ἐκτρέπω

From LSJ
Revision as of 16:31, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρέπω Medium diacritics: ἐκτρέπω Low diacritics: εκτρέπω Capitals: ΕΚΤΡΕΠΩ
Transliteration A: ektrépō Transliteration B: ektrepō Transliteration C: ektrepo Beta Code: e)ktre/pw

English (LSJ)

Ion. ἐκτράπω [ᾰ], A turn out of the course, turn aside, τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον Hdt.1.186, cf. 2.11, Th.5.65; μηδ' εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς A.Ag.1464 (lyr.), cf. Th.628 (lyr.); τὸ δυστυχὲς δὲ τοῦτ' ἐς ἄλλον ἐκτρέπει E.Supp.483; ἑαυτοῦ μιαρίαν εἴς τινα ἐ. Antipho 2.3.9; ἐ. [τινὰ] πρὸς ποίμνας S.Aj.53:—Pass. and Med., turn off, turn aside, ἐκτραπέσθαι ὁδὸν μακροτέρην Hdt.1.104: abs., Id.2.80, X.HG7.4.22, etc.: c. gen., turn aside from, τοῦ πρόσθεν λόγου S.OT851; also ἐ. ἐκ . . Hdt.1.75; ἀπὸ . . ἐπί . . Pl.Sph.222a; πόθεν δεῦρο ἐξετραπόμεθα Id.R.543c. 2 turn a person off the road, order him out of the way, S.OT806:—Pass. (fut. -τραπήσομαι Luc.Herm.86) and Med., ἐκτρέπεσθαί τινα get out of one's way, D.19.225, cf. Ar.Pl.837, Luc.Tim. 5; avoid, τὸν ἔλεγχον Plb.35.4.14; τὴν φιλοσοφίαν Jul.Or.7.223d: c. inf., ὀφθῆναι AP10.56.10 (Pall.): abs., cj. in S.OC1541. 3 τὴν δρῶσαν ἐκτρέπω prevent her from acting, Id.El.350. 4 ἀσπίδας θύρσοις ἐκτρέπω turn shields and flee before the thyrsus, E.Ba.799. II Med., turn away, φίλους Democr.101; also ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός turns itself inside out, Arist.HA621a7. III Medic. in Pass., to be diverted or be everted, Hp.Steril.213, Off.14, Dsc.2.15 (perhaps to be put out of joint, Ep.Hebr.12.13, Hippiatr.26). IV turn or change, εἴς ἄσπορον PRyl.133.22 (i A.D.), cf. Ael.NA14.28:—Pass., εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπῆναι Plb.6.4.9; ὑπ' ἀγεννείας εἰς μέμψεις Arr. Epict.1.6.42. V Pass., to be brought to birth, Astrol. t.t., Vett. Val.50.27, al.

German (Pape)

