ὕμνος
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ὁ, A hymn, ode, in praise of gods or heroes (καί τι ἦν εἶδος ῳδῆς εὐχαὶ πρὸς θεούς, ὄνομα δὲ ὕμνοι ἐπεκαλοῦντο Pl.Lg.700b; ὕμνους θεοῖς καὶ ἐγκώμια τοῖς ἀγαθοῖς Id.R.607a, cf. Arist.Po.1448b27), once in Hom., ἀοιδῆς ὕμνος Od.8.429 (folld. by Demodocus' song of the Wooden Horse, 499 sqq.); ὕμνῳ νικήσαντα φέρειν τρίποδ' Hes.Op.657; ἀνδρῶν τε παλαιῶν ἠδὲ γυναικῶν ὕμνον ἀείδουσιν h.Ap.161; freq. in Pi., ὕμνος πολύφατος, ἐπικώμιος, etc., O.1.8, N.8.50, al.; Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον O.3.3; and in B., ὑφάνας ὕμνον 5.10, cf. 6.11, al.; ὕμνοι θεῶν to or in honour of the gods, Pl.Lg.801d; τιμῶν θεὰν ὕμνοισιν E.Hipp.56; τοὺς χοροὺς . . καὶ τοὺς ὕ. τῷ θεῷ ποιεῖτε D.21.51, cf. Pl.Smp.177a; ὕμνοι Δαυείδ psalms of David, LXX 2 Ch.7.6; ψαλμοὶ καὶ ὕ. καὶ ᾠδαί Ep.Eph.5.19: in Trag. also of mournful songs, addressed to gods or heroes, τὸν δυσκέλαδον ὕ. Ἐρινύος A.Th.868 (lyr.), cf. Pers.620, 625 (anap.), Ch.475 (lyr.); ὕ. ἐξ Ἐρινύων, δέσμιος φρενῶν, ἀφόρμικτος Id.Eu.331 (lyr.), cf. 306; ἐν ἀλύροις κλέοντες ὕμνοις E.Alc.447 (lyr.); ὕ. Ἅιδου, of one whose songs are death, Phryn. Com.69 (lyr.).—On ὕμνοι of various kinds v. Men.Rh.p.333 S.; ὁ κυρίως ὕ. πρὸς κιθάραν ᾔδετο ἑστώτων Procl.Chr.ap.Phot.Bibl.p.320 B., cf. Did. ap. EM777.9. [Most commonly ῡ, but only by position; ῠ proved by εὔῠμνος (q.v.), ῠμνῳδεῖ A.Ag.990 (lyr.), ῠμνήσω E.Ba.72 (lyr.).]
Greek (Liddell-Scott)
ὕμνος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, ᾠδὴ ᾀδομένη εἰς τιμὴν θεοῦ ἢ ἥρωος, (καί τι ἦν εἶδος ᾠδῆς εὐχαὶ πρὸς θεούς, ὄνομα δὲ ὕμνοι ἐπεκαλοῦντο Πλάτ. Νόμ. 700Β ὕμνος θεοῖς καὶ ἐγκώμια τοῖς ἀγαθοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 607Α, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 4. 8), μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ὕμνος ἀοιδῆς (ἴδε ἐν λέξ), Ὀδ. Θ. 429· ἀκολούθως, ὕμνῳ νικήσαντα φέρειν τρίποδ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 655· ἀνδρῶν τε παλαιῶν ἠδὲ γυναικῶν ὕμνον ἀείδουσιν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 160· συχν. παρὰ Πινδ., ὕμνος πολύφατος, ἐπικώμιος, καλλίνικος Ο. 1. 14, Ν. 8. 85, κτλ.· Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον Ο. 3. 5· ὕμνος θεῶν, εἰς τιμὴν τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Χο. 475, Πλάτ. Νόμ. 801D· τιμῶν θεὸν ὕμνοισιν Εὐριπ. Ἱππ. 56· τοὺς χορούς... καὶ τοὺς ὕ. θεοῖς ποιεῖσθε Δημ. 530 23· ὕμνος ἐπινύμφειος Σοφ. Ἀντ. 814· - παρὰ τοῖς Τραγικοῖς καὶ ἐπὶ θρηνητικῶν ᾠδῶν ἀποτεινομένων πρὸς τοὺς θεοὺς ἢ ἥρωας, Αἰσχύλ. Θήβ. 867, Πέρσ. 620, 625· ὡσαύτως, ὑ. ἐξ Ἐρινύων, δέσμιος φρενῶν, ἀφόρμικτος ὁ αὐτ. ἐ. Εὐμ. 331, πρβλ. 306· ἐν ἀλύροις κλέοντες ὕμνοις Εὐρ. Ἄλκ. 447· - Λάμπρος ὁ μουσικὸς καλεῖται ὑπὸ Φρυνίχου τοῦ Κωμικ. «ὕμνος ᾅδου», δηλ. οὗ οἱ ὕμνοι εἶναι θάνατος, Ἀθήν. 44D. - Οἱ ὕμνοι ἐνίοτε ἐγράφοντο ἐν Ἐπικ. μέτρῳ ὡς οἱ Ὁμηρικοὶ καὶ Ὀρφικοί· ἀλλὰ καὶ ἐν λυρικῷ μέτρῳ ὡς οἱ τοῦ Πινδάρου (πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 530), - οἱ δὲ λυρικοὶ κυρίως ᾔδοντο πρὸς κιθάραν χωρὶς ὀρχήσεως, Πρόκλ. παρὰ Φωτ. 523. (Ἴσως ὁ πρῶτος τύπος ἦ ὁ ὕφνος, ἐκ τῆς √ΥΦ, ὑφαίνω, ὥστε ὕμνος ἀοιδῆς θὰ ἐσήμαινεν ὕφασμα ᾠδῆς, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ὑφαίνω, ῥάπτω ΙΙ. 2, καὶ ἴδε Curt. Gr. Et. ἀριθ. 406D· ὁ Burnouf παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ Σανσκρ. sum-na).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. propr. trame : ὕμνος ἀοιδῆς OD trame d’un chant;
II. chant ; particul. :
1 chant en l’honneur d’un dieu ou d’un héros, hymne;
2 chant nuptial;
3 chant de deuil.
