λογίζομαι: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(strοng) |
(T21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=[[middle]] [[voice]] from [[λόγος]]; to [[take]] an [[inventory]], i.e. [[estimate]] ([[literally]] or [[figuratively]]): [[conclude]], (ac-)[[count]] (of), + [[despise]], [[esteem]], [[impute]], [[lay]], [[number]], [[reason]], [[reckon]], [[suppose]], [[think]] (on). | |strgr=[[middle]] [[voice]] from [[λόγος]]; to [[take]] an [[inventory]], i.e. [[estimate]] ([[literally]] or [[figuratively]]): [[conclude]], (ac-)[[count]] (of), + [[despise]], [[esteem]], [[impute]], [[lay]], [[number]], [[reason]], [[reckon]], [[suppose]], [[think]] (on). | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=[[imperfect]] ἐλογιζόμην; 1st aorist ἐλογισάμην; a deponent [[verb]] [[with]] 1st aorist [[passive]] ἐλογίσθην and 1future [[passive]] λογισθήσομαι; in Biblical Greek [[also]] the [[present]] is used [[passively]] (in [[secular]] authors the [[present]] participle is [[once]] used Song of Solomon , in [[Herodotus]] 3,95; (cf. Veitch, [[under]] the [[word]]; Winer s Grammar, 259 (243); Buttmann, 52 (46))); ([[λόγος]]); the Sept. for חָשַׁב; (a favorite [[word]] [[with]] the [[apostle]] Paul, [[being]] used ([[exclusive]] of quotations) [[some]] 27 times in his Epistles, and [[only]] [[four]] times in the [[rest]] of the N. T.);<br /><b class="num">1.</b> (rationes conferre) to [[reckon]], [[count]], [[compute]], [[calculate]], [[count]] [[over]]; [[hence]],<br /><b class="num">a.</b> to [[take]] [[into]] [[account]], to [[make]] [[account]] of: τί τίνι, to [[pass]] to [[one]]'s [[account]], to [[impute]] (A. V. [[reckon]]): τί, τίνι τί, A. V. [[lay]] to [[one]]'s [[charge]]); τίνι διακιοσυνην, ἁμαρτίαν, L marginal [[reading]] T Tr WH [[text]] [[read]] οὗ)); τά παραπτώματα, לְ נֶחֱשַׁב, λογίζεται τί (or [[τίς]]) [[εἰς]] τί (equivalent to [[εἰς]] τό or [[ὥστε]] [[εἶναι]] τί), "a [[thing]] is reckoned as or to be [[something]], i. e. as availing for or equivalent to [[something]], as having the [[like]] [[force]] and [[weight]]" (cf. Fritzsche on Romans , vol. i., p. 137; (cf. Winer s Grammar, § 29,3Note a.; 228 (214); Buttmann, § 131,7 Rem.)): [[εἰς]] [[οὐδέν]], Theod. ὡς)) ἡ [[πίστις]] [[εἰς]] δικαιοσύνην, to [[number]] [[among]], [[reckon]] [[with]]: τινα [[μετά]] τινων, G T WH [[omit]]; Tr brackets the [[verse]]) and Sept. ἐν τοῖς ἀνόμοις.<br /><b class="num">c.</b> to [[reckon]] or [[account]], and [[treat]] [[accordingly]]: τινα ὡς τί, Buttmann, 151 (132); (Winer's Grammar, 602 (560)); (G L [[omit]]; Tr brackets the infinitive; cf. Winer's Grammar, 321 (302)).<br /><b class="num">2.</b> (in animo rationes conferre) to [[reckon]] [[inwardly]], [[count]] up or [[weigh]] the reasons, to [[deliberate]] (A. V. [[reason]]): [[πρός]] ἑαυτούς, [[one]] addressing [[himself]] to [[another]], R G ([[πρός]] ἐμαυτόν, [[with]] [[myself]], in my [[mind]], [[Plato]], Apology, p. 21d.).