς τι πρᾶγμα, ἐξ ἐπιδιφριάδος ἱμάσι δέδεντο Ἰλ. Κ. 475, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 72· δῆσαί τινα ξύλῳ ἢ ἐν ξύλῳ (πρβλ. ξύλον ΙΙ. 2)· ἐν κλίμακι Ἀριστοφ. Βατ. 619· δ. κύνα κλοιῷ, διὰ κλοιοῦ, ἤτοι σιδηροῦ περιλαιμίου, Σόλων π. Πλουτ. Σόλ. 34, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 234· ὡσαύτως, δ. τινά πρὸς φαράγγι Αἰσχύλ. Πρ. 15· πρὸς κίονα ἢ κίονι Σοφ. Αἴ. 108, 240· δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους Θουκ. 4. 47. 2) μόνον· δένω, βάλλω εἰς δεσμά, πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι, λέγει ὁ Ἥφαιστος αναφερόμενος εἰς τὰ δίκτυα, ἐν οἷς συνέλαβε τὸν Ἄρη. Ὀδ. Θ. 352 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσι μεταφορικῶς, πῶς δύναμαι νά σε κάμω νὰ μείνῃς εἰς τὴν ὑπόσχεσίν σου;)· αὐτὸς δ’ ἔδησε πατέρα Αἰσχύλ. Εὐμ. 641· πρβλ. Θουκ. 1. 30, Δημ. 733. 12, κτλ. 3) = δένω, δεσμεύω, ἐξαναγκάζω εἰς ἡσυχίαν καὶ σιωπήν, γλῶσσα δὲ οἱ δέδεται Θέογν. 178· κέρδει καὶ σοφία δέδεται Πίνδ. ΙΙ. 3. 96· ψυχὰ δ. λύπῃ Εύρ. Ἱππ. 160· μεταγεν. δένω διὰ μαγείας, μαγεύω, Ἀνθ. Π 11. 138. 4) μετὰ γεν. ἐμποδίζω ἀπό τινος πράγματος ὡς τὸ βλάπτω, ἔδησε κελεύθου Ὀδ. Δ. 380, 469. ΙΙ. Ὁ Ὅμ. ὡσαύτως συχνάκις μεταχειρίζεται τὸ μέσον, δένω (πρβλ. ὑποδέω), ποσσὶ δ’ ὑπαὶ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, ἔδεσεν αὐτὰ εἰς τοὺς πόδας του, Ἰλ. Β. 44, κτλ. περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας… δέδετο, εἶχε δεδεμένας κνημῖδας περὶ τὰς κνήμας του, Ὀδ. Ω. 228.
French (Bailly abrégé)
1impf. ἔδεον, f. δήσω, ao. ἔδησα, pf. δέδεκα, postér. δέδηκα ; pqp. ἐδεδέκειν ou ἐδεδήκειν;
Pass. f. δεθήσομαι, ao. ἐδέθην, pf. δέδεμαι, pqp. ἐδεδέμην, f.ant. δεδήσομαι;
lier :
1 au pr. lier, attacher : δεσμῷ τινα δ. IL attacher qqn avec un lien ; δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους THC attachés les uns aux autres ; δ. τινα πρός τι ou πρός τινι, attacher qqn à qch;
2 p. ext. enfermer, emprisonner;
3 entraver ; empêcher, retenir : τινα κελεύθου OD écarter qqn d’une route;
4 fig. lier, enchaîner : ψυχὰν δέδεται λύπῃ EUR l’âme est enchaînée par le chagrin ; en gén. tenir sous sa dépendance : πῶς ἄν σε δέοιμι ; OD comment te tiendrais-je ? càd t’obligerais-je à tenir tes promesses ?;
Moy. δέομαι (f. δήσομαι, ao. ἐδησάμην) attacher sur soi ou pour soi : ὑπὸ ποσσὶ πέδιλα IL, περὶ κνήμῃσι βοείας OD s’attacher des sandales sous les pieds, des guêtres de peau de bœuf autour des jambes ; ὅπλα ἀνὰ νῆα OD attacher des agrès à son navire.