[Seite 783] abwenden, wegwenden, ablenken; κακὰ γᾶς, vom Lande, Aesch. Spt. 610; μηδ' ἐς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς, lenke nicht ab u. auf die Hel. hin, Ag. 1443, wie πρὸς ποίμνας Soph. Ai. 53; verhindern, abmahnen, τὴν δρῶσαν El. 342; ἐς ἄλλον Eur. Suppl. 483; θύρσοις ἀσπίδας, mit den Schilden vor Thyrsusstäben fliehen, Bacch. 787; τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν Μαντινικήν, ableiten, Thuc. 5, 65; vgl. D. C. 35, 12. – Med., sich wegwenden u. wo anders hingehen, Her. 1, 104. 6, 34; ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο, sie gingen vom Wege ab u. setzten sich, Xen. An. 4, 5, 15; ἀπό τινος ἐπί τι, Plat. Soph. 222 a; πόθεν δεῦρο ἐξετραπόμεθα; Rep. VIII, 543 c, vgl. Phaedr. 229 a; Xen. An. 4, 5, 15; Einem ausweichen, aus dem Wege gehen, ihn vermeiden, εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Her. 2, 80; έκτρέπεταί με νῦν ἀπαντῶν Dem. 19, 225; neben μισῶ u. ἀποβάλλομαι Poll. 5, 114, u. so bes. Luc.; τὸν ἔλεγχον Pol. 35, 4, 14; εἰ δ' οὖν τι κἀκτρέποιτο τῶν πρόσθεν λόγων Soph. O. R. 851, läugnen. – Sp. auch = verändern, verwandeln; τῆς ἀριστοκρατίας εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπείσης Pol. 6, 4, 9. – Bei den Aerzten = verrenkt werden.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρέπω: Ἰων. -τράπω; μέλλ. -ψω, τρέπω τι ἔξω τοῦ δρόμου αὐτοῦ, τρέπω πρὸς ἄλλο μέρος, τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 2. 11, Θουκ. 5. 65˙ μηδ’ εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1464, πρβλ. Θήβ. 628˙ τὸ δυστυχὲς δὲ τοῦτ’ ἐς ἄλλον ἐκτρέπει Εὐρ. Ἱκ. 483˙ ἑαυτοῦ μιαρίαν εἴς τινα ἐκτρ. Ἀντιφῶν 119. 3˙ ἐκτρ. χεῖρα πρὸς ποίμνας Σοφ. Αἴ. 53: - Παθ. καὶ μέσ., τρέπομαι ἔξω τῆς πορείας μου, πρὸς ἄλλο μέρος, ἐκτραπέσθαι ὁδὸν Ἡρόδ. 1. 104˙ ἀπόλ., ὁ αὐτ. 2. 80. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 22, κτλ.˙ μετὰ γεν., παρεκκλίνω, τοῦ πρόσθεν λόγου Σοφ. Ο. Τ. 851˙ ὡσαύτως, ἐκτ. ἐκ... Ἡρόδ. 1. 75˙ ἀπὸ... ἐπὶ Πλάτ. Σοφ. 222Α˙ πόθεν δεῦρο ἐξετραπόμεθα Πλάτ. Πολ. 543C. 2) διατάσσω τινὰ νὰ ἐξέλθῃ τῆς ὁδοῦ, προσπαθῶ νὰ τὸν ἐκβάλω διὰ τῆς βίας, κἀγὼ τὸν ἐκτρέποντα., παίω δι’ ὀργῆς Σοφ. Ο. Τ. 806. - Παθ. καὶ μέσ., ἐκτρέπεσθαί τινα, ἀποφεύγειν τινά, Δημ. 411. 12, πρβλ. Ἀριστ. Πλ. 837˙ ἐκτ. τι, ἀποφεύγειν ἢ βδελύσσεσθαί τι, Πολύβ. 35. 4, 14˙ μετ’ ἀπαρ., ἀποφεύγω νὰ πράξω τι, Ἀνθ. Π. 10. 56, 10. 3) τὴν δρῶσαν ἐκτρ., κωλύειν, Σοφ. Ἠλ. 350. 4) ἀσπίδας θύρσοισι βακχῶν ἐκτρέπειν, τρέπειν τὰς ἀσπίδας καὶ φεύγειν πρὸ τῶν θύρσων τῶν βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 799. ΙΙ. ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός, νὰ γυρίσῃ τις τὰ μέσω ἔξω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 8. ΙΙΙ. μετατρέπω, μεταβάλλω, εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 14. 28. - Παθ., εἴς τι ἐκτρέπεσθαι Πολύβ. 6. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκτρέψω, etc.
