μερίζω

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερίζω Medium diacritics: μερίζω Low diacritics: μερίζω Capitals: ΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: merízō Transliteration B: merizō Transliteration C: merizo Beta Code: meri/zw

English (LSJ)

Dor. μερίσδω, Bion 2.31: Att. fut. μεριῶ Pl.Prm.131c: aor.
A ἐμέρισα Nicom.Com.1.27; Dor. part. μερίξας Ti.Locr.99d: pf. μεμέρικα D.H.Pomp.4:—Med., fut. μερίσομαι Sopat. in Rh.8.306 W., μεριοῦμαι LXX Pr.14.18: aor. ἐμερισάμην Is.9.24, etc.: pf. μεμέρισμαι D.47.34 (v.l. νενέμημαι):—Pass., fut. μεριοῦμαι Arist.PA664a27, μερισθήσομαι Plot.4.3.8, 6.4.4: aor. ἐμερίσθην Pl.Ti.56d, etc.: pf. μεμέρισμαι Id.Prm.144b, D.15.5, etc.: (μερίς):—divide, distribute, Pl. Prm.131c; μ. τὸ ἄπειρον Arist.Ph.204a34; μ. [ἀρχήν] τινα εἰς πλείους Id.Pol.1321b37; καθ' ἕκαστον εἶδος πολιτείας μ. make a division, ib. 1304b19: abs., split up the amount, ib.1268b15: Arith., μ. τι παρά τι, εἴς τι, divide by... Dioph.4.33,34, al.: abs., Gal.5.223.
2 assign a part, allot, ἐφ' ἕκαστον μ. τὸ φιλεῖν Arist.MM1213b5; μ. τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν allot the interest according to the voyage, i.e. pay only a part of it, if a part only of the voyage has been performed, D.56.49; allot, assign spheres of duty, τινι PHamb.24.6 (Pass.); apportion, allocate funds, IG22.29.18, al., SIG577.22 (Milet., iii/ii B.C.) (Pass., IG22.1672.116,al.); τὸ μὲν εἰς δαπάνην, τὸ δ' εἰς θησαυρισμόν Phld.Oec.p.71 J., cf. Sto.339.15, Metrod.Herc.831.13; bestow, POxy. 713.29 (i A.D.), etc.; κατὰ τόπους μ. τὰς ἀναγραφάς divide, arrange them, D.H.Th.9; μ. τινὰ τοῖς ποιηταῖς, i.e. make one a theme for several tragedies, Him.Ecl.4.18:—Pass., to be delivered over, εἰς ὕβριν καὶ δουλείαν Chor.p.216 B.
3 sever, cut off, πελέκει χεῖρα Him.Or. 2.21.
4 apply by turns, τὰς χεῖρας τῷ τε τείχει καὶ τῇ λύρᾳ ib.21.12.
II Med., μερίζεσθαί τι divide among themselves, χρήματα Din.1.10, cf. Theoc.21.31; τι μετά τινος D.34.18; πρός τινα τὴν ἀρχήν Hdn.3.10.6; take possession of, τι D.34.35; ἠρόμην αὐτὸν πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν whether he had gone shares with his brother, Id.47.34.
2 c. gen. rei, get a portion of, Is.9.24.
b take part in, τοῦ ἀδικήματος Arist.EN1137a2.
III Pass., to be divided, κατὰ μέρος X.An.5.1.9 (s. v.l.); ἐπὶ πολλά Hp.Insomn.86; τὸ μερίζεσθαι τὰς οὐσίας εἰς ὁποσονοῦν πλῆθος Arist.Pol.1265b3; μ. πρὸς ἑκάστην διοίκησιν (sc. αἱ πρόσοδοι) are distributed, ib.1321b32; ἐς πᾶσαν πεῖραν μ. make attempts in every direction, App.BC4.78, cf. Luc.DDeor.24.1; μερίζεταί τι ἀπό τινος Id.Nav.8.
2 to be dispersed, ὕδωρ ὑπὸ πυρὸς μερισθέν Pl.Ti.56d; to be split up, ἄνθρωπος πληγῇ τινι μεριζόμενος Democr.32: metaph., have divided interests, disperse one's energy, Chor.p.11 B.; also, to be split into parties or be split into factions, Plb.8.21.9, App.BC1.1, Hdn.3.10.4; μεμέρισται ὁ Χριστός; 1 Ep.Cor.1.13.
3 to be reckoned as part, ἐν τῇ ἀρχῇ τινος μ. D.15.5.

