ἀπορέω

From LSJ

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορέω Medium diacritics: ἀπορέω Low diacritics: απορέω Capitals: ΑΠΟΡΕΩ
Transliteration A: aporéō Transliteration B: aporeō Transliteration C: aporeo Beta Code: a)pore/w

English (LSJ)

(A), Ion. for ἀφοράω.(B), Lacon. 1pl.
A ἀπορίομες X.HG1.1.23: aor. ἠπόρησα Th.1.63, etc.: pf. ἠπόρηκα Pl.Sph.244a, etc.:—Pass., fut. ἀπορηθήσομαι (συν-) S.E.M.10.5, but Med. in pass. sense ἀπορήσομαι Arist. MM1200a11: aor. ἠπορήθην, pf. ἠπόρημαι, both in act. and pass. sense (v. infr.):—to be ἄπορος, i.e. be without means or be without resource: hence,
1 to be at a loss, be in doubt, be puzzled, mostly followed by relat. clause, ἀπορέω ὅκως διαβήσεται Hdt.1.75; ὅτῳ τρόπῳ διασωθήσεται Th.3.109; ὅ τι λέξω δ' ἀπορῶ S.OT486(lyr.); ἀπορέω ὅπῃ, ὁπόθεν, ὅποι, Th.1.107, 8.80, X. HG5.4.44; ὅτι χρὴ ποιεῖν Id.Cyr.4.5.38; τίνα χρὴ τρόπον . . D.3.3; ἀπορέω εἰ . . Pl.Prt.326e; πότερα . . X.Mem.1.4.6; ἀπορέω ὁποτέραν τῶν ὁδῶν τράπηται ib.2.1.21; ἀπορέω μή .. fear lest... Pl.Alc.2.142d: with acc.added, ἀπορέω τὴν ἔλασιν ὅκως διεκπερᾷ = to be at a loss about his march, how to cross, Hdt.3.4: c. acc. only, ἀπορέω τὴν ἐξαγωγήν = to be at a loss about it, Id.4.179, cf. Ar.Ec.664, Pl.Prt.348c, al.: also c. inf., to be at a loss how to do, Ar.V.590, Pl.Plt.262e, Lys.9.7:—also ἀπορέω περί τινος Pl.Phd.84c, Grg.462b, al.; ἀπορέω διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων ὅθεν ἄρξομαι And. 4.10; ἐς πολλά S.Tr.1243: abs., Hdt.6.134; οὐκ ἀπορήσας = without hesitation, Id.1.159; τὸ δ' ἀπορεῖν ἀνδρὸς κακοῦ E.HF106, etc.:—Med. used like Act., Hdt.2.121.γ; ὡς ἠπόρημαι . . τάδε E.IA537; ἠπορούμην ὅτι χρησαίμην Lys.3.10, cf. Pl.Prt.321c: so in aor. Pass., πολλὰ . . ἀπορηθείς D.27.53.
2 in Dialectic, start a question, raise a difficulty, ἀπορία ἣν ἀπορεῖς Pl.Prt.324d; ἀπορέω περί τινος Arist.Ph. 194a15, al.; τὰ αὐτὰ περί τινος Metaph.1085a35; ἀπορέω πότερον . . Pol. 1283b36; ἀπορήσειε δ' ἄν τις τί . . EN1096a34, cf. 1145b21, Plb.1.64.1, al.:—Pass., τὸ ἀπορούμενον, τὸ ἀπορηθέν, the difficulty just started, the puzzle before us, Pl.Sph.243b, Lg.799c, cf. Hp.VM1; τὰ ἠπορημένα Arist.Pol. 1281a38; ἀπορεῖται = there is a question or difficulty, πότερον . . Id.EN1c99b9; μή .. ib. 1159a6.
3 Pass., of things, to be left wanting, be left unprovided for, τῶν δεομένων γίγνεσθαι οὐδὲν ἀπορεῖται X.Lac.13.7, cf. Oec.8.10; to fail, turn out a failure, opp. εὐπορεῖσθαι, Hp.Art.47.
II c. gen. rei, to be at a loss for, be in want of, ἀπορεῖς δὲ τοῦ σύ; S.Ph.898; ἀλφίτων Ar.Pax636; πάντων Id.Pl.531; τροφῆς Thuc.8.81; ξυμμάχων X.Cyr.4.2.39; τοσαύτης δαπάνης Id.Mem.1.3.5; λόγων Pl.Smp.193e:—Med., Id.Lg.925b.
III ἀπορέω τινί = to be at a loss by reason of, by means of something, X.An.1.3.8, Isoc.4.147.
IV to be in want, be poor, opp. εὐπορέω, in Med., ὅταν ἀπορῆταί τις Antiph.123, but Act., Timocl.11, E.Fr.953.19; opp. πλουτέω, Pl. Smp.203e:—Pass., ἄνθρωπος ἠπορημένος Com.Adesp.249.—Chiefly Prose and Com.; never in A., thrice in S., twice in E.

