ῥοπή
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
ἡ, (ῥέπω) A turn of the scale, fall of the scale-pan, weight, Arist. Cael.307b33; μέχρι τοῦ μέσου τὴν ῥ. ἔχειν gravitate to... ib.297a28; downward momentum, τῷ μείζονι βάρει καὶ ῥ. πλείων παρέπεται Ph. Bel.69.21; ῥ. ποιεῖν make (counter-)weight, Thphr.CP5.4.7; ἁ γᾶ ἐρήρεισται ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥ. in equilibrium, Ti.Locr.97e; διαστρεφόντων τὴν ῥ. disturbing the balance, Plu.Cam.28. 2 metaph., balancing, suspense, ἀ δ' (sc. ἀ πόλις) ἔχεται ῤόπας Alc.25; ῥ. Δίκας A.Ch.61 (lyr.); ἐν οὖν ῥ. τοιᾷδε κειμένῳ S.Tr.82; ποντοναῦται . . λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες staking distant ventures on nice balancings, Id.Fr.555 ( = Philol.88.2); ῥ. βίου μοι the turning-point or sinking-point of life, i.e. death, Id.OC1508; ῥ. 'στιν ἡμῶν ὁ βίος ὥσπερ ὁ ζυγός Men.Mon.465. b turn of the scale, ποιεῖν ῥ. turn the scale, Arist.Pol.1295b38; τοῦ πολέμου Isoc.12.50; πολλάκις μικραὶ δυνάμεις μεγάλας τὰς ῥ. ἐποίησαν Id.4.139; μεγάλην ἔσεσθαι τὴν ῥ., εἰ . . Id.14.33; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνοντα τὸν πόλεμον Plb.1.20.7, cf. Trag.Adesp.102: hence, decision, outcome, βλέπω δύο ῥ.· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ' . . ἢ . . E.Hel.1090; ἀσθενεῖς καὶ ἐπὶ ῥ. μιᾶς ὄντες at the mercy of a single weighing in the scales, Th.5.103. II weight placed in the scale-pan, Arist.Mech.850a13; esp. small additional weight, make-weight, casting weight, IG22.1013.35, al.; ὡς ῥ. ἐκ πλαστίγγων LXX Wi.11.22; ὡς ῥ. ζυγοῦ ἐλογίσθησαν 'as dust in the balance', ib.Is.40.15; οὐδ' ὅσον ῥ. Herod.7.33. 2 metaph., σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥ. casting weight, S.OT961; σῶμα νοσῶδες σμικρᾶς ῥ . . δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Pl.R.556e; δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥ. E.Hipp.1163, cf. Plu.Art.30. b δεῖ ῥ. διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι τοὺς συγγραφέας give the casting weight to... Plb. 16.14.6. c weight, decisive influence, ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ A.Pers.437; μεγάλη γὰρ ῥ., μᾶλλον δὲ ὅλον, ἡ τύχη παρὰ πάντα τὰ πράγματα D.2.22; ῥ. ἔχειν have influence, Id.11.8, cf. SIG761.5 (Delph., i B.C.); ἔχει τι βρῖθος καὶ ῥ. πρὸς τὸν βίον Arist.EN1101a29, cf. 1094a23, 1172a23; πλείστην παρέχεται ῥ. εἰς τὸ νικᾶν Plb.6.52.9. III decisive moment, crisis (i.e. victory), καὶ τὸν Βαλαὰμ . . ἀπέκτειναν ἐν τῇ ῥ. LXX Jo.13.22: so generally, moment, πρὸς μίαν ῥ. . . διεφθάρη in one moment, ib.Wi.18.12; ὑστάτην βίου ῥ. αὑτοῖς ἐκείνην δόξαντες εἶναι ib.3 Ma.5.49; ἐν ῥοπῆς καιρῷ βραχεῖ AP11.289 (Pall.). IV discount deducted from a payment, PLond.3.780.4 (vi A.D.), POxy.143.3 (vi A.D.), etc.; perh. illicit commission, Cod. Just.4.59.1.1.
