ἔνθα: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνθα''': (ἐν), Ἐπίρρ.: Ι. δεικτικ., 1) ἐπὶ τόπου, [[ἐκεῖ]], [[αὐτοῦ]], Λατ. ibi, Ὅμ., κλ.: [[ὡσαύτως]] | |lstext='''ἔνθα''': (ἐν), Ἐπίρρ.: Ι. δεικτικ., 1) ἐπὶ τόπου, [[ἐκεῖ]], [[αὐτοῦ]], Λατ. ibi, Ὅμ., κλ.: [[ὡσαύτως]] μετὰ ῥημάτ. κινήσεως, [[ἐκεῖσε]], Λατ. illuc (πρβλ. [[ἐνθάδε]]), [[ἔνθα]] δὲ οἱ κλυτὰ δώματα [[τετεύχαται]] Ἰλ. Ν. 23· ἔνθ’ [[ἴομεν]] κείοντες, «[[ἐκεῖσε]] πορευθῶμεν κοιμηθησόμενοι» (Θ. Γαζῆς), Ξ. 340, Ὀδ. Γ. 295, Ζ, 47, Μ. 5: - [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]], ἐδῶ [[ἐκεῖ]], ἐμπρὸς καὶ [[ὀπίσω]], Λατ. hic illic, huc illuc, B. 213, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἢ ἔνθ’ ἢ [[ἔνθα]] κιόντα; Κ. 574: - σπάνιον παρ’ Ἀττ. Ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἱκ. 34, Σοφ. Ο. Τ. 796· ἐν τῇ Ἀττ. πεζολογίᾳ ἐν φράσεσιν οἷαι αἱ: [[ἔνθα]] μὲν καλόν, [[ἔνθα]] δὲ αἰσχρόν, [[ἐνταῦθα]] μὲν καλόν, [[ἐκεῖ]] δὲ αἰσχρόν, Πλάτ. Συμπ. 211Α. 2) ἐπὶ χρόνου, [[τότε]], Ὅμ., κλ., [[ὅστις]] [[προσέτι]] ἔχει: [[ἔνθα]] δ’ [[ἔπειτα]] Ὀδ. Η. 196., Κ. 516· [[ἔνθα]] δή, [[τότε]] δή, [[τότε]] λοιπόν, [[ἔνθα]] δὴ ὁ Πεισίστρατος ἦρχε Ἀθηναίων Ἡρόδ. 1. 59, Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 39: - ἡ πρὸς τὸν χρόνον ἀναφορὰ [[πολλάκις]] ἐκπίπτει εἰς [[ἄλλην]] ἔννοιαν, ὡς ἐν τῷ Λατ. ibi, π.χ. ἐν Ὁδ. Α. 11, Β. 82. ΙΙ. ἀναφορ., 1) ἐπὶ τόπου, [[ὅπου]], Λατ. ubi, [[Ζεὺς]] δὲ πρὸς ὃν [[λέχος]] ἤϊ’..., [[ἔνθα]] [[πάρος]] κοιμᾶθ’ Ἰλ Α. 610· λιπὼν [[ἕδος]] [[ἔνθα]] θάασσεν Ι. 194, κτλ., [[ἔνθα]] κε γυμνωθέντα σάκευς ὕπο... ἴδῃς, ἔνθ’ οὐτάμεν ὀξέϊ χαλκῷ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 334, Θεόκρ. 8. 45· [[ὡσαύτως]], [[ἔνθα]] τε Ἰλ. Β. 594, Ε. 305· [[ἔνθα]] περ, ἴδε ἐν λ. [[ἔνθαπερ]]· μετὰ γεν., γαίας [[ἔνθα]]..., εἰς τὸ [[μέρος]] ἐκεῖνο τῆς γῆς, εἰς τὸ ὁποῖον..., Σοφ. Αἴ. 659· [[ἔνθα]] πημάτων κυρῶ, εἰς ποῖον [[σημεῖον]] ἀθλιότητος εὑρίσκομαι, Εὐρ. Τρῳάδ. 680: - μετὰ ῥημ. κινήσεως, Λατ. quo, ἆρ’... ὀρθῶς... ὁδοιποροῦμεν [[ἔνθα]] χρῄζομεν; Σοφ. Ἠλ. 1099· [[ὡσαύτως]], εἰς τὸν τόπον [[ὅπου]], ὁ αὐτ. Φιλ. 1466· [[ὁπόθεν]], [[ἔνθα]] ([[ἔνθεν]] Meineke) μήποτ’ εἰς εὐνὴν τούτων πρόσεισι μηδὲν ὁ αὐτ. Ἠλ. 436, πρβλ. Αἴ, 4, Τραχ. 237, 659, Ξεν. Οἰκ. 18, 1: - σπανίως ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν, ἀντὶ τοῦ [[ὅπου]], Αἴγισθον ἔνθ’ ᾤκηκεν ἱστορῶ Σοφ. Ἠλ. 110, 2) ἐπὶ χρόνου, ὅτε, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 1· ἔστη [[ἔνθα]], Λατ. est ubi, ἔστιν ὅτε, [[ἐνίοτε]], Σοφ. Ἠλ. 1042, πρβλ. Ο. Τ. 316· [[ἔνθα]] τοῦ χρόνου, ὅτε, καλῷ ὄντι καὶ νέῳ καὶ πρῶτον ὑπηνήτῃ, [[ἔνθα]] τοῦ χρόνου ἡ χαριεστάτη ἐστὶν ἥβη τῶν καλῶν μειρακίων Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 18. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 13:05, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv.: I Demonstr., 1 of Place, there, Il.14.216, etc.: also with Verbs of motion, thither, 13.23, 14.340, Od.3.297, 6.47, 12.5; ἔ. καὶ ἔ. hither and thither, 2.213, etc.; διῃρέθη τὸ ὕδωρ ἔ. καὶ ἔ. LXX 4 Ki.2.8; also ἢ ἔ. ἢ ἔ. Od.10.574: rare in Trag. and Com., A.Supp.33 (anap.); ἔ. καὶ Πείσανδρος ἦλθε Ar.Av.1556: in Prose in such phrases as ἔ. μὲν . . ἔ. δὲ . . in one place . . in another .., Pl.Smp. 211a; later γενόμενοι ἔ. POxy.896.32 (iv A.D.). 