<br /><b class="num">3.</b> by [[reckoning]] up [[all]] the reasons to [[gather]] or [[infer]]; i. e., a. to [[consider]], [[take]] [[account]], [[weigh]], [[meditate]] on: τί, a [[thing]], [[with]] a [[view]] to [[obtaining]] it, [[ὅτι]], διαλογίζεσθε)); [[τοῦτο]] followed by [[ὅτι]], to [[suppose]], [[deem]], [[judge]]: [[absolutely]], ὡς [[λογίζομαι]], τί, [[anything]] [[relative]] to the [[promotion]] of the gospel, τί [[εἰς]] τινα (as respects [[one]]) [[ὑπέρ]] ([[τοῦ]]) ὁ etc. to [[think]] [[better]] of [[one]] [[than]] agrees [[with]] [[what]] etc. (`[[account]] of [[one]] [[above]] [[that]] [[which]]' etc.), [[ὅτι]], [[τοῦτο]] followed by [[ὅτι]], Winer's Grammar, 321 (302)); τινα ὡς τινα, to [[hold]] (A. V. '[[count]]') [[one]] as, Winer's Grammar, 602 (560)); [[with]] a [[preparatory]] [[οὕτως]] [[preceding]], to [[determine]], [[purpose]], [[decide]] (cf. American '[[calculate]]'), followed by an infinitive ([[Euripides]], Or. 555): [[ἀναλογίζομαι]], [[διαλογίζομαι]], [[παραλογίζομαι]], [[συλλογίζομαι]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 17:59, 28 August 2017
English (LSJ)
Att. fut. -ιοῦμαι Id.Ra.1263, Th.5.87, etc.: aor.
A ἐλογισάμην E.Or.555, Th.6.31, etc.: pf. λελόγισμαι Lys.32.24,27, D.28.12:—Pass., v. infr. 111: (λόγος):—prop. of numerical calculation, count, reckon, οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Hdt.2.16; εὗρον λογιζόμενος Id.7.28, cf. 194, etc.; in full, λ. ψήφοισι Id.2.36; λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ' ἀπὸ χειρός calculate roughly, not by rule, but off-hand, Ar.V.656: c. acc. rei, λ. τοὺς τόκους calculate the interest, Id.Nu.20; τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα spend 3 minae and set down 12, Id.Pl.381. 2 c. acc. et inf., reckon or calculate that... λ. μύρια εἶναι [τὰ ἔτεα] Hdt. 2.145; τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζεθ' αὑτῷ γεγενῆσθαι D.21.176: without acc., Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. Id.27.20. 3 λ. τινί τι set down to one's account, οὗτος . . τὸ ἥμισυ τούτοις . . λελόγισται Lys.32.24, cf. 27; τἀνηλωμέν' . . οὐκ ἐλογιζόμην I did not charge them... D. 18.113: metaph., τὰ παραπτώματα λ. τινί 2 Ep.Cor.5.19. b audit the accounts of a person, c. dat., τοῖς ὑπευθύνοις Arist.Ath.54.2; ταῖς ἀρχαῖς ib.48.3. II without reference to numbers, take into account, calculate, consider, ταῦτα Hdt.9.53, cf. S.Aj.816, etc.; λ. τὰ ξυμφέροντα Th.1.76; λ. τι πρός τινας with them, D.5.24; also λ. περί τινος calculate, form calculations about... Hdt.2.22, X.Mem.4.3.11. 