σπέρμα

From LSJ
Revision as of 03:51, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπέρμα Medium diacritics: σπέρμα Low diacritics: σπέρμα Capitals: ΣΠΕΡΜΑ
Transliteration A: spérma Transliteration B: sperma Transliteration C: sperma Beta Code: spe/rma

English (LSJ)

ατος, τό, (σπείρω)

   A seed, only once in Hom., in metaph. sense, v. infr. 1.2:    I mostly, seed of plants, σ. ἀνιέναι, κρύπτειν, h.Cer.307, cf. Hdt.3.97: pl., Hes.Op.446; σ. τῇ γῇ διδόναι, ἐμβαλεῖν, X.Oec.17.8, 10: prov., εἰς πέλαγος σ. βαλεῖν Epigr.Gr.1038.8 (Pamphylia); of fruit, Antiph.58.4; τοῖς γαίης σπέρμασι with the products of earth, of corn-stalks, AP9.89 (Phil.).    2 metaph., germ, origin of anything, σ. πυρός Od.5.490; φλογός Pi.O.7.48, cf. P.3.37; σπέρματα, = στοιχεῖα, elements, Anaxag.4, cf. Epicur.Ep.2p.38 U., Fr.250; ὁ τὸ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος D.18.159; συκοφάντου σ. καὶ ῥίζαν οἴεται δεῖν ὑπάρχειν τῇ πόλει Id.25.48; σ. τῆς στάσεως Plu. Mar.10; τοῦ ὅρκου Longin.16.3.    3 seed-time, sowing, Hes.Op. 781.    II of animals, seed, semen, φέροισα σ. θεοῦ pregnant by the god, Pi.P.3.15; but σ. φέρειν Ἡρακλέους to be pregnant of Heracles, Id.N.10.17; μυελὸν . . εἰς σ. καὶ γόνον μερίζεσθαι Ti.Locr.100b, cf. Pl. Ti.86c; σ. παραλαβεῖν E.Or.553; σπέρματος πλῆσαι Plu.Lyc. 15: pl., κατ' ἀμφότερα τὰ σ. θεῶν ἀπόγονος Hp.Ep.2.    2 race, origin, descent, τοὐμὸν . . σπέρμ' ἰδεῖν βουλήσομαι S.OT1077; τίνος εἶ σπέρματος πατρόθεν; Id.OC214 (lyr.); γένεθλον σπέρμα τ' Ἀργεῖον A.Supp. 290, cf. Ch.236; σ. ἄντασ' Ἐρεχθειδᾶν S.Ant.981 (lyr.), cf. Pi.O.7.93, etc.    3 freq. in Poets, seed, offspring, τὸ βρότειον σ. A.Fr.399; σ. Πελοπιδῶν Id.Ch.503; σ. [τοῦ Ἀβραάμ] Ev.Luc.1.55, etc.; sts. of a single person, Pi.O.9.61, A.Pr.705, S.Ph.364, Orac. ap. Th.5.16, LXX Ge.4.25, etc.: pl., A.Eu.803,909, S.OT1246, OC600, Ep.Gal.3.16; once in Pl., ἀνθρώπων σπέρμασι νουθετοῦμεν Lg.853c.

German (Pape)

[Seite 919] τό, das Gesäete, der Saame, u. übh. der Keim, Alles, worous Etwas erwächst od. entsteht, πυρός Od. 5, 490; – gew. vom Pflanzensaamen, die Saat, Aussaat; H. h. Cer. 308. 354; Hes. O. 448; Her. 3, 97; τὰ σπέρματα, Sämereien, Hes. O. 473; σπέρμα πάσης ἐξαπόλλυται χθονός, Aesch. Ag. 514, u. öfter; Eur. Or. 552 u. sonst, wie in Prosa, παντὸς σπέρματος πέρι ἢ φυτοῦ Plat. Rep. VI, 491 d, Soph. 265 c; φλογός, Pind. Ol. 7, 48; ὄλβου, P. 4, 255; – auch thierischer Saamen, u. = Sohn, Abkömmling, Sprößling, N. 10, 81, vgl. 17; oft bei Tragg.: μὴ 'ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν τόδε, Aesch. Ch. 496; Μεγαρεὺς Κρέοντος σπέρμα, Spt. 456; Prom. 707; ὦ σπέρμ' Ἀχιλλέως, Soph. Phil. 364, u. öfter; auch im plur., πρὸς τῶν ἐμαυτοῦ σπερμάτων, O. C. 606; aber τοὐμὸν δ' ἐγὼ κεἰ σμικρόν ἐστιν, σπέρμ' ἰδεῖν βουλήσομαι, O. R. 1077, ist = von wem ich entsprossen, meinen Vater, Schol. γένος; Eur. τὸ Σισύφειον σπέρμα, I. A. 524; πᾶν τὸ θῆλυ σπέρμα Καδμείων, Bacch. 35; so auch Thuc. 5, 16, wo der Ausdruck aus einem Orakel entnommen ist; auch bei Plat., ἄνθρωποί τε καὶ ἀνθρώπων σπέρμασι νομοθετοῦμεν, Plat. Legg. IX, 853 c; vgl. Xen. Mem. 4, 4, 23. – Uebh. Ursache, Veranlassung wozu, ὁ τὸ σπέρμα παρασχὼν οὗτος ἦν, Dem. 18, 159; λογικοῦ, S. Emp. adv. nhys. 1, 101.