2 of Time, thereupon, then, Il.5.1, etc.; ἔ. δ' ἔπειτα and thereupon, Od.7.196, 10.516; ἔ. δή hereupon, and so, Hdt.1.59, X.HG2.4.39. II Relat., 1 of Place, where, Il.1.610, 9.194, Alc.Supp.25.5, etc.; repeated, Hes. Sc.334, Theoc.8.45; also ἔνθα τε Il.2.594, 5.305; in later Prose, Ph. 2.580, Wilcken Chr.41 ii 11 (iii A.D.); ἔνθα περ, v. ἔνθαπερ: c. gen., γαίας ἔ . .. in that spot of earth in which .., S.Aj.659; ἔ. πημάτων κυρῶ at what point of misery I am, E.Tr.685, cf. A.R.3.771: with Verbs of motion, whither, Od.1.210; ὁδοιποροῦμεν ἔ. χρῄζομεν S.El. 1099, cf. Ph.1466 (anap.), Th.4.42,75; to the place where, S.OT796; at the place whence .., Id.El.436, X.Oec.18.1: rarely in indirect questions, Αἴγισθον ἔνθ' ᾤκηκεν ἱστορῶ S.El.1101. 2 of Time, when, interpol. in X.An.5.1.1; ἐστὶν ἔ. sometimes, S.El.1042, cf. X.Cyr. 7.4.15; ἔ. τοῦ χρόνου at which point of time, Ael.VH10.18.
German (Pape)
[Seite 841] adv., da, 1) demonstr., – a) vom Orte, daselbst, dort; ἃς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλε, so kam er dort um, Il. 14, 137; Aesch. Suppl. 33; Plat. Phaedr. 247 c; Xen. An. 1, 7, 15; ἔνθα καὶ ἔνθα, hier und dort, Plat. Tim. 79 e; ἔνθα μὲν καλόν, ἔνθα δὲ αἰσχρόν Conv. 211 a; ἢ ἔνθα ἢ ἔνθα Od. 10, 574, wie Plat. Legg. VIII, 835 b. – Bei Hom. auch bei Verbis der Bewegung, ἔνθ' ἐλθών, dahin gekommen, Il. 13, 23; ἔνθ' ἴομεν κείοντες 14, 340; Od. 3, 295. 6, 47. 12, 5, vgl. Spitzner zu Il. 15, 82; παρθένος ἔνθα βεβακα· γυνὰ δ' εἰς οἶκον ἀφέρψω Theocr. 27, 64; ἔνθα καὶ ἔνθα, dahin und dorthin, hin und her, Od. 2, 213. Aehnl. περιέπεμπον ἔνθα μὲν φύλακας, πρὸς δὲ τοὺς πρέσβεις Thuc. 6, 45. – b) von der Zeit, da, damals, Hom. u. Folgde; ἔνθα δ' ἔπειτα, darauf dann, Od. 7, 196. 10, 516; Plat. Phaedr. 249 b; Xen. An. 4, 1, 17; ἔνθα δή, da nun, bes. darauf nun, die Aufeinanderfolge von Begebenheiten zu bezeichnen; so entspricht es im Nachsatz dem ἐπεί des Vordersatzes, Hell. 2, 4, 39, u. öfter bei diesem u. Sp., wie Plut. – 2) relativ, – a) vom Orte, wo, Il. 1, 610 u. öfter; bei Folgdn häufiger als die demonstrative Bdtg. Bei Hom. auch ἔνθα τε, Il. 2, 594. 5, 305, vgl. τέ; ἔνθα περ, 13, 524; ἔνθα δὲ τὸ πῦρ ἐκαίετο – βόθροι ἐγίγνοντο Xen. An. 4, 5, 6; auch auf ein voranstehendes subst. bezogen, ἐπὶ τὸν λόφον, ἔνθα ἦσαν οἱ πολέμιοι, 3, 4, 41; auch bei Verbis der Bewegung, ἄγειν ἔνθα ὑμῖν ἐδόκει 7, 6, 14; ἐμποδὼν τοῦ μὴ ἤδη εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν, wo man freilich ein εἶναι ergänzen könnte, 4, 8, 14; vgl. Soph. ὁδοιποροῦμεν ἔνθα χρῄζομεν El. 1088, wohin wir wünschen, u. Phil. 1452; aber in κρύψον νιν ἔνθα μή ποτ' εἰς εὐνὴν πατρὸς τούτων πρόσεισι μηδέν, El. 428, steht es für ἐνταῦθα, ὅθεν; etwas anders Xen. στὰς ἔνθα πνεῖ ἄνεμος ἢ ἀντίος, wo der Wind weht, wo er her weht, gegen den Wind, Oec. 18, 1. Bei Soph. auch in indirecter Frage, ἱστορῶ ἔνθ' ᾤκηκεν El. 1090; c. gen., ἔνθα πημάτων κυρῶ Eur. Tro. 680. – b) von der Zeit, bes. Xen., ἔνθα πρῶτον εἰς φιλίαν γῆν ἀφίκοιντο, da, wo, u. sobald als, An. 5, 1, 1 u. A.; auch c. gen., ἔνθα τοῦ χρόνου, zu welcher Zeit, Ael. V. H. 10, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθα: (ἐν), Ἐπίρρ.: Ι. δεικτικ., 1) ἐπὶ τόπου, ἐκεῖ, αὐτοῦ, Λατ. ibi, Ὅμ., κλ.: ὡσαύτως μετὰ ῥημάτ. κινήσεως, ἐκεῖσε, Λατ. illuc (πρβλ. ἐνθάδε), ἔνθα δὲ οἱ κλυτὰ δώματα τετεύχαται Ἰλ. Ν. 23· ἔνθ’ ἴομεν κείοντες, «ἐκεῖσε πορευθῶμεν κοιμηθησόμενοι» (Θ. Γαζῆς), Ξ. 340, Ὀδ. Γ. 295, Ζ, 47, Μ. 5: - ἔνθα καὶ ἔνθα, ἐδῶ ἐκεῖ, ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, Λατ. hic illic, huc illuc, B. 213, κτλ.