1 détourner : ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον HDT le cours d’un fleuve ; fig. κακά ESCHL des maux (d’un pays) ; κότον ἔς τινα ESCHL sa colère sur qqn ; τινά empêcher qqn de faire qch;
2 changer : εἴς τι en qch;
Moy. ἐκτρέπομαι (ao. ἐξετραπόμην) se détourner ou s'écarter du chemin ; τι τοῦ πρόσθεν λόγου SOPH s'écarter en qch du langage qu’on avait tenu auparavant, se rétracter ; abs. s'écarter de, éviter.
Étymologie: ἐκ, τρέπω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἐκτράπω Hdt.2.80
• Morfología: [fut. med. 1a sg. ἐκτραπήσομαι Luc.Herm.86]
A tr.
I desviar
a) cursos de agua, elementos ἐκτρέψασα τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον Hdt.1.186, cf. 2.11, Paus.9.32.3, Hsch., c. ac. y giro prep. τὸ ὕδωρ ἐξέτρεπεν ἐς τὴν Μαντινικήν Th.5.65, en v. pas. ὑπὸ τῶν βιαιοτάτων ἀνέμων ἐκτρέπεσθαι ... τῆς ἐπ' εὐθείας τάξεως Alex.Aphr.in Sens.28.27;
b) personas ἐγώ σφ' ἀπείργω ... καὶ πρός τε ποίμνας ἐκτρέπω yo lo aparto a Áyax y lo desvío contra los rebaños S.Ai.53
pretender apartar, entorpecer κἀγὼ τὸν ἐκτρέποντα ... παίω y yo golpeo al que me aparta e.e. Edipo a Layo, S.OT 806, οὔτε ξυνέρδεις τήν τε δρῶσαν ἐκτρέπεις no colaboras y entorpeces a la que actúa S.El.350, ὁ δαίμων ... ἐς τὰ ἔρημα τῶν χωρίων ἐκτρέπει (τὸν παῖδα) Philostr.VA 3.38.
II fig.
1 c. ac. de abstr. desviar, alejar δορίπονα κάκ' ἐκτρέποντες A.Th.628, c. ac. y gen. separat. τὰ πράγματα ... ἐκτρέπει τῆς συνηθείας Plu.Vit.Hom.2.6.
2 c. ac. de abstr. y giro prep. de direcc. o dat. desviar, volver, dirigir μηδ' εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς y no dirijas tu odio contra Helena A.A.1464, τὸ δυστυχὲς δὲ τοῦτ' ἐς ἄλλον ἐκτρέπει E.Supp.483, τὴν ... μιαρίαν εἰς ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκτρέψαι Antipho 2.3.9, (τὸυς νέους) ἐς παιδείαν ἐκτρέποντες Aristid.Quint.59.26.
3 c. ac. y c. εἰς y ac. convertir, cambiar en ἐκτρέπων εἰς τὸ πρωὶ σκιὰν LXX Am.5.8, ἐκείνῳ μὲν ἐς τὸν κόχλον τόνδε ἐκτρέπει τὴν μορφήν Ael.NA 14.28.
III sólo en v. med.
1 volver la espalda a, evitar c. ac. de pers., colect. o abstr. ἐκτρέπονται πολλοὶ τοὺς φίλους muchos vuelven la espalda a los amigos Democr.B 101, οὗτος ἐκτρέπεταί με νῦν ἀπαντῶν ése ahora cuando se encuentra conmigo me da la espalda D.19.225, ἐκτρεπόμενοι τὸν ... ἔλεγχον Plb.35.4.14, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥσπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν le daré la espalda y me apartaré como de los perros rabiosos Luc.Herm.86, ἐκτρέπεσθαι δεῖ τοὺς σοφιστικοὺς λόγους ... ὡς ἐπιβούλους Diog.Oen.34.2.7, οἱ δι' ὑμᾶς τὴν φιλοσοφίαν ἐκτρέπονται Iul.Or.7.223d, τὸν ... μισοῦντα προειδότες ἐκτρεπόμεσθα AP 10.121 (Rarus), τὰς αἱρέσεις Clem.Al.Paed.3.2.9, tb. c. inf. εἴ τις συνάγει τὰς ὀφρύας οὐδὲ γελῶσα φαίνεται ὀφθῆναί τ' ἀνδράσιν ἐκτρέπεται AP 10.56 (Pall.).
