ἀσπίς

From LSJ
Revision as of 21:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπίς Medium diacritics: ἀσπίς Low diacritics: ασπίς Capitals: ΑΣΠΙΣ
Transliteration A: aspís Transliteration B: aspis Transliteration C: aspis Beta Code: a)spi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A shield, εὔκυκλος Il.14.428, al.; κυκλοτερής Hdt.1.194; ἀσπίδος κύκλος A.Th.489; ὀμφαλόεσσα Il.4.448, al.; opp. Thracian πέλτη and Persian γέρρον, X.An.2.1.6, Mem.3.9.2; ἀσπίδα ῥῖψαι, ἀποβαλεῖν, Anacr.28, Ar.V.19, cf. Hdt.5.95: to estimate a victory, ἀσπίδας ἔλαβον ὡς διακοσίας X.HG1.2.3: metaph., οὗτος γὰρ ἡμῖν ἀ. οὐ μικρὰ θράσους A.Ag.1437; τὴν ἀ. ἀποβέβληκεν τοῦ βίον Nicostr. Com.29, cf. Lib.Or.62.47.    2 collective, body of men-at-arms, ὀκτακισχιλίη ἀ. Hdt.5.30, cf. E.Ph.78, X.An.1.7.10.    3 military phrases, ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσι τάξασθαι to be drawn up twenty-five deep or in file, Th.4.93; στρατιὰν τεταγμένην οὐκ ἐπ' ὀλίγων ἀσπίδων Id.7.79; ἵστασθαι ἐπὶ τρεῖς ἀσπίδας Ar.Fr.66; ἐπὶ μιᾶς ἀσπίδος in single line, Isoc.6.99; ἐπ' ἀσπίδα, παρ' ἀσπίδα (opp. ἐπὶ δόρυ), on the left, towards or to the left, because the shield was on the left arm, X.Cyr.7.5.6, An.4.3.26; παρ' ἀσπίδος A.Th.624; ἐξ ἀσπίδος Plb.11.23.5; but παρ' ἀσπίδα, literally, beside the shield, Il. 16.400; παρ' ἀ. στῆναι stand in battle, E.Med.250, Ph.1001; παρ' ἀ. βεβηκέναι ib.1073; ἐκπονεῖν Id.Or.653, cf. Hel.734; ἐς ἀσπίδ' ἥξειν Id.Ph.1326; ἀσπίδας συγκλείειν (cf. συγκλείω) ; ἀσπίδα τίθεσθαι serve in the ranks, Pl.Lg.756a; but θέσθαι τὰς ἀ. pile shields, X.HG2.4.12; ἐπειδὰν ἀ. ψοφῇ when the shields ring, i.e. when two bodies of men meet in a charge, Id.An.4.3.29; ἀσπίδα ἀναδέξαι, ἆραι, as a signal, Hdt.6.115, X.HG2.1.27.    4 of a round, flat bowl, Aristopho 14.    5 boss on a door, IG4.1484.79 (Epid.).    II asp, Egyptian cobra, Coluber haié, Hdt.4.191, Men.702, Nic.Th.158, Ph.2.570, Ael.NA10.31; a play on signff. I and II, Ar.V.23.    2 ornament in this form, OGI90.43 (Rosetta).

German (Pape)

