ἀποκαλύπτω: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 45: | Line 45: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[reveal]]=== | |trtx====[[reveal]]=== | ||
Arabic: كَشَفَ; Azerbaijani: üzə çıxarmaq; Bulgarian: разкривам; Catalan: revelar; Chinese Mandarin: 透露, 顯示/显示; Czech: odhalit; Danish: afsløre; Dutch: [[onthullen]], [[zich ontpoppen]]; Esperanto: malkaŝi; Estonian: paljastama; Finnish: paljastaa; French: [[révéler]]; Galician: revelar; German: [[enthüllen]]; Greek: [[αποκαλύπτω]]; Ancient Greek: | Arabic: كَشَفَ; Azerbaijani: üzə çıxarmaq; Bulgarian: разкривам; Catalan: revelar; Chinese Mandarin: 透露, 顯示/显示; Czech: odhalit; Danish: afsløre; Dutch: [[onthullen]], [[zich ontpoppen]]; Esperanto: malkaŝi; Estonian: paljastama; Finnish: paljastaa; French: [[révéler]]; Galician: revelar; German: [[enthüllen]]; Greek: [[αποκαλύπτω]]; Ancient Greek: [[ἀναδηλόω]], [[ἀνακαλύπτω]], [[ἀναπτύσσω]], [[ἀπαμφιάζω]], [[ἀπογυμνόω]], [[ἀπογυμνῶ]], [[ἀποδηλόω]], [[ἀποκαλύπτω]], [[δηλοποιέω]], [[δηλοποιῶ]], [[δηλόω]], [[δηλῶ]], [[διακαλύπτω]], [[διανακαλύπτω]], [[διανοίγω]], [[ἐκκαλύπτω]], [[ἐκμυθέομαι]], [[ἐκφαίνω]], [[ἐκφαντεύω]], [[ἐντρυλλίζω]], [[ἐξαποφαίνω]], [[ἐτάζω]], [[μηνύω]], [[παρασημαίνω]], [[φαίνω]], [[φανερόω]], [[φανερῶ]]; Hebrew: גילה, חשף; Hungarian: felfed; Icelandic: afhjúpa; Ido: revelar; Irish: foilsigh; Old Irish: foilsigidir; Italian: [[rivelare]], [[gettare la maschera]], [[uscire allo scoperto]], [[mostrare se stesso]], [[svelare]]; Japanese: 現す, 表す, 表わす; Korean: 나타내다, 드러내다; Kurdish Central Kurdish: دەرخستن; Latin: [[acclaro]], [[exhibeo]], [[patefacio]], [[revelo]]; Macedonian: открива; Malay: dedah; Ngazidja Comorian: upvenua; Norwegian: avsløre; Old Church Slavonic: авити; Old English: ætīewan; Persian: مکشوف ساختن; Polish: odkrywać, odkryć, odsłaniać, odsłonić, ujawniać, ujawnić; Portuguese: [[revelar]]; Russian: [[выявлять]], [[раскрывать]], [[показывать]]; Scots: kithe; Serbo-Croatian: открити, otkriti; Spanish: [[revelar]], [[propalar]]; Swahili: -toboa, -dhihirisha; Swedish: uppenbara; Telugu: బయటపెట్టు, వెల్లడించు; Turkish: açığa vurmak; Ugaritic: 𐎁𐎙𐎊; Ukrainian: розкривати, виявляти, показувати, з'ясовувати; Welsh: datguddio; Yiddish: אַנטפּלעקן | ||
}} | }} |
Revision as of 21:09, 30 January 2024
English (LSJ)
aor. 2 Pass.
A ἀπεκαλύφην CPR1.239.5 (iii A.D.), etc.:—uncover, τὴν κεφαλήν Hdt.1.119; τὰ στήθη Pl.Prt.352a:—in Pass., of land left cultivable by the Nile (cf. ἀποκάλυφος—, ἀρούρας β ἀποκαλυφείσης . . αἰγιαλοῦ PIand.27.12, cf. 27.60 (i/ii A.D.):—Med., ἀποκαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν Plu. Crass.6.
2 disclose, reveal, τόδε τῆς διανοίας Pl.Prt.352a; τὴντῆς ῥητορικῆς δύναμιν Id.Grg.455d, cf. 460a:—Med., reveal one's whole mind, Plu.Alex.55,2.880e:—in Pass., LXX1 Ki.2.27, al.; ἀποκαλύπτεσθαι πρός τι = let one's designs upon a thing become known, D.S.17.62, 18.23:—Pass., to be made known, Ev.Matt.10.26, etc.; of persons, 2 Ep.Thess.2.3,6,8, etc.; λόγοι ἀποκεκαλυμμένοι = naked, i.e. shameless, words, Ps.-Plu.Vit.Hom.214.
3 unmask, τινά Luc.Cat.26, Vit.Auct.23.
