μέτρον

From LSJ
Revision as of 17:59, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτρον Medium diacritics: μέτρον Low diacritics: μέτρον Capitals: ΜΕΤΡΟΝ
Transliteration A: métron Transliteration B: metron Transliteration C: metron Beta Code: me/tron

English (LSJ)

τό,

   A that by which anything is measured:    1 measure, rule, μέτρ' ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.12.422; ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας h.Merc.47; πάντ' ἄνδρα πάντων χρημάτων μ. εἶναι is a measure of all things, Pl.Tht.183c, cf. Protag. ap. Arist.Metaph.1053a36; μ. αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχή, ἀλλ' ὁ νόμος X.Cyr.1.3.18.    b Math., measure, divisor, Eratosth. ap. Nicom.Ar.1.13, etc.    2 measure of content, whether solid or liquid, δῶκεν μέθυ, χίλια μ. Il.7.471; εἴκοσι δ' ἔστω μ. . . ἀλφίτου Od.2.355; ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μ. χεῦε 9.209, cf. Il.23.268, 741, Hes.Op.350, 600, etc.; at Samos, of the μέδιμνος, SIG976.55 (ii B.C.); in Egypt, of the ἀρτάβη, μ. δοχικόν PTeb.11.6 (ii B.C.); also of smaller units, as μ. ἑξαχοίνικον ib.105.40 (ii B.C.); μέτροις καὶ σταθμοῖς by measure and weight, Decr. ap. And.1.83; in the widest sense, either weight or measure, Φείδωνος τοῦ τὰ μ. ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Hdt.6.127; μ. οἰνηρά, σιτηρά, Arist.EN1135a2; Κιλικίῳ μ. μετρεῖν OGI579.2 (Cilicia).    3 any space measured or measurable, length, size, in pl., dimensions, μέτρα κελεύθου the length of the way, Od.4.389; μέτρα θαλάσσης Hes.Op.648, Orac. ap. Hdt.1.47; μορφῆς μέτρα bodily dimensions, E.Alc.1063; τὰ μ. τοῦ λίθου its distances from a given point in given directions, its position, Hdt.2.121.ά, cf. Pl.Lg. 843e, Plu.Sol.23; ἄστρων μέτρα S.Fr.432.8; ἀπέχει . . θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους Th.8.95; τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν ἴσων μ. ὁρμᾶται [ὁ Νεῖλος] starts from the same distances as (i.e. the position corresponding to the source of) the Ister, Hdt.2.33; εἰδέναι τὴν ἑαυτοῦ χώραν μέτρῳ καὶ τόπῳ X.Cyr.8.5.3; ἐντὸς τῶν μ. τετμημένον μέταλλον Hyp.Eux.35; later of Time, duration, μέτρα βίοιο ἄρκια APl.4.333 (Antiphil.); ἐτέων μέτρα, ὡράων μέτρον, AP7.334,9.481; μέτρα ἐνιαυτῶν, νυκτός, Arat.464.731; χρονικὰ μ. Simp. in de An.299.37.    b limit, goal, ὅρμου μ. the goal which is the mooring-place, Od.13.101; ἥβης μ. ἱκέσθαι the term which is puberty, Il.11.225, Hes. Op.132; but, ἥβης μ. ἔχειν full measure of youthful vigour, ib. 438, Thgn.1119; σοφίης, γνωμοσύνης μ. Sol.13.52, 16.2.    4 due measure or limit, proportion, μέτρα φυλάσσεσθαι Hes.Op.694; χρὴ κατ' αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν μέτρον Pi.P.2.34; μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων Id.I.6(5).71; κατὰ μέτρον Hes.Op.720; πίνειν ὑπὲρ μέτρον Thgn.498; προστιθεὶς μ. A.Ch.797 (lyr.); τί μ. κακότατος ἔφυ; S.El.236 (lyr.); μ. ἔχει have a moderating power, Pl.Lg.836a; πλέον πίνειν τοῦ μέτρου Id.R.621a; μ. ἔχειν Id.Lg.957a; μέτρῳ, = μετρίως, καταβαίνειν Pi.P.8.78; οὐδεὶς τῷ μ. τὸ πίνειν ἔστεργε Alciphr. 3.32.    5 τίς ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα . . ἐπέθηκ' checks, i.e. bits, Pi.O.13.20.    II metre, Ar.Nu.638, 641, etc.; opp. μέλος (music) and ῥυθμός (time), Pl.Grg.502c, etc.; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες putting into verse, Id.Lg.669d; τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη X.Mem. 1.2.21.    2 pl., verses, Pl.Ly.205a. (I.-E. *métro-m from *métro-m 'measuring instrument', cf. Goth. mitan 'measure'.)