[Seite 373] ίδος, ἡ, 1) der Schild; oft bei Hom.; aus Lagen von Rindsleder, ταυρείην Iliad. 13, 160, βοείας 5, 453, βῶν ἀζαλέην 7, 238; bedeckt mit Metall, χαλκείην 12, 294, φαεινὴν 5, 437; rund, εὐκύκλους 5, 453, πάντοσ' ἐίσην 17, 7; mannslang, ἀμφιβρότην 11, 32, ποδηνεκέα 15, 646, τερμιόεσσα 16, 803; mit Buckeln, oder einem Buckel in der Mitte, ὀμφαλόεσσαι 4, 448; überhaupt mannigfach verziert, πολυδαίδαλον 11, 32; an einem Riemen getragen; s. Iliad. 3, 347. 5, 796. 6, 117. 11, 32. 12, 294. 13, 192. 405. 803. 14, 371. 377. 18, 478 sqq. 19, 373. 20, 268. 274. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 194. Die ἀσπίς ist ein Hauptstück in der Rüstung Schwerbewaffneter; daher bezeichnet das Wort auch ein Heer von Schwerbewaffneten, πολλὴ ἀσπίς Eur. Phoen. 78; ὀκτακισχιλίη ἀσπίς, 8000 Schildträger, Her. 5, 30; μυρία ἀσπίς Xen. An. 1, 7, 10, wo ihnen die Peltasten entgegengesetzt sind; vgl. Hell. 6, 5, 19; ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσι τάττεσθαι, die Schwerbewaffneten 25 Mann hoch aufstellen, Thuc. 4, 93; vgl. ἐπ' ἀσπίδων τετάχθαι. Da der Schild mit der Linken gehalten wird, heißt, bes. beim Commando, ἐξ ἀσπίδος von der Linken, Pol. 10, 23, 5 u. öfter; ἐπ' ἀσπίδα u. παρ' ἀσπίδα, zur Linken, z. B. παράγειν, links aufmarschiren, Xen. An. 4, 3, 26; Pol. 6, 40, 12. 11, 23, 2; παρ' ἀσπίδος, von der Linken, Aesch. Spt. 606. Uebertr. a) Schutz, Aesch. Ag. 1412. – b) Treffen, Gefecht, Eur. εἰς ἀσπίδ' ἥξειν Phoen. 1336 u. sonst bei Tragg. – 2) die Aspis, eine giftige Schlange, Opp. C. 3, 433; Men. monost. 261. – 3) ein rundes Trinkgefäß, Aristophon. Ath. XI, 472 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπίς: -ίδος, ἡ, κυκλοτερὲς ἀμυντήριον ὅπλον, (εὔκυκλος Ἰλ. Ξ. 428, κ. ἀλλ.· κυκλοτερὴς Ἡρόδ. 1. 194· ἀσπίδος κύκλος Αἰσχύλ. Θήβ. 489· ὀμφαλόεσσα Ἰλ. Δ. 448, κ. ἀλλ.)· παρ’ Ὁμ. ἱκανῶς μεγάλη ὥστε νὰ καλύπτῃ ὅλον τὸ σῶμα ἀνδρός, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ δέρματος βοὸς ἐπικεκαλυμμένου διὰ μεταλλίνων πλακῶν, μετὰ ἐξοχῆς (ὀμφαλοῦ) ἐν τῷ μέσῳ· περιεκοσμεῖτο δὲ διὰ θυσάνων: διέφερε τοῦ ὅπλου, ἐπιμήκους ἀσπίδος ἣν κυρίως ἔφερον οἱ ὁπλῖται, ἀλλὰ συχνάκις τίθεται ἀντ’ αὐτῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Θρακικὴν πέλτην καὶ τὸ Περσικὸν γέρρον, πρβλ. ἰδίως Ξεν. Ἀν. 2. 1, 6, Ἀπομν. 3. 9, 2· ἡ ἀπώλεια τῆς ἀσπίδος, ἀσπίδα ἀποβαλεῖν, ἦτο ἡ ἐσχάτη ταπείνωσις τοῦ Ἕλληνος στρατιώτου, Ἀριστοφ. Σφ. 19· ἴδε ἀσπιδαποβλὴς καὶ πρβλ. Bgk. Ἀνακρ. 26, Ἡρόδ. 5. 95· ― μεταφ., οὗτος γὰρ ἡμῖν ἀσπὶς οὐ μικρὰ θράσους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1437· τὴν ἀσπ. ἀποβεβλήκει τοῦ βίου Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 5. 