πρόνοια
English (LSJ)
Ion. προνοίη, ἡ, (πρόνοος)
A perceiving beforehand, foresight, foreknowledge, τοὖπος τὸ θεοπρόπον τᾶς παλαιφάτου π. S.Tr.823 (lyr.); προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου A.Ag.684 (lyr.).
2 = πρόγνωσις ΙΙ.b, Hp. ap.Gal.18 (2).8.
II foresight, forethought, ἐπῄνεσ'.. πρόνοιαν ἣν ἔθου S.Aj.536; π. δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής Id.OT978; προνοίας οὕνεκα so far as foresight, caution is required, Id.Ph.774, cf.El.1015; ἐκ προνοίης = with forethought, purposely, Hdt.1.120,159, etc.; opp. κατὰ τύχην, Id.8.87, cf. Antipho 5.21, Lys.26.19, Pl.Phdr.241e; ἀπὸ προνοίας τινῶν by their precautions, Th.8.95; τὴν πρόνοιαν τὴν ές ἡμέας ἔχουσαν Hdt. 8.144; προνοίᾳ τῶν συγγενῶν, προνοίᾳ τῶν φίλων, προνοίᾳ τῆς πόλεως, by care for.., And.1.56; especially of crimes committed with design or malice prepense, ἐκ προνοίας τραῦμα, ἐκ προνοίας φόνοι, Aeschin.3.212, Din.1.6, etc.; ἐκ προνοίας ἀποθνῄσκειν Antipho 1.22, cf. Lys.3.28; τὰ ἐκ προνοίας, opp. ἀκούσια, Arist.Pol. 1300b26; so οὐδεμία πρόνοιαν ἐστι τραύματος no intention of wounding, Lys.3.41; πρόνοιαν ἔχειν (or πρόνοιαν ἴσχειν) τινός to take thought for... show care for... E.Alc.1061, Th.2.89, etc.; περί τινος S.Ant.283; ὑπέρ τινος Isoc.16.9; ἡ τοῦ χόρτου π. PFlor.131.7 (iii A. D.), cf. 148.2 (iii A. D.): c. inf., πολλὴν π. εἶχεν εὐσχήμως (fort. εὐσχήμων) πεσεῖν E. Hec.569; πολλὴν πρόνοιαν ἔχειν μέλλοντας.. to beware of doing a thing, Antipho 5.91; π. ποιεῖσθαί τινος D.21.97, etc.: pl., X.Oec.7.38.
2 providence, τοῦ θείου ἡ πρόνοια Hdt.3.108; τοῦ θεοῦ S.OC1180; θεία π. E.Ph. 637(troch.); πρόνοιαι θεῶν Pl.Ti.44c: abs., divine providence, προνοίας ἔργῳ X.Mem.1.4.6, etc., cf.Zeno Stoic.1.44, Cleanth.ib.121, Chrysipp. ib.2.168, al. (περὶ προνοίας as title of one of his works, ib.3.203).
3 Pythagorean name for five, Theol.Ar.31.
4 office of προνοητής, POxy.472.10 (ii A. D.).
III Πρόνοια Ἀθηνᾶ Athena as goddess of Forethought, under which name she was worshipped at Delphi, D.25.34, D.S.11.14, Parth.25, Paus.10.8.6, Plu.2.825b, Jul.Or.4.149b, etc.; at Delos acc. to Macr.Sat.1.17.55, cf. Aristid.1.97 J., Or.37(2).26; also Ἰουλία θεὰ Σεβαστὴ Π. IG3.461: this name of Athena, which is guaranteed by the context in D., Aristid., Jul., Macr. Il. cc., seems to have been a distortion of the name Προναία or Προνᾴα (v. πρόναος 1), but πρόνοια is f.l. for Προναία (or Προνᾴα) in Aeschin. (v. πρόναος 1), and D.S., Parth., Paus., Plu. Il. cc. should perhaps be corrected.
