σχηματίζω: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σχημᾰτίζω:''' (fut. σχηματίσω - атт. σχηματιῶ)<br /><b class="num">1)</b> давать форму, придавать вид, т. е. образовывать, формировать (τὰ ἁπλᾶ σώματα Arst.): τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arst. естественные образования; τῶν ἐσχηματισμένων τι γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης Arst. все оформленное возникает из бесформенности; τὸν βραχίονα ἐφ᾽ ὕβρει σ. Plut. делать рукой насмешливый жест;<br /><b class="num">2)</b> [[убирать]], [[украшать]] (τι πρὸς τὸ [[βέλτιον]] Diod.): ἐσχημάτισται ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον Aesch. щит был разукрашен не как-нибудь; σχηματίζεσθαι κόμην Eur. убирать свои волосы, причесываться;<br /><b class="num">3)</b> сопровождать жестами: οἱ σχηματιζόμενοι ῥυθμοί Arst. ритмические телодвижения;<br /><b class="num">4)</b> [[выражать свои чувства жестами]], [[жестикулировать]] Xen.;<br /><b class="num">5)</b> [[танцевать]], [[плясать]] Arph.;<br /><b class="num">6)</b> изображать, представлять: τὰ σχήματα σ. Plat. принимать позы; πρόστασιν σχηματίζεσθαι Plat. напускать на себя важность;<br /><b class="num">7)</b> воен. строиться, выстраиваться, тж. занимать позиции (ἐν ταῖς μάχαις Plat.);<br /><b class="num">8)</b> med. притворяться, прикидываться: ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Plat. он сделал вид, что знает; σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Plat. они прикидываются неучеными; ἐσχηματισμένος Plat. притворяющийся, притворный. | |elrutext='''σχημᾰτίζω:''' (fut. σχηματίσω - атт. σχηματιῶ)<br /><b class="num">1)</b> давать форму, придавать вид, т. е. образовывать, формировать (τὰ ἁπλᾶ σώματα Arst.): τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arst. естественные образования; τῶν ἐσχηματισμένων τι γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης Arst. все оформленное возникает из бесформенности; τὸν βραχίονα ἐφ᾽ ὕβρει σ. Plut. делать рукой насмешливый жест;<br /><b class="num">2)</b> [[убирать]], [[украшать]] (τι πρὸς τὸ [[βέλτιον]] Diod.): ἐσχημάτισται ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον Aesch. щит был разукрашен не как-нибудь; σχηματίζεσθαι κόμην Eur. убирать свои волосы, причесываться;<br /><b class="num">3)</b> сопровождать жестами: οἱ σχηματιζόμενοι ῥυθμοί Arst. ритмические телодвижения;<br /><b class="num">4)</b> [[выражать свои чувства жестами]], [[жестикулировать]] Xen.;<br /><b class="num">5)</b> [[танцевать]], [[плясать]] Arph.;<br /><b class="num">6)</b> [[изображать]], [[представлять]]: τὰ σχήματα σ. Plat. принимать позы; πρόστασιν σχηματίζεσθαι Plat. напускать на себя важность;<br /><b class="num">7)</b> воен. строиться, выстраиваться, тж. занимать позиции (ἐν ταῖς μάχαις Plat.);<br /><b class="num">8)</b> med. притворяться, прикидываться: ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Plat. он сделал вид, что знает; σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Plat. они прикидываются неучеными; ἐσχηματισμένος Plat. притворяющийся, притворный. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:49, 19 August 2022