II of the epiglottis, raise, Arist. de An.422a2 (Pass.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. pas. part. ἀποκ[αλ] υφείσης PIand.27.12]
I tr., en v. act.
1 c. ac. de realidades físicas descubrir (τὴν κεφαλήν) Hdt.1.119, cf. Arist.HA 631a6, τὰ στήθη Pl.Prt.352a, τὰ ὅπλα I.BI 5.350
•destapar, levantar βίᾳ τὴν περιβολήν Nic.Dam.Vit.Caes.69
•poner al descubierto en v. pas. ἀρούρας ιβʹ ἀποκ[αλ] υφείσης ... αἰγιαλοῦ de la tierra cultivable al bajar el nivel del Nilo PIand.27.12, cf. 27.6 (I/II d.C.)
•dud. en CPHerm.45.6, PRoss.Georg.2.42.2.12 (cf. ἀποκάλυφος).
2 c. ac. de abstr. descubrir, revelar, manifestar τόδε τῆς διανοίας Pl.Prt.352a, τὴν τῆς ῥητορικῆς δύναμιν Pl.Grg.455d, ἀποκαλύψας τῆς ῥητορικῆς εἰπὲ τίς ποθ' ἡ δύναμίς ἐστιν Pl.Grg.460a, τὴν δωροδοκίαν I.AI 14.406, ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ ἀγαπητοῦ παιδός (sc. μεγάλην καὶ ἄφραστον ἔννοιαν) reveló por medio de su amado hijo (sus grandes e inefables designios), Ep.Diog.8.11, τὴν μοχθηρίαν Plu.2.82a
•en v. pas. οὐδὲν γάρ ἐστιν κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται Eu.Matt.10.26, ἀπεκαλύφθη ἡ βουλὴ αὐτοῦ LXX 1Ma.7.31, λόγοι ἀποκεκαλυμμένοι = palabras desvergonzadas Plu.Vit.Hom.214.
3 c. ac. de pers. desenmascarar, descubrir τὸν ἄνδρα Luc.Cat.26, αὐτόν Luc.Vit.Auct.23
•en v. pas. quedar al descubierto, en evidencia ἐὰν μὴ ... καὶ ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀνομίας 2Ep.Thess.2.3, καὶ τότε ἀποκαλυφθήσεται ὁ ἄνομος 2Ep.Thess.2.8.
II intr. en v. med.
1 en sent. físico descubrirse ἀποκαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν Plu.Crass.6, Cor.23
•abs. aparecerse, mostrarse ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται Eu.Luc.17.30, cf. LXX 1Re.2.27
•de actitudes o pensamiento revelarse, manifestarse Εὐριπίδης ὁ τραγῳδοποιὸς ἀποκαλύψασθαι ... οὐκ ἠθέλησε Eurípides el trágico no quiso manifestar su actitud Plu.2.880e, cf. Alex.55, Numen.26.96, πρὸς τὸν πόλεμον D.S.17.62.
2 de una membrana retirarse Arist.de An.422a2.
German (Pape)
[Seite 305] enthüllen, entblößen, τὰ στήθη Plat. Prot. 352 a; med., sich entblößen, Plut. Cor. 23; τὴν κεφαλήν Crass. 6. Häufig übertr., eröffnen, kund machen, τὴν τῆς ῥητορικῆς δύναμιν Plat. Gorg. 455 d; vgl. 460 a. Auch im med., πρός τι, seine Absicht auf etwas kund geben; so φανερῶς ἀπεκαλύψατο πρὸς τὸν πόλεμον, πρὸς τὴν ἐπιβολήν D. Sic. 17, 62. 18, 23; ἀποκεκαλυμμένοι λόγοι, unverschleiert, obscön (Plut.) vit. Hom. 214.
French (Bailly abrégé)
découvrir (la tête, la poitrine, etc.) ; fig. en parl. de pers. ἀπ. τινα dévoiler ou démasquer qqn, càd le forcer à parler, ou le faire connaître dans tout son jour ; en mauv. part ἀποκεκαλυμμένοι λόγοι PLUT discours indécents;
Moy. ἀποκαλύπτομαι;
1 tr. découvrir (une partie de son corps) : τὴν κεφαλήν PLUT se découvrir la tête;
2 intr. se dévoiler, càd montrer ses dispositions ou son caractère au grand jour ; ἀπ. πρός τινα PLUT montrer sa mauvaise humeur contre qqn.
