γνήσιος
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
γνησία, γνήσιον, (γένος)
A belonging to the race, i.e. lawfully begotten, born in wedlock, νόθον καὶ γνήσιον Il.11.102, cf. Od.14.202, Hdt.3.2, Leg.Gort.10.41, Ar.Av.1665, And.1.127, D.44.49, etc.; παίδων ἐπ' ἀρότῳ γνησίων Men.Pk.435; ἀδελφός Ar.Av.1659; νόθος… γνησίοις ἴσως σθένει S.Fr.87; φρονοῦντα γνήσια E.Hipp.309; γνήσιον φρόνημα S.Fr. 307.
2 generally, genuine, legitimate, φίλος Phoc.2 A; γνήσιαι γυναῖκες lawful wives, opp. παλλακίδες, X.Cyr.4.3.1; πολῖται Arist.Pol.1278a30, cf. 1319b9; γνήσιοι τῆς Ἑλλάδος true Greeks, D.9.30; ἀκουστής D.H. Isoc.18 (Sup.); μήτηρ τῶν ἐρωτικῶν λόγων, of Aphrodite, Luc.Am.19; γνήσιαι ἀρεταί real, unfeigned virtues, Pi.O.2.11; γ. ὕμνοι inspired song, B.8.83; of fevers, γνήσιος τριταῖος = a genuine tertian, Hp.Prog.24; γνήσιος ὄξος = genuine vinegar, Eub.65; of writings, genuine, Gal.15.748, Harp. s.v. Ἀλκιβιάδης. Adv. γνησίως = genuinely, truly, E.Alc.678, Lys. 2.76, D.Ep. 3.32, etc.; γνησίως φέρειν = bear nobly, Antiph.281, Men.205; lawfully, τοῖς γ. συμβιώσασιν Phld.Piet.93.
II γνήσια, τά, charges on land, γ. δημόσια PAmh.86.15 (i A. D.), cf. PLond.3.1157.4 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
γνησία, γνήσιον
• Alolema(s): jón. fem. γνησίη Democr.B 11
• Morfología: [-ος, -ον Epicur.Ep.[3] 85]
I 1que pertenece al γένος, ref. hijos nacido legítimamente, legítimo op. νόθος: υἷε δύω Πριάμοιο, νόθον καὶ γνήσιον Il.11.102, cf. Od.14.202, Hdt.3.2, S.Fr.87.1, ICr.4.72.10.41 (V a.C.), νόθοι τε πολλοὶ γνησίων ἀμείνονες E.Andr.638, παῖδες γνήσιοι hijos legítimos Sol.Lg.48b, 49a, 50b, cf. Ar.Au.1664, And.Myst.127, Is.8.1, D.44.49, Arist.Pol.1319b9, νόθον φρονοῦντα γνήσια un bastardo que piensa como si fuera hijo legítimo E.Hipp.309, ταύτην γνησίων παίδων ἐπ' ἀρότῳ σοι δίδωμι te entrego a ésta para la arada de hijos legítimos Men.Pc.1013, τὸν τοῦ θεοῦ παῖδα γνήσιον καὶ μονογενῆ Eus.HE 1.2.3
•ref. otros familiares γυναῖκες ... γνήσιαι esposas legítimas op. παλλακίδες X.Cyr.4.3.1, cf. PEleph.1.3 (IV a.C.), PSI 64.4 (I a.C.), Vett.Val.380.32, ἀδελφὸς ... γ. hermano carnal Ar.Au.1659, PTurner 19.4 (II d.C.)
•de ahí noble, bien nacido γ. φρόνημα pensamiento noble S.Fr.307, οἱ γνήσιοι τῶν ἀνδρῶν los hombres bien nacidos Plb.4.30.4.