Étymologie: p. *ὕφνος, de la R. Ὑφ, tresser ; cf. ὑφαίνω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ὕμνος (-ος, -ου, -ῳ, -ον, -οι, -ων, -οις(ιν), -ους.)
1 song of praise ὁ πολύφατος ὕμνος (O. 1.8) δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς (O. 1.105) ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι (O. 2.1) τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; (O. 6.6) χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς (O. 6.27) ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (O. 6.87) ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος (O. 6.105) τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν (O. 7.88) Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ (O. 8.54) αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων (O. 9.48) μελιγάρυες ὕμνοι (O. 11.4) Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον (P. 1.60) παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις (P. 1.79) ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἂλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον (P. 2.14) ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων (P. 4.3) [ὕμνων (coni. Pauw, Beck: κώμων codd.) (P. 5.100) ] ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς (P. 6.7) ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ (P. 8.57) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.53) Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (N. 1.5) ἄρχε δ, οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (N. 3.11) ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων (N. 3.65) (ῥῆμα) τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη (N. 4.11) τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (υἱὸν coni. Bergk) (N. 4.16) ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων (N. 5.42) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν (N. 6.33) ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13) ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (Er. Schmid: ὕμνων θρόον codd.) (N. 7.81) ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι (N. 8.50) ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ (I. 1.16) πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος (I. 1.63) μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούσδ ὕμνους (I. 2.45) ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν (I. 4.3) τόνδε πορὼν γενεᾷ θαυμαστὸν ὕμνον (sc. Ποσειδάν) (I. 4.21) προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (I. 4.43) τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται (I. 5.20) καὶ πτερόεντα νέον σύμπεμψον ὕμνον (I. 5.63) ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων (I. 6.62) κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ (I. 7.20) κελαδ[ήσαθ' ὕμ]νους (supp. Snell e Σ.) Πα. 7B. 10. ὕμνων ερ[ Πα. 13. a. 9. ὕμνων σέλας (Pae. 18.5) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191.* [ὕμνων (del. Heyne.) fr. 192.] τὸν ὕμν[ον (supp. Blass) ?fr. 333b. 2. ἀνοῖξαι πίθον ὕμνων ?fr. 354. c. gen., Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις (O. 3.3) ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα (N. 4.83) ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε (N. 9.3) in general, εἰ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (P. 3.64) dirge ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.60) ἁ δ' Ὑμέναιον ἐσχάτοις ὕμνοισιν (sc. ὕμνει: Schneidewin, Hermann: ἔσχατον ὕμνον cod.) Θρ. 3. 9. love song, ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους (I. 2.3)
Spanish
English (Strong)
apparently from a simpler (obsolete) form of hudeo (to celebrate; probably akin to ᾄδω; compare עֲבוֹט); a "hymn" or religious ode (one of the Psalms): hymn.
English (Thayer)
ὑμνου, ὁ, in Greek writings from Homer down, a song in praise of gods, heroes, conquerors (cf. Trench, as below, p. 297), but in the Scriptures of God; a sacred Song of Solomon , hymn: plural, Josephus, Antiquities 7,12, 3; for תְּהִלָּה, שִׁיר, SYNONYMS: ὕμνος, ψαλμός, ᾠδή: ᾠδή is the generic term; ψαλμός and ὕμνος are specific, the former designating a song which took its general character from the O. T. 'Psalm' (although not restricted to them, see ψαλμός is a musical accompaniment, and that of ὕμνος praise to God, ᾠδή is the general word for a Song of Solomon , whether accompanied or unaccompanied, whether of praise or on any other subject. Thus it was quite possible for the same song to be at once ψαλμός, ὕμνος and ᾠδή (Lightfoot on Trench, Synonyms, § lxxviii.]