German (Pape)

[Seite 134] teilen, verteilen; κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον μερίζοντες, Plat. Polit. 292 c; εἰ αὐτο τὸ μέγεθος μεριεῖς, Parm. 131 c; μεμέρισται, 144 b; τοὺς τόκους μερίζειν πρὸς τὸν πλοῦν, Dem. 56, 49, im Verhältniß nach der Fahrt verteilen; Arist. u. Sp., μεμέρισται εἰς πολλοὺς τὸ ἔργον Luc. Navig. 8. – Häufiger im med., für sich, als seinen Anteil nehmen; τῆς γενέσεως ἡμῶν τὸ μέν τι ἡ πατρὶς μερίζεται, Plat. Ep. IX, 358 a; μερίσαιτο τῶν τοῦ ἀδελφοῦ, Is. 9, 24; ἐπειδὴ δὲ τοὐμὸν χρυσίον ἐμερίσατο, Dem. 34, 35; ἠρόμην αὐτόν, πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν, ἢ κοινὴ οὐσία εἴη αὐτοῖς, ob er mit dem Bruder getheilt habe, 47, 34; τὴν σατραπείαν, unter sich teilen, D. Sic. 17, 16; – Geld aus dem Schatze, Inscr. 84; – ἐν τῇ ἀρχῇ τῇ ἐκείνου μεμερισμένους, seiner Herrschaft zugetheilt, Dem. 15, 5; bei den Gramm. = unter die Redetheile verteilen, s. μερισμός.

French (Bailly abrégé)

f. μεριῶ, ao. ἐμέρισα, pf. μεμέρικα;
Pass. f. μερισθήσομαι, ao. ἐμερίσθην, pf. μεμέρισμαι;
partager, diviser, fractionner, acc. ; Pass. être divisé;
Moy. μερίζομαι (f. μερίσομαι ou μεριοῦμαι, ao. ἐμερισάμην);
1 s'attribuer une part, acc.;
2 partager, acc.;
NT: donner en partage, attribuer ; assigner.
Étymologie: μερίς.

Russian (Dvoretsky)

μερίζω: дор. μερίσδω (fut. med. μερίσομαι и μεριοῦμαι)
1 делить, разделять, распределять (τὸ μέγεθος Plat.; ἀρχὴν εἰς πλείους Arst.; τὸ ἔργον εἰς πολλούς Luc.; τοὺς ἰχθύας πᾶσιν NT): μ. τοὺς τόκους πρός τι Dem. исчислять проценты сообразно чему-л.; μερισθέντες κατα μέρος Xen. разбившись на отряды; ὕδωρ ὑπὸ πυρὸς μερισθέν Plat. разреженная огнем вода; med. делить (распределять) между собою, делиться (τι πρός τινα или μετά τινος Dem.): μ. τῶν τοῦ ἀδελφοῦ Isae. брать себе часть имущества брата;
2 med. разделяться, распадаться (ἑφ᾽ ἑαυτόν NT);
3 med.-pass. pf. разниться, отличаться (μεμέρισται καὶ ἡ γυνὴ καὶ ἡ παρθένος NT).

Greek (Liddell-Scott)