German (Pape)
[Seite 735] ἡ, ion. προνοίη, das Vorhersehen, Vorherbemerken, Soph. Trach. 820 O. R. 978. – Gew. Vorsicht, Klugheit, Vor- oder Fürsorge; Aesch. Ch. 598; auch im plur., προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου, Ag. 669; Soph.; Eur. πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν, Hecub. 569, öfter; Ar. u. in Prosa, wie Her. oft, ἐκ προνοίης, mit Vorbedacht, Überlegung, mit Absicht, 1, 120. 159. 2, 151. 161. 6, 66, Gegensatz κατὰ τύχην, 8, 87; u. so Antipho 6, 19; Lys. 3, 43 u. sonst; πρόνοιαν ἔχειν τινός, Thuc. 2, 89; πρόνοιαν ποιεῖσθαί τινος, Dem. 21, 97 u. öfter, u. Folgde; auch πρόνοιαν ἐποιησάμην τοῦ μὴ ἐπὶ τὸν πατέρα τούτου εἰσελθεῖν, ich habe mich gehütet, Dem. 47, 80; Folgde. – Die Ἀθηνᾶ Πρόνοια, Aesch. 3, 110 ff., neben Apollo, Artemis u. Leto genannt, die Göttinn kluger Bedachtsamkeit, wurde unter diesem Namen in Delphi verehrt, vgl. Paus. 10, 8, 4 und προναία. – Von Plut. an auch die göttliche Vorsehung, vgl. Xen. Mem. 1, 4, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. 1 prévision, prescience, pressentiment;
2 prescience d'un oracle ; oracle;
II. soin de pourvoir, d'où
1 prévoyance;
2 précaution : πρόνοιαν ἔχειν τινός THC ou περί τινος SOPH prendre d'avance soin de qch, pourvoir d'avance à qch ; πρόνοιαν ἔχειν avec l'inf. EUR prendre soin de, etc.
3 acte réfléchi, ce qu'on fait par suite d'une décision arrêtée d'avance : ἐκ προνοίας HDT de propos délibéré, à dessein ; en parl. de crimes préméditation;
4 providence, particul. τοῦ θείου ἡ πρόνοια HDT, πρόνοια τοῦ θεοῦ SOPH ou simpl. ἡ Πρόνοια XÉN la providence divine, la Providence ; Ἀθηνᾶ πρόνοια DÉM Athéna Providence, surn. d'Athéna, à Delphes.
Étymologie: πρόνοος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόνοια -ας, ἡ, Ιon. προνοίη [πρόνοος] voorkennis:; προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου door voorkennis van het lot Aeschl. Ag. 684; πρόνοια δ’ ἐστὶν οὐδενὸς σαφής helder inzicht vooraf bestaat nergens over Soph. OT 978; profetie:. τοὔπος... τῆς παλαιφάτου προνοίας het woord van de oude profetie Soph. Tr. 823. voorzorg:; πρόνοιαν ἣν ἔθου de voorzorg die jij nam Soph. Ai. 536; voorzienigheid:; τοῦ θείου ἡ προνοίη de goddelijke voorzienigheid Hdt. 3.108.1 π. τοῦ θεοῦ Soph. OC 1180 = θεία π. Eur. Phoen. 637; voorafgaand plan:; ἐκ προνοίας met opzet Aristoph. Eq. 848; ἀπὸ προνοίας τῶν Ἐρετριῶν op aanraden van de Eretriërs Thuc. 8.95.4; ongunstig (voor)opzet:. οὐδεμίαν ἡγούμην πρόνοιαν εἶναι τραύματος ὅστις μὴ ἀποκτεῖναι βουλόμενος ἔτρωσε ik dacht dat er geen sprake is van opzettelijke verwonding als men verwondt zonder de intentie te doden Lys. 3.41. zorg, aandacht:; τῆς θανούσης πολλὴν πρόνοιαν δεῖ μ’ ἔχειν mijn grote zorg moet uitgaan naar mijn gestorven vrouw Eur. Alc. 1061; πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμων πεσεῖν zij was er zeer op bedacht netjes te vallen Eur. Hec. 569;
Russian (Dvoretsky)
πρόνοια: ион. προνοίη ἡ
1 предвидение (τοῦ πεπρωμένου Aesch.);
2 предусмотрительность, осмотрительность: πρόνοιαν θέσθαι Soph. проявить благоразумие;
3 намерение, умысел: ἐκ προνοίας Her., Lys., Arst. (пред)намеренно, с умыслом;
4 попечение, забота (πρόνοιαν ἔχειν или ἴσχειν τινός Thuc., Arst., περί τινος Soph. и ὑπέρ τινος Polyb. или πρόνοιαν ποιεῖσθαί τινος Dem., NT): ἀπὸ προνοίας τῶν Ἐρετριέων Thuc. благодаря заботам (= мероприятиям) эретрийцев;
5 провидение (π. τοῦ θεοῦ Soph.; πρόνοιαι θεῶν Plat.): Ἀθηνᾶ π. Aeschin., Dem., Diod. Афина-Провидица (эпитет Афины в Дельфах).