2 gener. genuino, auténtico, verdadero de pers. πολῖται Arist.Pol.1278a30, ὑπὸ γνησίων γ' ὄντων τῆς Ἑλλάδος por quienes eran auténticos griegos D.9.30, γνησιώτατος ἀκουστής D.H.Isoc.18, cf. Phld.Cont.4.6, σὺ γὰρ αὐτῶν (ἐρωτικῶν λόγων) γνησιωτάτη μήτηρ de Afrodita, Luc.Am.19, de un filósofo, Luc.Pisc.46, γ. εἰμι φίλος soy amigo verdadero, AP 10.117 (Phoc.?), cf. BGU 86.19 (II d.C.), uerum γνήσιον Gloss.Pap.16.31, ὁ τοῦ Ἰησοῦ γ. μαθητὴς Παῦλος Origenes Cels.1.13
•de abstr. y cosas γνήσιαι ἀρεταί virtudes legítimas, innatas Pi.O.2.11, γνησίαν δὲ καὶ αὐτόχθονα ... τὴν αὑτῶν ἀρετὴν ἐπεδείξαντο Lys.2.43, ἅπαν τὸ χρηστὸν γνησίαν ἔχει φύσιν todo lo bueno tiene una naturaleza legítima S.Fr.87.2, γνήσιοι ὕμνοι himnos inspirados B.9.83, γνώμη ... γ. conocimiento verdadero op. σκοτίη Democr.B 11, τοῖς νεωστὶ φυσιολογίας γνησίου γευομένοις Epicur.l.c., de fiebres γ. τριταῖος una terciana genuina Hp.Prog.24, cf. Gal.9.663, 691, ἱδρῶτες ... γνήσιοι Hp.Acut.(Sp.) 1, νύμφευμα γ. matrimonio legítimo E.Andr.193, οἶνος γ. op. ὄξος Eub.65, de escritos ἐν τοῖς πάνυ γνησίοις Λυσίου D.H.Lys.12, κατὰ τὸ γ. μέρος τοῦ συγγράματος Gal.15.744, cf. Harp.s.u. Ἀλκιβιάδης, ὧν μόνην μίαν γνησίαν ἔγνων ἐπιστολήν de las epístolas de S. Pedro, Eus.HE 3.3.4, τῶν δὲ πλευρῶν αἱ μὲν ... γνήσιαι de las costillas unas son verdaderas op. las flotantes, Poll.2.181, ὑπορρεῖ μὲν τοῦ Ἴστρου τὸ γνήσιον ὕδωρ op. τὸ δὲ ἐπίκτητόν Ael.NA 14.26, νóθον ... τὸ φάντασμα ... καὶ οὐ γ. Plot.2.4.10, συζυγίαν ὡς πρεπωδεστάτην καὶ γνησιωτάτην συναπτέον de la filosofía y la música, Aristid.Quint.133.26, γ. γὰρ ἡ χάρις ref. la inspiración divina, Amph.Seleuc.309
•subst. τὸ γνήσιον = autenticidad διὰ τὸ γ. καὶ οἰκεῖον γνωρίζουσιν ref. los términos υἱός y πατήρ Gr.Naz.M.36.96A, τὸ τὸ γνήσιον τοῦ Υἱοῦ de Cristo, Ath.Al.M.26.140A
•de anim. ἄλλο γένος ἐστὶν ἀετῶν οἱ καλούμενοι γνήσιοι ref. al águila real, Arist.HA 619a8.
3 que está en regla, reglamentario, autorizado γνήσια τελέσματα tasas autorizadas, COrd.Ptol.76.33 (II a.C.), cf. SB 12078.1 (III d.C.), χωρὶς γνησίων δημοσίων excepto los impuestos reglamentarios, PAmh.86.10, 15 (I d.C.), cf. PLond.1157re.4 (III d.C., cf. BL 1.277).
4 apropiado, adecuado παραζώνιον ... πρὸς τὸ παρὸν γνήσιον un espadín de cinto apropiado para la ocasión presente, PGiss.47.15, cf. 4 (II d.C.).
5 subst. ὁ γνήσιος = amigo ἀναμιμνησκόμενος ... τῆς σῆς διαθέσεως καὶ πάντων τῶν γνησίων Ath.Al.M.26.529A.