German (Pape)

[Seite 163] τό, 1) das Maaß; – a) das Werkzeug zum Messen, der Maaßstab, Il. 12, 422; u. im weitern Sinne, Maaß und Gewicht, Her. 6, 127; vgl. Eur. μέτρ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; πλοίῳ ἐς πεντακόσια τάλαντα ἄγοντι μέτρα, Thuc. 4, 118. – Bes. b) das Maaß für flüssige u. trockene Dinge, auch das damit Gemessene, μέτρα οἴνου, ὕδατος, ἀλφίτου, Il. 7, 471 Od. 2, 355. 9, 209; vgl. Il. 23, 268, τέσσαρα μέτρα κεχανδότα λέβητα, u. 741, ἓξ δ' ἄρα μέτρα χάνδανεν, nämlich ὁ κρητήρ, woraus hervorgeht, daß der Dichter ein Maaß von bestimmter Größe meint. – c) jeder gemessene oder meßbare Raum, μέτρα κελεύθου, die Maaße, die Länge des Weges, Od. 4, 389. 10, 539; μέτρον ὅρμου, der Raum des Hafens, 13, 101, öfter; μέτρον ἥβης, z. B. εἰ ἥβης μέτρον ἵκοντο, 11, 317; μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις, 18, 217. 19, 532, wie Hes., das volle Maaß der Jugend, d. i. die Zeit der vollsten Jugendblüthe erreicht haben, wie Eur. σοὶ ταὐτὸν ἥβης εἶχ' ἂν μέτρον, Ion 354; Sol. 5, 32 σοφίης μέτρον, das volle Maaß der Weisheit, die vollkommne Weisheit; sp. D. – Auch in Prosa gew., Thuc. ἀπέχει τῆς πόλεως θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους, 8, 95; ἵνα εἴη μέτρον τι ἐναργὲς πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει, Plat. Tim. 39 d; τὴν μέτρῳ ἴσην καὶ σταθμῷ καὶ ἀριθμῷ, Legg. VI, 757 b; πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπον εἶναι, Theaet. 152 a, öfter; ὥςπερ ὑπὲρ σταθμῶν ἢ μέτρων τὸ ἴσον σκοπούμενοι, die Gleichheit in Gewichten und Maaßen, Dem. ep. 3 p. 640, 25. – 2) das rechte Maaß zwischen zu wenig u. zu viel, Ebenmaaß, Gleichmaaß, u. übertr. Mäßigung; ἕπεται ἐν ἑκάστῳ μέτρον, Jegliches hat sein Maaß, Pind. Ol. 13, 46; παντὸς ὁρᾶν μέτρον, in Allem auf das rechte Maaß sehen, P. 2, 34; κερδέων μέτρον θηρευέμεν χρή, N. 11, 47; vgl. auch I. 5, 67; προστιθεὶς μέτρον, Aesch. Ch. 786; καί τι μέτρον κακότητος ἔφυ, Soph. El. 229; μέτρον ἂν ἔχοι τὰ δικαστήρια, Plat. Legg. XII, 957 a; Sp., μέτρον ἐπακτέον πῷ πράγματι, Luc. hist. conscr. 9; τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως ὑπερβαίνειν, salt. 82; – μέτρῳ, κατὰ μέτρον, mäßig, mit Maaß. – 3) das Vers- oder Sylbenmaaß; φράσω δὲ ἄνευ μέτρου, Plat. Rep. III, 393 d; ἐν μέτρῳ ὡς ποιητής, ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης, Phaedr. 258 d, öfter; vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, wie μέλεσί τε καὶ μέτροις, Conv. 187 d; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες, in Verse bringen, Legg. II, 669 d; οὔτι τῶν μέτρων δέομαι ἀκοῦσαι ἀλλὰ τῆς διανοίας, nicht die Verse, Lys. 205 a; Folgde. Bei den Metrikern ist μέτρον theils ein einzelner Versfuß im daktylischen u. anapästischen Rhythmus, theils eine Verbindung von zwei Versfüßen im jambischen und trochäischen, dah. ἑξάμετρος, δίμετρος στίχος.