2) παρὰ πεζοῖς ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ὁλοκλήρου σώματος στρατοῦ (ἀσπισταὶ ἢ ὁπλίται), ὀκτακισχιλίη ἀσπὶς Ἡρόδ. 5. 30, πρβλ. Φοιν. 78, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 10· πρβλ. αἰχμὴ ΙΙ. 2, λόγχη ΙΙΙ: ― ὡσαύτως πρὸς προσδιορισμὸν ἢ ἐκτίμησιν νίκης τινός, ἀσπίδας ἔλαβον ὡς διακοσίας Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 3. 3) στρατιωτικαὶ φράσεις: ἐπ’ ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσι τάξασθαι, εἰς βάθος εἴκοσι καὶ πέντε ἀνδρῶν, Θουκ. 4. 93· οὕτως, ἐπ’ ἀσπίδων ὀλίγων τετάχθαι ὁ αὐτ. 7. 79· ἵστασθαι ἐπὶ τρεῖς ἀσπίδας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 47· ἐπὶ μιᾶς ἀσπίδος, εἰς μίαν γραμμήν, Ἰσοκρ. 136C· ἐπ’ ἀσπίδα, παρ’ ἀσπίδα (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπὶ δόρυ) πρὸς τὰ ἀριστερά, καθότι ἡ ἀσπὶς ἦτο ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ βραχίονος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6, Ἀν. 4. 3, 26, πρβλ. κλίνω IV, 3, κλίσις ΙΙΙ· οὕτω παρ’ ἀσπίδος Αἰσχύλ. Θήβ. 624· ἐξ ἀσπίδος Πολύβ. 11 23, 5· πρβλ. δόρυ ΙΙΙ: ― ἀλλά, παρ’ ἀσπίδα, κυριολεκτ. πλησίον τῆς ἀσπ., Ἰλ. Π. 400· παρ’ ἀσπ. στῆναι, στῆναι ἐν μάχῃ, Εὐρ. Μήδ. 250, Φοίν. 1001· παρ’ ἀσπ. βεβηκέναι αὐτόθι 1073· πονεῖν ὁ αὐτ. Ὀρ. 653, πρβλ. Ἑλ. 734· εἰς ἀσπίδ’ ἥκειν ὁ αὐτ. Φοίν. 1326· ― ἀσπίδας συγκλείειν (πρβλ. συγκλείω)· ἀσπίδα τίθεσθαι, ἢ φέρω ἀσπίδα, ὑπηρετῶ ὡς στρατιώτης, Πλάτ. Νόμ. 756Α, ἢ καταθέτω ἀυτήν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12, ὡς τὸ τίθεσθαι ὅπλα, ἴδε ἐν λ. τίθημι Α. ΙΙ. 10· ― ἐπειδὰν ἀσπὶς ψοφῇ, ὅταν κροτῶσιν αἱ ἀσπίδες, ἐκ τῶν ῥιπτωμένων ὑπὸ τῶν πολεμίων βελῶν, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 29· ἀσπὶς ἐνίοτε ὑψοῦτο ὡς σημεῖον μάχης κτλ., Ἡρόδ. 6. 115, 121, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 27. 4) ἐπὶ στρογγύλης ἀβαθοῦς λεκάνης, Ἀριστοφῶν ἐν «Φιλωνίδῃ» 1. ΙΙ. ἀσπίς, ὄφις φαρμακερὸς τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 4. 191, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 154, ἴδε Νικ. Θ. 157-208, Αἰλ. π. Ζ. 10. 31.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
bouclier (rond) ; p. suite :
1 troupe armée de boucliers ; μυρία ἀσπίς XÉN 10 000 boucliers, càd 10 000 hommes armés de boucliers;
2 t. de tact., pour désigner • soit les rangs de soldats : ἐπ’ ἀσπίδας THC ou ἐπ’ ἀσπίδων πέντε καὶ εἴκοσι τάττεσθαι THC être rangé sur vingt-cinq rangs ; ἐπὶ μιᾶς ἀσπίδος ISOCR sur un seul rang ; • soit certains mouvements militaires : παρ’ ἀσπίδα καθίστασθαι XÉN se placer du côté du bouclier, càd à gauche ; ἐπ’ ἀσπίδα XÉN par le flanc gauche;
3 abri, protection;
4 aspic, serpent venimeux.
Étymologie: DELG peu clair -- Babiniotis pê apparenté à σπιδής, « ce qui protège tout le long du corps ».