II adv. γνησίως
1 legítimamente γεγῶτα γνησίως ἐλεύθερον E.Alc.678, συναδικοῦ γνησίως ὡς ἂν φίλος Men.Sam.518, οἱ γνησίως τοῦ θείου λόγου μετέχοντες Sext.Sent.277, ὑπ' αὐτοῦ γνησίως γεγεννημένος de Cristo, Epiph.Const.Haer.69.55
•noblemente τά γ' ἀπὸ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γ. τὸν εὐγενῆ Men.Fr.181 (= Antiph.321), γ. αὐτὸν ἑώρακε Ath.Al.H.Ar.22.
2 lealmente, fielmente τὸ δόγμα γ. συνεπεκύρωσαν Plb.4.30.2, cf. IClaros 1.P.3.22 (II a.C.), POxy.3646.9 (III/IV d.C.), PStras.40.32 (VI d.C.)
•sinceramente μόνοι γ. τῆς δυστυχίας μετέχουσιν Lys.2.76, cf. D.Ep.3.32, Epicur.Ep.[4] 130, Sext.Sent.196, Ep.Phil.2.20
•realmente ἅμα τοῖς γ. συνβιώσασιν αὐτῷ Phld.Piet.93.
3 reglamentariamente τὰ ἔργα τῶν ἀμπέλων ἰδίων γ. γενέσθω BGU 248.21 (I d.C.).
• Etimología: Deriv. en -ιος de *γνητός de la r. *genHu̯1- en grado ø/P y ē, cf. γίγνομαι.
German (Pape)
[Seite 497] (γένος, für γενέσιος), zum Geschlecht gehörig, ehelich erzeugt, vollbürtig; Hom. zweimal: Iliad. 11, 102 Ἶσόν τε καὶ Ἄντιφον, υἷε δύω Πριάμοιο, νόθον καὶ γνήσιον, ἄμφω εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας. ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν, Ἄντιφος αὖ παρέβασκε περικλυτός, vgl. Scholl. Nicanor.; Odyss. 14, 202 ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔχομαι εὐρειάων, ἀνέρος ἀφνειοῖο πάις· πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι υἱέες ἐν μεγάρῳ ἠμὲν τράφεν ἠδ' ἐγένοντο γνήσιοι ἐξ ἀλόχου (v.l. ἀλόχων Scholl.) ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα Κάστωρ Ὑλακίδης, τοῦ ἐγὼ γένος (v.l. πάϊς Scholl.) εὔχομαι εἶναι. – Folgende: Eur. Androm. 639; Ar. Av. 1664 u. oft in Prosa, wo Dem. 44, 49 noch die Bestimmung γόνῳ γεγονότες hinzufügt, zum Unterschied von den Adoptivkindern. Auch ἀδελφός, Ar. Av. 1664; übh. = verwandt; γνήσια Agath. 68 (XI, 352); – rechtmäßig; γυναῖκες, den παλλακίδες entgegengesetzt; Xen. Cyr. 4, 3, 1; νυμφεύματα Eur. Andr. 193; μήτηρ Luc. Amor. 19. – Übertr., ächt, unverfälscht, was so ist, wie es seinem Wesen nach sein muß; ἀρεταί Pind. Ol. 2, 12; καὶ αὐτόχθων ἀρετή Lys. 2, 43; καὶ ἄδολος φύσις Philem. Stob. flor. 9, 22; ἀετός Arist. H. A. 9, 32; ὕδωρ, Wasser im natürlichen Zustande, Ael. H. A. 14, 26; ῥεῖθρον, der eigentliche Fluß, Dion. Hal. 1, 79. – Adv. γνησίως, rechtmäßig, ächt; γνησίως ἐφικέσθαι ἀρετῆς Isocr. 1, 5; τὰ ἀπὸ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως, edel, Men. Stob. flor. 108, 45.
French (Bailly abrégé)
γνησία, γνήσιον :
1 qui provient de naissance p. opp. à d'adoption;
2 particul. de naissance légitime ; de bonne naissance, bien né ; noble, généreux : νόθον φρονοῦντα γνήσια EUR bâtard qui a les sentiments d'un homme bien né;
3 p. ext. légitime en gén., de bon aloi, véritable, sincère : γνήσιαι γυναῖκες XÉN femmes légitimes ; γνήσιον ὕδωρ ÉL eau dans son état naturel.