English (Slater)
πρόνοια forethought λέγοντι Ζῆνα φυλάξαι π[ρ]ονοί[ᾳ], ἁνίκ (supp. Lobel) (Pae. 12.11)
English (Strong)
from προνοέω; forethought, i.e. provident care or supply: providence, provision.
English (Thayer)
προνοίας, ἡ (προνως), from (Aeschylus, Sophocles), Herodotus down, forethought, provident care: A. V. providence); ποιοῦμαι πρόνοιαν τίνος, to make provision for a thing (see ποιέω, I:3, p. 526a top), Romans 13:14.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α πρόνους
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην το διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾶλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.)
2. σύνεση, περίσκεψη
3. μέριμνα, φροντίδα
4. φρ. α) «θεία πρόνοια»
(δογμ.) η ενέργεια του τριαδικού θεού με την οποία συναρτάται και κατευθύνεται το ανθρώπινο γένος προς τον τελικό του σκοπό για τη σωτηρία του ανθρώπου και την ανακαίνιση του κόσμου
β) «από πρόνοια» και «ἀπὸ προνοίας» — για λόγους προφύλαξης (α. «από πρόνοια πήρε αυτά τα μέτρα» β. «οὐδὲν γὰρ ἐπωλεῖτο ἀπὸ προνοίας τῶν Ἐρετριῶν», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. α) «λαμβάνω πρόνοια» — φροντίζω, μεριμνώ («το κράτος πρέπει να λάβει πρόνοια για τους ανέργους»)
β) «πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας» — κυβερνητικό πρόγραμμα που στοχεύει στην προστασία τών πολιτών από τους οικονομικούς κινδύνους και τις ανασφάλειες της ζωής
γ) «κράτος πρόνοιας» — πλέγμα θεσμών και νομοθετικών ρυθμίσεων με το οποίο διασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες και κατά προτεραιότητα στους οικονομικά ασθενέστερους, στους ηλικιωμένους και στους αδικημένους από τη φύση, καθώς και στα παιδιά και στις μητέρες, πλήρους ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης καθώς και κοινωνικής προστασίας και μέριμνας
μσν.
χαρακτηρισμός της ειδικής σχέσης μεταξύ ενός μεγάλου γαιοκτήμονα και της έκτασης γης που του παραχωρούσε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με συγκεκριμένη αποστολή και κυρίως για τον εποικισμό της περιοχής, την περιφρούρησή της από τις βαρβαρικές επιδρομές, την προσφορά στον αυτοκρατορικό στρατό ορισμένου αριθμού οπλισμένων ιπποτών ή στρατιωτών, την καταβολή στο κράτος ενός ποσοστού της παραγωγής κ.ά., θεσμού που αποτελούσε ισόβιο προνόμιο συνήθως μεγάλων στρατηγών του Βυζαντίου μέχρι τον 11ο αιώνα αλλά ο οποίος εξελίχθηκε στη συνέχεια σε κληρονομικό δικαίωμα και προσέλαβε τον χαρακτήρα του τιμαρίου, του φέουδου («ἄρχοντες ἕξι ἐξήβαλαν καὶ ἄλλους ἕξι Φράγκους ὅπως νὰ ἰμοιράσουσιν τὸν τόπο καὶ προνοῖες», Χρον. Μoρ.)