μερίζω: Δωρ. -ίσδω Βίων 15. 31· μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ Πλάτ. Παρμ. 131C· ἀόρ. μερίσαι Νικόμαχ. ἐν «Εἰλυθείᾳ» 1. 27, Δωρ. μετοχ. μερίξας Τίμ. Λοκρ. 99D· πρκμ. μεμέρικα Διον. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 4· - Μέσ., μέλλ. -ίσομαι Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 306. -ῐοῦμαι Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΔ΄, 18), ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3· ἀόρ. ἐμερισάμην Ἰσαῖ., κτλ.· - πρκμ. μεμέρισμαι μὲ μέσ. σημασίαν) Δημ. 1149. 29. - Παθ., μέλλ. μερισθήσομαι Πλωτῖν.· ἀόρ. ἐμερίσθην Πλάτ., κτλ.· πρκμ. μεμέρισμαι Πλάτ., Δημ., κτλ.· (μερίς). Διαιρῶ, διανέμω, Πλάτ. Παρμ. 131C· μ. τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 5· μ. ἀρχήν τινα εἰς πλείους ὁ αὐτ. π. Πολιτικ. 6. 8, 7· καθ’ ἕκαστον εἶδος πολιτείας μ. αὐτόθι 5. 5, 4· ἐφ’ ἕκαστον μ. τὸ φίλον ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθ. 2. 16, 1· μερίζω τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν, διαιρῶ τὸν τόκον κατ’ ἀναλογίαν τοῦ πλοῦ δηλ. πληρώνω μέρος μόνον τῶν χρημάτων, ἂν μέρος μόνον τοῦ πλοῦ ἐτελέσθη, Δημ. 1297. 21· κατὰ τόπους μερίζω τὰς ἀναγραφάς, διαιρῶ, τακτοποιῶ αὐτάς, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 9. 2) ἀπολ., ἐπὶ δικαστῶν διῃρημένας ἐχόντων τὰς γνώμας, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 14. ΙΙ. Μέσ., μερίζομαί τι, «μοιράζομαί» τι μετ’ ἄλλων, Δείναρχ. 91. 22, Θεόκρ. 21. 31· τι μετά τινος Δημ. 913. 1· τὶ πρός τινα Ἡρῳδ. 3. 10· - λαμβάνω κατοχήν τινος, τι Δημ. 917. 19· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., ἠρόμην αὐτὸν πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν, ἐὰν εἶχε μοιρασθῇ (τὰ πράγματα) μὲ τὸν ἀδελφόν του, ὁ αὐτ. 1149. 21. 2) μετὰ γεν. πράγμ., λαμβάνω μερίδιον ἔκ τινος, Ἰσαῖ, 77. 14· λαμβάνω μέρος εἴ τι, τοῦ ἀδικήματος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 13. ΙΙΙ. παθ., διαιροῦμαι, κατά μέρος Ξεν. Ἀν. 5. 1, 9· ἐς πολλὰ Ἱππ. 375. 43· εἰς ὁποσονοῦν πλῆθος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· μ. πρὸς ἑκάστην διοίκησιν (ἐνν. αἱ πρόσοδοι), διανέμονται, αὐτόθι 6. 8, 6· ἐς πᾶσαν ἐμερίζοντο πεῖραν, ἔκαμνον πᾶσαν ἀπόπειραν, δοκιμάζοντες ἄλλοι μὲν τοῦτο τὸ μέσον, ἄλλοι δὲ ἐκεῖνο, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4, 78· πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 24. 1· μερίζεταί τι ἀπό τινος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 8. 2) διασκορπίζομαι, Πλάτ. Τίμ. 56D· διασχίζομαι εἰς μέρη, Πολύβ. 8. 23, 9, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 1, Ἡρῳδ. 3. 10. 3) λογίζομαι, θεωροῦμαι ὡς μέρος, ἐν τῇ ἀρχῇ τινος μ. Δημ. 192. 1.

Spanish

dividir

English (Strong)

from μέρος; to part, i.e. (literally) to apportion, bestow, share, or (figuratively) to disunite, differ: deal, be difference between, distribute, divide, give participle.

English (Thayer)

1st aorist ἐμέρισα; perfect μεμερικα (T Tr text WH text); passive, perfect μεμερισμαι; 1st aorist ἐμερίσθην; middle, 1st aorist infinitive μερίσασθαι; (from μέρος, as μελίζω from μέλος); from Xenophon down; the Sept. for חָלַק; to divide; i. e.
a. to separate into parts, cut into pieces: passive μεμέρισται ὁ Χριστός; i. e. has Christ himself, whom ye claim as yours, been like yourselves divided into parts, so that one has one part and another another part? L WH text punctuate so as to take it as an exclamatory declaration; see Meyer in loc.); tropically, μεμέρισται ἡ γυνή καί ἡ παρθένος, differ in their aims, follow different interests (A. V. there is a difference between; but L Tr WH connect μεμέρισται with what precedes), be split into factions (Polybius 8,23, 9): καθ' ἐμαυτοῦ to be at variance with oneself, to rebel (A. V. divided) against oneself, ἐπ' ἐμαυτόν, to distribute: τί τισί, a thing among persons, to bestow, impart: τίνι, τί τίνι, Polybius 11,28, 9); middle μερίζομαι τί μετά τίνος, to divide (for oneself) a thing with one, Demosthenes, p. 913,1). (Compare: διαμερίζω, συμμερίζω.)