Spanish (DGE)

I 1dudar, no saber c. interr. ὅτῳ τρόπῳ ἢ ... πολιορκήσεται ... ἢ ... διασωθήσεται Th.3.109, cf. Plu.2.109c, τίνα χρὴ τρόπον ... περὶ αὐτῶν εἰπεῖν D.3.3, ποτέραν τῶν ὁδῶν τράπηται X.Mem.2.1.21, ὅκως οἱ διαβήσεται τὸν ποταμὸν ὁ στρατός Hdt.1.75, ὅπως περαιωθῇ D.C.40.35.1, ὅπῃ διέλθωσιν Th.1.107, πότερα τύχης ἢ γνώμης ἔργα ἐστίν; X.Mem.1.4.6, εἰ διδακτόν ἐστιν ἀρετή Pl.Prt.326e, πῶς πλείονα γράφω POxy.939.24 (IV d.C.)
c. prep. ἐς πολλά S.Tr.1243, περὶ τούτων Pl.Phd.84c
c. ac. τὴν ἐξαγωγήν respecto a la salida Hdt.4.179, αἰτίας ἀπορεῖν ignorar las causas Plu.2.680c
c. inf. no saber cómo κρῖναι μέγα πρᾶγμ' Ar.V.590, μεταπεῖσαι αὐτούς Lys.9.7, πρὸς τοὺς λόγους ἀπαντᾶν Phld.Rh.2.296
abs. οὐκ ἀπορήσαντα πρὸς ταῦτα εἰπεῖν responder a estas cosas sin vacilar Hdt.1.159, τὸ δ' ἀπορεῖν ἀνδρὸς κακοῦ E.HF 106
tb. en v. med. ἠπόρημαι πρὸς θεῶν τὰ νῦν τάδε E.IA 537, σφόδρα ἠπορούμην ὅ τι χρησαίμην Lys.3.10, πολλὰ τοίνυν ἀπορηθεὶς πρὸς τῷ διαιτητῇ περὶ πάντων τούτων D.27.53.
2 estar en dificultad c. dat., frec. instrum. τούτοις X.An.1.3.8., τοῖς παροῦσι πράγμασιν Isoc.4.147, τῷ γιγνομένῳ Numen.26.25
abs., Numen.26.84.
3 en dialéctica con las mismas constr. de
1 plantear una dificultad ἀπορία ..., ἣν ἀπορεῖς περὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν ἀγαθῶν Pl.Prt.324d, περὶ τούτου Arist.Ph.194a15, περὶ ὧν οὐδὲν ἧττον συμβαίνει τὰ αὐτὰ ἀπορεῖν Arist.Metaph.1085a35, περὶ τοῦ ἑξῆς Aristox.Harm.74.3, πότερον τῷ νομοθέτῃ νομοθετητέον Arist.Pol.1283b36, τί ποτε καὶ βούλονται λέγειν Arist.EN 1096a34
en v. pas. τὸ νῦν ἀπορούμενον la dificultad que acaba de plantearse Pl.Sph.243b, περὶ τῶν ἠπορημένων Arist.Pol.1281a38, τὸ περὶ τῶν φυσικῶς ἀπορουμένων Plu.2.1115a
impers. ἀπορεῖται se plantea un problema o dificultad πότερόν ἐστι μαθητὸν ἢ ἐθιστόν Arist.EN 1099b9, μή ποτ' οὐ βούλονται οἱ φίλοι τοῖς φίλοις τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν Arist.EN 1159a6
gener. plantear dificultades τῶν δεομένων γίγνεσθαι οὐδὲν ἀπορεῖται X.Lac.13.7.
4 temer μὴ ὡς ἀληθῶς μάτην θεοὺς ἄνθρωποι αἰτιῶνται Pl.Alc.2.142d.
5 en v. med.-pas. no tener éxito, fracasar ἃ πειρηθέντα ἀπορηθέντα ἐφάνη, καὶ δι' ἅσσα ἠπορήθη Hp.Art.47, ἀπορεῖσθαι ἐν τῇ θεραπείῃ Hp.Aër.2, c. inf. ἄρθρον ... ἐμπεσεῖν en la reducción de una articulación Hp.Art.72
abs. reconocerse incapaz Hp.Art.13.
II carecer de, necesitar c. gen. οἰκείης χαρᾶς Democr.B 293, τροφῆς Th.8.81, συμμάχων X.Cyr.4.2.39, χρημάτων D.C.55.24.9, προφάσεων AP 9.488 (Trypho), τῶν συνεργούντων αὐτῷ ἀγοραίων SB 7518.3 (IV/V d.C.)
abs. estar en la indigencia, ser pobre E.Fr.953.19, οὔτε ἀπορεῖ Ἔρως ποτὲ οὔτε πλουτεῖ Pl.Smp.203e
tb. en v. med.-pas. ὅταν γὰρ ἀπορῆταί τις Antiph.123.3, ἔρημός ἐστ' ἄνθρωπος ἠπορημένος Com.Adesp.249, εἰ ἀπορηθείη ... τὸ ἐκλαβὸν πρόσωπον si careciera de medios la parte receptora, PNess.24.10 (IV d.C.).
v. ἀφοράω.