Étymologie: ἀπό, καλύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκᾰλύπτω:
1 тж. med. открывать, обнажать (κεφαλήν Her., Plut.; τὰ στήθη Plat.; ἀπεκαλύφθη τὸ πρόσωπον Arst.);
2 вскрывать, обнаруживать (τὴν τῆς ῥητορικῆς, δύναμιν Plat.);
3 разоблачать (τινά Luc.; τὴν νοθείαν τινός Plut.);
4 med. обнаруживать свои качества, показывать себя (πρός τινα Plut.);
5 открыто стремиться (πρός τι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκᾰλύπτω: μέλλ. -ψω, «ξεσκεπάζω», τὴν κεφαλὴν κτλ. Ἡρόδ. 1. 119· τὰ στήθη Πλάτ. Πρωτ. 352Α: - Μέσ., ἀποκαλύπτεσθαι τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Κράσσ. β. 2) ἀποκαλύπτω, φανερώνω, τόδε τῆς διανοίας Πλάτ. Πρωτ. 352Α· τῆν τῆς ῥητορικῆς δύναμιν ὁ αὐτ. Γοργ. 455D, πρβλ. 460Α: - Μέσ., φανερώνω πᾶν ὅ,τι ἐν νῷ ἔχω, Πλουτ. Ἀλέξ. 55, 2., 880Ε, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 35, κτλ.· ἀποκαλύπτεσθαι πρός τι, κάμνω γνωστά τὰ σχέδιά μου περί τινος πράγματος, Διόδ. 17. 62., 18. 23: - Παθ., φανεροῦμαι, κατάδηλος γίνομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 26, κτλ. ἐπὶ προσώπων, Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. Β΄, β΄, 3, 6, 8, κτλ.: ὡσαύτως, λόγοι ἀποκεκαλυμμένοι, γυμνοί, ὅ ἐ. ἀναιδεῖς λόγοι, Πλουτ. Βίος Ὁμ. 214. ΙΙ. ἐπὶ καλύμματος, μετακινῶ, ἀφαιρῶ, Ἀριστ. Περὶ Ψυχ. 2. 9, 13, ἐν τῷ παθ.
English (Strong)
from ἀπό and καλύπτω; to take off the cover, i.e. disclose: reveal.
English (Thayer)
future ἀποκαλύψω; 1st aorist ἀπεκάλυψα; (passive, present ἀποκαλύπτομαι); 1st aorist ἀπεκαλύφθην; 1future ἀποκαλυφθήσομαι; in Greek writings from (Herodotus and) Plato down; in the Sept. equivalent to גָלָה;
1. properly, to uncover, lay open what has been veiled or covered up; to disclose, make bare: Susanna 32; τά στήθη, Plato, Prot., p. 352a.; τήν κεφαλήν, Plutarch, Crass. 6.
2. metaphorically, to make known, make manifest, disclose, what before was unknown;
a. passages of any method whatever by which something before unknown becomes evident: ἀποκαλύπτειν τί τίνι is used of God revealing to men things unknown (Theod., 22,28; τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί who, what, how great his Son Isaiah, in my soul, ἡ δόξα, εἰς ἡμᾶς to be conferred on us); ἡ σωτηρία, ἡ πίστις, ἀποκαλύπτω (and the following) cf. Westcott, Introduction to the Study of the Gospels, p. 9f (American edition 34 f); Lücke, Einl. in d. Offenb. d. Johan. 2nd edition, p. 18ff; especially F. G. B. van Bell, Disput. theelog. de vocabulis φανερουν et ἀποκαλύπτειν in N.T., Lugd. Bat., 1849. φανερόω is thought to describe an external manifestation, to the senses and hence, open to all, but single or isolated; ἀποκαλύπτω an internal disclosure, to the believer, and abiding. The ἀποκάλυψις or unveiling precedes and produces the φανέρωσις or manifestation; the former looks toward the object revealed, the latter toward the persons to whom the revelation is made. Others, however, seem to question the possibility of discrimination; see e. g. Fritzsche on Romans, vol. ii., 149. Cf. 1 Corinthians 3:13.)
Greek Monolingual
(AM ἀποκαλύπτω)
1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω
2. φανερώνω, παρουσιάζω
3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι
νεοελλ.
Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. (-ομαι)
1. βγάζω το καπέλο μου
2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» — σέβομαι κάποιον, τον νομίζω καλύτερο μου, τον θεωρώ αυθεντία
αρχ.-μσν.
απρόσ. ἀποκαλύπτεται
γίνεται σε κάποιον θεία αποκάλυψη
(μσν., -ομαι) (για την Παναγία και τους αγίους) εμφανίζομαι και συνιστώ σε κάποιον να κάνει κάτι.
Greek Monotonic
ἀποκᾰλύπτω: μέλ. -ψω·
1. ξεσκεπάζω, τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. αποκαλύπτω, φανερώνω, σε Πλάτ. — Μέσ., φανερώνω όλα όσα έχω στο νου μου, σε Πλούτ., Κ.Δ. — Παθ., έχω αποκαλυφθεί, γνωστοποιηθεί, φανερωθεί, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
1. to uncover, τὴν κεφαλήν Hdt., etc.