· ὡσαύτως, ἢ ἔνθ’ ἢ ἔνθα κιόντα; Κ. 574: - σπάνιον παρ’ Ἀττ. Ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἱκ. 34, Σοφ. Ο. Τ. 796· ἐν τῇ Ἀττ. πεζολογίᾳ ἐν φράσεσιν οἷαι αἱ: ἔνθα μὲν καλόν, ἔνθα δὲ αἰσχρόν, ἐνταῦθα μὲν καλόν, ἐκεῖ δὲ αἰσχρόν, Πλάτ. Συμπ. 211Α. 2) ἐπὶ χρόνου, τότε, Ὅμ., κλ., ὅστις προσέτι ἔχει: ἔνθα δ’ ἔπειτα Ὀδ. Η. 196., Κ. 516· ἔνθα δή, τότε δή, τότε λοιπόν, ἔνθα δὴ ὁ Πεισίστρατος ἦρχε Ἀθηναίων Ἡρόδ. 1. 59, Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 39: - ἡ πρὸς τὸν χρόνον ἀναφορὰ πολλάκις ἐκπίπτει εἰς ἄλλην ἔννοιαν, ὡς ἐν τῷ Λατ. ibi, π.χ. ἐν Ὁδ. Α. 11, Β. 82. ΙΙ. ἀναφορ., 1) ἐπὶ τόπου, ὅπου, Λατ. ubi, Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤϊ’..., ἔνθα πάρος κοιμᾶθ’ Ἰλ Α. 610· λιπὼν ἕδος ἔνθα θάασσεν Ι. 194, κτλ., ἔνθα κε γυμνωθέντα σάκευς ὕπο... ἴδῃς, ἔνθ’ οὐτάμεν ὀξέϊ χαλκῷ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 334, Θεόκρ. 8. 45· ὡσαύτως, ἔνθα τε Ἰλ. Β. 594, Ε. 305· ἔνθα περ, ἴδε ἐν λ. ἔνθαπερ· μετὰ γεν., γαίας ἔνθα..., εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς γῆς, εἰς τὸ ὁποῖον..., Σοφ. Αἴ. 659· ἔνθα πημάτων κυρῶ, εἰς ποῖον σημεῖον ἀθλιότητος εὑρίσκομαι, Εὐρ. Τρῳάδ. 680: - μετὰ ῥημ. κινήσεως, Λατ. quo, ἆρ’... ὀρθῶς... ὁδοιποροῦμεν ἔνθα χρῄζομεν; Σοφ. Ἠλ. 1099· ὡσαύτως, εἰς τὸν τόπον ὅπου, ὁ αὐτ. Φιλ. 1466· ὁπόθεν, ἔνθα (ἔνθεν Meineke) μήποτ’ εἰς εὐνὴν τούτων πρόσεισι μηδὲν ὁ αὐτ. Ἠλ. 436, πρβλ. Αἴ, 4, Τραχ. 237, 659, Ξεν. Οἰκ. 18, 1: - σπανίως ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν, ἀντὶ τοῦ ὅπου, Αἴγισθον ἔνθ’ ᾤκηκεν ἱστορῶ Σοφ. Ἠλ. 110, 2) ἐπὶ χρόνου, ὅτε, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 1· ἔστη ἔνθα, Λατ. est ubi, ἔστιν ὅτε, ἐνίοτε, Σοφ. Ἠλ. 1042, πρβλ. Ο. Τ. 316· ἔνθα τοῦ χρόνου, ὅτε, καλῷ ὄντι καὶ νέῳ καὶ πρῶτον ὑπηνήτῃ, ἔνθα τοῦ χρόνου ἡ χαριεστάτη ἐστὶν ἥβη τῶν καλῶν μειρακίων Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 18.
French (Bailly abrégé)
adv.
I. adv. démonstr. là;
1 avec idée de lieu là même, dans cet endroit avec ou sans mouv. : ἔνθα καὶ ἔνθα, ici et là, çà et là ; ἔνθα ἢ ἔνθα, ici ou là;
2 avec idée de temps alors, à ce moment : ἔνθα δή, juste à ce moment, alors justement, précisément alors ; ἔνθα δ’ ἔπειτα OD alors à la suite de cela, puis alors, et alors;
II. adv. relatif où;
1 avec idée de lieu, sans mouv. : γαίας ἔνθα SOPH en cet endroit de la terre où ; p. ext. à l’endroit d’où;
2 avec idée de temps au moment où : ἔστιν ἔνθα SOPH il y a des circonstances où, parfois ; avec le gén. ἔνθα τοῦ χρόνου ÉL à l’époque où.
Étymologie: ἐν,-θα.
English (Autenrieth)
I. demonstr., there, thither, then; of place, usually denoting rest, Il. 1.536, Od. 3.365; less often direction, ἔνθ' ἐλθών, Il. 13.23; ἔνθα καὶ ἔνθα, ‘here and there,’ ‘to and fro,’ ‘in length and breadth,’ Il. 2.476, , Od. 2.213, Il. 7.156, Od. 10.517; ἢ ἔνθ' ἢ ἔνθα κίοντα, ‘going or coming,’ Od. 10.574; often temporal, thereupon, ἔνθα ἔπειτα, Od. 10.297; ἔνθ' αὖ, Il. 5.1; introducing apodosis, Il. 2.308.— II. relative, where, Il. 1.610 ; ἔνθ' ἄρα, Od. 22.335; ἔνθα περ, Od. 13.284; ἔνθα τε, ν 1, Il. 2.594.