German (Pape)

[Seite 321] ein ἄπορος, d. i. ohne Mittel u. Wege sein, a) Mangel leiden, Gegensatz πλουτέω Plat. Conv. 203 e; gew. τινός, z. B. τοῦ ἀπορεῖς; Soph. Phil. 886; τροφῆς Thuc. 8, 81; παραδειγμάτων Plat. Rep. VIII, 557 d; συμμάχων Xen. Cyr. 4, 2, 39; ἀργυρίου Lys. 19, 21; ἐπιτηδείων Pol. 3, 79. – b) in Verlegenheitsein, sich nicht zu helfen wissen, absol., Her. 1, 191. 6, 134; Thuc. 2, 102 u. Folgde; auch med., Her. 2, 121, 3; Xen. An. 3, 5, 8; Plat. Soph. 264 c u. sonst; ἀπορούμενος mit δυσχρηστούμενος verbunden, oft Pol., z. B. 20, 5. Mit folgenden Fragewörtern: nicht wissen, ὅ, τι λέξω Soph. O. R. 485; ποῖ τράποιτο Thuc. 1, 63; ὅ, τι χρήσαιτο αὐτοῖς Plat. Prot. 321 c; ὅπως ἀποβήσεται Her. 1, 75; ὅτῳ τρόπῳ διασωθήσεται Thuc. 3, 109; ὅπως δεῖ χρῆσθαι Xen. Cyr. 4, 3, 19; Folgde; εἰ – Plat. Prot. 326 c. Auch τί, in Beziehung auf etwas, τὴν ἔλασιν Her. 3, 4; vgl. 4, 179; ταῦτα Thuc. 5, 40; ἃ αὐτὸς ἀπορῶ Plat. Prot. 348 c; vgl. Crat. 409 c. Auch τῷ πράγματι, bei einer Sache, od. über die Lage, Xen. An. 1, 5, 13, vgl. 3, 8; Plut.; – περί τινος Plat. Gorg. 462 b u. öfter. Bei Plat. Alc. II, 142 d sequ. μή. – Auch c. inf., κρῖναι Ar. Vesp. 590; Dem. 21, 207; vgl. Xen. Oec. 8, 10; Plut. Them. 10. – Pass., οὐδὲν ἀπορεῖται τῶν δεομένων γίγνεσθαι, man ist über das, was geschehen soll, nicht verlegen, Xen. Lac. 13, 7, wie ἀπορηθεὶς περὶ τούτων Dem. 27, 53; aber τὸ ἀπορούμενον pass. Plat. Soph. 243 b; ἀπορηθέν Legg. VII, 799 c. – Von Arist. an oft = eine Frage aufwerfen, bes. ἀπορεῖται, quaeritur; vgl. Pol. 1, 64; so pass. ἀπορούμενον, der Gegenstand der Untersuchung, Plat. Soph. 243 b; τὸ ἀπορηθὲν περὶ αὐτῶν Legg. VII, 799 e. ion. = ἀφοράω, Her. 8, 37.