2 dar la vuelta completamente (σκολόπενδρα) ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός la escolopendra de mar da la vuelta completamente hacia el exterior el interior de su cuerpo Arist.HA 621a7.
B intr. en v. med.-pas.
I 1salirse, desviarse
a) c. indic. del camino recorrido, en ac. τὴν κατύπερθε ὁδὸν ... ἐκτραπόμενοι desviándose por la ruta del norte Hdt.1.104, cf. Luc.Tim.5, οἱ ἐκτρεπόμενοι τὰς βασιλικὰς καὶ λεωφόρους ὁδοὺς στρατιῶται SEG 13.492.7 (Caria III d.C.);
b) c. compl. de separación: c. gen. ὡς ... μὴ ἐκτρέποιντο (οἱ ποταμοὶ) τοῦ πόρου SEG 32.460 (Coronea II d.C.), ὁ δὲ ἵππος ... ἐκτρέπεται τῆς λεωφόρου Ach.Tat.1.12.5, ὁδὸς εὐθεῖα ... τῆς κατ' εὐθείας τάσεως Gal.3.815, c. giro prep. ἐκτραπόμενος ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥεέθρων Hdt.1.75, τὸ στόμα τῶν μητρέων ἐκτέτραπται ἀπὸ τοῦ αἰδοίου Hp.Steril.213;
c) c. otros compl. prep. ὁ Ἀρχίδαμος ἐκτραπόμενος κατὰ τὴν ἐπὶ Κρῶμνον φέρουσαν ἁμαξιτόν X.HG 7.4.22, διὰ τῆς ὁδοῦ ... ἐξετράποντο D.C.58.5.6, ὅθεν ἐς τὴν Καππαδοκίαν ἐκτραπέσθαι ἦν desde donde era posible desviarse hacia Capadocia D.C.36.15.3.
2 fig. desviarse, apartarse c. gen. separat. de abstr. εἰ δ' οὖν τι κἀκτρέποιτο τοῦ πρόσθεν λόγου incluso si por ventura se desvía de su antigua declaración S.OT 851, οἱ πρότερον ἐξετράπησαν τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπὶ τὴν γένεσιν καὶ φθορὰν καὶ ... μεταβολήν los antiguos filósofos se apartaron del camino de la generación, la destrucción y el cambio Arist.Ph.191b32, ὁ υἱός σου ἐξετράπη τοῦ νόμου ἡμῶν tu hijo se ha apartado de nuestra ley Manes 89.11, c. giro prep. ταύτης (ἀριστοκρατίας) εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπείσης κατὰ φύσιν Plb.6.4.9, οὕτω βλέπων Ῥοβόαμος εἰς ἀδίκους ... ἐξετράπη πράξεις I.AI 8.251, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται 2Ep.Ti.4.4, τῶν ἐκτραπέντων ἀπὸ τῆς ἀληθείας Ath.Al.M.26.605C, c. adv. ἀναμνησθῶμεν πόθεν δεῦρο ἐξετραπόμεθα recordemos el punto en que nos desviamos hacia aquí Pl.R.543c, ὅθεν δὴ κατ' ἀρχὰς ἐξετραπόμεθα de donde ya al principio nos habíamos desviado Pl.Lg.682e.
II usos abs.
1 apartarse, desviarse del camino para ceder el paso a los ancianos οἱ νεώτεροι ... τοῖσι πρεσβυτέροισι συντυγχάνοντες ... ἐκτράπονται Hdt.2.80, δεῦρ' ἐκτραπόμενοι κατὰ τὸν Ἰλισὸν ἴωμεν Pl.Phdr.229a, οἱ δ' ἐξετρέποντο κοὐκ ἐδόκουν ὁρᾶν μ' ἔτι ellos tiraban para otro lado y hacían como que no me veían Ar.Pl.837, ἐνταῦθ' ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο X.An.4.5.15.
2 medic. c. suj. de miembros o partes del cuerpo desviarse, torcerse, salirse de su sitio ὡς μήτε ἀνακλᾶται ... μήτε ἐκτρέπηται de modo que ni se doble hacia atrás ni se disloque Hp.Off.14, ἵνα μὴ χωλὸν ἐκτραπῇ, ἰαθῇ δὲ μᾶλλον para que no se tuerza el pie cojo, sino que más bien se cure, Ep.Hebr.12.13, cf. Dsc.2.15, Hippiatr.26.6.