English (Slater)
ἔνθα
a rel. conj., where παρὰ Κρόνου τύρσιν. ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.70) (Ἰστρίαν) ἔνθα Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ δέξατ (O. 3.26) (Ἀλφεὸν) ἔνθα τραφεῖσ' γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας (O. 6.35) πέτραν ἀλίβατον Κρονίου. ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν (O. 6.65) νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς (O. 7.33) (νᾶσος) ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν (O. 7.71) (Αἴγιναν) ἔνθα Σώτειρα ἀσκεῖται Θέμις (O. 8.21) (Λοκρῶν) ἔνθα συγκωμάξατ (O. 11.16) (Πυθῶνι) ἔνθα ποτὲ χρῆσεν (P. 4.4) (ἐπ' Ἀξείνου στόμα) ἔνθ' ἕσσαντ τέμενος (P. 4.204) ἐς Φᾶσιν ἔνθα βίαν μεῖξαν (P. 4.212) Λαμνιᾶν τ' ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων. ἔνθα καὶ ἐπεδείξαντο (P. 4.253) ὁδόν, ἔνθα πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών (P. 5.93) ὀμφαλὸν Πυθιόνικος ἔνθ' ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται (P. 6.5) “Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον . ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσεις” (P. 9.54) (ἐν Πυθῶνι) ἔνθα νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν (P. 9.73) Ἀμφιτρύωνος σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο (P. 9.82) ἐπ' αὐλείαις θύραις ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται (N. 1.21) Κύπρῳ, ἔνθα Τεῦκρος ἀπάρχει (N. 4.46) (Νεμέᾳ) ἔνθα πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.76) (Ἰσθμὸν) ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι δέκονται (N. 5.38) Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι (N. 9.2) ἀμφ' ἀκταῖς Ἑλώρου, ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (ἔνθα Ῥείας Σγρ·) (N. 9.41) (ἀέθλων) Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις (N. 10.24) ἀέθλων. ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις (I. 4.69) προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος (I. 7.35) (Οἰνοπίαν) δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν (I. 8.21) (Δᾶλος) ἔνθα τεκοῖσ' εὐδαίμον ἐπόψατο γένναν fr. 33d. 9. ἰήιε, Δάλἰ Ἄπολλον. Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ (Pae. 5.44) κρημνόν, ἔνθα λέγο[ντι] Ζῆνα καθεζόμενον κορυφαῖσιν ὕπερθε φυλάξαι (Pae. 12.8) (Θήβαι)] ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν φάμα Κάδμον (λαχεῖν) Δ. 2. 2. ]εοι μοῖῤ ἔνθα[ Θρ. 7. 11. (Λακεδαίμων) ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 1. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται fr. 238. Ὀρχομενῶ . ἕνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.
b whither (δῶμα Διὸς) ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ ἦλθε καὶ Γανυμήδης (O. 1.43) μαντίων θῶκον, ὦ παῖδες Ἁρμονίας, ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν (P. 11.7), cf. (O. 11.16)
c then ἔνθ' Ἀλεξίδαμος παρθένον κεδνὰν ἆγεν (P. 9.121)
d introducing indirect quest., where δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν, ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι (P. 4.242)
Spanish (DGE)
(ἔνθᾰ)
adv.
A Ide lugar
1 allí, contextualmente ahí
a) c. verbs. de reposo ἔ. ὅ γε κεῖτ' ἀχέων Il.2.724, cf. Od.9.74, cf. Tim.15.137, ἔ. καθέζετ' ἐπὶ θρόνου Il.1.536, cf. 3.426, 10.202, Od.6.295, 16.48, 19.59, h.Ap.12, h.Cer.197, Hes.Sc.34, ἕζετ' Il.13.15, ἔστησε Il.13.34, cf. Od.5.75, ἔμεινε Il.14.286, cf. Od.7.259, νύκτ' ἄεσαν Od.3.490, ἔ. μ' ἐείκοσιν ἤματ' ἔχον θεοί Od.4.360, ἔ. ... Καλυψὼ ναίει Od.7.245, cf. A.Supp.959, Call.Del.68;
b) c. verb. ‘ser/estar’ u or. nom. pura ἔ. δ' ἔσαν Il.2.311, ἔ. πύλαι Νυκτὸς τε καὶ Ἤματός εἰσι κελεύθων Parm.B 1.11, cf. Emp.B 27.1, ἔ. ἐστὶ ποταμὸς οὐ μέγας Hdt.1.179
•c. or. nom. ἔ. μὲν οὔτε ἄναξ ἐπιδευὴς ... τυροῦ καὶ κρειῶν allí ni un príncipe estará necesitado de queso o carnes, Od.4.87, ἔ. σφιν λιπαροί τε χοροί Hes.Th.63, cf. Alc.72.6, acomp. de otros adv. ἔ. ἔνι μὲν φιλότης, ἐν δὲ ἵμερος allí (en el ceñidor de Afrodita) estaba el amor, también el deseo, Il.14.216;
c) c. verb. indic. lugar en el que se produce la acción ἔ. Διὶ ῥέξαντες Il.11.727, cf. B.16.17, Wilcken Chr.41.2.11 (III d.C.), ἔ. ἀπόλοιτο Il.5.311, cf. A.Pers.490, Supp.33, ἔ. ... κατέκτανον B.5.128, ἔ. τέκ' Hes.Fr.43(a).58, ἔ. δὲ πῦρ κήαντο Il.9.88, ἔ. ... νικήσαντα Hes.Op.657, ἔ. ὅ γε τέρπετο δαιτὶ παρήμενος Od.1.26, cf. Sapph.2.13, ἔ. ... ἀρύεται ... ὕδωρ Simon.72(a).1, cf. Lyr.Adesp.8(a).1, ἔ. ... αὖραι περιπνέοισιν Pi.O.2.70, ἔ. ... βροτῶν ψυχὰς ἐδάη B.5.64, ἔ. ... ἀναπλήσει κακά Hippon.194.7, cf. Mimn.10.11, ἔ. ... συνέμιξεν αὐτοῖς Plb.24.14.9
•indic. procesos mentales, sensitivos ἔνθ' ὅ γε παννύχιος ... βούλευε φρεσίν allí (en la cama) toda la noche reflexionaba en su mente, Od.1.443, ἔ. Ὀδυσῆος πυθόμην allí supe de Odiseo, Od.14.321, ἔ. κε γυμνωθέντα ... ὀφθαλμοῖσιν ἴδῃς Hes.Sc.334, ὄψει Emp.B 76;
d) c. la partícula δή ahí μέχρι τοῦ Μηδίας τείχου· ἔ. δὴ εἴσιν διώρυχες X.An.1.7.12, ἔ. δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται ahí reside el supremo esfuerzo y contienda del alma Pl.Phdr.247b.
