οὖρος: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext=)(.*)(\n}}\n{{elru\n\|elrutext=)(.*)}}" to "$1$2<br />$4}}") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οὖρος:''' <b class="num">III</b> ὁ [[ὁράω]] [[страж]], [[хранитель]] ([[Νέστωρ]], οὖ. Ἀχαιῶν Hom., [[Ἀχιλλεύς]], οὖ. Αἰακιδᾶν Pind.): [[οὖρον]] καταλιπεῖν ἐπὶ [[κτεάτεσσιν]] Hom. приставить стражу к имуществу.<br /><b class="num">IV</b> ὁ ион. = [[ὅρος]].<br />εος τό ион. = [[ὄρος]]. | |elrutext='''οὖρος:''' <b class="num">III</b> ὁ [[ὁράω]] [[страж]], [[хранитель]] ([[Νέστωρ]], οὖ. Ἀχαιῶν Hom., [[Ἀχιλλεύς]], οὖ. Αἰακιδᾶν Pind.): [[οὖρον]] καταλιπεῖν ἐπὶ [[κτεάτεσσιν]] Hom. приставить стражу к имуществу.<br /><b class="num">IV</b> ὁ ион. = [[ὅρος]].<br />εος τό ион. = [[ὄρος]].<br />'''οὖρος:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ<br /><b class="num">1</b> [[попутный ветер]] Hom., Her., Theocr.: κατ᾽ [[οὖρον]] Aesch., Soph. по направлению ветра, с попутным ветром; οὖ. αὐτῇ γένοιτ᾽ [[ἄπωθεν]] ἑρπούσῃ Soph. попутный ветер ей в спину, если она уходит, т. е. скатертью дорога;<br /><b class="num">2</b> [[благоприятные обстоятельства]]: ἐγένετό τις οὖ. ἐκ κακῶν Eur. бедствия сменились счастьем; οὖ. (''[[sc.]]'' ἐστίν) Soph. настал желанный миг.<br /><b class="num">II</b> ὁ (лат. [[urus]]) зоол., предполож. тур Anth. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:42, 23 March 2024
English (LSJ)
(A), ὁ, fair wind, ἡμῖν δ' αὖ κατόπισθε νεὸς… ἴκμενον οὖ. ἵει πλησίστιον Od.11.7, cf. 15.292, Il.1.479, etc.; νηῦς... ᾗ λιγὺς οὖ. ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν Od.4.357; πέμψω δέ τοι οὖ. ὄπισθεν 5.167; οὖ. ἀπήμονά τε λιαρόν τε ib.268; πομπαῖος Pi.P.1.34; πρύμνηθεν οὖ. E.Tr.20; πλευστικός Theoc.13.52; Διὸς οὖρος Od.5.176, etc. (rarely of a rough breeze or storm, Il.14.19, A.R.2.900); ἂψ δὲ θεοὶ οὖ. στρέψαν = the gods changed the wind again to a fair one, Od.4.520: pl., ib.360; later, ἀποπέμπειν κατ' οὖρον send down (i.e. with) the wind, speed on its way, Orac. ap. Hdt.4.163: so metaph., ἴτω κατ' οὖρον… πᾶν τὸ Λαΐου γένος let it be swept before the wind to ruin, A.Th.690; κατ' οὖρον… αἴρονται φυγήν Id.Pers.481; ταῦτα μὲν ῥείτω κατ' οὖρον = let them drift with wind and stream, S.Tr.468; εὔθυνε δαίμονος οὖρον Pi.O.13.28; οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ = let a fair wind be with her as she goes from my sight, i.e. let her go as quick as may be, S. Tr.815; οὖρός, οὖρός ἐστι = 'tis a fair time, Id.Ph.855 (lyr.); γένοιτό (ἐγένετό codd.) τις οὖρος ἐκ κακῶν E.Ion1509(lyr.); οὖ. ἐπέων, ὕμνων, Pi.O. 9.47 (cj. for οἶμον), N.6.29, P.4.3 [ῠ].—Rare in Prose, as X.HG2.3.31, Luc.Tox.7.
(B), ὁ, watcher, guardian, οὖρον ἰὼν κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσι Od.15.89; Νέστωρ... οὖ. Αχαιῶν Il.8.80, 11.840, 15.370, Od.3.411; οὖ. Αἰακιδᾶν, of Achilles, Pi.I.8(7).60; νήσου A.R.4.1643; βουκολίων Opp.C.1.375; cf. ἐπίουρος, οὐρεύς. (I.-E. sorwos 'guardian', found also as second element in πυλωρός (πυλαουρός), θυρωρός, φρουρός (fr. προ-ὁρ (ϝ) ος) , οἰχῶρος (οἰκουρός), etc., Avest. pasu(š)-haurva- 'cattle-guarding', epithet of a dog: cogn. with ἐρύω (B), q.v.: also with ὄρομαι (ἐπί), cf. Avest. haurvaiti and haraiti 'watches'.)