English (Strong)

from ἐκ and the base of τροπή; to deflect, i.e. turn away (literally or figuratively): avoid, turn (aside, out of the way).

English (Thayer)

passive (present ἐκτρέπομαι); 2nd aorist ἐξετραπην; 2future ἐκτραπήσομαι;
1. to turn or twist out; passive in a medical sense, in a figurative sense of the limbs: ἵνα μή τό χωλόν ἐκτραπῇ, lest it be wrenched out of (its proper) place, dislocated (R. V. marginal reading put out of joint) (see examples of this use from medical writers in Stephanus' Thesaurus iii. Colossians 607d.), i. e. lest he who is weak in a state of grace fall therefrom, turn aside, go astray; cf. A. V., R. V. text).
2. to turn off or aside; passive in a middle sense (cf. Buttmann, 192 (166f)), to turn oneself aside, to be turned aside; (intransitive) to turn aside; Hesychius: ἐξετράπησαν. ἐξέκλιναν (τῆς ὁδοῦ, Lucian, dial. deor. 25,2; Aelian v. h. 14,49 (48); ἔξω τῆς ὁδοῦ, Arrian exp. Al. 3,21, 7 (4); absolutely Xenophon, an. 4,5, 15; Aristophanes Plutarch, 837; with mention of the place to which, Herodotus 6,34; Plato, Sophocles, p. 222a.; others); figuratively: εἰς ματαιολογίαν, ἐπί τούς μύθους, ὀπίσω τίνος, to turn away from one in order to follow another, εἰς ἀδίκους πράξεις, Josephus, Antiquities 8,10, 2). with the accusative to turn away from, to shun a thing, to avoid meeting or associating with one: τάς κενοφωνίας, τόν ἔλεγχον, Polybius 35,4, 14; Γαλλους ἐκτρέπεσθαι καί σύνοδον φεύγειν τήν μετ' αὐτῶν, Josephus, Antiquities 4,8, 40).

Greek Monolingual

(AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω)
1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («το ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.)
2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι, παρεκτρέπομαι
μσν.
1. μετατρέπω, αλλάζω
2. παρασύρω
3. βγάζω από τα λογικά, τρελαίνω
4. τρέπω σε φυγή
5. υποδουλώνω
αρχ.
1. τρέπω κάποιον μακριά από τον δρόμο του, τον κάνω να παρεκκλίνει
2. αποφεύγω
3. εμποδίζω, αποτρέπω
4. στρέφω κάτι υποχωρώντας
5. αναστρέφω κάτι ώστε το μέσα να έρθει έξω
6. μέσ. τρέπω μακριά, αποπέμπω
7. ιατρ. αποκλίνω από την κανονική μου θέση, εκφεύγω, εξαρθρώνομαι
8. μετατρέπω κάτι σε χειρότερο
9. αστρολ. γεννιέμαι.