French (Bailly abrégé)

1ion. c. ἀφοράω.
2-ῶ :
f. ἀπορήσω, ao. ἠπόρησα, pf. ἠπόρηκα;
1 être sans ressources, manquer de, gén.;
2 être dans l'embarras, ne savoir pas : ἀπ. τινι être dans l'embarras ou dans l'incertitude par suite de qch ; τι au sujet de qch ; ἀπορῶ ὅ τι λέξω SOPH je ne sais que dire ; ἀπορῶν ποῖ τράποιτο THC ne sachant de quel côté se tourner ; ἀπ. ὅπως δεῖ χρῆσθαι XÉN ne savoir comment faire;
Moy. ἀπορέομαι, ἀποροῦμαι (ao. Pass. ἠπορήθην) être dans l'embarras, être perplexe;
NT: être dans une situation sans issue.
Étymologie: ἄπορος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορέω:
I ион. = ἀφοράω.
II
1 нуждаться, страдать от недостатка (τροφῆς Thuc.; συμμάχων Xen.; σιτίων Plut.; οὐτ᾽ ἀ. οὔτε πλουτεῖν Plat.);
2 тж. med. (с aor. ἠπορήθην) быть в затруднении, в смущении, сомневаться, недоумевать (περί τινος Plat., ἔς τι Soph., τι Her. и ποιεῖν τι Arph., Xen., Plat.; ἠπορούμην ὅ τι χρησαίμην Lys.; ἀ. τί χρὴ δρᾶν Plut.): ἀπορῶν ποῖ τράποιτο Thuc. не зная, куда обратиться; οὐδὲν ἀπορεῖταί τινος Xen. нет никаких сомнений насчет чего-л.; τὸ ἀπορούμενον и τὸ ἀπορηθέν Plat. или τὰ ἠπορημένα Arst. предмет сомнений, нерешенный вопрос.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορέω: Ἰων. ἀντὶ ἀφοράω, Ἡρόδ. 8. 37.

English (Strong)

from a compound of Α (as a negative particle) and the base of πορεύομαι; to have no way out, i.e. be at a loss (mentally): (stand in) doubt, be perplexed.

English (Thayer)

ἀπόρω: imperfect 3rd person singular ἠπόρει (T WH Tr marginal reading); (present middle ἀποροῦμαι); to be ἄπορος (from alpha privative and πόρος a transit, ford, way, revenue, resource), i. e. "to be without resources, to be in straits, to be left wanting, to be embarrassed, to be in doubt, not to know which way to turn"; (imperfect in πολλά ἠπόρει he was in perplexity about many things or much perplexed (cf. Thucydides 5,40, 3; Xenophon, Hell. 6,1, 4; Herodotus 3,4; 4,179; Arlstot. meteorolog. 1,1); elsewhere) middle, to be at a loss with oneself, be in doubt; not to know how to decide or what to do, to be perplexed: absolutely περί τίνος, L T Tr WH; περί τίνος τίς λέγει, ἀποροῦμαι ἐν ὑμῖν I am perplexed about you, I know not how to deal with you, in what style to address you, ἀπορούμενος ἐγώ εἰς (T Tr WH omit εἰς) τήν περί τούτου (τούτων L T Tr WH) ζήτησιν I being perplexed how to decide in reference to the inquiry concerning him (or these things), Herodotus down; often also in the Sept.) (Compare: διαπορέω, ἐξαπορέω.)

Greek Monolingual

ιων. τ.
βλ. αφορώ.