Greek (Liddell-Scott)

μέτρον: τό, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ δι’ οὗ ἢ πρὸς ὃ μετρεῖταί τι· 1) μέτρονκανών, μέτρ’ ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Μ. 422· ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 47· καὶ οὔπω συγχωροῦμεν αὐτῷ πάντ’ ἄνδρα πάντων χρημάτων μέτρον εἶναι, ὅτι πᾶς ἀνὴρ εἶναι μέτρον δι’ ὅλα τὰ πράγματα, Πλάτ. Θεαίτ. 183Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 20 μέτρ. αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχή, ἀλλ’ ὁ νόμος Ξεν. Κύρ. 1. 3, 18. 2) μέτρον χωρητικότητος ὑγρῶν ἢ ξηρῶν, δῶκεν μέθυ, χίλια μέτρα Ἰλ. Η. 471· εἴκοσι δ’ ἔστω μέτρα... ἀλφίτου Ὀδ. Β. 355· ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μέτρα χεῦε Ι. 209, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 268, 741· - ὥστε, ὡς φαίνεται, τὸ παρ’ Ὁμ. μέτρον εἶχεν ὡρισμένην χωρητικότητα· οὕτω καὶ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 348, 598, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· μέτροις καὶ σταθμοῖς, διὰ μέτρων καὶ σταθμῶν, Ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 11. 25· ἐν τῇ εὐρυτάτῃ σημασίᾳ περιλαμβάνει ἡ λέξις καὶ τὰ σταθμὰ καὶ τὰ μέτρα, Φείδωνος τοῦ τὰ μέτρα ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Ἡρόδ. 6. 127· μ. οἰνηρά, σιτηρὰ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 2· μέτρον Ἀθηναῖον Ἑλληνικὰ Ὄστρακα Ι, σ. 774 ἔκδ. Wilcken, μ. δημόσιον σ. 769. 773, μ. δρόμων σ. 771, μ. ἑξαχοίνικον σ. 750. 772, μ. ἐσφραγισμένον σ. 768, σημ. 1, μ. θησαυρικὸν 745. 770, τετραχοίνικον 750 κἑξ., 771 κἑξ., τετράχουν 772, φορικὸν 747· πρβλ. μετρονόμοι. 3) διάστημα μεμετρημένον ἢ δυνάμενον νὰ μετρηθῇ, μέτρον, μῆκος, μέγεθος, ἐν τῷ πληθ., «διαστάσεις», μέτρα κελεύθου, τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ, Ὀδ. Δ. 389· μέτρον ὅρμου, περίφρασις ἀντὶ τοῦ ὅρμος, Ν. 101· οὕτω, μέτρα θαλάσσης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ἄστρων μέτρα Σοφ. Ἀποσπ. 379· διέχει... μέτρον ἑξήκοντα σταδίους Θουκ. 8. 95· εἰδέναι τι μέτρῳ καὶ τόπῳ Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· ἐντὸς μέτρων τετμημένον μέταλλον Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξ. 44· - ἐντεῦθεν καί, μέτρον ἥβης, πλῆρες μέτρου, δηλ. ἡ ἀκμή, τὸ ἄνθος, ἐπὶ τῆς νεότητος, ὡς τὸ τέλος, Ἰλ. Λ. 225, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 131, Θέογν. 1119· σοφίης μέτρον, πλήρωμα σοφίας, Σόλων 12. 52· μέτρα μορφῆς, τὸ μέγεθος καὶ σχῆμά τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 1063· - φράσεις οἷαι αἱ: μέτρα ὀπώρης, βίου, ἐτέων, εἶναι μεταγενέστεραι, Jac. Ep. Ad. 651. 2, πρβλ. Ἄρατ. 464, 730. - Ἐν Ἡροδ. 2. 33, τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν αὐτῶν μέτρων ὁρμᾶται, ἡ ἔννοια φαίνεται οὖσα ἡ ἑξῆς: [ὁ Νεῖλος] πηγάζει ἐκ σημείου ἀπέχοντος ἴσον διάστημα [ἀπὸ τῶν ἐκβολῶν του] ὅσον καὶ ὁ Ἴστρος, ἴδε Schweigh. Λεξ. Ἡροδ. 4) τὸ προσῆκον ἢ ἁρμόζον μέτρονὅριον, ἀναλογία, συμμετρία, μέτρα φυλάσσεσθαι· καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 692· χρὴ κατ’ αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν μέτρον Πινδ. Π. 2. 64· μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων ὁ αὐτ. ἐν. Ι. 6. 103· κατὰ μέτρον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· πίνειν ὑπὲρ μέτρον Θέογν. 498· προστιθεὶς μέτρον Αἰσχύλ. Χο. 797· τί μ. κακότητος ἔφυ; Σοφ. Ἠλ. 236· μέτρον ἔχει, ἔχει δύναμιν μετριαστικήν, Πλάτ. Νόμ. 836Α· πλέον μέτρου ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 621Α· μ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 957Α· ἀλλά, μέτρα ἐπιτιθέναι, προστιθέναι τὸν τρόπον τοῦ ἐλαύνειν, Πινδ. Ο. 13. 27, ἔνθα ἴδε σημ. Donalds.· - μέτρῳ = μετρίως, Πινδ. Π. 8. 111· μέτρῳ πίνειν (ἴδε ἀμετρὶ) Ἀλκίφρων 3. 32. II. τὸ μέτρον τῶν στίχων ἢ συλλαβῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 638, 641 κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μέλος (τὴν μουσικὴν σύνθεσιν) καὶ τὸν ῥυθμὸν (δηλ. τὸν χρόνον), Πλάτ. Γοργ. 502C· εἰς μέτρα τιθέναι, μετατρέπειν εἰς στίχους, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21. 2) στίχος, ἔμμετρος στίχος, Πλάτ. Λῦσ. 205Α. (Ἐντεῦθεν, μετρέω, μέτριος, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. mâ, mâ-mi, mi-mê (metior), mât-ram (mensura)· Λατ. met-are, met-iri, mens-a, mens-ura· Λιθ. mat-úti (metiri), mét-as (tempus, annus)· - ἴδε ἐν λέξ. μήν, mensis).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mesure :
I. instrument pour mesurer, une mesure ; particul.
1 bâton pour arpenter;
2 mesure pour les matières sèches et les liquides ; quantité mesurée, mesure (de vin, d’eau, etc.);
3 fig. règle, loi;
II. quantité mesurée ou espace mesuré ; espace, longueur ; poét. μέτρα κελεύθου OD la longueur d’un chemin ; μέτρον ὅρμου OD étendue ou limites d’un port ; avec idée de temps μέτρον ἥβης IL durée de la jeunesse, càd âge de la jeunesse ; t. de pros. mesure d’un vers;
III. juste mesure.
Étymologie: R. Με, mesurer ; cf. lat. metior, meta, skr. mâtram.