Greek Monotonic

ἐκτρέπω: Ιων. -τράπω, μέλ. -ψω,
1. οδηγώ κάτι έξω από το δρόμο του, μεταστρέφω, εκτοπίζω, το κάνω να παρεκκλίνει της πορείας του, το τρέπω προς κάποιο άλλο σημείο, με αιτ., σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ. και Μέσ. με γεν., στρέφομαι προς κάποιο άλλο σημείο από (το προηγούμενο στο οποίο βρισκόμουν), παρεκκλίνω, σε Σοφ.· απόλ., απομακρύνομαι, στρίβω, τραβιέμαι στο πλάϊ, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. γυρνώ κάποιον έξω από το δρόμο του, τον διατάζω να βγει εκτός της πορείας του, σε Σοφ. — Παθ. και Μέσ., ἐκτρέπεσθαί τινα, βγαίνω απ' το δρόμο κάποιου, τον αποφεύγω, σε Δημ.
3. τὴν δρῶσαν ἐκτρέπειν, την παρεμποδίζω να παίξει, να υποδυθεί το ρόλο της, σε Σοφ.
4. ἀσπίδας θύρσοις ἐκτρ., γυρίζουν τις ασπίδες και τρέπονται σε φυγή μπροστά από τους βακχικούς θύρσους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτρέπω: ион. ἐκτράπω
1) поворачивать: ἀσπίδας θύρσοισι ἐ. Eur. поворачивать щиты перед тирсами, т. е. бежать от разъяренных вакханок; τὸ νῶτον ἐ. Plut. обращать тыл, обращаться в бегство; ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός Arst. выворачиваться наизнанку;
2) отводить (τὸ ῥέεθρον ποταμοῦ Her.; τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν Μαντινικήν Thuc.);
3) med. поворачивать(ся), обращаться (ἀπό τινος ἐπί τι Plat., Plut.): ἐνταῦθ᾽ ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο Xen. повернув сюда, они сели; εἴκειν τῆς ὁδοῦ καὶ ἐ. Her. уступать дорогу, сворачивая в сторону;
4) превращать, pass. превращаться, переходить (ἡ ἀριστοκρατία εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπεῖσα Polyb.);
5) отвращать, отклонять (κακὰ или κότον εἴς τινα Aesch.; τὸ δυστυχὲς ἐς ἄλλον Eur.): ἐ. τὴν αἰτίαν εἴς τινα Plut. сваливать вину на кого-л.;
6) отклонять, отговаривать (τινὰ δρῶντα Soph.);
7) med. отступать, отказываться (τοῦ πρόσθεν λόγου Soph.);
8) med. обходить стороной, уклоняться, избегать (τὸ ἔλεγχον Polyb.): ἐκτρέπεταί με ἀπαντῶν Dem. он избегает встречи со мной; ἐξετρέποντο κοὐκ ἐδόκουν ὁρᾶν με Arph. они свернули в сторону и сделали вид, что не видят меня; ὀφθῆναι ἀνδράσιν ἐ. Anth. быть нелюдимым (точнее стараться не попадаться людям на глаза).

Middle Liddell

ionic -τράπω fut. ψω
1. to turn out of the course, to turn aside, c. acc., Hdt., attic:—Pass. and Mid., c. gen. to turn aside from, Soph.: absol. to turn aside, Hdt., Xen.
2. to turn a person off the road, order him out of the way, Soph.:—Pass. and Mid., ἐκτρέπεσθαί τινα to get out of one's way, avoid him, Dem.
3. τὴν δρῶσαν ἐκτρέπειν to prevent her from acting, Soph.
4. ἀσπίδας θύρσοις ἐκτρ. to turn shields and flee before the thyrsus, Eur.

Chinese

原文音譯:™ktršpw 誒克-特雷坡
詞類次數:動詞(5)
原文字根:出去-歸回 相當於: (הָפַךְ‎)
字義溯源:偏離,偏,歪,轉,轉離,轉去,偏歪,躲避,放棄;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出去)與(τροπή)=轉動)組成;其中 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)。這字有兩個主要意義:
1)偏離,如有人偏離這些( 提前1:6)
2)躲避,如躲避世俗的虛談( 提前6:20)。但是( 來12:13)就不容易繙譯,和合本用:使瘸子不至‘歪腳’;欽定本用dislocated,或可譯為:使瘸子不至‘偏歪’(因原文沒有腳字)。參讀 (ἀποφεύγω)同義字
出現次數:總共(5);提前(3);提後(1);來(1)
譯字彙編
1) 偏歪(1) 來12:13;
2) 偏(1) 提後4:4;
3) 躲避(1) 提前6:20;
4) 轉去(1) 提前5:15;
5) 轉(1) 提前1:6