German (Pape)
[Seite 849] ἡ, die Neigung, bes. die Senkung, Neigung der Wagschaale u. der dadurch bewirkte Ausschlag, wie Plut. Camill. 28; vgl. Inscr. bei Böckh's Staatshh. II p. 347; allmälige Bewegung nach unten, Senkung, Wucht, Schuß, ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ, Aesch. Pers. 429, übertr., der Ausschlag, die Entscheidung, ῥοπὴ δ' ἐπισκοπεῖ δίκαν, Ch. 59; σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή, Soph. O. R. 961; ἐν ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος, Tr. 82, wo der Schol. erkl. ἐν κινδύνῳ καὶ ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἱστάμενος; ῥοπὴ βίου μοι, O. C. 1504, der Wendepunkt oder die Neige des Lebens, der Augenblick des Todes; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, Eur. Hipp. 1163; ἁ πόλις ἔχεται ῥοπᾶς, Ar. Vesp. 1235; ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, Thuc. 5, 103; ὥςπερ σῶμα νοσῶδες μακρᾶς ῥοπῆς ἔξωθεν δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν, Plat. Rep. VIII, 556 e; Folgde; μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν, Isocr. 4, 139; μεγάλη γὰρ ῥοπή, μᾶλλον δὲ τὸ ὅλον ἡ τύχη παρὰ πάντ' ἐστὶ τὰ ἀνθρώπων πράγματα, das Glück entscheidet Alles, Dem. 2, 22; ἐν προσθήκης μέρει ῥοπὴν ἔχει τινὰ καὶ χρῆσιν, 11, 8. öfter; τῇ τῶν γερόντων προσκλίσει καὶ ῥοπῇ, durch ihren Beitritt, der entscheidend war, Pol. 6, 10, 10; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνει ὁ πόλεμος, 1, 29, 7, das Kriegsglück neigt sich abwechselnd auf beide Seiten; τοῦτο πλείστην παρέχεται ῥοπὴν εἰς τὸ νικᾶν, 6, 52, 9; Plut. vrbdt ἦν ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς ὁ Ἀρταξέρξης, Artax. 30, es bedurfte eines geringen Umstandes, um zu seinem Tode den Ausschlag zu geben; – ῥοπὴν καὶ δύναμιν ἔχειν πρὸς ἀρετήν τε καὶ εὐδαίμονα βίον, Arist. eth. 10, 1, Einfluß worauf haben.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοπή: ἡ, (ῥέπω) κλίσις πρὸς τὰ κάτω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σοῦς (ὅπερ σημαίνει κίνησιν πρὸς τὰ ἄνω)· μάλιστα ἐπὶ τῆς ῥοπῆς τῆς πλάστιγγος (πρβλ. αντισηκόω II), Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· ῥοπὴν ἔχειν μέχρι τινός..., Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14· ῥ. ποιεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 7· ἁ γᾶ ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρήρειται, ἐν ἰσορροπίᾳ, Τίμ. Λοκρ. 97· διαφέρειν τὴν ῥ., διαταράττειν αὐτήν, Πλουτ. Κάμιλλ. 28· ἔχειν ῥοπὴν μνᾶς πέντε, κτλ., ἔχειν βάρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 35, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἡ κλίσις τῆς πλάστιγγος, ἡ κρίσιμος στιγμή, ἐξ ἧς θὰ ἀποφασισθῇ ἡ ἔκβασις, Λατ. momentum, ἃ δ’ ἔχεται ῥοπᾶς (δηλ. ἡ πόλις), διατελεῖ ἐν κρισίμῳ στιγμῇ ὡς πρὸς τὴν ἑαυτῆς τύχην, Ἀριστοφ. Σφ. 1235· ῥοπὴ δ’ ἐπισκοπεῖ δίκας ταχεῖα τοὺς μὲν ἐν φάει κτλ., «ἡ δὲ τῆς δίκης ῥοπὴ τοὺς μὲν ἐπισκοπεῖ ταχέως καὶ ἀμύνεται» κτλ. (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 61, πρβλ. Ἀγ. 250· ἐν οὖν ῥοπῇ τοιᾷδε κειμένῳ Σοφ. Τρ. 82· οἱ ποντοναῦται ... λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραπίπτοντες, διακινδυνεύοντες μεγάλα φορτία εἰς μικρὰς τῆς τύχης ῥοπάς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· οὕτω, σμικρὰ παλαιὰ σώματ’ εὐνάζει ῥοπή, μικρὰ τροπὴ καταρρίπτει αὐτά, τὰ ἀποτελειώνει, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 961· δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐγγίζοντος εἰς τὸν θάνατον, Εὐρ. Ἱππ. 1163· βλέπω δύο ῥοπάς· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ ἢ ... ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1090· ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, ἐξαρτώμενοι ἐκ τῆς ἐλαχίστης τροπῆς τῶν περιστάσεων, δηλ. εὑρισκόμενοι εἰς κρίσιμον κατάστασιν, Θουκ. 5. 103 σῶμα νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ... δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Πλάτ. Πολ. 556Ε· ῥ. βίου μοι, τὸ σημεῖον τῆς τροπῆς ἢ καταστροφῆς τοῦ βίου, ὁ θάνατος, Σοφ. Ο. Κ. 1508· ῥ. ’στιν ἡμῶν ὁ βίος Μενάνδρου Μονόστ. 465· μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν Ἰσοκρ. 69C· μεγάλην ἔσεσθαι ῥοπήν, εἰ .. ἢ .. γενήσεται ὁ αὐτ. 302Ε, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 14· ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἅπαντος τοῦ πολέμου, τὴν ἀποφασίσασαν τὴν τύχην ὅλου τοῦ πολέμου. Ἰσοκρ. 242Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 10· πλείστην ῥ. παρέχεσθαι εἴς τι Πολύβ. 6. 52, 9· λαμβάνειν ῥοπὰς εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ὁ αὐτ. 1. 20, 7, πρβλ. 6. 10, 10· ῥοπὰς διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι, νὰ λαμβάνωσι τὸ μέρος τῶν πατρίδων αὑτῶν. ὁ αὐτ. 16. 14, 6. ΙΙ. τὸ προξενοῦν ῥοπὴν πρὸς τὰ κάτω, Ἀριστ. Μηχαν. 2, 3., 32. 1, π. Οὐρ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· μεταφορικῶς, ἐπίδρασις, ἐπενέργεια, «ἐπιρροή», μεγάλη γὰρ ῥοπή, μᾶλλον δὲ ὅλον, ἡ τύχη παρὰ πάντα ἐστὶ τὰ πράγματα Δημ. 24. 14· ῥοπὴν ἔχω, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, «ἐπιρροήν», ἔχω βαρύτητα, ὁ αὐτ. 154. 18· ἔχειν βρῖθος καὶ ῥ. πρὸς τον βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 3, πρβλ. 1. 2, 3., 1. 7, 21., 10. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 inclinaison, action d’incliner, de pencher, en gén. mouvement de haut en bas ; particul. inclinaison d’une balance : διαστρέφειν τὴν ῥοπήν PLUT fausser l’inclinaison d’une balance;
2 impulsion de haut en bas, particul. impulsion d’une balance ; fig. cause ou circonstance déterminante, moment critique : μικραὶ δυνάμεις μεγάλας τὰς ῥοπὰς ἐποίησαν ISOCR de petites influences ont déterminé de grandes décisions ; ἐν ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος SOPH se trouvant dans cette situation critique ; ἐπὶ μιᾶς ῥοπῆς εἶναι THC n’avoir qu’une chance à courir ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς EUR sous une influence légère, pour un rien ; ῥοπή μοι βίου SOPH le moment suprême de ma vie;
3 ce qui détermine l’impulsion, poids : ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ ESCHL de manière à égaler deux fois leur poids ; ῥοπὴν ἔχειν DÉM avoir du poids, n’être pas sans importance ou sans influence ; οὐ μικράν τινα αὐτῶν ῥοπὴν εἶναι καὶ παρόντων καὶ ἀπόντων XÉN leur poids n’était pas petit, càd il importait beaucoup, qu’ils fussent présents ou absents ; μεγάλη ἔσται ῥοπὴ εἰ ISOCR il importera grandement que.