Étymologie: R. Δε, lier ; cf. δίδημι, δέσις, etc.
2impf. ἔδεον, f. δεήσω, ao. ἐδέησα, pf. δεδέηκα;
I. manquer, avoir besoin de : ἐμεῖο δῆσεν épq. IL il a eu besoin de moi, je lui ai fait défaut ; μικροῦ ἔδεον εἶναι XÉN il s’en fallait de peu qu’ils ne fussent ; τοσούτου δέουσι avec l’inf. ISOCR tant s’en faut qu’ils… ; τοῦ παντὸς δέω ESCHL il s’en faut du tout au tout (que je fasse cela) ; avec l’acc. τοσοῦτον δέω avec l’inf. tant s’en faut que je… ; ὀλίγον, μικρὸν δέω τοῦ ποιεῖν PLUT il s’en faut de peu ou peu s’en faut que je fasse ; παρὰ μικρὸν ἐδέησα ἀποθανεῖν ISOCR peu s’en fallut que je ne mourusse, je faillis mourir ; particul. avec des n. de nombre de dizaines pour exprimer un nombre inférieur d’une ou deux unités, càd terminé par huit ou neuf (cf. lat. duodeviginti, etc.) : πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη THC quarante-huit ans ; δυοῖν δεούσαις εἴκοσι ναυσίν XÉN dix-huit navires;
II. • impers. δεῖ (impf. ἔδει, f. δεήσει, ao. ἐδέησε, pf. δεδέηκε) il est besoin de, il faut :
• 1 avec une prop. inf. τί δεῖ πολεμιζέμεναι Τρώεσσιν Ἀργειούς ; IL pourquoi faut-il que les Argiens fassent la guerre aux Troyens ? ὅτι δέοι γενέσθαι αὐτόν THC qu’elle (cette guerre) devait durer ; avec un dat. de pers. θεοῖσι δεήσει inf. EUR il faudra que les dieux… ; avec un acc. suivi de ὅπως : δεῖ σ’ ὅπως δείξεις SOPH il faut que tu montres ; abs. εἴ τι δέοι, ἐάν τι δέῃ XÉN s’il le fallait, s’il le faut ; au participe δέον, δεῆσον, δεῆσαν, alors qu’il faut, qu’il faudra, qu’il fallait ; précédé de ὡς et suivi d’un inf. : ὡς δεῆσον ἐπιδιώκειν XÉN comme s’il allait falloir, càd parce qu’il allait falloir poursuivre, etc.
• 2 avec un gén. δεῖ τινος, besoin est de qch ; μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ’ ἐπεξελθεῖν ESCHL il faut un long discours pour rapporter cela en détail ; πολλοῦ δεῖ οὕτως ἔχειν, il s’en faut de beaucoup qu’il en soit ainsi ; ὀλίγου δεῖν, μικροῦ δεῖν, peu s’en faut ; ἐδέησεν ἐλαχίστου αὐτοὺς διαφθεῖραι (τὸ πῦρ) THC il s’en fallut de très peu que le feu ne les dévorât;
• 3 avec double rég. δεῖ μοί τινος, j’ai besoin de qch ; rar. avec l’acc. de la pers. δεῖ μέ τινος, m. sign.
Moy. δέομαι (f. δεήσομαι, ao. ἐδεήθην, pf. δεδέημαι);
1 avoir besoin : τινος, de qqn ou de qch ; ἤν τι δέωνται βασιλέως THC s’ils ont qqe besoin d’un roi ; οὐδὲν δεῖσθαί τινος, n’avoir aucun besoin de qqn;
2 demander, prier : τινος, τινα, prier qqn ; τι, demander qch ; τινος δεῖσθαί τινος, demander qch à qqn ; τοῦτο δέομαι ὑμῶν PLAT voilà ce que je vous demande ; δεῖσθαί τινος avec l’inf. demander à qqn de ; δ. τινος ὥστε, δ. τινα ὅπως, m. sign. ; simpl. demander, souhaiter, désirer : τινος, qqn ; ou avec l’inf..
Étymologie: p. *δέϜω, cf. épq. δεύω ; pê apparenté à δέω, lier, de la R. Δε.