2 c. verb. de mov., indic. el final del mov. allí, hacia allí ἔ. με ... κομίσαντο Il.1.594, cf. 6.348, οὐδ' ἢν ἔ. ἀφίκηαι ἀλωμένη Il.8.482, cf. Hdt.2.56, ἔ. Ἕκτωρ εἰσῆλθε Il.6.318, ἔ. ἐλθών Il.13.23, cf. Od.3.297, 6.47, 12.5, Pi.O.1.43, Ar.Au.1556, ἴομεν Il.14.340, ἔ. ... εἰσεπέρησα Hes.Op.654
•en correl. c. prep. indic. direcc. ἔ. ἔβη εἰς εὐνήν Od.1.427, ἔ. ... εἰς λιμένα ἤλθομεν Od.10.87, ἐ. δ' ἐπ' ἠπείρου βῆμεν Od.10.56, ἔς τε τοὺς Σικελοὺς περιέπεμπον, ἔ. μὲν φύλακας, πρὸς δὲ τοὺς πρέσβεις a los sículos enviaban, aquí guarniciones, allá embajadores Th.6.45.
3 en epitafios y epigramas funerar. aquí τίθησί με ... ἔ. ITralleis 219 (I d.C.), ἔ. κεῖται Θεόδωρος ITyr.9.1, τὴν ἀρίζηλον μητέρα τῆς γαμετῆς Ζωίλος ἔ. θέτο IUrb.Rom.1185 (II d.C.), ἔ. πάτρα μοι σῆμα τὸ λοίσθιον ... ὤπασε IEphesos 1615.1 (imper.), cf. Aberc.Epitaph.2.
II c. valor temporal
1 entonces gener. ἔ. ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοί Il.1.22, 376, 4.223, ἔ. κεν Ἀργείοισιν ὑπέρμορα νόστος ἐτύχθη Il.2.155, cf. 8.268, ἔ. αὖ Τυδεΐδῃ ... Παλλὰς ... δῶκε μένος Il.5.1, cf. 471, ἔ. ἐφάνη μέγα σῆμα mientras se celebraban sacrificios Il.2.308, ἔ. ... κρέα ἔδμηναι ... ὄφρα ἐθέλητον Il.4.345, ἔ. καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν la tela de Penélope Od.2.104, ἐ. ... πάντες ἀκὴν ἔσαν Od.2.82, cf. 4.259, ὁπότ' ἐς πόλεμον ... θωρήσσωνται ἀνέρες, ἔ. θεὰ παραγίνεται Hes.Th.432, cf. Op.495, Fr.54(a).11, B.15.40, Pi.P.9.121
•c. partíc. ἔ. δ' ἐόντι ἐπανίστασθαι entonces, en su presencia, se levantan Heraclit.B 63, ἔ. καὶ εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψυχὴ ἀφικνεῖται Pl.Phdr.249b, esp. c. δή Hdt.1.26, 43, X.HG 2.4.39, Aeschin.1.84, Plb.1.50.3.
2 entonces, en ese momento o esas circunstancias ἔ. δή σφι ἐχρήσθη τὰ ὀλίγῳ πρότερον εἶπον Hdt.7.239
•c. otro adv. temp. ἔ. δ' ἔπειτα πείσεται a partir de ese momento sufrirá, Od.7.196
•c. gen. en ese momento ἔ. τοῦ χρόνου ἡ χαριεστάτη ἐστὶν ἥβη τῶν καλῶν μειρακίων Ael.VH 10.18.
3 a veces en la frase ἐστιν ἔ.: ἀλλ' ἔστιν ἔ. χἠ δίκη βλάβην φέρει S.El.1042, cf. X.Cyr.7.4.15.
III c. valor de relat.