(C), ὁ, Ion., etc. for ὅρος (q.v.).
(D), ὁ, βοῦς οὖρος, Lat. urus, Bos primigenius, AP6.332 (Hadr.).
German (Pape)
[Seite 419] ὁ, ist bei Hom. gew. Beiw. des Nestor, οὖρος Ἀχαιῶν, z. B. Il. 8, 80, was die Alten durch φύλαξ erkl. u. von ὁράω ableiten, der Wächter, Aufseher (od. mit Damm von ὤρα); neuerdings hat man es, wie das Vorige, von ὄρνυμι ableiten u. »Antreiber« übersetzen wollen, was für Nestor paßt, der die Achäer zur Schlacht ermuntert, aber in Od. 5, 88, οὐ γὰρ ὄπισθεν οὖρον ἰὼν κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσιν ἐμοῖσιν, nur einen gezwungenen Sinn giebt (vgl. ἐπίουρος). Auch Pind. I. 7, 55 nennt den Achilleus οὖρος Αἰακιδᾶν. ὁ, ion. = ὅρος, Gränze; Il. 12, 421; Her. öfter. ὁ (ορ, ὄρνυμι, nicht mit Coray Heliod. 2, p. 345 von αὔρα abzuleiten), der in Bewegung setzende, günstige Wind, Fah cwt nd; τοῖσιν δ' ἴκμενον οὖρον ἵει Ἀπόλλων, Il. 1, 479, wie Od. 2, 420; οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε, 5, 268, öfter; ἡμῖν δ' αὖ μετόπισθε νεὸς ἴκμενον οὖρον ἵει πλησίστιον, ἐσθλὸν ἑταῖρον, Od. 11, 7. 12, 149; ἔσβη οὖρος, der gute Wind ging aus, 3, 183; auch im plur., 4, 360; vom heftigen Winde, Sturm, λάβρον, ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος, 15, 293, vgl. Il. 14, 19; vgl. Ap. Rh. 2, 900, ζεφύρου μέγας οὖρος ἄητο; – ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν, Od. 4, 520, die Götter wandten den Wind rückwärts, zum günstigen Fahrwinde. – So auch Pind. und Tragg.; πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον, Pind. P. 1, 34, der es oft übrtr. braucht, ἔγειρ' ἐπέων οὖρον λιγύν Ol. 9, 51, αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4, 3, εὔθυν' ἐπέων οὖρον εὐκλεῖα N. 6, 29; μένουσι πρύμνηθεν οὖρον, Eur. Troad. 20; κατ' οὖρον, Andr. 555; ἴτω κατ' οὖρον, mit günstigem Winde gehe es, Aesch. Spt. 672, wie Pers. 473 von den fliehenden Schiffen gesagt ist κατ' οὖρον οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν; übertr. Spt. 836 γόων κατ' οὖρον ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον, von dem Schlagendes Hauptes u. der Brust, zum Zeichen der Wehklage; – übh. Glück, glückliche Gelegenheit, Soph. Phil. 844, Schol. ὁ ἐπιτήδειος καιρός, wie Tr. 468, ταῦτα μὲν ῥείτω κατ' οὖρον, vgl. 812. – Seltener in Prosa; ἀπόπεμπε κατ' οὖρον, Her. 4, 163, im Orakel; Xen. Hell. 2, 3, 31 u. bei Sp., wie Luc. Tox. 7.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 vent favorable : κατ' οὖρον ESCHL avec un bon vent;
2 prospérité, bonheur, succès.
Étymologie: R. Ὀρ, s'élever, s'élancer ; cf. ὄρνυμι.
2ου (ὁ) :
gardien ; protecteur, défenseur.
Étymologie: R. Ϝορ, prendre soin de ; cf. ὁράω, lat. vereor.
3c. ὅρος.
Russian (Dvoretsky)
οὖρος: III ὁ ὁράω страж, хранитель (Νέστωρ, οὖ. Ἀχαιῶν Hom., Ἀχιλλεύς, οὖ. Αἰακιδᾶν Pind.): οὖρον καταλιπεῖν ἐπὶ κτεάτεσσιν Hom. приставить стражу к имуществу.