English (LSJ)
pf. Pass. ἐσχημάτισμαι, v.infr. 11.1; but in sense of Med., v. infr.1.2. Iintr., assume a certain form, figure, posture, or position, ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα . . ἐν ταῖς μάχαις Pl.R.526d, cf. Polyaen.5.16.1, Ascl.Tact.12.1; τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σ. Pl.Hp.Mi.374b: abs., gesticulate, dance figures, Ar.Pax324, Fr.678:—Med., Poll.4.95 (also σ. ἑαυτόν put oneself in posture, Luc.Salt.17), v. infr. 11.3; προστάσεως, ἢν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται the pompous appearance, which they assume, Pl.R.577a. 2 Med., demean oneself in a certain way, make a show of being or doing, ἀγνοεῖ ταῦτα ἃ πρὸς τοὺς ἄλλους ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Id.Sph.268a; σεμνύνεται ἐσχηματις μένη ὡς . .gives itself airs under the pretence that... Id.Grg.511d: c. inf., σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Id.Prt.342b; σχηματιζόμενος, opp. ἀληθῶς τι πεπονθώς, Id.Phdr. 255a. 3 Astrol., of a heavenly body, to be in configuration, Man.4.500:—Pass., Heph.Astr.1.9 (printed ἐσχατ.), Tz.H. 1.471. II trans., give a certain form to a thing, shape, fashion, σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα (sc. τὸ ὀθόνιον) give such a form to the cloth as will fit... Hp.Art.37; τὰ ἁπλᾶ σώματα σ. Arist.Cael. 306b3, cf. Phld.Rh.1.196 S.; τὸν ὄγκον Arist.GC327b15; παρθένον ἀκέφαλον σ. Eratosth.Cat.9; ἕκαστον μέρος πρὸς τὸ βέλτιον D.S. 5.73; τὸ πρόσωπον εἰς ἡδονήν Ach.Tat.6.11; τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ' ὕβρει Plu.CG13:—Med., σχηματίζεσθαι κόμην arrange one's hair, E.Med.1161:—Pass., τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arist.Cael. 302b26; τῶν ἐσχ. τι [γίνεται] ἐξ ἀσχημοσύνης Id.Ph.188b19, etc.; ἐσχημάτισται δ' ἀσπίς A.Th.465; τῶν -ιζομένων θεῶν the gods who possess figure, Dam.Pr.261; τὸ πρόσωπον τὸ -ισθέν Phld.Mus.p.73 K. 2 deck out, dress up, ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Luc.Merc.Cond.14, cf. Fug. 13, JTr.16, Jul.ad Ath.274c: Rhet., σ. λόγον Philostr.VS1.21.5, cf. 2.1.11; opp. εὐθέως εἰπεῖν, Aristid.Rh.1p.462S.:—Pass., ἐσχηματις μένοι περιέρχονται Lys.Fr.73; θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματις μένοι Luc. JTr.8; τὸ ἐσχηματισμένον figurative style, Demetr.Eloc.294, cf. D.H. Rh.8,9, Philostr.VS2.17; ἐσχηματισμένα ζητήματα Hermog.Id.1.4. 3 arrange in certain figures, χορούς Chamael. ap. Ath.1.21f; σ. αὑτόν pose oneself, for being painted, ib.12.543f:—Pass. and Med., put oneself in certain forms or postures, assume various shapes, Hp.Fract.2; εἴθισται ἐς χηματίσθαι to assume a position, ib. 15 (om. codd. MV, Gal.); ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι Id.Art.10; of sick persons, Id.Coac.463; of the foetus, Sor.2.60; of actors, gesticulate, X.Smp.1.9; σχηματιζόμενοι ῥυθμοί accompanied with gestures, Arist.Po.1447a27. 4 adapt, τι πρός τι Gp.10.4.1, cf. 10.75.9. 5 form a word, D.T.635.2, A.D. Pron.58.7,al., Sch.Od.17.134. 6 use σχήματα (v. σχῆμα 7d), σ. φορτικῶς D.H.Isoc.3; construct, περίοδοι ὁμοίως -ιζόμεναι Id.Pomp. 5, cf. Hermog.Inv.3.10.