μσν.-αρχ.
η ανώτερη νόηση του θείου («οὐ δοκεῖ σοι καὶ τάδε προνοίας ἔργοις ἐοικέναι», Ξεν.)
αρχ.
1. επιφύλαξη, προφύλαξη
2. προφητεία («τοὔπος τὸ θεόπροπον... τῆς παλαιφάτου προνοίας», Σοφ.)
3. η εκ τών προτέρων απόφαση ή η απόφαση που ανάγεται στο μέλλον («προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου», Αισχύλ.)
4. ιατρ. πρόγνωση
5. η φροντίδα του θεού για τα εγκόσμια («θείᾳ τινὶ προνοίᾳ τὰς ἠπείρους διῃρῆσθαι», Ηρωδιαν.)
6. θεόσταλτη έμπνευση
7. το αξίωμα του προνοητή
8. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού πέντε
9. φρ. α) «ἐκ προνοίας» — εσκεμμένα, εκ προθέσεως, επίτηδες
β) «πρόνοιαν ἔχω τινός» και «πρόνοιαν ἔχω περί [ή ὑπέρ] τινος» — μεριμνώ, φροντίζω
γ) «προνοίας ἀξιοῦμαι» — μέ φροντίζουν δ) «πρόνοιαν ποιοῦμαί τινος» — υπολογίζω, σκέπτομαι κάποιον ή κάτι
ε) «προνοίᾳ τινός» — για χάρη κάποιου
στ) «Πρόνοια Ἀθηνᾱ» — προσωνυμία της Αθηνάς στους Δελφούς, όπου λατρευόταν ως θεά της πρόνοιας.
Greek Monotonic
πρόνοια: Ιων. -οίη, ἡ (πρόνοος),·
I. προφητεία, πρόγνωση, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. 1. πρόβλεψη, πρόνοια, προεκτίμηση, σε Σοφ.· ἐκ προνοίας, με πρόβλεψη, με σκοπιμότητα, Λατ. consulto, σε Ηρόδ.· ἀπὸ προνοίας τίνων, με τις προφυλάξεις τους, σε Θουκ.· ιδίως, λέγεται για εγκλήματα που διαπράχθηκαν με σχέδιο ή με εχθρική πρόθεση, ἐκ προνοίας τραύματα, σε Αισχίν.· τὰ ἐκ προνοίας, αντίθ. προς τα ἀκούσια, σε Αριστ.· πρόνοιαν ἔχειν (ή ἴσχειν) τινός, λαμβάνει πρόνοια για..., δείχνει φροντίδα για..., σε Ευρ. κ.λπ.· περί τινος, σε Σοφ.· με απαρ., πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν, σε Ευρ.