Étymologie: ῥέπω.
Greek Monolingual
η / ῥοπή, ΝΜΑ
1. το να ρέπει κάτι, το να παρουσιάζει φορά προς τα κάτω, η κλίση προς τα κάτω (α. «τῷ μείζονι βάρει καὶ ῥοπὴ πλείων παρέπεται», Φίλ.
β. «μέχρι τοῡ μέσου τὴν ῥοπὴν ἔχειν», Αριστοτ.)
2. η τάση, η κλίση προς κάτι από προδιάθεση ή από έξη (α. «είχε τη ροπή προς τη χαρτοπαιξία» β. «ἡ ἀπαιδευσία πολλὴν ἐνδίδωσι ῥοπὴν εἰς ἀδικίαν», Κλήμ. Αλ.
γ. «παραφυλακτέον... ἡμῑν μάλιστα τοῑς ἐν Χριστῷ τὴν εἰς τὰ φαῡλα ῥοπὴν», Κύ ριλλ.)
νεοελλ.
1. φυσ. η τάση που έχει μία δύναμη να περιστρέψει το σώμα πάνω στο οποίο ασκείται γύρω από ένα σημείο ή έναν άξονα
2. φρ. α) «ροπή δύναμης γύρω από ένα σημείο»
φυσ. διανυσματικό μέγεθος του οποίου η διεύθυνση είναι κάθετη στο επίπεδο που ορίζουν το σημείο και η δύναμη, το μέτρο του ισούται με το γινόμενο του μέτρου της δύναμης επί την κάθετη απόσταση του σημείου από τον φορέα της δύναμης και η φορά του προσδιορίζεται από τον κανόνα του δεξιόστροφου κοχλία
β) «μαγνητική ροπή μαγνήτη» — το γινόμενο της ποσότητας μαγνητισμού ενός από τους πόλους του μαγνήτη επί την απόσταση μεταξύ τών πόλων
γ) «μαγνητική ροπή κυκλώματος» — η ροπή του μαγνήτη του ισοδύναμου προς το κύκλωμα ευθύγραμμου μαγνήτη
δ) «μαγνητική ροπή ατόμου» — η συνισταμένη τών μαγνητικών ροπών τών στοιχειωδών ηλεκτρονικών ρευμάτων του ατόμου
ε) «ηλεκτρική ροπή»
φυσ. η ροπή ηλεκτρικού διπόλου
στ) «ροπή ηλεκτρικού διπόλου
φυσ. το γινόμενο ενός από τα ίσα ηλεκτρικά φορτία του διπόλου επί την απόσταση μεταξύ τών φορτίων, αλλ. ηλεκτρική ροπή
ζ) «ροπή αδράνειας ως προς κινητό ή ακίνητο άξονα»
φυσ. το μέτρο της στροφικής αδράνειας ενός σώματος, δηλαδή της αντίδρασης που εμφανίζει το σώμα στις αλλαγές της στροφικής του ταχύτητας που επιχειρούνται με την εφαρμογή ροπής και το οποίο ποσοτικά είναι ίσο με το άθροισμα τών γινομένων της μάζας κάθε στοιχειώδους τμήματος του σώματος επί την απόστασή του από τον θεωρούμενο άξονα
η) «ροπή διανύσματος ως προς άξονα» — η ροπή της προβολής του διανύσματος επί επίπεδο κάθετο προς τον άξονα και του κάθετου επιπέδου
θ) «ροπή ζεύγους δυνάμεων»
φυσ. διανυσματικό μέγεθος με μέτρο το γινόμενο μιας δύναμης του ζεύγους επί την μεταξύ τους απόσταση
ι) «ροπή προς εισαγωγές»
(οικον.) η τάση που έχει μια οικονομία να εισάγει προϊόντα από το εξωτερικό και η οποία κατά τον μέσον όρο ισούται με τον λόγο τών εισαγωγών προς το εισόδημα ή το ποσοστό του εισοδήματος που αντιστοιχεί στις εισαγωγές
ια) «ροπή προς αποταμίευση»
(οικον.) η τάση μιας οικονομικής μονάδας, λ.χ. ατόμου, επιχείρησης ή χώρας, να αποταμιεύει μέρος του εισοδήματός της και η οποία κατά μέσο όρο ισούται με τον λόγο της αποταμίευσης προς το εισόδημα
ιβ) «ροπή προς κατανάλωση»
(οικον.) η τάση για διενέργεια καταναλωτικών δαπανών που υπάρχει σε μια οικονομία και η οποία κατά μέσο όρο ισούται με τον λόγο της κατανάλωσης προς το εισόδημα
ιγ) «ροπή προς επένδυση»
(οικον.) η τάση που υπάρχει σε μια οικονομία για διενέργεια επενδύσεων και η οποία κατά μέσο όρο ισούται με τον λόγο τών επενδύσεων προς το εισόδημα
μσν.