German (Pape)
[Seite 1055] Gestalt, Form geben, gestalten, bilden, Haltung geben, stattlich erscheinen lassen, schmücken; ἐσχημάτισται δ' ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον, Aesch. Spt. 447; λαμπρῷ κατόπτρῳ σχηματίζεται κόμην, Eur. Med. 1161; von Tanzbewegungen, Ar. Pax 324; τὰ στρατόπεδα, Plat. Rep. VII, 526 d; τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σχηματίζειν, Gebehrden machen, Hipp. min. 374 b; vgl. Xen. Conv. 1, 9. – Med. sich eine gewisse Haltung geben, bes. sich ein Ansehen geben, sich in die Brust werfen, prunken, auch sich stellen, sich den Schein geben, σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι, Plat. Prot. 342 b, sie stellen sich, als ob sie unwissend wären; οὐχ ὑπὸ σχηματιζομένου τοῦ ἐρῶντος, ἀλλ' ἀληθῶς τοῦτο πεπ ονθότος, Phaedr. 255 a; vgl. Soph. 268 a Gorg. 511 d; Sp., wie Plut. Num. 4; λόγος ἐσχηματισμένος, eine uneigentliche, figürliche Rede, vgl. Ruhnken Tim. 246.
Greek (Liddell-Scott)
σχηματίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· - Παθητ., πρκμ. ἐσχημάτισμαι Ἀριστ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ μέσ., ἴδε κατωτ. Ι. 2. Ι. ἀμεταβ., λαμβάνω μορφήν τινα ἢ σχῆμα, λαμβάνω θέσιν τινὰ ἢ στάσιν, ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις Πλάτ. Πολ. 526D· τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Β· - ἀπολ., κάμνω σχήματα, χειρονομίας καὶ κινήσεως τοῦ σώματος, ὀρχοῦμαι ποιῶν παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 324· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πολυδ. Δ΄, 95 (οὕτω, σχ. ἐμαυτόν, δίδω εἰς ἐμαυτὸν σχῆμά τι, Λουκ. π. Ὀρχ. 17)· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3· - Μέσ., ὡσαύτως, προστάσεως, ἣν σχηματίζονται πρὸς τοὺς ἔξω, τὸ πομπῶδες σχῆμα ὅπερ λαμβάνουσι, Πλάτ. Πολ. 577Α. 2) ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, σχηματίζω ἐμαυτὸν κατά τινα τρόπον, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἢ ὅτι κάμνω τι, Λατ. simulare, ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται, ἔκαμεν ὡς νὰ τὸν ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 268Α· σεμνύνεται ἐσχηματισμένη ὡς... ὑπερηφανεύεται ὅτι τάχα..., ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511D· μετ’ ἀπαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Β· σχηματιζόμενος, ἀντίθετον τῷ ἀληθῶς τι πεπονθώς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 255Α· μετ’ αἰτ., σχ. τροπήν, προσποιοῦμαι ἧτταν, Μαυρ. Στρατηγ. 4. 3, πρβλ. Πολύαιν. 5. 16, 1. 3) ἐπὶ ἀστέρος, εἶμαι εἴς τινα θέσιν, Μανέθων 4. 500· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Τζέτζ. ΙΙ. μεταβ., δίδω σχῆμά τι εἴς τι πρᾶγμα, σχηματίζω, μορφώνω, σχ. τὸ ἁρμόσον σχῆμα (ἐξυπακουομ. τὸ ὀθόνιον) δίδω εἰς τὸ πανίον σχῆμα τὸ ὁποῖον θὰ ἁρμόζῃ..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· σχ. τὰ ἁπλᾶ σώματα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1· τὸν ὄγκον ὁ αὐτ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1.10, 4· παρθένον ἀκέφαλον σχ. Ἐρατ. Καταστ. 9· ἕκαστον μέρος πρὸς τὸ βέλτιστον Διόδ. 5. 73· τὸ πρόσωπον εἰς ἡδονὴν Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 11· τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ’ ὕβρει Πλουτ. Γ. Γράκχ. 13· - Μέσ., σχηματίζεσθαι κόμην, διευθυτεῖν αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 1. 