1 sin mov. donde
a) gener. Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤϊ' ..., ἔ. πάρος κοιμᾶθ' ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι· ἔ. καθεῦδ' Zeus se encaminó a su lecho, donde se acostaba cuando el dulce sueño le rendía. Allí durmió, Il.1.610-611, Φρυγίην εἰσήλυθον, ... ἔ. ἴδον ... Φρύγας ἀνέρας Il.3.185, cf. 5.305, 24.733, ἐν ... πόντῳ, ἔ. Νῶτος ... ὠθεῖ Od.3.295, ῥόον ... ἵκοντο, ἔ. ἦ τοι πλυνοὶ ἦσαν llegaron al arroyo donde estaban los lavaderos, Od.6.86, cf. 15.105, Hes.Fr.37.11, B.3.33, Pi.O.7.33, Xenoph.B 2.2, ἕστηκα δ' ἔνθ' ἔπαισ' A.A.1379, cf. E.Or.1652, οὐ βλέπεις ἵν' εἶ κακοῦ, οὐδ' ἔνθα ναίεις S.OT 414, (ἔστι ... χώρα) ἔ. τοῖς ἥρωσιν ἄνθρωποι ξυναριστῶσι Ar.Au.1485, cf. Call.Ap.113, λέκτρον, ἔ. ... ἔλυσ' ἐγὼ κορεύματα E.Alc.177, ἀτερπέα χῶρον, ἔ. Φόνος τε Κότος ... ἠλάσκουσιν Emp.B 121.2, cf. Democr.B 228, ἐς φίλους, ἔ. ἀμηχανήσεις χρήματος οὐδενός Hdt.1.35, ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ ... ἔ. αἱ νῆες κατέσχον Th.4.42, (εὑρήσετε) καὶ ἔ. ἄνευ μοναρχίας πόλις οἰκεῖται encontraréis que incluso donde un estado no está gobernado monárquicamente ... X.Cyr.8.1.4, ἀφίκοντο ἔ. ὁ Τίγρης ... ἄπορος ἦν X.An.4.1.2, cf. Arist.Mu.398a5, γενόμε[νο] ι εἰς Φειλα[δ] ελφίαν ..., ἔ. γεου[χο] ῦμεν Wilcken Chr.29.12 (II d.C.);
b) c. or. nominal τὸ μὲν πυκνὸν καὶ διερόν ... ἐνθάδε συνεχώρησεν, ἔ. νῦν «ἡ γῆ» lo denso, lo húmedo se reunió aquí, donde ahora está la tierra Anaxag.B 15, cf. Arist.Mete.351a24, τόδ' ἀνέπεμψεν ἱερόν, ἔ. γυναῖκες (me) envió a este templo donde están las mujeres Ar.Th.1046;
c) c. gen. allí de, en el sitio de, donde γαίας ... ἔ. μή τις ὄψεται en el lugar de la tierra donde nadie me vea S.Ai.659.
2 c. verb. de mov. desde el sujeto allí donde, adonde μένετε Τρῶας ... ἐλθέμεν, ἔ. τε νῆες εἰρύατ'; ¿o esperáis que lleguen los troyanos adonde están varadas las naves?, Il.4.247, βὰν δ' ἴμεν ἔ. μάλιστα ... ἦεν Il.13.789, πρὶν γε τὸν ἐς Τροίην ἀναβήμεναι, ἔνθα περ ἄλλοι Ἀργείων οἱ ἄριστοι ἔβαν Od.1.210, cf. S.El.1099, Ph.1466, OT 796
•en uso pregnante ἀνέθηκα ἔ. με τὸ πρῶτον ... ἐπέβησαν ἀοιδῆς deposité como ofrenda (el premio) allí donde por primera vez me iniciaron en la poesía Hes.Op.659, cf. S.El.436.
3 c. verb. de mov. hacia el suj. de donde, por donde στὰς ἔ. πνεῖ ἄνεμος ἢ ἀντίος colocándote a favor del viento o en contra X.Oec.18.1.
4 temp. cuando φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔ. μὴ τέλη λύῃ φρονοῦντι S.OT 316
•cuando, en cuanto ἀπέθυσαν ... ἔ. πρῶτον εἰς φιλίαν γῆν ἀφίκοντο X.An.5.1.1, ἔ.· ὅτε Hsch.
IV introd. or. interr. indir.
1 dónde, adónde, hasta dónde Ἀελίου ... υἱὸς δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν, ἔ. νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι el hijo del Sol reveló sobre el resplandeciente vellocino, dónde lo habían tendido las cuchillas de Frixo Pi.P.4.242, Αἴγισθον ἔ. ᾤκηκεν ἱστορῶ πάλαι S.El.1101, cf. Call.Dian.96
•c. gen. θρηνοῦσα δὲ τὸ σὸν διδάσκεις μ' ἔ. πημάτων κυρῶ al lamentar tu pena, me enseñas hasta dónde de desgracias he llegado E.Tr.685.
2 como una conj. consecutiva que allí, del modo δυσχείμερος δὲ αὕτη ἡ ... χώρη οὕτω δή τί ἐστι, ἔ. ... ἀφόρητος οἷος γίνεται κρυμός Hdt.4.28.
B usos en correl. o rep.
I c. verb. indic. estado o acción
1 a uno y otro lado, por un lado y por el otro, por todos lados ἔκτοσθε δὲ λευκοὶ ὀδόντες ... ὑὸς θαμέες ἔχον ἔ. καὶ ἔ. por fuera estaban, por todos los lados, blancos colmillos de jabalí unidos (en el casco de colmillos de jabalí), Il.10.264, cf. Orph.Fr.111.2, ποίησαν δὲ πυρὴν ἑκατόμπεδον ἔ. καὶ ἔ. hicieron una pira de cien pies por todos los lados, Il.23.164, χάλκεοι μὲν γὰρ τοῖχοι ἐληλέατ' ἔ. καὶ ἔ. muros de bronce se extendían a lo largo y a lo ancho, Od.7.86, cf. 95, βόθρον ὀρύξαι, ὅσον τε πυγούσιον ἔ. καὶ ἔ. Od.10.517, cf. 14.11.
2 aquí ... allí, en un sitio ... en otro οὐδ' ἔ. μὲν καλόν, ἔ. δὲ αἰσχρόν no es bello en un sitio y feo en otro Pl.Smp.211a, ἔ. μὲν γὰρ διὰ ψῦχος οὐκέτι κατοικοῦσιν, ἔ. δὲ διὰ τὴν ἀλέαν un sitio está deshabitado a causa del frío, otro por el calor Arist.Mete.362b26, cf. Pol.1299b29, διῃρέθη τὸ ὕδωρ ἔ. καὶ ἔ. LXX 4Re.2.8
•c. gen. ἔ. κακῶν ἢ ἔ. γένωμαι que esté en uno u otro tipo de males A.R.3.771.