2. to disclose, reveal, Plat.:—Mid. to reveal one's whole mind, Plut., NTest.:—Pass. to be disclosed, made known, NTest.
Chinese
原文音譯:¢pokalÚptw 阿坡-卡呂普拖
詞類次數:動詞(26)
原文字根:從-蓋 相當於: (גָּלָה) (נָגַד) (פָּרַע)
字義溯源:除去遮蓋,啓示,顯,顯示,顯明,顯出,露出,顯露,顯現,揭發,揭示,指示;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(καλύπτω)=遮蓋)組成;其中 (καλύπτω)出自(κλέπτω)*=偷竊),或源自(κρύπτω)*=隱藏)。首先,神的啓示乃是那一位釘十字架的耶穌基督;神的目的,旨意,心願,都藉著十字架顯示出來,就是他願萬人得救,明白真理( 提前2:4)。其次,神藉著聖經繼續的將他自己顯示出來;聖經使人知道神在基督裏所完成的工作,而建造了他的教會。神藉著他的子民,在聖靈裏把神見證出來
同源字:1) (ἀποκάλυψις)揭發 2) (καλύπτω)遮蓋。參讀 (ἀναδείκνυμι) (ἀναφαίνω)同義字
出現次數:總共(26);太(4);路(5);約(1);羅(3);林前(3);加(2);弗(1);腓(1);帖後(3);彼前(3)
譯字彙編:
1) 啓示(2) 加1:16; 弗3:5;
2) 顯現(2) 路17:30; 彼前5:1;
3) 被露出來的(2) 太10:26; 路12:2;
4) 被顯露(2) 路2:35; 帖後2:6;
5) 指示(2) 太16:17; 腓3:15;
6) 得了啓示(2) 林前14:30; 彼前1:12;
7) 指示的(2) 太11:27; 路10:22;
8) 顯明出來(1) 加3:23;
9) 被顯露出來(1) 帖後2:8;
10) 顯現的(1) 彼前1:5;
11) 揭示(1) 林前3:13;
12) 要顯露出來(1) 帖後2:3;
13) 已顯明(1) 羅1:18;
14) 就顯出來(1) 路10:21;
15) 你就顯示了(1) 太11:25;
16) 顯露(1) 約12:38;
17) 被顯明出來(1) 羅1:17;
18) 顯(1) 羅8:18;
19) 顯明了(1) 林前2:10
Translations
reveal
Arabic: كَشَفَ; Azerbaijani: üzə çıxarmaq; Bulgarian: разкривам; Catalan: revelar; Chinese Mandarin: 透露, 顯示/显示; Czech: odhalit; Danish: afsløre; Dutch: onthullen, zich ontpoppen; Esperanto: malkaŝi; Estonian: paljastama; Finnish: paljastaa; French: révéler; Galician: revelar; German: enthüllen; Greek: αποκαλύπτω; Ancient Greek: ἀναδηλόω, ἀνακαλύπτω, ἀναπτύσσω, ἀπαμφιάζω, ἀπογυμνόω, ἀπογυμνῶ, ἀποδηλόω, ἀποκαλύπτω, δηλοποιέω, δηλοποιῶ, δηλόω, δηλῶ, διακαλύπτω, διανακαλύπτω, διανοίγω, ἐκκαλύπτω, ἐκμυθέομαι, ἐκφαίνω, ἐκφαντεύω, ἐντρυλλίζω, ἐξαποφαίνω, ἐτάζω, μηνύω, παρασημαίνω, φαίνω, φανερόω, φανερῶ; Hebrew: גילה, חשף; Hungarian: felfed; Icelandic: afhjúpa; Ido: revelar; Irish: foilsigh; Old Irish: foilsigidir; Italian: rivelare, gettare la maschera, uscire allo scoperto, mostrare se stesso, svelare; Japanese: 現す, 表す, 表わす; Korean: 나타내다, 드러내다; Kurdish Central Kurdish: دەرخستن; Latin: acclaro, exhibeo, patefacio, revelo; Macedonian: открива; Malay: dedah; Ngazidja Comorian: upvenua; Norwegian: avsløre; Old Church Slavonic: авити; Old English: ætīewan; Persian: مکشوف ساختن; Polish: odkrywać, odkryć, odsłaniać, odsłonić, ujawniać, ujawnić; Portuguese: revelar; Russian: выявлять, раскрывать, показывать; Scots: kithe; Serbo-Croatian: открити, otkriti; Spanish: revelar, propalar; Swahili: -toboa, -dhihirisha; Swedish: uppenbara; Telugu: బయటపెట్టు, వెల్లడించు; Turkish: açığa vurmak; Ugaritic: 𐎁𐎙𐎊; Ukrainian: розкривати, виявляти, показувати, з'ясовувати; Welsh: datguddio; Yiddish: אַנטפּלעקן