2. η πρόνοια του Θεού, σε Ηρόδ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόνοια: Ἰων. -οίη, ἡ, (πρόνοος) προφητεία, τοὖπος τὸ θεοπρόπον ἡμῖν τᾶς παλαιφάτου προνοίας Σοφ. Τρ. 823· προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου Αἰσχύλ. Ἀγ. 684. 2) = τῷ ἰατρικῷ ὅρῳ πρόγνωσις, Ἱππ. παρὰ Γαλην. 8. 585. ΙΙ. τὸ προνοεῖν, προβλέπειν, πρόβλεψις, ἐπῄνεσ’ ἔργον καὶ πρόνοιαν ἧν ἔθου Σοφ. Αἴ. 536· πρ. δ’ ἐστὶν οὐδενὸς σαφὴς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 978· θάρσει προνοίας οὕνεκα, ὅσον ἀφορᾷ τὴν πρόβλεψιν καὶ προσοχὴν ἔχε θάρρος, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 774, πρβλ. Ἡλ. 1015· ἐκ προνοίας, μετὰ προβλέψεως, ἐπίτηδες, μεμελετημένως, Λατ. consulto, Ἡρόδ. 1. 120, 159, κτλ.· ἀντίθετον τῷ κατὰ τύχην, ὁ αὐτ. 8. 87, πρβλ. Ἀντιφῶντα 132. 1, Λυσί. 177. 11, Πλάτ. Φαῖδρ. 241Ε· ἀπὸ προνοίας τινῶν, διὰ τῶν προφυλάξεων τινῶν Θουκ. 8. 95· τὴν πρ. τὴν ἐς ἡμέας ἔχουσαν Ἡρόδ. 9. 144. προνοίᾳ μὲν τῶν συγγενῶν καὶ τῶν φίλων, προνοίᾳ δὲ τῆς πόλεως ἁπάσης Ἀνδοκ. 1, 56· ― ἰδίως ἐπὶ κακουργημάτων πραχθέντων σκοπίμως καὶ ἐκ προηγουμένης μελέτης, ἐκ προνοίας τραύμᾱτα, ἐκ πρ. φόνου, ἐκ προμελέτης, Αἰσχίν. 84. 21, Δείναρχ. 90. 33, κτλ.· ἐκ πρ. ἀποθνήσκειν Ἀντιφῶν 113, 42, πρβλ. Λυσί. 98. 43· τά ἐκ πρ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀκούσια, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 16, 3· οὕτως, οὐδεμία πρ. ἐστὶ τραύματος, οὐδεμία πρόθεσις..., Λυσί. 100. 2. ― πρόνοιαν ἔχειν (ἢ ἴσχειν) τινός, λαμβάνειν πρόνοιαν περί τινος, δεικνύειν φροντίδα περὶ αὐτοῦ.., Εὐρ. Ἄλκ. 1061, Θουκ. 2. 89, κτλ.· περί τινος Σοφ. Ἀντ. 283· ὑπέρ τινος Πολύβ. 1. 57, 1· μετ’ ἀπαρ., πολλὴν πρ. εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν Εὐρ. Ἑκ. 569· πολλὴν πρόνοιαν ἔχειν μέλλοντας ἀνήκεστον ἔργον ἐργάζεσθαι Ἀντιφῶν περὶ Ἡρῴδου φόνου 91· οὕτω, πρ. ποεῖσθαί τινος Δημ. 546, 6, κτλ. 2) ἡ τοῦ θεοῦ πρόνοια, τοῦ θείου ἡ πρ. Ἡρόδ. 3. 108· τοῦ θεοῦ Σοφ. Ο. Κ. 1180· θεία πρ. Εὐρ. Φοίν. 640· πρόνοιαι θεῶν Πλάτ. Τίμ. 44C· ἀπολ., θεία πρόνοια, προνοίας ἔργῳ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, κτλ., πρβλ. Πλούτ. 2. 414F, Γαλην. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. Πρόνοια Ἀθηνᾶ, ὡς θεὰ τῆς προνοίας ἤτοι τῆς προβλέψεως, ὑπὸ τὸ ὄνομα δὲ τοῦτο ἐλατρεύετο ἐν Δελφοῖς, Ψευδοδημοσθ. 780. 17, Διόδ. 11. 14, Παυσ. 10. 8, 6, Πλούτ. 2. 825Β, κτλ.· ― τὸ ὄνομα τοῦτο τῆς Ἀθηνᾶς φαίνεται μεταγεν. τοῦ ὀνόματος Προναία, ὅπερ βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἰων. τύπου προνηΐη παρ’ Ἡροδ. καὶ ἐκ Δελφικῶν ἐπιγραφῶν (ἴδε πρόναος Ι), ἂν καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. συχνάκις ἔχει ἀντικατασταθῇ διὰ τοῦ πρόνοια ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄ σ. 409.
Middle Liddell
πρόνοια, Ionic -οίη, ἡ, πρόνοος
I. foresight, foreknowledge, Aesch., Soph.
II. foresight, forethought, forecast, Soph.; ἐκ προνοίας with forethought, purposely, Lat. consulto, Hdt.; ἀπὸ προνοίας τίνων by their precautions, Thuc.:—esp. of crimes committed with design or malice prepense, ἐκ προνοίας τραύματα Aeschin.; τὰ ἐκ πρ., opp. to ἀκούσια, Arist.:— πρόνοιαν ἔχειν (or ἴσχειν) τινός to take thought for . ., show care for . ., Eur., etc.; περί τινος Soph.; c. inf., πολλὴν πρ. εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν Eur.
2. divine providence, Hdt., Attic
Chinese
原文音譯:prÒnoia 普羅-內阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:前-心思
字義溯源:預見,預籌,預備,安排,先見;源自(προνοέω)=預為籌謀);而 (προνοέω)由(πρό)*=前)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)
出現次數:總共(2);徒(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 安排(1) 羅13:14;
2) 先見(1) 徒24:3
English (Woodhouse)
foresight, forethought, breadth of view, regard for, respect for, reverence for, veneration for
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πρόνους → πρό + νοῦς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
providentia, foresight, precaution, 2.62.4, 2.65.6, 4.108.4. 6.13.1. 8.57.2.
cura, care, concern, 2.89.9,
consilio, by design, purposely, 8.95.4.
Translations
prophecy
Afrikaans: voorspelling; Albanian: profeci; Amharic: ትንቢት; Arabic: نُبُوءَة, تَنَبُّؤ; Armenian: մարգարեություն; Azerbaijani: peyğəmbərlik; Belarusian: прароцтва; Bulgarian: пророчество, предсказание; Catalan: profecia; Chinese Mandarin: 預言/预言; Czech: proroctví; Danish: profeti, spådom; Dutch: voorspelling; Finnish: profetia; French: prophétie; Galician: profecía; Georgian: წინასწარმეტყველება; German: Prophezeiung, Weissagung; Gothic: 𐍀𐍂𐌰𐌿𐍆𐌴𐍄𐌾𐌰; Greek: προφητεία; Ancient Greek: εἴρα, θεοπροπία, θεοπρόπιον, μαντεία, ὁ προφητικὸς λόγος, προαγόρευμα, προθέσπισμα, προθεωρία, προκήρυξις, πρόνοια, προνοίη, πρόρρημα, προφητεία, προφήτευμα, προφητικὸς λόγος, φοίβησις, χρησμολογία, χρησμῳδία; Hebrew: נְבוּאָה; Hindi: भविष्यवाणी; Hungarian: jóslat, prófécia; Icelandic: spá; Irish: tairngreacht, fáistine; Italian: profezia; Japanese: 予言; Khmer: ព្យាករណ៍; Korean: 예언; Latin: vaticinium, fatus; Macedonian: пророштво; Malayalam: പ്രവചനം; Maori: kupu whakaari, poropititanga; Ngazidja Comorian: nubua; Norwegian Bokmål: profeti, spådom; Nynorsk: spådom; Old English: wītgung; Ottoman Turkish: پیغامبرلك; Plautdietsch: Profeetie; Polish: proroctwo, przepowiednia; Portuguese: profecia; Quechua: watuy; Romanian: profeție; Russian: пророчество, предсказание; Serbo-Croatian Cyrillic: пророчанство, пророштво; Roman: proročánstvo, pròroštvo; Slovak: proroctvo; Slovene: prerokba; Spanish: profecía; Swahili: utabiri; Swedish: profetia; Tagalog: hawo; Turkish: vahiy; Ukrainian: пророцтво; Vietnamese: tiên tri; Yiddish: נבֿואה