Greek Monotonic
ὕμνος: ὁ, ύμνος, πανηγυρικό, εορταστικό τραγούδι, άσμα ή ωδή, προς τιμή θεών ή ηρώων, σε Ομήρ. Οδ.· ὕμνος θεῶν, προς τιμή των θεών, σε Αισχύλ.· τιμῶν θεὸν ὕμνοισιν, σε Ευρ.· σε Τραγ. επίσης λέγεται για θρηνητικά άσματα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὕμνος: ὁ
1) торжественная песнь, гимн: ὕ. τινός и τινί Aesch., Plat. etc. гимн в честь кого-л.;
2) мелодия, напев (ὕ. ἀοιδῆς Hom.);
3) скорбная песнь Aesch.
Middle Liddell
ὕμνος, ὁ,
a hymn, festive song or ode, in praise of gods or heroes, Od.; ὕμνος θεῶν to or in honour of the gods, Aesch.; τιμῶν θεὸν ὕμνοισιν Eur.:—in Trag. also of mournful songs, Aesch., etc.
Frisk Etymology German
ὕμνος: {húmnos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Lied, Gesang, Fest-, Lobgesang, Klagelied, Hymnus. (seit θ 429).
Composita : Kompp., z.B. ὑμν-ῳδός m. Hymnensänger mit -ία, -έω (A., E., Pl. usw.), πολύυμνος mit vielen Gesängen, vielbesungen (h. Hom. 26, 7, Anakr., E. u.a.).
Derivative: Davon 1. das Demin. ὑμνάριον n. (Lyd. Mens.), Adj. -ώδης voll von Lobgelängen, lobpreisend (Philostr.), -ικός aus Hymnen bestehend (Didyma II-IIIp). 2. Hypostase ἐφύμνιον n. Refrain (A. R., Kall. u.a.) mit -ιάζω (Eratosth.). 3. Verb ὑμνέω, oft m. Präfix, z.B. ἐφ-, ἀν-, καθ-, ἐξ-, ein Lied singen, besingen, lobpreisen, im Gesange verherrlichen (Hes., h. Hom., Alk., Sapph., ion. att.usw.)mit ὑμνητής m. Verherrlicher (Pl., att. Inschr.), -τήρ ib. (AP, Opp.), f. -τρια (Attika, Pergam.), -στρια (Pergam.; nach προμνήστρια, ὀρχήστρια u.a.), -τρίς (Poll. v.l.), -σις f. das Lobpreisen (LXX, D. S.), -τικός lobpreisend (Str.).
Etymology : Bildung wie στάμνος, θάμνος, σκύμνος u.a.; ohne sichere Etymologie. Formal am nächsten liegt unzweifelhaft Anschluß an ὑμήν (wie λιμήν : λίμνη, ποιμήν : ποίμνη u.a.), u.zw. im ursprünglichen Sinn von Band, Naht, wobei von einer Bed. Liedgefüge o.a. auszugehen wäre (Brugmann Curt. Stud. 9, 256, Osthoff MU 4, 139). Die Erklärung kann sich auf eine antike Auffassung stützen (z.B. ὑφάνας ὕμνον bei B.), s. Diehl RhM 89, 89, Patzer Herm. 80, 323 A. 1. Die aus dieser Auffassung sich unmittelbar ergebende Anknüpfung an ὑφή, ὑφαίνω (Aufrecht KZ 4, 274 ff. mit Döderlein, Curtius 295 f.) stößt aber auf große lautliche Schwierigkeiten. Für Anschluß an ὑμήν als Hochzeitsruf (s. zu 2. ὑμήν) dagegen P.Maas Phil. 66, 590ff. — Andere Versuche: zu ὑδέω ‘be- singen’ aus *ὕδμος (W. Schmid RhM 61, 480); zu aind. sumná-m n. etwa Wohlgefallen, Segen, Gunst, auch Gebet? (Wood AmJPh 21, 181, Durante Rend. Acc. Lincei 1959, 388ff.); beide unter verschiedenen Gesichtspunkten abzulehnen. Das Wort wurde auch als mediterranes LW betrachtet; s. C. Autran Homere et les origines sacerdotales de l’épopée grecque I (Paris 1938) 33 (wie διθύραμβος, ἔλεγος, λίνος usw.). Nach Porzig Satzinhalte 346 hat sich ὕμνος (wie αἶνος) im Ausgang nach θρῆνος und λίνος gerichtet. — Weitere Lit. bei Bq; s. auch WP. 1, 252 und W.-Hofmann s. suō.
Page 2,965
Chinese
原文音譯:Ûmnoj 審挪士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:讚美詩 相當於: (מִזְמֹור) (שִׁיר / שִׁירָה)
字義溯源:讚美詩,稱頌詩,頌詞;源自(ὑγρός)X*=稱頌)。或出自(ᾄδω)=唱*)。比較: (ψάλλω)=彈琴*
出現次數:總共(2);弗(1);西(1)
譯字彙編:
1) 頌詞(2) 弗5:19; 西3:16