IV ὁ ион. = ὅρος.
εος τό ион. = ὄρος.
οὖρος:
I ὁ
1 попутный ветер Hom., Her., Theocr.: κατ᾽ οὖρον Aesch., Soph. по направлению ветра, с попутным ветром; οὖ. αὐτῇ γένοιτ᾽ ἄπωθεν ἑρπούσῃ Soph. попутный ветер ей в спину, если она уходит, т. е. скатертью дорога;
2 благоприятные обстоятельства: ἐγένετό τις οὖ. ἐκ κακῶν Eur. бедствия сменились счастьем; οὖ. (sc. ἐστίν) Soph. настал желанный миг.
II ὁ (лат. urus) зоол., предполож. тур Anth.
Greek (Liddell-Scott)
οὖρος: (Α), ὁ, οὔριος, εὐνοϊκὸς ἄνεμος, Ὁμ. κτλ.· ἡμῖν δ’ αὖ κατόπισθε νεὼς ... ἴκμενον οὖρον ἴει πλησίστιον Ὀδ. Λ. 7. πρβλ. Ο. 292, Ἰλ. Α. 479, κτλ.· νηῦς ..., ᾗ λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν Ὀδ. Δ. 357· πέμψον δέ τοι οὖρον ὄπισθεν Ε. 167· οὖρος ἀπήμων αὐτόθι 268· πομπαῖος Πινδ. Π. 1. 66· πρύμνηθεν οὖρος Εὐρ. ΤΡῳ. 20· πλευστικὸς Θεόκρ. 13. 52· Διὸς οὖρος Ὀδ. Ε. 175, κτλ.· (σπανίως ἐπὶ ἰσχυροῦ ἀνέμου ἢ θυέλλης, Ἰλ. Ξ. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 900)· ἄψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν, οἱ θεοὶ μετέστρεψαν πάλιν τὸν ἄνεμον εἰς οὔριον, Δ. 520· ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Δ. 360· - ἀκολούθως, πέμπειν κατ’ οὖρον, πέμπειν μετὰ τοῦ ἀνέμου, ἐπισπεύδειν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 163· οὕτω μεταφορ., ἴτω κατ’ οὖρον ... πᾶν τὸ Λαΐου γένος, ἂς ὑπάγῃ εἰς τὸν ἄνεμον, ἂς τὸ πάρῃ ὁ ἄνεμος, ἂς καταστραφῇ ἐντελῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 690· κατ’ οὖρον ... αἴρονται φυγὴν ὁ αὐτ. έν Πέρσ. 481· ταῦτα μὲν ῥείτω κατ’ οὖρον, ἂς παρασύρωνται ὑπὸ τοῦ ἀνέμου καὶ τοῦ ῥεύματος, Σοφ. Τρ. 468· ὡσαύτως, εὐθύνειν δαίμονος οὖρον Πινδ. Ο. 13. 38· οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ’ ἄπωθεν ἑρπούσῃ, οὔριος ἄνεμος ἂς ἐπισπεύσῃ αὐτὴν μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν μου, δηλ. ἂς ἐπέλθῃ ὅτι τάχιστα, Σοφ. Τρ. 815· - οὖρός [ἐστι], ὡς τὸ καιρός, εἶναι καιρὸς κατάλληλος, ὁ αὐτ. ἐν Φ. 855· ἐγένετό τις οὖρος ἐκ κακῶν Εὐρ. Ἴων 1509· - οὖρος ἐπέων, ὕμνων, Πινδ. Ο. 9. 72, Π. 4. 5, Ν. 6. 48 - Σπάνιον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., ὡς Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 31. - (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς ῥίζης ΟΡ, ὄρνυμι· προτιμότερον κατὰ Κοραῆν ἐν Ἡλιοδ. 2. 345, νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν ἡ λέξ. αὔρα· ἴδε Curt. Gr. Et. ἀρ. 587).
English (Autenrieth)
εος, pl. dat. ὄρεσφι: mountain.
English (Autenrieth)
(1): fair wind (secundus ventus), ἴκμενος, κάλλιμος, ἀπήμων, λιγύς, Διὸς οὖρος.
(2) (Att. ὅρος): land-mark, boundary. (Il.)
(3) (root ϝορ, ὁράω): guard, watch, warder; often of Nestor, οὖρος Ἀχαιῶν.
(4): see ὄρος.