English (Autenrieth)

ίδος: shield.—(1) the larger, oval shield, termed ἀμφιβρότη, ποδηνεκής. It is more than 2 ft. broad, 4 1/2 ft. high, and weighed about 40 lbs. (For Agamemnon's shield, see Il. 11.32-40). The large shield was held over the left shoulder, sustained by the τελαμών and by the πόρπαξ, or ring on the inside.— (2) the smaller, circular shield, πάντοσ' ἐίση (see cut), with only two handles, or with one central handle for the arm and several for the hand (see cut No. 12). It was of about half the size and weight of the larger ἀσπίς, cf. the description of Sarpēdon's shield, Il. 12.294 ff. The shield consisted generally of from 4 to 7 layers of ox-hide (ῥῖνοί, Il. 13.804); these were covered by a plate of metal, and the whole was firmly united by rivets, which projected on the outer, convex side. The head of the central rivet, larger than the rest, was the ὀμφαλός or boss, and was usually fashioned into the form of a head. Instead of the plate above mentioned, concentric metal rings (δινωτής, εὔκυκλος) were sometimes substituted. The rim was called ἄντυξ, and the convex surface of the shield bore some device analogous to an heraldic coat of arms, Il. 5.182, Il. 11.36, cf. Il. 5.739. The shield of Achilles (Il. 18.478-608), in describing which the poet naturally did not choose to confine himself to realities, does not correspond exactly to either of the two ἀσπίδες described above.

English (Slater)

ἀσπῐς
   1 shieldθαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” (P. 8.46)

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ

• Prosodia: [-ῐ-]