II c. verb. de mov.
1 en un sentido y el contrario, en un sentido u otro ὅτ' ἂν ἔ. ἢ ἔ. γένωνται los vientos Il.2.397, ἐπιστάμενοι ... ἔ. καὶ ἔ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι (caballos) entrenados para perseguir y huir en un sentido y otro, Il.5.223, cf. 23.320, ἐμοὶ δίχα θυμὸς ὀρώρεται ἔ. καὶ ἔ. el corazón me impulsa en dos direcciones contrarias, Od.19.524, ὁρώμενον ἔ. καὶ ἔ. de Argos, Hes.Fr.294, μετατιθέμενα ἔ. καὶ ἔ. situaciones cambientes en un sentido u otro Pl.Lg.835b.
2 en sentido de ida y vuelta de yuntas que aran Il.18.543, οἱ κέ μοι ἔ. καὶ ἔ. διαπρήσσουσι κέλευθον (marineros) que conmigo hagan la travesía de ida y vuelta, Od.2.213.
3 de acá para allá, en todas direcciones αἱ μέν τ' ἔ. ἅλις πεποτήαται, αἱ δέ τε ἔ. de abejas Il.2.90, cf. 462, θεὸν ... ἔ. ἢ ἔ. κιόντα Od.10.574, τὴν δ' ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔ. καὶ ἔ. se la llevó (la balsa) una gran ola por la corriente de acá para allá, Od.5.327, cf. 20.24, Pl.Ti.79e, Call.Del.194.
• Etimología: Adv. pron. de origen loc. comp. de una r. *en/n̥, cf. airl. and ‘aquí’, arm. and y de la r. *dheH-, *dhH-em (-θεν) / *dhH-m (-θα), cf. ai. ádha-, quizá het. kuwatta, apatta.
Greek Monolingual
(AM ἔνθα)
επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
(για τόπο, δεικτ.)
1. εκεί, σ' εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ' ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» — κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί στους μεγάλους βράχους
Ομ. Οδ.]
2. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα εκεί, προς εκείνο το μέρος («ἔνθ' ἴομεν κείοντες», Ομ. Ιλ.)
3. (για χρόνο δεικτ.) τότε («ἔνθ' αὖ Τυδείδη Διομήδεϊ Παλλάς Ἀθήνη δῶκε μένος καὶ θάρσος», Ομ. Ιλ.)
4. (με ρήμ. κινήσεως, αναφορ.) στο μέρος όπου («ὁδοιποροῡμεν ἔνθα χρήζομεν», Σοφ.)
5. από όπου, από το μέρος που («στὰς ἔνθα πνεῑ ἄνεμος», Ξεν.)
6. (σπαν. για χρόνο) όταν, αμέσως μόλις («ηὔξαντο σωτήρια θύσειν ἔνθα πρῶτον εἰς φιλίαν γῆν ἀφίκοιντο», Σοφ.)
7. (σε πλάγ. ερωτ. σπαν.) πού, σε ποιὀ μέρος («Αἴγισθον ἔνθ' ᾤκησεν ἱστορῶ πάλαι», Σοφ.)
8. φρ. α) «ἔνθα καὶ ἔνθα» — εδώ κι εκεί, απ' εδώ κι απ' εκεί
β) «ἔνθα μέν... ἔνθα δέ» — εδώ μεν... εκεί δε
γ) «ἔνθα δή» — τότε λοιπόν
δ) «ἔστιν ἔνθα» — κάποτε, ενίοτε
ε) «ἔνθα τοῦ χρόνου» — όταν, κατά τον χρόνο που.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένθα εμφανίζει επίθημα -θα που μαρτυρείται στον τ. ιθαγενής, ενώ το εν- είναι δυσερμήνευτο. Ο τ. ένθα συνδέεται πιθ. με αρμεν. and «εκεί», λατ. inde, αρχ. σλαβ. kοdn «από πού;»].
Greek Monotonic
ἔνθα: (ἐν), επίρρ.,
I. Δεικτ.,
1. λέγεται για τόπο, εκεί, Λατ. ibi, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης με ρήμ. κίνησης, προς τα εκεί, Λατ. illuc, στον ίδ.· ἔνθα καὶ ἔνθα, εδώ κι εκεί, μπρος πίσω, Λατ. hic illic, huc illuc, στον ίδ.
2. λέγεται για χρόνο, ευθύς, έπειτα, αμέσως κι έπειτα, μετά, τότε λοιπόν, στον ίδ. κ.λπ.·
II. Αναφορ.,
1. λέγεται για τόπο, όπου, εκεί όπου, Λατ. ubi, σε Ιλ. κ.λπ.· με γεν., γαίας ἔνθα, στο σημείο εκείνο της γης στο οποίο, σε Σοφ.· ἔνθαπημάτων κυρῶ, σε ποιο σημείο αθλιότητας βρίσκομαι, σε Ευρ.· με ρήμ. κίνησης, στον τόπο όπου, Λατ. quo, σε Σοφ.
2. λέγεται για χρόνο, όταν, όποτε, σε Ξεν.· ἔστιν ἔνθα, Λατ. est subi, ενίοτε, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔνθα: adv.
1) там, здесь: ἔ. καὶ ἔ. Hom., Plat. там и здесь;
2) туда, сюда (περιπέμπειν τινάς Thuc.): ἔ. ἢ ἔ. Plat. туда или сюда; τὸ μὲν ἔ., τὸ δ᾽ ἔ. Arst. отчасти туда, отчасти сюда;
3) тогда: ἔ. δή Her., Xen. тогда-то; ἔ. δ᾽ ἔπειτα Hom. и вот после этого, вслед за этим;
4) adv. relat. где: ἔ. πάρος κοιμᾶτο Hom. (туда), где он прежде покоился; ἔ. πημάτων κυρῶ Eur. в каком бедственном положении я нахожусь;
5) adv. relat. куда: ὁδοιποροῦμεν ἔ. χρῇζομεν; Soph. (pl. = sing.) пришел ли я туда, куда хотел?;
6) adv. relat. когда: ἔ. πρῶτον Xen. как только; ἔστιν ἔ. καὶ ἡ δίκη βλάβην φέρει Soph. бывает, что и справедливость наносит ущерб.