61. - Παθ., τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3.4, 4· τὸ ἐσχ. γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 5, 5, κλπ. ἐσχημάτισται δ’ ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 465. 2) κοσμῶ, περικοσμῶ, στολίζω, ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 14, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Δραπέτ. 13, ἐν Διῒ Τραγῳδ. 16· ἐν τῇ Ρητορ., σχ. λόγον Φιλόστρ. 516, πρβλ. 561· ἀντίθετον τῷ εὐθέως εἰπεῖν, Ρήτορες (Walz) 9. 345. ― Παθητ., ἐσχηματισμέναι περιέρχονται Λυσί. παρὰ Σουΐδ.· θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματισμένοι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8· τὸ ἐσχηματισμένον, ὕφος πλῆρες σχημάτων, Δημήτρ. Φαλ. 294, πρβλ. Διον. Ἁλ. Ρητ. 8 καὶ 9, Φιλόστρ. 597. 3) διευθετῶ κατά τινα σχήματα. χοροὺς Χαμαιλ. παρ’ Ἀθην. 21F· σχ. αὑτόν, λαμβάνω στάσιν ὅπως ζωγραφηθῶ, αὐτόθι 543F. ― Παθ. καὶ μέσ. λαμβάνω διαφόρους θέσεις ἢ στάσεις, μεταβάλλω πολυτρόπως τὸ σχῆμά μου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· εἴθισται σχ., λαμβάνειν στάσιν τινά αὐτόθι 763· ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 787· ἐπὶ ὑποκριτῶν, κάμνω σχήματα, χειρονομίας κ. τ. τ., Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. σ. 514 Δινδ., σ. 1177 Meineke, πρβλ. Ξεν Συμπ. 1. 9· σχηματιζόμενοι ῥυθμοὶ, συνδεόμενοι μὲ σχήματα, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 6. 4) ἐν τῷ παθ., προσβάλλομαι κατά τινα τρόπον, ἐπὶ τῶν νοσούντων, Ἱππ. 192Η, 193Β· πρβλ. χειμάζω. 5) προσαρμόζω, τι πρός τι Γεωπ. 6) σχηματίζω λέξιν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ρ. 134.
French (Bailly abrégé)
f. σχηματίσω, att. σχηματιῶ;
1 donner une figure, une forme, une position, une attitude : σχ. τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ’ ὕβρει PLUT mettre le bras à nu et le préparer comme à un acte violent ; σχ. ἑαυτόν LUC se composer son maintien;
2 orner de figures, de ciselures;
Moy. σχηματίζομαι;
I. tr. 1 former, façonner, orner pour soi : κόμην EUR sa chevelure;
2 fig. faire croire qch qui n’est pas;
II. intr. 1 se démener, faire des gestes, gesticuler;
2 prendre un extérieur, se donner une contenance ; feindre;
3 exécuter des figures de danse, danser.
Étymologie: σχῆμα.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ σχῆμα, -ήματος)
1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω
2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β. «ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις», Πλάτ.)
β) (ιδίως για ένα σύνολο πολλών αντικειμένων) αποτελώ, απαρτίζω («τα πλοία σχηματίζουν φάλαγγα»)
3. γραμμ. (σχετικά με λέξεις) συνθέτω
νεοελλ.
1. κατασκευάζω ή χαράζω ένα σχήμα κυρίως πάνω σε επιφάνεια, διαγράφω («σχημάτισαν ένα τρίγωνο πάνω στον πίνακα»)
2. δημιουργώ («σχηματίζω μια εικόνα»)
3. (ιδίως σχετικά με πολλά αντικείμενα) τακτοποιώ, διευθετώ ένα σύνολο προσδίδοντάς του ορισμένη μορφή («σχηματίζω τους μαθητές ανά τετράδες»)
4. (κυρίως το μέσ.) σχηματίζομαι
α) παίρνω ορισμένο σχήμα, διαμορφώνομαι, μορφοποιούμαι
β) προκαλούμαι, δημιουργούμαι («αν αφήσεις έτσι την πληγή σου, θα σχηματιστεί πύον»)
5. φρ. α) «σχηματίζω τους χρόνους ρήματος [ή τις πτώσεις ουσιαστικού ή τα παράγωγα λέξης]»
γραμμ. δημιουργώ τους χρόνους ρήματος [ή τις πτώσεις ουσιαστικού ή τα παράγωγα λέξης] με την προσθήκη καταλήξεων ή κατάλληλων προσφυμάτων
β) «σχηματίζω γνώμη [ή πεποίθηση, ή ιδέα]» — μορφώνω γνώμη [ή πεποίθηση ή ιδέα]
μσν.