Greek (Liddell-Scott)

σπέρμα: τό, (√ΣΠΕΡ, σπείρω) τὸ σπειρόμενον, ὁ σπόρος, τὸ σπέρμα παντὸς πράγματος, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ἐν μεταφορ. σημασίᾳ ἴδε κατωτ. Ι. 2. Ι. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὁ σπόρος φυτῶν, ἀνιέναι, κρύπτειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 308, Ἡρόδ. 3. 97· σπέρματα, σπόροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 444, 469· σπ. τῇ γῇ διδόναι, ἐμβάλλειν Ξεν. Οἰκ. 17, 8 καὶ 10· παροιμ., εἰς πέλαγος σπ. βαλεῖν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1038. 9· ― ἐπὶ καρποῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Βοιωτοῖς» 1· ― πληθ., τοῖς γαίης σπέρμασι, μὲ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ἐπὶ σταχύων, Ἀνθ. Π. 9. 89. 2) μεταφορ., ἐπὶ τοῦ σπέρματος ἢ τῆς πρώτης ἀρχῆς ἢ στοιχείου πράγματός τινος, σπ. πυρὸς Ὀδ. Ζ. 490· φλογὸς Πινδ. Ο. 7. 87, πρβλ. Π. 3. 65· σπέρματα = στοιχεῖα, semina rerum, Ἀναξαγ. παρ’ Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 3, 4· σπ. ὄλβου Πινδ. Π. 4. 453· σπ. κακῶν παρασχεῖν Δημ. 280. 28· συκοφάντου σπ. καὶ ῥίζαν δεῖν ὑπάρχειν τῇ πόλει ὁ αὐτ. 784 ἐν τέλ.· σπ. τῆς στάσεως Πλουτ. Μάρ. 10· τοῦ ὅρκου Λογγῖν. 16. 3. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, = γονὴ ΙΙ, Λατ. semen genitale, σπ. θεοῦ φέρειν, ἐγκυμονῶ ἐκ θεοῦ, Πινδ. Π. 3. 27· ἀλλά, σπ. φέρειν Ἡρακλέους, ἐγκυμονῶ ἐκ τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 29· οὕτω, σπ. ἔχειν, δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 92, Π. 4. 452. μυελὸν ... εἰς σπ. καὶ γόνον μερίζεσθαι Τίμ. Λοκρ. 100Α, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 86C· σπ. παραλαβεῖν Εὐρ. Ὀρ. 543· σπέρματος πλῆσαι Πλουτ. Λυκ. 15· ― ἐν τῷ πληθ., κατ’ ἀμφότερα τὰ σπ. θεῶν ἀπόγονος Ἱππ. 1271. 41, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 803, 909, Σοφ. Ο. Τ. 1246. 2) γενεά, καταγωγή, τοὐμὸν ... σπέρμ’ ἰδεῖν βουλήσομαι αὐτόθι 1077· τίνος εἶ σπέρματος πατρόθεν; ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 215· γένεθλον σπέρμα τ’ Ἀργεῖον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 290, πρβλ. Χο. 236· σπ. ἄντασ’ Ἐρεχθειδᾶν Σοφ. Ἀντ. 981· πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 171, κτλ. 3) παρὰ ποιηταῖς πολλάκις, σπέρμα, τέκνα, Χρησμ. παρὰ Θουκ. 5. 16· τὸ βρότειον σπ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 295· σπ. Πελοπιδῶν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 503, πρβλ. 236· ἐνίοτε ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, Πινδ. Ο. 9. 92, Αἰσχύλ. Πρ. 705, Χο. 474, Σοφ. Φιλ. 364, κτλ.· σπανίως ἐν τῷ πληθ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 290, Εὐμ. 909, Σοφ. Ο. Κ. 600· ἅπαξ ἔτι καὶ παρὰ Πλάτ., ἀνθρώπων σπέρμασι νουθετοῦμεν Νόμ. 853C·

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. semence :
1 en parl. de plantes semence, grain, graine;
2 en parl. d’animaux ou de pers. semence, germe ; τὰ σπέρματα procréation ; en prose σπέρματος πλῆσαι PLUT féconder ; race, origine ; σπέρμα σῶν ὁμαιμόνων SOPH tes frères;
3 en gén. germe, principe, cause, origine (du feu) : σπέρμα κακῶν DÉM semence de maux ; σπέρμα τῆς στάσεως PLUT semence de guerre civile;
II. qui sort de la semence :
1 les semences, càd les céréales, les plantes en gén.
2 en parl. de pers. rejeton, descendant, enfant ; en gén. génération, population;
III. action de semer, semailles ; p. anal. en parl. d’enfantement.
Étymologie: R. Σπαρ, répandre, > σπείρω ; cf. lat. spargo.