• Morfología: [eol. nom. plu. ἄσπιδες Alc.140.11]
I 1escudo εὖ δ' ἀσπίδα θέσθω que (cada uno) prepare el escudo, Il.2.382;
a) del tipo micénico que cubría el cuerpo ἀμφιβρότη ... ἀ. Il.11.32, στρεφθεὶς γὰρ μετόπισθεν ἐν ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο, τὴν αὐτὸς φορέεσκε ποδηνεκέ' ... Il.15.645, ἀ. ὀμφαλοέσση Il.6.118, cf. 4.448, c. el adj. εὔκυκλος parece referirse al mismo tipo de escudo Il.5.453, 797, 12.426, 13.715, 14.428;
b) pequeño y redondo como el de época posterior (cf. c) ὑπὸ κρασὶν δ' ἔχον ἀσπίδας con los escudos bajo las cabezas, Il.10.152, αἴνυτ' ἀπὸ στήθεσφι παναίολον ἀσπίδα τ' ὤμων Il.11.374;
c) después de Homero escudo redondo de los hoplitas, a veces con referencia explícita, op. a πέλτη X.Mem.3.9.2, προδούσης με τῆς ἀσπίδος traicionándome el escudo Plu.2.190b
gener. μεσσηγὺς κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος Hes.Sc.417, θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ' ἀσπίδος νωμῶντα Pi.P.8.46, κόιλαι ἄσπιδες Alc.l.c., cf. Tyrt.1.50, Mimn.12A, (πλοῖα) ἀσπίδος τρόπον κυκλοτερέα ποιήσαντες haciendo barcas de forma redonda como un escudo Hdt.1.194, ἀσπίδος κύκλον A.Th.489, ὡς μάλιστα τῇ τοῦ ἐν δεξιᾷ παρατεταγμένου ἀσπίδι lo más próximo posible al escudo del situado a la derecha Th.5.71, ὅσ' ἀ. ἔγχος θ' ἥδε σοι παμπησία E.Io 1305;
d) de diversos tipos de escudo αἱ ἀσπίδες αἱ ξυλίναι αἱ Αἰγυπτίαι X.An.2.1.6, cf. Aen.Tact.29.11, 12, 37.6, ἀ. χαλκή LXX 1Re.17.6, Nonn.D.28.5, αἱ χρυσαῖ καὶ χαλκαῖ ἀσπίδες LXX 1Ma.6.39, ἀ. πετρήεσσα Nonn.D.45.196, ἡ πέλτη ἀ. ἐστιν ἴτυν οὐκ ἔχουσα Arist.Fr.498;
e) escudo como ofrenda τὰς ἀσπίδας Διότιμος ἔδωκε D.18.114, cf. 45.85, IG 13.354.82, 357.73 (ambas V a.C.), ἐπίσημον οὖν τὴν ἀσπίδ' εἰς τὴν τοῦ Διὸς στοὰν ἀνήθηκαν Men.Fr.459.1
escudo n. de una competición IG 14.746.18 (I/II d.C.), 739.10 (III d.C.), IG 22.3169.12 (III d.C.);
f) en frases hechas: ἀσπίδα ῥίψας arrojando el escudo e.d. dándose a la fuga Anacr.85, ἧν (ἀσπίδα) ... κάλλιπον Archil.12, ἀσπίδα ... ἀποβαλεῖν Ar.V.17, τὰς ἀσπίδας ἀποβαλεῖν Isoc.Ep.2.6
op. οἱ τὴν ἀσπίδα τιθέμενοι los que llevan el escudo e.d. los que sirven como soldados Pl.Lg.756a, pero θέσθαι ... τὰς ἀσπίδας dejar los escudos en el suelo para hacer un alto X.HG 2.4.12
ἐπειδὰν ... ἀ. ψοφῇ cuando el escudo resuene e.d. cuando se produzca el combate cuerpo a cuerpo X.An.4.3.29
para calcular el material de guerra capturado en una victoria ἀσπίδας ἔλαβον ὡς διακοσίας X.HG 1.2.3;
g) en sg. c. prep. significando por la parte del escudo e.d. por la izquierda Πρόνοον πρῶτον βάλε δουρὶ φαεινῷ στέρνον γυμνωθέντα παρ' ἀσπίδα hirió con la refulgente lanza primero a Prónoo que dejaba al descubierto el pecho por la parte del escudo, Il.16.400, παρ' ἀσπίδος A.Th.624, παρ' ἀσπίδα X.An.4.3.26, ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6, ἐξ ἀσπίδος Plb.11.23.5;
h) c. prep. y un numeral en fondo ἐπ' ἀσπίδας δὲ πέντε μὲν καὶ εἴκοσι Θηβαῖοι ἐτάξαντο los tebanos se colocaron de veinticinco escudos en fondo Th.4.93, ἵστασθαι ... ἐπὶ τρεῖς ἀσπίδας Ar.Fr.72, ἐπὶ μιᾶς ἀσπίδος en hilera, en fila india Isoc.6.99, τὴν πεζῆν στρατιὰν παρατεταγμένην οὐκ ἐπ' ὀλίγων ἀσπίδων la infantería formada no en pocas filas Th.7.79;
i) παρ' ἀσπίδα junto al escudo e.d. en el combate παρ' ἀσπίδα στῆναι resistir, aguantar en el combate E.Med.250, στάντες παρ' ἀσπίδα E.Ph.1001, παρ' ἀσπίδα βέβηκας E.Ph.1073, παρ' ἀσπίδ' ἐκπονῶν E.Or.653, E.Hel.734
ἐς ἀσπίδ' ἥξειν ir al combate E.Ph.1326;
j) como señal ἀναδέξαι ἀσπίδα Hdt.6.115, ἆραι ἀσπίδα X.HG 2.1.27, Ἄρης ... ἀσπίδα τύψεν ἀκωκῇ δούρατος Call.Del.136.
2 sg. colectivo cuerpo de ejército ὀκτακισχιλίη ἀ. Hdt.5.30, πολλὴν ἀθροίσας ἀσπίδ' Ἀργείων E.Ph.78
cuerpo de ejército de hoplitas op. πελτασταί: ἀ. μυρία καὶ τετρακοσία X.An.1.7.10.
II fig. protección, cobijo οὗτος γὰρ ἡμῖν ἀ. οὐ σμικρὰ θράσους A.A.1437, ἀσπίδ' ἀποβέβληκεν οὗτος τοῦ βίου ref. a la παρρησία Nicostr.Com.30, Ἡλιωδόρου τὴν ἀσπίδα προσλαβεῖν ref. a un orador, Lib.Or.62.47, λήμψεται ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα tomará como escudo invencible la santidad LXX Sap.5.19.
III 1cierto recipiente εὐκύκλωτος ἀ. Aristopho 13.2.
2 saliente o picaporte de una puerta IG 4.1484.79 (Epidauro).
IV zool.
1 áspid de Egipto o de Cleopatra, Coluber haié Hdt.4.191, Nic.Th.158, Ph.2.570, Ael.NA 10.31, D.C.51.11.2
en juego de palabras con I 2 Ar.V.23.
2 gener. áspid, serpiente venenosa, víbora ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη LXX Ps.13.3, ὁ οἶνος ... θυμὸς ἀσπίδων ἀνίατος LXX De.32.33, ᾠὰ ἀσπίδων ἔρρηξαν LXX Is.59.5.
3 el zoofito Pennatula Rubra Arist.HA 532b22.
V adorno en forma de áspid, OGI 90.43 (Roseta II a.C.).