προσαρμόζω
μσν.-αρχ.
1. συμβολίζω, αντιπροσωπεύω
2. περιγράφω
3. μέσ. (με απαρμφ.) προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι είμαι ή κάνω κάτι («σχηματίζονται ἀμαθεἶς εἶναι», Πλάτ.)
4. (ως αμτβ.) (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε μια ορισμένη θέση
αρχ.
1. (σχετικά με τον λόγο) συντάσσω
2. στολίζω, καλλωπίζω
3. μεταχειρίζομαι γραμματικούς και ρυθμικούς τύπους πρότασης, σχήματα («σχηματίζειν φορτικῶς», Διον. Αλ.)
4. (στον χορό) διδάσκω σχήματα και κινήσεις
5. (ως αμτβ.) παίρνω διάφορες στάσεις, κάνω φιγούρες καθώς χορεύω
6. (μέσ. και παθ.) α) μεταβάλλω κατά έναν ορισμένο τρόπο το σχήμα, την εξωτερική μου εμφάνιση ή, ακόμη, και τη στάση ή τη θέση μου
β) (για ασθενείς και για έμβρυα) τοποθετούμαι σε μια ορισμένη στάση ή θέση
γ) (για ηθοποιό) κάνω χειρονομίες, μιμικές κινήσεις
δ) αποκτώ πομπώδες ύφος, επιδεικτική εμφάνιση
ε) (για ασθενείς) προσβάλλομαι από ασθένεια με έναν ορισμένο τρόπο
7. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ἐσχηματισμένον
τρόπος λεκτικής διατύπωσης, ύφος γεμάτο από σχήματα λόγου
8. φρ. α) «σχηματίζω ἐμαυτόν» — παίρνω μια συγκεκριμένη στάση προκειμένου να μέ ζωγραφίσουν, ποζάρω (Λουκιαν.)
β) «σχηματίζομαι κόμην» — διευθετώ τα μαλλιά μου (Ευρ.)
γ) «σχηματίζω λόγον» — χρησιμοποιώ σχήματα λόγου (Φιλοστρ.)
δ) «σχηματιζόμενοι ῥυθμοί»
(στον Αριστοτ.) ρυθμοί που συνδέονται με σχήματα.
Greek Monotonic
σχηματίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ — Παθ., παρακ. ἐσχημάτισμαι, σε Αριστ., βλ. κατωτ. II· αλλά με σημασία Μέσ., βλ. I. 2.
I. 1. αμτβ., λαμβάνω κάποια συγκεκριμένη μορφή ή σχήμα, ή λαμβάνω μια συγκεκριμένη θέση ή στάση, σε Πλάτ.· απόλ., χειρονομώ, χορεύω εκτελώντας ποικίλες χορευτικές φιγούρες, σε Αριστοφ. — Μέσ., προστάσεως ἣνσχηματίζονται, λέγεται για την πομπώδη εμφάνιση ή έκφραση που λαμβάνουν, σε Πλάτ.
2. Μέσ., επίσης, συμπεριφέρομαι ή παρουσιάζω τον εαυτό μου με συγκεκριμένο τρόπο, προσποιούμαι ότι είμαι ή κάνω κάτι· ὡςεἰδὼς ἐσχημάτισται, έκανε σα να τον γνώριζε, στον ίδ.· με απαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι, προσποιούνται ότι δεν ξέρουν, στον ίδ.