Greek Monotonic

ἀπορέω: Ιων. αντί ἀφ-οράω.
ἀπορέω: μέλ. -ήσω, παρατ. ἠπόρουν· (ἄπορος
I. είμαι άπορος, δεν έχω πόρους ή χρηματική πηγή στην οποία θα μπορούσα να προσφύγω· και επομένως,
1. τα έχω χαμένα, βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω αμφιβολίες για το τι πρέπει να κάνω, δεν βρίσκω τρόπο πώς να..., κατά κανόνα ακολουθείται από δευτερεύουσα (πλάγια ερωτηματική) πρόταση, ἀπορέει ὅκως διαβήσεται, δεν βρίσκει τον τρόπο, βρίσκεται σε απορία πώς θα διαβεί, σε Ηρόδ.· ἀπορεῖ ὅ,τι χρὴ ποιεῖν, σε Ξεν.· με την προσθήκη αιτ., ἀπορεῖ τὴν ἔλασιν ὅκως διαπερᾷ, βρίσκεται σε αμηχανία για το πώς θα πορευθεί, πώς θα διασχίσει, σε Ηρόδ.· και με αιτ. μόνο, δεν έχω τρόπο για κάτι, στον ίδ.· με απαρ., απορώ αγνοώντας πώς θα κάνω κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης απόλ., οὐκ ἀπορήσας, χωρίς δισταγμό ή ενδοιασμό, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ. με την ίδια σημασία, στον ίδ., σε Πλάτ.
2. στην Παθ., λέγεται για πράγματα, έχω αφεθεί στην έλλειψη πόρων, σε έλλειψη εφοδίων ή προμηθειών για κάτι, σε Ξεν.
II. με γεν. πράγμ., βρίσκομαι σε ένδεια, σε απορία, σε αμηχανία για, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
III. ἀπορῶ τινι, βρίσκομαι σε αμηχανία εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ξεν.
IV. απόλ., είμαι άπορος, ενδεής, πένης, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἄπορος
I. to be without means or resource; and so,
1. to be at a loss, be in doubt, be puzzled, mostly followed by a relative clause, ἀπ. ὅκως διαβήσεται to be at a loss how he shall cross, Hdt.; ἀπ. ὅ τι χρὴ ποιεῖν Xen.; with an acc. added, ἀπ. τὴν ἔλασιν ὅκως διεκπερᾶι to be at a loss about his march, how he shall cross, Hdt.; and with an acc. only, to be at a loss about it, Hdt.; c. inf. to be at a loss how to do, Ar., Plat.; ἀπ. περί τινος Plat.:—also absol., οὐκ ἀπορήσας without hesitation, Hdt., etc.:—Mid. in same sense, Hdt., Plat.
2. in Pass., of things, to be left wanting, left unprovided for, Xen.
II. c. gen. rei, to be at a loss for, in want of, Soph., Thuc., etc.
III. ἀπ. τινι to be at a loss by reason of, by means of something, Xen.
IV. absol. to be in want, be poor, Plat.

Chinese

原文音譯:¢poršw 阿-坡雷哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:不-走
字義溯源:無路可走,不能為之,懷疑,猜不透,猜疑,作難,為難,心裏作難;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,無)與(πορεύομαι)=走過)組成;其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=試驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊,經過), (πέραν)又出自((πειράω)X*=刺透)
出現次數:總共(5);可(1);約(1);徒(1);林後(1);加(1)
譯字彙編
1) 心裏作難(2) 徒25:20; 林後4:8;
2) 我心裏作難(1) 加4:20;
3) 猜疑(1) 約13:22;
4) 作難(1) 可6:20

Lexicon Thucydideum

incertum esse, nescire quid consilii sit capiendum, to be uncertain, not know what plan should be adopted, 1.63.1, 1.107.6, 2.102.6. 3.109.1, 4.13.3, 4.27.1. 5.40.3, 6.55.3. 6.103.4. 7.48.1, 7.55.2, 8.11.2. 8.61.1, [nonnulli codd. several manuscripts βοηθήσει]. 8.80.1,
indigere, to lack, need, 6.34.5, 6.42.1, 7.49.3, 8.46.2. 8.57.1, 8.81.3.