English (Autenrieth)

ατος (σπείρω): seed, germ; fig., πυρός, Od. 5.490†.

English (Slater)

σπέρμα (-ατος, -α.)
   a origin, source (θάλος) ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τυγχανέμεν (O. 2.46) καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ (O. 7.48) πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἐξ ἑνὸς σπέρματος ἐνθορὸν ἀίστωσεν ὕλαν (P. 3.37) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ (Hermann: περ ἀρούραισι codd.) (P. 4.255) “ἐν τᾷδ' ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα πρὶν ὥρας” (P. 4.43)
   b (human) seed ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος (O. 9.61) καὶ φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν (P. 3.15) ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος (N. 10.17) “τόνδε δ' ἔπειτα πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στάξεν ἥρως” (N. 10.81)
   c seed, descendants μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος (O. 7.93)

English (Strong)

from σπείρω; something sown, i.e. seed (including the male "sperm"); by implication, offspring; specially, a remnant (figuratively, as if kept over for planting): issue, seed.

English (Thayer)

σπέρματος, τό (σπείρω, which see), from Homer down, Hebrew זֶרַע , the seed (from which anything springs);
a. from which a plant germinates; α. properly, the seed i. e. the grain or kernel which contains within itself the germ of the future plant: plural, L Tr σπόρος). β. metaphorically, a seed i. e. a residue. or a few survivors reserved as the germ of a new race (just as seed is kept from the harvest for the sowing), Sept. for שַׂרִיד (so also Josephus, Antiquities 11,5, 3; 12,7, 8; Plato, Tim., p. 23{c}).
b. the semen virile; α. properly: καταβολή 1, and see below); often in secular writings. By metonymy the product of this semen, seed, children, offspring, progeny; family, race, posterity (so in Greek chiefly in the tragic poets, cf. Passow, under the word, 2b. ii., p. 1498 (Liddell and Scott, under the word, II:3); and זֶרַע very often in the O. T. (cf. Winer's Grammar, 17,30)); so in the singular, either of one, or collectively of many: εἰς καταβολήν σπέρματος (see (above, and) καταβολή, 2) ἀνισταναι and ἐξανισταναι σπέρμα τίνι, ἔχειν σπέρμα, ἀφιέναι σπέρμα τίνι, τό σπέρμα τίνος, παῖς ἐκ βαιλικων σπερμάτων, of royal descent, Josephus, Antiquities 8,7, 6; τῶν Αβραμιαίων σπερμάτων ἀπόγονοι, tribes, races, ἄνθρωποι τέ καί ἀνθρώπων σπερμασι νομοθετουμεν τά νῦν, Plato, legg. 9, p. 853c. By a rabbinical method of interpreting, opposed to the usage of the Hebrew זֶרַע , which signifies the offspring whether consisting of one person or many, Paul lays such stress on the singular number in Αβραμιαίων σπερμάτων ἀπόγονοι, Lightfoot on Galatians , the passage cited)). τό σπέρμα (Ἀβραάμ) τό ἐκ τοῦ νόμου, the seed which is such according to the decision of the law, physical offspring (see νόμος, 2, p. 428{a}), τό ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, those who are called Abraham's posterity on account of the faith by which they are akin to him (see πίστις, 1b. ἆ., p. 513{b} and ἐκ, II:7), σπέρμα of the church (which is likened to a mother, β. whatever possesses vital force or life-giving power: τό σπέρμα τοῦ Θεοῦ (but anarthrous)), the Holy Spirit, the divine energy operating within the soul by which we are regenerated or made the τέκνα τοῦ Θεοῦ, 1 John 3:9.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.)
2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από σπερματοζωάρια και προϊόντα έκκρισης αδένων του γεννητικού συστήματος του ανδρός («μιχθεῑσα Φοίβῳ καὶ φέροισα σπέρμα θεοῡ καθαρόν, Πίνδ.)
3. όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τα σπερματοζωάρια, δηλ. τα αρσενικά γεννητικά κύτταρα που παράγονται στα ζώα
4. γόνος, απόγονος, τέκνο (α. «είναι σπέρμα παλαιάς γενιάς» β. «καὶ μή 'ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν τόδε», Αισχύλ.
γ. «γῆς ἐμῆς ἀπηλάθην πρὸς τῶν ἐμαυτοῡ σπερμάτων», Σοφ.)
5. η γενεσιουργός, η αρχική αιτία (α. «σ' αυτούς τους χώρους υπήρχαν τα σπέρματα της εγκληματικότητας» β. «καὶ τοῡτο πρῶτον ὑπῆρξεν αὐτοῑς σπέρμα τῆς ἀνηκέστου καὶ χαλεπῆς ἐκείνης στάσεως», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. βοτ. αναπαραγωγική δομή που αναπτύσσεται από τη γονιμοποιημένη σπερμοβλάστη και αποτελεί τη μονάδα διασποράς τών φυτών που παράγουν σπέρματα, τα σπερματόφυτα, τα είδη της οποίας διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος του φυτού από το οποίο προέρχεται
2. πυρήνας καρπού, κουκούτσι
3. φρ. α) «ορχικό σπέρμα»
(ανατ.-φυσιολ.) σπέρμα που αθροίζεται στον σπερματικό πόρο και στις σπερματοδόχους κύστεις και αποτελείται μόνο από σπερματοζωάρια
β) «ολικό σπέρμα»
(ανατ.-φυσιολ.) σπέρμα που αποβάλλεται κατά την εκσπερμάτιση και προέρχεται από την ανάμιξη μέσα στην ουρήθρα του αρχικού σπέρματος με τα εκκρίματα διαφόρων οργάνων που υπάρχουν κατά μήκος της γεννητικής οδού από τους όρχεις ώς την ουρήθρα, αλλ. εκσπερμάτισμα
γ) «τράπεζα σπέρματος»
(βιολ.-ιατρ.) ειδικευμένο ίδρυμα που συλλέγει και διατηρεί υπό κατάλληλες συνθήκες ζωντανό σπέρμα ανθρώπου, το οποίο μπορεί να προμηθευθεί ένα αρμόδιο ίδρυμα ή ιδιώτης, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τεχνητή γονιμοποίηση
μσν.
σύνολο ανθρώπων με κοινούς δεσμούς («ἐπιμένει ὁ θεὸς τὴν σύγχυσιν τοῡ κόσμου διὰ τὸ σπέρμα τῶν Χριστιανῶν», Ιουστιν.)
μσν.-αρχ.
1. θρησκ. ο σπόρος της σωτηρίας, η αρχή της σωτηρίας (α. «πρὸς ὑποδοχὴν τοῡ νοητοῡ καὶ μακαρίου σπέρματος», Μεθόδ.
β. «σωτηρίων καὶ ἁγίων σπερμάτων», Ωριγ.)
αρχ.
1. στον πληθ. τα σπέρματα
(στους Στωικούς) τα έσχατα στοιχεία τών όντων
2. φρ. «σπέρματα γαίης» οι καρποί της γης, τα στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπερ- της απαθούς βαθμίδας του σπείρω + κατάλ. -μα. Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τις μορφές pema και pemo (πρβλ. τους τ. με α' συνθετικό σπερμο-)].