Étymologie: γένος.
Russian (Dvoretsky)
γνήσιος:
1 кровный, родной (ἀδελφός Arph.; θυγάτηρ Isae.; παῖδες Dem.; μήτηρ Luc.);
2 законный (υἱός Hom.; γυναῖκες Xen.);
3 благородный (φρόνημα Soph.): γνήσια φρονεῖν Eur. держаться благородного образа мыслей;
4 подлинный, истинный (ἀρετή Pind., Lys.; πολῖται Arph.): γνῆσιοι τῆς Ἑλλάδος Dem. коренные греки.
Greek (Liddell-Scott)
γνήσιος: γνησία, γνήσιον, (γένος) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ γένος, δηλ. νομίμως γεννηθείς, διὰ νομίμου συζυγίας τεχθείς, ἀντίθ. τῷ νόθος· νόθον καὶ γνήσιον Ἰλ. Λ. 102. πρβλ. Ὀδ. Ξ. 202, Ἡρόδ. 3. 2, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1665, Ἀνδοκ. 16. 41, κτλ.· ὁ δὴ νόθος τοῖς γνησίοις ἴσως σθένει Σοφ. Ἀποσπ. 108· φρονεῖν γνήσια, ἔχω εὐγενῆ φρονήματα (εἰ καὶ ταπεινὸς τὴν καταγωγήν), Εὐρ. Ἱππ. 309· γν. φρόνημα Σοφ. Ἀποσπ. 289. 2) καθόλου, πραγματικός, ἀληθής, νόμιμος, πιστός, φίλος Φωκυλ. 2· γν. γυναῖκες, νόμιμοι σύζυγοι, ἀντίθ. τῷ παλλακίδες, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 1· ἀδελφὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1659· πολῖται Ἀριστ. Πολ. 3. 5, 8, πρβλ. 6. 4, 16· γν. τῆς Ἑλλάδος, γνήσιοι Ἕλληνες, Δημ. 118. 24· γν. ἀρεταί, πραγματικαί, ἀνυπόκριτοι, Πίνδ. Ο. 2. 21, κτλ.· ἐπὶ πυρετῶν, γνήσιος τριταῖος, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐπανερχόμενος, Ἱππ. Προγν. 46· γν. ὄξος Εὔβουλ. Μυλ. 1· οὕτως ἐπὶ συγγραμμάτων, Γαλην.- Ἐπίρρ. –ίως, νομίμως, πράγματι, ἀληθῶς, Εὐρ. Ἀλκ. 678, Λυσ. 179. 40, Δημ. 1483. 15, κτλ.· γν. φέρειν, εὐγενῶς, ἀξιοπρεπῶς, Μένανδ. Ἡνιόχ. 4.
English (Autenrieth)
(γίγνομαι): genuine, legitimate.
English (Slater)
γνήσιος
1 genuine γνησίαις ἐπἀρεταῖς (O. 2.11)
English (Strong)
from the same as γενέσια; legitimate (of birth), i.e. genuine: own, sincerity, true.
English (Thayer)
γνησία, γνήσιον (by syncope for γενήσιος from γίνομαι, γένομαι (cf. Curtius, § 128)), legitimately born, not spurious; genuine, true, sincere: τό τῆς ἀγάπης γνήσιον equivalent to τήν γνησιοτητα (A. V. (the sincerity), Homer down.)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM γνήσιος, γνησία, γνήσιον)
1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο
2. (για γένος, γενιά) ανόθευτος, αγνός
3. (για αδέλφια) που είναι από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα
4. αληθινός, πραγματικός
5. ανόθευτος
6. το ουδ. ως ουσ. γνήσιο, το (AM γνήσιον)
η γνησιότητα («το γνήσιο της υπογραφής»)
μσν.- νεοελλ.
νόμιμος, σύμφωνος με τον νόμο ή το Κανονικό Δίκαιο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ γνήσιος
ο φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γνητός «γεννημένος», «ευγενής στην καταγωγή» (πρβλ. αρχ. ινδ. jātya) < IE gn- e∂1- του ρ. γίγνομαι].