προκαταβολή που εκπίπτει από την τελική πληρωμή
μσν.-αρχ.
1. η στιγμή κατά την οποία γέρνει η ζυγαριά προς ένα μέρος, η κρίσιμη, η αποφασιστική στιγμή (α. «ῥοπὴ δ' ἐπισκοπεῑ δίκαι ταχεῑα τοὺς μὲν ἐν φάει, τὰ δ' ἐν μεταιχμίῳ σκότου», Αισχύλ.
β. «ὑμεῑς ἀσθενεῑς τε καὶ ἐπὶ ῥοπῆς μιᾱς ὄντες», Θουκ.
γ. «τρυτάνης θεοῡ ἀηττήτου ἀήττητον ἔχων ῥοπήν», Μ. Βασ.)
2. απότομη τροπή της πορείας τών πραγμάτων, ριζική μεταβολή μέσα σε μια στιγμή (α. «σῶμα νοσῶδες μικρᾱς ῥοπῆς... δεῑται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν», Πλάτ.
β. «μία ῥοπὴ καὶ ταῡτα πάντα θάνατος διαδέχεται», Νεκρ. Ακολ.)
3. η στιγμή του θανάτου (α. «ὑστάτην βίου ῥοπὴν αὐτοῑς ἐκείνην δόξαντες εἶναι», ΠΔ
β. «ῥοπὴ βίου μου», Σοφ.
γ. «ῥοπή 'στιν ἡμῶν ὁ βίος», Μέν.)
4. αποφασιστικής σημασίας επίδραση, βοήθεια («μηδεμιᾱς ἀπολαῡσαι φιλανθρωπίας, μηδὲ ροπῆς, μηδὲ βοηθείας», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. η θεία βοήθεια, η θεία πρόνοια («οὐκ ἀρκεῑ προθυμία ἀνθρώπου, ἄν μὴ τῆς ἄνωθέν τις ἀπολαύσῃ ῥοπῆς», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. έκβαση, αποτέλεσμα (α. «τὴν ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἄπαντος τοῡ πολέμου», Ισοκρ.
β. «μεγάλην γὰρ ἔσεσθαι τὴν ῥοπήν, εἰ μετὰ Λακεδαιμονίων ἡ τούτων γενήσεται πόλις», Ισοκρ.)
2. ενίσχυση, τόνωση, δυνάμωμα («εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνοντα τὸν πόλεμον», Πολ.)
3. συμβολή, σημασία («ἡ τῶν ἐπιβατῶν εὐψυχία πλείστην παρέχεται ῥοπὴν εἰς τὸ νικᾱν», Πολ.)
4. επίδραση, επενέργεια («τοιάδ
ἐπ' αὐτοὺς ἦλθε συμφορὰ πάθους, ὡς τοῑσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπή», Αισχύλ.)
5. φρ. α) «διαστρέφω τὴν ῥοπὴν» — διαταράσσω την ισορροπία
β) «ῥοπὴν ἔχω» — ασκώ επίδραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοπ- του ῥέπω].