2 c. acc. et inf., reckon, consider that... τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Hdt.1.38; τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι Id.2.46; λ. ὅτι . . or ὡς... X.HG2.4.28, 6.4.6; ἐλογιζόμην πρὸς ἐμαυτὸν... ὅτι . . And.1.52, Pl.Ap.21d: c. acc. et part., Σμέρδιν μηκέτι ὑμῖν ἐόντα λογίζεσθε Hdt.3.65: also with inf. omitted, reckon or account so and so, τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν [εἶναι], τὰ δ' ἄλλα τῆς τύχης E.Alc. 789; πολὺν [εἶναι] τὸν κάτω χρόνον ib.692; λογίζεταί τ' ἐκεῖνα πάνθ' ἁμαρτίας Ar.V.745; μίαν ἄμφω τούτω τὼ ἡμέρα λ. count both days as one, X.Cyr.1.2.11. 3 c. inf. also, count or reckon upon doing, calculate or expect that... ἐπισιτιεῖσθαι ἐλογίζοντο Hdt.7.176; ἐλογίζετο κατύπερθέ οἱ τὰ πρήγματα ἔσεσθαι Id.8.136; λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι X.An.2.2.13; λελογισμένοι . . εἰσὶν . . διαζῆν E.IA922, cf. Or. 555 (dub. l.); τί λογίζομ' . . προσδοκῶν χάριν παρὰ γυναικὸς κομιεῖσθαι; Men.564. 4 count upon, εἴ τις δύο ἢ καί τι πλείους ἡμέρας λ., μάταιός ἐστιν S.Tr.944. 5 conclude by reasoning, infer that... c. acc. et inf., Pl.Grg.524b, X.Ages.7.3; λ. ὅτι . . Id.HG6.1.5, cf. Pl.Phd.62e, al. 6 abs., τοὺς ἐπισταμένους λογίζεσθαι Archyt.3; ὁ σπουδαῖος λελόγισται ἤδη has finished reasoning, Plot.3.8.6, cf. 4.4.12. III Pass., mostly aor. ἐλογίσθην and (less freq.) pf. λελόγισμαι, also in pres., part. λογιζόμενον Hdt.3.95, freq. in later Gr., PPetr.3p.340 (iii B. C.), Ep.Rom.4.5, etc.; χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα counted or calculated in silver, X.Cyr.3.1.33; ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων Id.HG6.1.19; οὗτος λογισμὸς λογισθείς Pl.Ti.34b; οὐδ' ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου Id.Phdr.246c; τὸ λελογισμένον, = λογισμός, E.IA386, Luc.Nigr.Prooem.
Greek (Liddell-Scott)
λογίζομαι: ἀποθ.: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1263, Θουκ. 5. 87, κτλ.· μεταγεν. -ίσομαι Ρήτορες (Walz), 7. 1: - ἀόρ. ἐλογισάμην Εὐρ. Ὀρ. 555, Θουκ., κτλ.: πρκμ. λελόγισμαι Λυσ. 908. 2., 909. 5 (Reiske), Δημ.· - ὡς παθ. ἀείποτε ἐν τῷ πρκμ. λελόγισμαι (ἴδε κατώτ. ΙΙΙ)· (λόγος). Κυρίως ἐπὶ ἀριθμητικοῦ λογισμοῦ, λογαριάζω, ὑπολογίζω, οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Ἡρόδ. 2. 16· εὗρον λογιζόμενος ὁ αὐτ. 7. 28, πρβλ. 194, κτλ.· πλῆρες, ψήφοις λ. ὁ αὐτ. 2. 36· λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ’ ἀπὸ χειρός, ὑπολόγισον κατὰ προσέγγισιν, ὄχι κανονικῶς ἀλλὰ ἐκ τοῦ προχείρου, Ἀριστοφ. Σφ. 656· - μετ’ αἰτ. πράγμ., λ. τοὺς τόκους, ὑπολογίζω τὸν τόκον, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 20· τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα, δαπανήσας τις μνᾶς τρεῖς νὰ βάλῃ εἰς τὸν λογαριασμὸν δώδεκα, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 381. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λογαριάζω, ὑπολογίζω ὅτι..., λογ. μύρια εἶναι [τὰ ἔτεα] Ἡρόδ. 2. 145· τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζετο αὐτῷ γεγενῆσθαι Δημ. 572. 1· ἢ ἄνευ αἰτιατ., Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. ὁ αὐτ. ἐν 819. 28. 3) λ. τινί τι, βάλλω εἰς τὸν λογαριασμόν τινος, Λατ. imputare, Λυσ. 908. 