Greek Monotonic
γνήσιος: -α, -ον (γένος), αυτός που ανήκει στο γένος, δηλ. ο γεννημένος νόμιμα, ο νόμιμος απόγονος, αντίθ. προς το νόθος, σε Όμηρ.· φρονεῖν γνήσια, έχω ευγενή φρονήματα (παρά την ταπεινή καταγωγή μου), σε Ευρ.· γνήσιαι γυναῖκες, οι νόμιμοι σύζυγοι, αντίθ. προς το παλλακίδες, σε Ξεν.· γνήσιοι τῆς Ἑλλάδος, γνήσια τέκνα της Ελλάδας, σε Δημ.· επίρρ. -ίως, νόμιμα, αληθινά, πραγματικά, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
See also: s. γίγνομαι.
Middle Liddell
γένος
of or belonging to the race, i. e. lawfully begotten, legitimate, opp. to νόθος, Hom.; φρονεῖν γνήσια to have a noble mind, Eur.; γν. γυναῖκες lawful wives, opp. to παλλακίδες, Xen.; γν. τῆς Ἑλλάδος true sons of Greece, Dem.:—adv. -ίως, lawfully, really, truly, Eur.
Frisk Etymology German
γνήσιος: {gnḗsios}
Derivative: mit γνησιότης (Arist., Pap. u. a.)
See also: s. γίγνομαι.
Page 1,316
Chinese
原文音譯:gn»sioj 格尼西哦士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:成為
字義溯源:合法的,真實的,真,實在;源自(γενέθλια / γενέθλιος / γενέσια)=生日);而 (γενέθλια / γενέθλιος / γενέσια)出自(γένεσις)=誕生), (γένεσις)出自(γενεά)=族系), (γενεά)出自(γένος)=親戚,族裔), (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)
出現次數:總共(4);林後(1);腓(1);提前(1);多(1)
譯字彙編:
1) 真(2) 提前1:2; 多1:4;
2) 真實(1) 腓4:3;
3) 實在(1) 林後8:8
English (Woodhouse)
genuine, opposed to bastard, true-born
Mantoulidis Etymological
(=πραγματικός, ἀληθής). Ἀπό τό γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
legitimus, germanus, lawful, actual, 6.55.1.
Translations
genuine
Arabic: أَصْلِيّ; Hijazi Arabic: أصلي; Bashkir: ысын; Belarusian: сапраўдны; Bulgarian: истински, оригинален, автентичен; Catalan: genuí; Central Kurdish: ڕەسەن; Chinese Mandarin: 真正, 真誠, 真诚; Czech: pravý; Danish: ægte, original; Dutch: echt, authentiek, origineel; Finnish: aito, todellinen; French: authentique; Galician: xenuino; Georgian: ნამდვილი, ჭეშმარიტი, უტყუარი, წრფელი, გულწრფელი; German: echt, original, genuin; Greek: γνήσιος; Ancient Greek: γνήσιος, ἀληθινός, ἐτεός; Hebrew: מקורי, אמתי; Hungarian: eredeti, valódi; Ido: autentika; Indonesian: tulen; Italian: genuino; Japanese: 本物の; Korean: 성실하다, 진짜의; Latin: verus; Latvian: īsts, īstens; Macedonian: вистински; Maori: motuhenga, houtupu, tinihangakore, horopū; Norwegian Bokmål: ekte, genuin; Nynorsk: ekte, genuin; Occitan: autentic, genuin, vertadièr; Polish: prawdziwy, autentyczny; Portuguese: genuíno, autêntico, legítimo; Romanian: autentic, adevărat; Russian: подлинный, настоящий, истинный, аутентичный, оригинальный; Sanskrit: जेन्य; Scottish Gaelic: math dha-rìribh; Serbo-Croatian Cyrillic: прави; Roman: pravi; Slovak: pravý; Spanish: genuino, auténtico, legítimo, verdadero; Swedish: genuin, äkta; Thai: จริง, แท้; Turkish: orijinal, gerçek, hakiki; Ukrainian: справжній; Volapük: legik