Greek Monotonic
ῥοπή: ἡ (ῥέπω)·
I. 1. κλίση προς τα κάτω, ροπή, κλίση πλάστιγγας, ζυγαριάς, σε Αισχύλ.· διαφέρειν τὴν ῥοπήν, διαταράσσω την ισορροπία, σε Πλούτ.
2. μεταφ., η κλίση της πλάστιγγας, η κρίσιμη στιγμή, στην οποία θα αποφασιστεί η έκβαση, Λατ. momentum· ἔχεται ῥόπας (ενν. ἡ πόλις), η πόλη βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή της τύχης της, σε Αριστοφ.· ῥοπὴ ἐπισκοπεῖ Δίκας, η πλάστιγγα ή η κρίσιμη μεταστροφή, αλλαγή της Δικαιοσύνης, σε Αισχύλ.· σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή, μικρή, ελαφρά κλίση της πλάστιγγας αποτελειώνει τους γέροντες, σε Σοφ.· ἐπὶσμικρᾶς ῥοπῆς, λέγεται για τους εξαρτώμενους από την ελαχίστη τροπή των περιστάσεων, λέγεται γι' αυτούς που αγγίζουν τον θάνατο, σε Ευρ.· ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, λέγεται γι' αυτούς που εξαρτώνται από μια μοναδική, ελάχιστη τροπή των περιστάσεων, γι' αυτούς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση, σε Θουκ.· ῥοπὴ βίου, το σημείο καμπής, τροπής ή καταστροφής του βίου, δηλ. ο θάνατος, σε Σοφ.
II. μεταφ., επιρροή, επίδραση, επενέργεια, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ῥοπή:
1) склонение, наклоненность, наклон: ῥοπὴν ἔχειν μέχρι τινός Arst. склоняться (тяготеть) к чему-л.; ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρείδεσθαι Plat. находиться в равновесии; διαφέρειν или διαστρέφειν τὴν ῥοπήν Plut. нарушать равновесие; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνειν Polyb. склоняться то в одну, то в другую сторону; ῥ. δίκης Aesch. весы правосудия;
2) обстоятельство, фактор: μεγάλη ῥ. Dem. важный фактор; σμικρὰ παλαιὰ σώματ᾽ εὐνάζει ῥ. Soph. ничтожное обстоятельство валит с ног стариков; ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς εἶναι Thuc. иметь один лишь шанс, т. е. висеть на волоске;
3) поворотный пункт, решающий момент, важное обстоятельство: ἔχεσθαι ῥοπᾶς Arph. или ἐν ῥοπῇ κεῖσθαι Soph. находиться в критическом положении; ῥ. βίου μοι Soph. жизнь моя на исходе;
4) вес, значение, важность: οὐ μικράν τινα ροπὴν εἶναι οἴεσθαί τι Xen. придавать чему-л. немалое значение; μεγάλην ἔχειν ῥοπὴν πρός τι Arst. иметь большое значение для чего-л.
Middle Liddell
ῥοπή, ἡ, ῥέπω
I. inclination downwards, the sinking of the scale, Aesch.; διαφέρειν τὴν ῥ. to disturb the balance, Plut.
2. metaph. the turn of the scale, the critical moment, Lat. momentum, ἔχεται ῥοπᾶς (sc. ἡ πόλισ) is at a crisis of her fortunes, Alcae. ap. Ar.; ῥ. Δίκας the balance or critical turn of Justice, Aesch.; σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή a slight turn of the scale lays aged bodies to rest, Soph.; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς dependent on a slight turn of the scale, of one dying, Eur.; ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες depending on a single turn of the scale, Thuc.; ῥ. βίου the turning point of life, i. e. death, Soph.
II. metaph. influence, Dem.
Chinese
原文音譯:?ip» 里胚
詞類次數:名詞(1)
原文字根:投
字義溯源:急動,眨眼,眨,一眨,急速運轉;源自(ῥίπτω)*=拋擲)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 一眨(1) 林前15:52
English (Woodhouse)
importance, influence, critical point, power of affecting anything, power of affecting things, turn of the scale