2., 909. 5 (ἐν τῷ πρκμ. λελόγισμαι)· τὰ ἀναλωμένα... οὐκ ἐλογιζόμην, «δὲν ἐλογάριαζα»..., Δημ. 264. 16· μεταφ., τὰ παραπτώματα λ. τινι Ἐπιστ. β΄ π. Κορ. 5. 19. 4) λογ. ἀπό..., ἀφαιρῶ ἀπό..., τὴν τροπήν... ἀπὸ τῶν ἑβδομήκοντα μνῶν... λογιστέον Δημ. 824. 25. ΙΙ. ἄνευ ἀναφορᾶς τινος εἰς ἀριθμούς, λαμβάνω εἰς τὸν λογαριασμόν, ὑπολογίζω, θεωρῶ, ταῦτα Ἡρόδ. 8. 53, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ὡς Σοφ. Αἴ. 816, Ἀποσπ. 649, κτλ., (ἴδε ἐν λ. ἐνθυμέομαι)· λ. τὰ ξυμφέροντα Θουκ. 1. 76· λ. τι πρός τινα, μετά τινος, Δημ. 63. 12 ὡσαύτως, λ. περί τινος, «λογαριάζω», κάμνω λογαριασμούς, ὑπολογισμοὺς περί..., Ἡρόδ. 2. 22, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 11. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λογαριάζω, θεωρῶ, νομίζω ὅτι..., τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Ἡρόδ. 1. 38· τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι ὁ αὐτ. ἐν 2. 46· οὕτω, λογίζ. ὅτι... ἢ ὡς..., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 28., 6. 4, 6· λ. πρὸς ἐμαυτόν..., ὅτι..., Ἀνδοκ. 8. 4· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ., Σμέρδιν οὐκ ἔτι ἐόντα λογίζεσθε Ἡρόδ. 3. 65· - οὕτω καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., θεωρῶ, λογαριάζω τι οὕτω καὶ οὕτω, τὸν καθ’ ἡμέραν βίον λογίζου σὸν [[[εἶναι]]], τὰ δ’ ἄλλα τῆς τύχης Εὐρ. Ἄλκ. 789· πολὺν [[[εἶναι]]] τὸν κάτω χρόνον ὁ αὐτ. ἐν 692· πάντα λ. ἁμαρτίας Ἀριστοφ. Σφ. 745· μίαν ἄμφω τὰς ἡμέρας λ., λογαριάζω τὰς δύο ἡμέρας ὡς μίαν, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 11. 3) μετ’ ἀπαρ., ὡσαύτως, λογαριάζω ὅτι θὰ πράξω τι, ὑπολογίζω, περιμένω ὅτι..., ἐλογίζοντο ἐπισιτιεῖσθαι Ἡρόδ. 7. 176· ἐλογίζετο κατύπερθέ οἱ ἔσεσθαι τὰ πρήγματα ὁ αὐτ. 8. 136· λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι Ξεν. Ἀν. 2. 2, 13· λελογισμένοι... εἰσί... διαζῆν Εὐρ. Ι. Α. 922, πρβλ. Ὀρ. 555· τί λογίζομ’... κομιεῖσθαι; Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22. 4) λογαριάζω, ἐπιστηρίζομαι εἰς..., εἴ τις δύο ἢ καὶ πλέους ἡμέρας λ., μάταιός ἐστι Σοφ. Τρ. 944. 5) συμπεραίνω συλλογιζόμενος, συμπεραίνω ὅτι..., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Γοργ. 524Β, Ξεν. Ἀγησ. 7, 3· λ. ἐκ τῶνδε ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 1, 5, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 62D, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ ἀόρ. ἐλογίσθην καὶ ἐνίοτε ὁ πρκμ. λελόγισμαι κεῖνται ἐπὶ παθ. σημασίας, ὡς ἡ μετοχ. τοῦ ἐνεστ. λογιζόμενον παρ’ Ἡροδ. 3. 95· χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθένα, ὑπολογιζόμενα εἰς ἄργυρον, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 33· ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων ὁ αὐτ. εἰς Ἑλλ. 6. 1, 19· λογισμὸς λογισθεὶς Πλάτ. Τίμ. 34A· ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου ὁ αὐτ. εἰς Φαῖδρ. 246C· τὸ λελογισμένον = λογισμός, Εὐρ. Ι. Α. 386, Λουκ. Νιγρ. 1.