English (Autenrieth)

measure, measuring-rod, Il. 12.422; then of any vessel and its contents, Il. 7.471 ; ὅρμου μέτρον, of the proper point for mooring, Od. 13.101 ; μέτρα κελεύθου, periphrasis for κέλευθος, κέλευθα; fig., ἥβης, ‘full measure,’ ‘prime.’

English (Slater)

μέτρον (-ον, -ῳ, -ον; -α acc.)
   a due measure (in) c. gen. ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον (O. 13.48) χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον (P. 2.34) δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει ( reduces to moderation : post χειρῶν distinxit Bergk, v. l. μέτρον) (P. 8.78) κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν (N. 11.47) ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων (τὰ προσήκοντα Σ. cf. Herakleitos, B 30 D—K, but v. κατέχω) (I. 6.71) πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα (μετρίως Σ.) (Pae. 1.3)
   b measure of time
   a compass, space ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει (P. 4.286) πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος (I. 1.62)
   II (musical, metrical) measure. ἰὴ ἰῆτε νῦν μέτρα παιηόνων ἰῆτε νέοι (Pae. 6.121)
   c measure of distance. ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον sc. Jason, while ploughing with the oxen of Aietes (P. 4.237)
   d curb, bridle τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; (τὰ ἵππεια μέτρα τοῦ χαλινοῦ Σ, a ref. to the cult of Ἀθηνᾶ Χαλινῖτις at Korinth) (O. 13.20)

English (Strong)

an apparently primary word; a measure ("metre"), literally or figuratively; by implication, a limited portion (degree): measure.

English (Thayer)

μέτρου, τό, the Sept. chiefly for מִדָּה (cf. μήτηρ), measure;
1. an instrument for measuring;
a. a vessel for receiving and determining the quantity of things, whether dry or liquid: in proverbial discourse, μέτρειν μέτρῳ, of the measure of the benefits which one confers on others, μέτρον πεπιεσμένον καί σεσαλευμένον, figuratively equivalent to most abundant requital, ibid.; πληροῦν τό μέτρον τῶν πατέρων, to add what is lacking in order to fill up their ancestors' prescribed number of crimes, πληρόω, 2a.); ἐκ μέτρου (A. V. by measure; see ἐκ, V:3) i. e. sparingly, ἐν μέτρῳ, a graduated staff for measuring, measuring-rod: ἀνθρώπου added (man's measure), such as men use, the rule or standard of judgment: determined extent, portion measured off, measure or limit: with a genitive of the thing received, ἐν μέτρῳ, in proportion to the measure (cf. Winer s Grammar, § 48, a. 3b. and see ἐνέργεια; others, in due measure), the required measure, the due, fit, measure: τῆς ἡλικίας, the proper i. e. ripe, full age (see ἡλικία, 1c.) (of a man), ἡβης, Homer, Iliad 11,225; Odyssey 11,317; Solon 5,52 (Poet. Min. Gr. (edited by Gaisford) 3:135)).