II. μτβ., δίνω ένα συγκεκριμένο σχήμα, μία συγκεκριμένη μορφή σε κάτι, μορφοποιώ, διαμορφώνω, σχηματοποιώ, σε Πλούτ. — Μέσ., σχηματίζεσθαι κόμην, χτενίζω με συγκεκριμένο τρόπο τα μαλλιά μου, σε Ευρ. — Παθ., μορφοποιούμαι, διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι, σε Αισχύλ.· επίσης, στολίζω, κοσμώ, καλλωπίζω, εξωραΐζω, σε Λουκ.· χειρονομώ, κάνω χαρακτηριστικές κινήσεις, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σχημᾰτίζω: (fut. σχηματίσω - атт. σχηματιῶ)
1) давать форму, придавать вид, т. е. образовывать, формировать (τὰ ἁπλᾶ σώματα Arst.): τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arst. естественные образования; τῶν ἐσχηματισμένων τι γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης Arst. все оформленное возникает из бесформенности; τὸν βραχίονα ἐφ᾽ ὕβρει σ. Plut. делать рукой насмешливый жест;
2) убирать, украшать (τι πρὸς τὸ βέλτιον Diod.): ἐσχημάτισται ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον Aesch. щит был разукрашен не как-нибудь; σχηματίζεσθαι κόμην Eur. убирать свои волосы, причесываться;
3) сопровождать жестами: οἱ σχηματιζόμενοι ῥυθμοί Arst. ритмические телодвижения;
4) выражать свои чувства жестами, жестикулировать Xen.;
5) танцевать, плясать Arph.;
6) изображать, представлять: τὰ σχήματα σ. Plat. принимать позы; πρόστασιν σχηματίζεσθαι Plat. напускать на себя важность;
7) воен. строиться, выстраиваться, тж. занимать позиции (ἐν ταῖς μάχαις Plat.);
8) med. притворяться, прикидываться: ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Plat. он сделал вид, что знает; σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Plat. они прикидываются неучеными; ἐσχηματισμένος Plat. притворяющийся, притворный.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχηματίζω [σχῆμα] met acc. vormen, een bepaalde vorm of houding geven: met acc. en acc. v. h. inw. obj..; ( ἄχνην ) σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα (het verbandmateriaal) de passende vorm geven Hp. Art. 37; met acc. en pred. adj..; τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ ’ ὕβρει σ. zijn arm ontbloten als offensief gebaar Plut. TG et CG 34(13).4; σχηματίζοντες ἑαυτούς terwijl zij danshoudingen aannemen Luc. 45.17; ook med..; σχηματίζεται κόμην zij schikt haar haar Eur. Med. 1161; overdr. voor de vorm erop nahouden:; ἣν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται (de praal) die zij voor de vorm tegenover de buitenwereld erop nahouden Plat. Resp. 577a; spec. perf. pass.. ἐσχημάτισται δ ’ ἀσπὶς het schild is van een embleem voorzien Aeschl. Sept. 465. intrans. een houding aannemen:; οὐ σχηματίζειν βούλομ ( αι ) ik wil geen capriolen uithalen Aristoph. Pax. 324; med. met inf.:; σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι zij geven voor dom te zijn Plat. Prot. 342b; milit. een formatie innemen, zich op een bepaalde manier formeren: met acc. v. h. inw. obj.. ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις de opstellingen die de legers in gevechten aannemen Plat. Resp. 526d.
Middle Liddell
σχηματίζω, [from σχῆμα [Pass., perf. ἐσχημάτισμαι Arist., v. infr. II.; but in sense of Mid., v. I. 2]
I. intr. to assume a certain form, figure, posture or position, Plat.: absol. to gesticulate, dance figures, Ar.:—Mid., προστάσεως ἣν σχηματίζονται of the pompous appearance which they assume, Plat.
2. in Mid. also, to demean oneself in a certain way, make a show of being or doing, ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται he made as if he knew him, Plat.; c. inf., σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι they pretend to be ignorant, Plat.
II. trans. to give a certain form to a thing, to form, fashion, Plut.:—Mid., σχηματίζεσθαι κόμην to arrange one's hair, Eur.:—Pass. to be fashioned, Aesch.; also to deck out, dress up, embellish, Luc.; to gesticulate, Xen.