English (Slater)
οὖρος (ὁ: -ος, -ου, -ον.) breeze ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (P. 1.34) μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων (P. 4.292) esp. met., λτ;γτ;ενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον (O. 13.28) ὄφρα Λατοίδαισιν ὀφειλόμενον Πυθῶνί τ' αὔξῃς οὖρον ὕμνων (P. 4.3) εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα (N. 6.28) οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν (I. 2.40) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει (I. 4.5)
οὖρος (τό) v. ὄρος.
οὖρος (ὁ) guardian Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν (I. 8.55)
Greek Monotonic
(Α), ὁ,
1. ευνοϊκός, ούριος άνεμος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἡμῖν δ' αὖ κατόπισθε νεὼς οὖρον ἵει, σε Ομήρ. Οδ.· πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν, στο ίδ.· ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν, οι θεοί μετέστρεψαν ξανά τον άνεμο σε ευνοϊκό, στο ίδ.· πέμπειν κατ' οὖρον, στέλνω με τον άνεμο, επιταχύνω, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· ομοίως, μεταφ., ἴτωκατ' οὖρον, ας το πάρει ο άνεμος, ας καταστραφεί, σε Αισχύλ.· ταῦταμὲν ῥείτω κατ' οὖρον, άστα να τα παρασύρει ο άνεμος, σε Σοφ.
2. οὖρός (ἐστι), όπως το καιρός, είναι η κατάλληλη στιγμή, στο ίδ.· ἐγένετό τις οὖρος ἐκ κακῶν, σε Ευρ.
(Β), -ου, ὁ, επιστάτης, φύλακας, φρουρός, σε Όμηρ., Πίνδ. (από την ίδια ρίζα με το ὁράω και ὤρα, Λατ. cura).
(Γ), -ου, ὁ, Ιων. αντί ὅρος, όριο, σύνορο.
(Δ), -ου, ὁ, Λατ. urus, μεγαλόσωμο άγριο βόδι, βουβάλι, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: m.
Meaning: fair wind (when sailing) (Il.).
Derivatives: οὔριος with a fair wind, favourable, also as surn. of Zeus, ἡ οὑρία (sc. πνοή) = οὖρος (IA.; οὑρίζω to bring under a fair wind (trag.), οὑριοω id. (AP); often in hypostases like ἐπουρ-ίζω id., also intr. to blow fairly etc. (Att.); cf. ἔπ-ουρος blowing fairly (S.).
Origin: IE [Indo-European] [??] *h₃er- set in movement [cf. 326 *er-]
Etymology: If for *ὄρϜος, perhaps with Prellwitz2 (doubting) from ὄρνυμαι, ὀρούω (so *ὄρϜ-ος?); s. vv.; οὔριος must then be a Homerism.
2.
Grammatical information: m.
Meaning: watcher, guard(ian) (Il.; in Hom. almost only in οὖρος Ἀχαιῶν, of Nestor).
Compounds: Cret. οὑρεύω to watch, to guard with οὑρεῖα n. pl. fortress (IIIa), ὠρεῖα (Ia); ὀρεύειν φυλάσσειν H.
Origin: IE [Indo-European] [1164] *u̯er- observe
Etymology: Hardly to be separated from ὁράω, so prob. from *Ϝόρ-Ϝος; cf. Bechtel Lex. s.v. On the Cret. forms Bechtel Dial. 2, 691 a. 791; also Thumb-Kieckers Hb. 1, 153. -- Cf. ἐπίουρος.
3.
Grammatical information: m.
Meaning: border
See also: s. ὅρος.
4.
Grammatical information: n.
Meaning: mountain
See also: s. ὄρος.
Middle Liddell
1
1. a fair wind, Hom., etc.; ἡμῖν δ' αὖ κατόπισθε νεὼς οὖρον ἵει Od.; πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν Od.; ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν the gods changed the wind again to a fair one, Od.; πέμπειν κατ' οὖρον to send down (i. e. with) the wind, speed on its way, Orac. ap. Hdt.; so, metaph., ἴτω κατ' οὖρον let it be swept before the wind to ruin, Aesch.; ταῦτα μὲν ῥείτω κατ' οὖρον let these things drift with the wind, Soph.
2. οὖρός [ἐστι], like καιρός, 'tis a fair time, Soph.; ἐγένετο τις οὖρος ἐκ κακῶν Eur.
2
a watcher, warder, guardian, Hom., Pind. [From the same Root as ὁράω and ὤρα cura.]
3 [ionic for ὅρος
a boundary.
4
Lat. urus, a buffalo, Anth.
Frisk Etymology German
οὖρος: 1.
{oũros}
Grammar: m.