Greek Monolingual

(ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω)
1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῦσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ.
β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.)
2. διανέμω, διαμοιράζω
3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώκατά τόπους μερίζω τὰς ἀναγραφάς», Διον. Αλ.)
4. κατατέμνω, αποκόπτω, σχίζω, κομματιάζω κάτι («μερίζειν πελέκει χεῖρα», Ι μέρ.)
5. μαθημ. κάνω διαίρεση, διαιρώ σε μέρη ανάλογα
μσν.
1. διεκδικώ («ἐμέριζαν τὴν νίκην»)
2. φρ. α) «μερίζομαι εἰς πολλά» — μέ απασχολούν πολλά, κάνω διάφορες σκέψεις
β) «μερίζομαι κατὰ νοῦν» — η σκέψη μου πλανιέται σε πολλά
μσν.-αρχ.
1. απονέμω
2. (ενεργ. και μέσ.) λαμβάνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω
αρχ.
1. έχω στραμμένο το ενδιαφέρον μου σε πολλά πράγματα
2. κατανέμω τις ψυχικές ή σωματικές μου δυνάμεις σε κάτι («εὐχῇ καὶ βίβλῳ καὶ θήρᾳ μερίζω τὸν βίον», Συνέσ.)
3. παθ. α) παίρνω το μερίδιο που μού ανήκει
β) μοιράζομαι κάτι με κάποιον άλλον («μερισάμενος τὸ ἐμὸν χρυσίον μετὰ Φορμίωνος», Δημοσθ.)
γ) χωρίζομαι σε ομάδες, σε μερίδες πολιτικές ή άλλες («στασιάντες πρὸς σφᾱς ἐμερίσθησαν οἱ μὲν πρὸς Ἀριόβαζον, οἱ δὲ πρὸς τὴν Λαοδίκην», Πολ.)
δ) θεωρούμαι ότι ανήκω στη μερίδα κάποιου
4. φρ. α) «ἐς πᾶσαν πεῖραν μερίζομαι» — κάνω κάθε απόπειρα, δοκιμάζω καθετί
β) «μερίζω τινὰ τοῖς ποιηταῖς» — κατανέμω, διαμοιράζω κάποιον ή τη ζωή κάποιου σε θέματα διαφόρων τραγωδιών τών ποιητών
γ) «μερίζω τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν» — διαιρώ τον τόκο κατ' αναλογία του πλου, δηλ. πληρώνω μέρος τών χρημάτων ανάλογο προς το μέρος του πλου που εκτελέστηκε (Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μερίζω (<μερίδ-) < μερίς, -ίδος (< μέρος)].

Greek Monotonic

μερίζω: (μερίς), Δωρ. -ίσδω, Αττ. μέλ. -ιῶ — Παθ., αόρ. αʹ ἐμερίσθην, παρακ. μεμέρισμαι·
I. χωρίζω, διανέμω, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. Μέσ., μερίζεσθαί τι, μοιράζονται (κάτι) μεταξύ τους, σε Θεόκρ., Δημ.· με γεν. πράγμ., συμμετέχω σε κάτι, σε Αριστ.
III. 1. Παθ., μοιράζομαι, σε Ξεν.
2. υπολογίζομαι ως μέρος, σε Δημ.

Middle Liddell

μερίς
I. to divide, distribute, Plat., etc.
II. Mid., μερίζεσθαί τι to divide among themselves, Theocr., Dem.:—c. gen. rei, to take part in, Arist.
III. Pass. to be divided, Xen.
2. to be reckoned as part, Dem.

Chinese

原文音譯:mer„zw 姆里索
詞類次數:動詞(14)
原文字根:分 相當於: (חָלַק‎)
字義溯源:分開,分給,分享,分配,分爭,分別,分出,分,取,劃分;源自(μέρος)=份或分享);而 (μέρος)出自(μείζων)X*=分得的份)。主耶穌對‘分開’的講論:凡一國自相分爭(分開 (μερίζω)),就成為荒場,一城一家自相分爭(分開 (μερίζω)),必站立不住( 太12:25)。所以,一個人若把心分開,一半給神,一半給世界,他在屬靈上也必站立不住。參讀 (ἀναδίδωμι) (ἀνακρίνω) (κοινωνέω)同義字
同源字:1) (διαμερίζω)完全的分開 2) (διαμερισμός)分裂 3) (μερίζω)分開 4) (μερίς)份 5) (μερισμός)分離 6) (μεριστής)分配者 7) (μέρος)份,分享 8) (πολυμερῶς)多次 9) (συμμερίζομαι)同領
出現次數:總共(14);太(3);可(4);路(1);羅(1);林前(3);林後(1);來(1)
譯字彙編
1) 分爭(4) 太12:25; 太12:25; 可3:24; 可3:25;
2) 分給(3) 可6:41; 羅12:3; 林後10:13;
3) 就是⋯分爭(1) 太12:26;
4) 分出(1) 來7:2;
5) 有分別(1) 林前7:34;
6) 是分開的(1) 林前1:13;
7) 分爭了(1) 可3:26;
8) 分開(1) 路12:13;
9) 所分給的(1) 林前7:17