French (Bailly abrégé)
f. λογίσομαι, att. λογιοῦμαι, ao. ἐλογισάμην, pf. λελόγισμαι;
Pass. ao. ἐλογίσθην, pf. λελόγισμαι;
A. I. calculer, d’où
1 calculer, compter : ψήφοισι HDT avec des cailloux ; λ. μύρια εἶναι (τὰ ἔτεα) HDT calculer qu’il y a dix mille ans;
2 faire entrer dans un compte, compter au nombre de : τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι HDT compter Pan au nombre des huit dieux;
3 porter en compte : δώδεκα μνᾶς AR douze mines ; τινί τι, mettre qch au compte de qqn, imputer ou attribuer qch à qqn;
II. fig. 1 sans idée de nombre calculer en soi-même, réfléchir : τι, περί τινος, à qch ; ὅτι ou ὡς, calculer ou réfléchir que ; avec une prop. au part. : Σμέρδιν οὐκ ἔτι ἐόντα λ. HDT considérer que Smerdis n’est plus;
2 calculer, s’attendre à : δύο ἢ καὶ πλέους ἡμέρας λ. SOPH compter sur deux jours ou même plus ; avec un inf. : λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι XÉN comptant arriver au coucher du soleil;
3 conclure par un raisonnement, inférer;
B. Pass. (à l’ao. et au pf., rar. au part. prés.) : χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα XÉN somme comptée en argent ; ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων XÉN on compte que les hoplites n’étaient pas moins de 20 000 ; τὸ λελογισμένον, le raisonnement.
Étymologie: λόγος.
English (Strong)
middle voice from λόγος; to take an inventory, i.e. estimate (literally or figuratively): conclude, (ac-)count (of), + despise, esteem, impute, lay, number, reason, reckon, suppose, think (on).
English (Thayer)
imperfect ἐλογιζόμην; 1st aorist ἐλογισάμην; a deponent verb with 1st aorist passive ἐλογίσθην and 1future passive λογισθήσομαι; in Biblical Greek also the present is used passively (in secular authors the present participle is once used Song of Solomon , in Herodotus 3,95; (cf. Veitch, under the word; Winer s Grammar, 259 (243); Buttmann, 52 (46))); (λόγος); the Sept. for חָשַׁב; (a favorite word with the apostle Paul, being used (exclusive of quotations) some 27 times in his Epistles, and only four times in the rest of the N. T.);
1. (rationes conferre) to reckon, count, compute, calculate, count over; hence,
a. to take into account, to make account of: τί τίνι, to pass to one's account, to impute (A. V. reckon): τί, τίνι τί, A. V. lay to one's charge); τίνι διακιοσυνην, ἁμαρτίαν, L marginal reading T Tr WH text read οὗ)); τά παραπτώματα, לְ נֶחֱשַׁב, λογίζεται τί (or τίς) εἰς τί (equivalent to εἰς τό or ὥστε εἶναι τί), "a thing is reckoned as or to be something, i. e. as availing for or equivalent to something, as having the like force and weight" (cf. Fritzsche on Romans , vol. i., p. 137; (cf. Winer s Grammar, § 29,3Note a.; 228 (214); Buttmann, § 131,7 Rem.)): εἰς οὐδέν, Theod. ὡς)) ἡ πίστις εἰς δικαιοσύνην, to number among, reckon with: τινα μετά τινων, G T WH omit; Tr brackets the verse) and Sept. ἐν τοῖς ἀνόμοις.
c. to reckon or account, and treat accordingly: τινα ὡς τί, Buttmann, 151 (132); (Winer's Grammar, 602 (560)); (G L omit; Tr brackets the infinitive; cf. Winer's Grammar, 321 (302)).
2. (in animo rationes conferre) to reckon inwardly, count up or weigh the reasons, to deliberate (A. V. reason): πρός ἑαυτούς, one addressing himself to another, R G (πρός ἐμαυτόν, with myself, in my mind, Plato, Apology, p. 21d.).
3. by reckoning up all the reasons to gather or infer; i. e., a. to consider, take account, weigh, meditate on: τί, a thing, with a view to obtaining it, ὅτι, διαλογίζεσθε)); τοῦτο followed by ὅτι, to suppose, deem, judge: absolutely, ὡς λογίζομαι, τί, anything relative to the promotion of the gospel, τί εἰς τινα (as respects one) ὑπέρ (τοῦ) ὁ etc. to think better of one than agrees with what etc. (`account of one above that which' etc.), ὅτι, τοῦτο followed by ὅτι, Winer's Grammar, 321 (302)); τινα ὡς τινα, to hold (A. V. 'count') one as, Winer's Grammar, 602 (560)); with a preparatory οὕτως preceding, to determine, purpose, decide (cf. American 'calculate'), followed by an infinitive (Euripides, Or. 555): ἀναλογίζομαι, διαλογίζομαι, παραλογίζομαι, συλλογίζομαι.)