Meaning: günstiger Fahrwind (ep. poet. seit Il.)
Derivative: mit οὔριος unter günstigem Winde, günstig, auch als Bein. des Zeus, ἡ οὐρία (sc. πνοή) = οὖρος (ion. att.; vorw. poet., vgl. u.); οὐρίζω unter günstigen Wind bringen (Trag.), οὐριοω ib. (AP); öfter in Hypostasen wie ἐπουρίζω ib., auch intr. günstig wehen (att. usw.); vgl. ἔπουρος günstig wehend (S. in lyr.).
Etymology: Wenn für *ὄρϝος, viell. mit Prellwitz2 (fragend) von ὄρνυμαι, ὀρούω (somit *ὄρϝος?); s. dd.; οὔριος muß dann Homerismus sein.
Page 2,448
2.
{oũros}
Grammar: m.
Meaning: Wächter, Hüter (ep. poet. seit Il.; bei Hom. fast nur in οὖρος Ἀχαιῶν, von Nestor).
Composita: Davon kret. οὐρεύω bewachen, hüten mit οὐρεῖα n. pl. Kastelle (IIIa), ὠρεῖα (Ia); ὀρεύειν· φυλάσσειν H.
Derivative: Da von ὁράω schwerlich zu trennen, ist urspr. *ϝόρϝος anzusetzen; vgl. Bechtel Lex. s.v. Zu den kret. Formen Bechtel Dial. 2, 691 u. 791; auch Thumb-Kieckers Hb. 1, 153. — Vgl. ἐπίουρος.
Page 2,448
3.
{oũros}
Grammar: m.
Meaning: Grenze
See also: s. ὅρος.
Page 2,448
4.
{oũros}
Grammar: n.
Meaning: Berg
See also: s. ὄρος.
Page 2,448
English (Woodhouse)
a fair wind, a favorable wind, a favourable wind, a wafting breeze, fair wind, favorable wind, favoring breeze, favourable wind, favouring breeze, prospering wind
Mantoulidis Etymological
1 (=οὔριος, εὐνοϊκός ἄνεμος). Πιθανόν ἀπό τό ὄρνυμι ἤ ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά ἄημι – αὔρα.
Παράγωγα: οὐρίζω, οὔριος.
2 (=φύλακας). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τά: ὁράω, ὤρα, φρουρός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὁράω -ῶ.
3 Ἀντί τοῦ ὅρος (=σύνορο), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
4 Ἀντί τοῦ ὄρος (=βουνό), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Translations
boundary
Arabic: حَدّ; Armenian: սահման; Belarusian: мяжа, грані́ца; Bulgarian: граница; Catalan: frontera, terme; Chinese Mandarin: 邊界/边界; Czech: hranice; Dutch: grens; Estonian: piir; Finnish: raja, reuna, rajaviiva; French: frontière, limite; Gagauz: graniţa, граница; Galician: fronteira, estrema, linde, límite, lindeiro, derrego; Georgian: მიჯნა; German: Grenze; Gothic: 𐌼𐌰𐍂𐌺𐌰; Greek: σύνορο, όριο; Ancient Greek: κανών, μεσόριον, μεσούριον, ὁρία, ὅρια, ὅριον, ὅρισμα, ὁρισμός, ὁροθέσια, ὅρος, οὖρον, οὖρος, πέρας, τέκμαρ, τέκμωρ, τέλσον, τέρμα, τέρμων, φόσσατον; Hebrew: גְּבוּל; Hungarian: határ, mezsgye; Italian: confine, limite; Japanese: 境界, 境; Kikuyu: mũhaka; Kurdish Central Kurdish: سِنور; Latin: terminus, finis; Lithuanian: riba; Malayalam: അതിർത്തി, അതിര്; Manchu: ᡠᠵᠠᠨ; Maori: kotinga, matawehe, pātanga, rohenga, rohe tauārai, paenga, taupā, tepe, aukati, tuakoi, ripa; Mongolian: хил, зааг, хилийн шугам, саад тотгор, тээг, садаа; Norwegian Bokmål: grense, avgrensing; Nynorsk: grense, avgrensing; Oromo: daangaa; Persian: مرز; Polish: granica; Portuguese: fronteira; Romanian: frontieră, graniță, limită; Russian: граница, межа; Slovak: hranica, medza; Somali: xad; Spanish: frontera, límite, linde, lindero; Swahili: mpaka; Swedish: gräns; Tagalog: hangganan; Tamil: எல்லை; Tyap: gak; Ukrainian: кордон, межа, границя; Welsh: ffin; Zazaki: sinor