Léxico de magia

en v. med. dividir como acción de la divinidad ὅτι ἐξορκίζω σε τὸν ὅλον κόσμον, ἀρχὴν μίαν, μεμερισμένον te conjuro a ti, que has dividido el cosmos entero, un solo reino SM 42 41

Translations

divide

Arabic: قَسَّمَ‎; Armenian: բաժանել, կիսել; Aromanian: mpartu; Azerbaijani: bölmək; Balinese: dum; Belarusian: дзялі́ць; Bulgarian: разделям; Catalan: dividir; Chinese Mandarin: 分, 分裂, 隔; Czech: dělit; Dutch: verdelen; Esperanto: dividi, onigi, partigi; Estonian: jagama; Finnish: jakaa; French: diviser, fendre; Galician: dividir; German: aufteilen, teilen, einteilen; Gothic: 𐌳𐌰𐌹𐌻𐌾𐌰𐌽; Ancient Greek: μερίζω, χωρίζω, διαιρέω; Guaraní: mboja'o; Hebrew: חילק‎, פיצל‎; Hindi: बांटना; Hungarian: oszt, feloszt; Icelandic: hluta; Irish: deighil, roinn; Old Irish: rannaid; Italian: dividere; Japanese: 分割する, 分ける; Javanese: dum; Korean: 나누다, 가르다; Latgalian: daleit; Latin: divido; Latvian: dalīt; Lithuanian: dalinti, išskirti; Maguindanao: baad; Malay: bahagian; Maori: kokoti, wehe, kōwae, kōwaewae, tāuteute, totoe; Maranao: bagi', ba'ad; Ngazidja Comorian: upasua; Occitan: dividir; Old English: tōdǣlan; Persian: قسمیدن‎; Polabian: ai̯delĕt; Polish: dzielić, podzielić; Portuguese: dividir, separar; Romanian: despărți, divide, diviza, împărți; Russian: делить, разделять; Sicilian: spàrtiri; Slovak: deliť, rozdeliť; Somali: qaybin; Sorbian Lower Sorbian: źěliś; Spanish: desunir, dividir; Swahili: -gawa; Swedish: dela, klyva; Telugu: విభజించు; Tocharian B: putk-; Ukrainian: ділити; Vietnamese: chia; Western Bukidnon Manobo: ba'ad; Zazaki: heti kerden; ǃXóõ: khàla

distribute

Arabic: وَزَّعَ‎; Armenian: բաշխել; Assamese: বিলা, ভগা, বাট; Bulgarian: разпределям; Catalan: repartir, distribuir; Cherokee: ᎠᏯᏙᎯᎭ; Chinese Dutch: verdelen; Esperanto: distribui; Finnish: jakaa; French: distribuer; German: aufteilen, verteilen; Gothic: 𐌳𐌰𐌹𐌻𐌾𐌰𐌽; Ancient Greek: διανέμω; Hebrew: חילק‎; Icelandic: deila út, útdeila, úthluta; Irish: scaoil; Italian: distribuire; Japanese: 分ける; Latin: distribuo; Norwegian: fordele; Occitan: distribuir; Portuguese: distribuir, parcelar; Quechua: rakiy; Romanian: distribui, împărți, repartiza; Russian: распределять, распределить; Sanskrit: भजति; Spanish: distribuir; Swahili: kugawanya; Swedish: fördela; Turkish: dağıtmak, paylaştırmak

allot

Czech: podělit; Dutch: verloten; Finnish: jakaa, jaella; German: verteilen, austeilen; Portuguese: alocar, repartir; Quechua: suyuy; Romanian: aloca, repartiza, distribui; Russian: распределять, распределить; Sanskrit: भजति; Slovene: odmeriti; Spanish: repartir; Swedish: lotta