Frisk Etymological English
Grammatical information: demonstr. and relat. adv., local, but also temporal
Meaning: there, here, where, also to there, to here (on the use Hom. see Bolling Lang. 26, 371ff.); ἔνθεν from there, from where (Il.). To ἔνθα - ἔνθεν, see Lejeune Les adv. en -θεν 375ff.
Derivatives: ἐνθά-δε to there, here, ἐνθέν-δε from here (Il.); also ἔνθινος from here (Megar.; cf. Bechtel Dial. 2, 204), ἐνθάδιος ἐντόπιος H. From crossing of ἔνθα and αὑτά (with elision or shortened from *ἐνθαυτα) arose Ion. ἐνθαῦτα (cf. τοῖα : τοιαῦτα); with shift of breath after ἔν-θα, ἔν-θεν Att. ἐνταῦ-θα (and ε᾽ντεῦ-θεν) there, (to) here (since Ι 601; cf. Wackernagel Unt. 23; Att. inscr. also ἐνθαῦθα, -θοῖ); secondary loss of breath (after ν) in Arg. ἐντάδε, El. ἐνταῦτα. Ion. ἐνθεῦτεν, Att. ἐντεῦθεν from here, from there (τ 568) is cross of ἔνθαῦτα and ἔνθεν (Wackernagel IF 14, 370 n. 1 = Kl. Schr. 2, 964 n. 1); diff Schwyzer 628 n. 7: *ἐνθαυτα > *ἐνθηυτα > *ἐνθευτα : ἐνθεῦτεν. After τοῦτο etc. ἐντοῦθα (Kyme, Oropos).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [319] *h₁eno- there
Etymology: No cognates elsewhere. - To ἔν-θεν cf. πό-θεν etc. An old suffix -θα in ἰθαγενής (s. v.); other material (Arm., OldIrish and there, Lat. inde, OCS kǫdu from where?), is doubtful. S. W.-Hofmann s. inde and ēn, Vasmer Russ. et. Wb. s. kudá; further Schwyzer 628 w. n. 7, Pok. 284. - One compares *h₁eno-, s. ἔνη.
Middle Liddell
[ἐν]
adv.:
I. Demonstr.
1. of Place, there, Lat. ibi, Hom., etc.:—also with Verbs of motion, thither, Lat. illuc, Hom.; ἔνθα καὶ ἔνθα here and there, hither and thither, Lat. hic illic, huc illuc, Hom.
2. of Time, thereupon, then, just then, Hom., etc.
II. Relat.,
1. of Place, where, Lat. ubi, Il., etc.;c. gen., γαίας ἔνθα in that spot of earth in which, Soph.; ἔνθα πημάτων κυρῶ at what point of misery I am, Eur.: —with Verbs of motion, whither, Lat. quo, Soph.
2. of Time, when, Xen.; ἔστιν ἔνθα, Lat. est ubi, sometimes, Soph.
Frisk Etymology German
ἔνθα: {éntha}
Grammar: demonstr. und relat. Adverb, zunächst lokal, aber auch temporal
Meaning: da, dort, hier, wo, auch dahin, hierher; wohin (zum Gebrauch bei Hom. Bolling Lang. 26, 371ff.); ἔνθεν von da, dorther; von wo (seit Il.). Zu ἔνθα — ἔνθεν im allg. Lejeune Les adv. en -θεν 375ff.
Derivative: Davon ἐνθάδε ‘dort(hin), hier(her)’, ἐνθένδε von hier aus (seit Il.); auch ἔνθινος hiesig (megar.; vgl. Bechtel Dial. 2, 204), ἐνθάδιος· ἐντόπιος H. Durch Zusammenrückung aus ἔνθα αὐτά (mit Elision oder aus *ἐνθαυτα gekürzt) entstand ion. ἐνθαῦτα (vgl. τοῖα : τοιαῦτα); mit Hauchversetzung nach ἔνθα, ἔνθεν att. ἐνταῦθα (und ἐντεῦθεν) daselbst, hier, hierher (seit Ι 601; vgl. Wackernagel Unt. 23; att. Inschr. auch ἐνθαῦθα, -θοῖ) sekundärer Hauchverlust (nach ν) in arg. ἐντάδε, el. ἐνταῦτα. Ion. ἐνθεῦτεν, att. ἐντεῦθεν von hier, von dort aus (seit τ 568) ist als Kreuzung von ἔνθαῦτα und ἔνθεν leicht verständlich (Wackernagel IF 14, 370 A. 1 = Kl. Schr. 2, 964 A. 1); anders Schwyzer 628 A. 7: *ἐνθαυτα > *ἐνθηυτα > *ἐνθευτα : ἐνθεῦτεν. Nach τοῦτο usw. ἐντοῦθα (Kyme, Oropos).
Etymology : Ohne sichere außergriechische Verwandte. — Zu ἔνθεν vgl. πόθεν usw. Ein altererbtes suffixales -θα ist auch in ἰθαγενής (s. d.) vorhanden; was sonst aus verschiedenen Sprachen zum Vergleich herangezogen worden ist (arm., altirisch and dort, lat. inde, aksl. kǫdu ‘woher?’), ist zweifelhaft oder unhaltbar. Lit. bei W.-Hofmann s. inde und ēn, Vasmer Russ. et. Wb. s. kudá; außerdem Schwyzer 628 m. A. 7, WP. 1, 99, Pok. 284. Ältere Lit. auch bei Bq.
Page 1,516