Greek Monotonic

σπέρμα: -ατος, τό (σπείρω), αυτό που σπείρεται, σπέρμα, σπόρος, κόκκος·
I. 1. σπόρος των φυτών, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης, λέγεται για το σπέρμα των ζώων, σε Πίνδ., Ευρ.
2. μεταφ., λέγεται για το σπέρμα, την προέλευση, την πρώτη αρχή, το αρχικό σημείο οποιουδήποτε πράγματος, σπέρμα πυρός, σε Ομήρ. Οδ.· φλογός, σε Πίνδ.· κακῶν, σε Δημ.
II. 1. σπέρμα, γόνος, γένος, απόγονοι, σε Τραγ. κ.λπ.
2. φυλή, καταγωγή, γενιά, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σπέρμα: ατος τό1) семя (растительное или животное) HH, Hes., Her., Xen., Arst.: σ. τινὸς φέρειν Pind. быть беременной от кого-л. и кем-л.; σπτέρματος πλῆσαι Plut. оплодотворять; σ. δέχεσθαι Pind. или παραλαβεῖν Eur. быть оплодотворяемым;
2) перен. семя, зародыш, начало, источник (κακῶν Dem.; τῆς στάσεως, σπέρματα λόγων χρηστῶν Plut.);
3) плод (τὰ γαίης σπέρματα Anth.);
4) отрасль, род (Πελοπιδῶν Aesch.): ἀνθρώπων σπέρματα Plat. род человеческий;
5) отпрыск, дитя, потомок (Ἀχιλλέως Soph.);
6) pl. сев, обсеменение (σπέρματος ἄρξασθαι Hes.);
7) pl. досл. оплодотворение, перен. материнство (μνήμη παλαιῶν σπερμάτων Soph.).