• Etimología: Etim. dud.; quizá rel. c. σπιδέος y σπίδιος q.u. deriv. de *ἀν-σπις, o c. Ϝασ-σπιδ- de Ϝασ- ‘piel’, pero no hay huellas de Ϝ. Tb. se ha rel. c. aaa. aspa ‘álamo’. Lo más prob. es que sea un prést.

English (Strong)

of uncertain derivation; a buckler (or round shield); used of a serpent (as coiling itself), probably the "asp": asp.

English (Thayer)

ἀσπίδος, ἡ, an asp, a small and most venomous serpent, the bite of which is fatal unless the part bitten be immediately cut away: Herodotus, Aristotle, others.) Aelian nat. an. 2,24; 6,38; Plutarch, mor., p. 380f. i. e. de Isid. et Osir. § 74; Oppian. cyn. 3,433.) (Cf. BB. DD. under the word <TOPIC:Asp>; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 270ff.)

Greek Monolingual

βλ. ασπίδα.

Greek Monotonic

ἀσπίς: -ίδος, ἡ,
I. 1. στρογγυλή ασπίδα, Λατ. clipeus, από δέρμα βοδιού, καλυμμένη με μεταλλικές πλάκες, με προεξοχή (ὀμφαλός) στη μέση, διακοσμημένη με αραποσιτιά (θύσανοι)· αντίθ. προς την στενόμακρη ασπίδα (ὅπλον, Λατ. scutum) που χρησιμοποιείται από τους οπλίτες (ὁπλῖται).
2. στον πεζό λόγο, για να δηλώσει το σώμα των στρατιωτών, ὀκτακισχιλίη ἀσπίς, οκτώ χιλιάδες στρατιώτες οπλισμένοι, σε Ηρόδ.
3. σε στρατιωτικές φράσεις: ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσι τάξασθαι, σε βάθος είκοσι πέντε ανδρών, σε Θουκ.· ἐπ'ἀσπίδα, παρ' ἀσπίδα (αντίθ. ἐπὶ δόρυ), προς τα αριστερά ή στα αριστερά, επειδή η ασπίδα κρατιόταν από το αριστερό χέρι, σε Ξεν.· παρ' ἀσπίδα στῆναι, στέκομαι στη μάχη, σε Ευρ.
II. ασπίδα, φίδι Αιγυπτιακό, σε Ηρόδ.