στείβω
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
Il.11.534, E.Ion 495 (anap.):
A Ep. impf. στεῖβον Od.6.92, Iterat. στείβεσκον Q.S.1.352: aor. ἔστειψα (κατ-) S.OC467:—tread or stamp on, tread under foot, of horses, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας Il.11.534, cf. 20.499; εἵματα.. στεῖβον ἐν βόθροισι trod the clothes in pits, in order to wash and clean them, Od.6.92; ποσὶν σ. δόμον AP 9.327 (Hermocr.):—Pass., κονία στειβομένα Theoc.17.122; αἱ στειβόμεναι ὁδοί the beaten tracks, X.An.1.9.13.
2 c. acc. cogn., tread or walk on a path, κέλευθον ποδί E.Hel.869; πέδον A.R.3.836; χοροὺς στείβουσι ποδοῖν tread measures, E.Ion 495 (anap.); νομὸν σ. Nic.Th. 609.
3 abs., tread, κατ' αἰγίλιπος πέτρης σ. κάρηνα h.Hom.19.4; ἵνα στείβουσι κύνες E.Hipp.217 (anap.), cf. Opp.C.1.456.
German (Pape)
[Seite 932] aor. II. ἔστιβον, aor. II. pass. ἐστίβην, Soph. Ai. 883, – treten, mit den Füßen treten und stampfen, zertreten; von Pferden, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας, Il. 11, 534. 20, 499; στεῖβον δ' ἐν βόθροισιν εἵματα, die Wäscherinnen traten die schmutzigen Gewänder in der Waschgrube und wallten sie, Od. 6, 92; παρὰ τὰς στιβομένας ὁδούς, die betretenen Wege, Xen. An. 1, 9, 13, v.l. στειβομένας; νομὸν στείβειν, Nic. Ther. 609, auf der Weide gehen. – Med. einhergehen, bes. in Jemandes Fußtapfen treten, nachgehen, spüren, στειβόμενος καθύπερθε ποδῶν ἐκμάσσεται ἴχνη προτέρων τοκέων ἔτι θερμὰ κονίῃ, er spürt die noch warmen Spuren aus und geht ihnen nach, Theocr. 17, 122. – Mit den Füßentreten und dicht machen, übh. dicht-, festmachen, Opp. Cyn. 1, 456, u. einzeln bei a. Sp.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
I. fouler aux pieds une étoffe pour la nettoyer;
II. p. suite :
1 fouler aux pieds en gén.
2 fouler un chemin, le parcourir : στειβόμεναι ὁδοί XÉN chemins battus, fréquentés.
Étymologie: R. Στιβ > Στειβ, fouler.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στείβω, ep. imperf. στεῖβον. met acc. stampen op, vertrappen:; νέκυας de lijken Il. 1.534; εἵματα (met de voeten) kleren schoonstampen (om ze te wassen) Od. 6.92; χοροὺς ποδοῖν σ. op de dansplaatsen stampen met de voeten Eur. Ion 495; κέλευθον ποδί σ. ἀνοσίῳ een pad met goddeloze voet betreden Eur. Hel. 869; pass. druk begaan worden (van wegen). abs. lopen, rennen met plaatsbepaling. ἵνα στείβουσι κύνες waar honden rennen Eur. Hipp. 217.
Russian (Dvoretsky)
στείβω: (преимущ. praes. и impf.; эп. impf. στεῖβον; pf. pass. ἐστίβημαι)
1 топтать, попирать (νέκυας Hom.): κέλευθον ποδὶ σ. Eur. идти по дороге;
2 втаптывать (εἵματα ἐν βόθροισι Hom.);
3 утаптывать (ποσί τι Anth.): οἱ στειβόμεναι ὁδοί Xen. большие дороги;
4 ходить, бродить (κατὰ πέτρης κάρηνα HH); мчаться, нестись (κύνες στείβουσι Eur.).
English (Autenrieth)
ipf. στεῖβον: tread, stamp, trample upon, Il. 11.534; of washing clothes by foot-power, Od. 6.92.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν
(γενικά) πιέζω κάτι
νεοελλ.
1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια»)
2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι
3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου»
μτφ. κουράζω τη σκέψη μου, καταπονώ τον νου μου ή τη μνήμη μου για να συλλάβω, να επινοήσω ή να θυμηθώ κάτι
β) «στείβω την πέτρα»
μτφ. είμαι πολύ δυνατός
μσν.-αρχ.
πιέζω κάτι με τα πέλματά μου, πατώ με τα πόδια μου, ποδοπατώ («ποσιν στείβειν δόμον», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (με σύστοιχη αιτ.) πατώ σε οδό, βαδίζω
2. (απλώς) περπατώ
3. φρ. α) «στειβόμενοι οδοί» — τα μονοπάτια
β) «χοροὺς στείβουσι ποδοῖν» — κινούν ρυθμικά τα πόδια τους (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στείβω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα steib(h)- «σωρεύω, στοιβάζω, γεμίζω, συμπιέζω» και συνδέεται πιθ. με τα αρμεν. stēp «συχνός, συνεχής» και stipem «πιέζω» και τα λατ. stipo «στοιβάζω, σωρεύω, πιέζω», stipes «πάσσαλος, παλούκι», stipula «καρφί, καλάμι» (που εμφανίζουν άηχο χειλικό σύμφωνο -r-). Με το ίδιο άηχο χειλικό -r- μαρτυρείται μια σειρά επιθ. που εκφράζουν τη σημ. του άκαμπτου, του σκληρού, του συμπαγούς (πρβλ. στιβαρός): λιθουαν. stiprus «σκληρός, συμπαγής», λεττον. stipt, γερμ. steif. Στην Αρχαία Ελληνική το ρ. στείβω χρησιμοποιήθηκε με σημ. «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω» (από όπου η νεοελλ. σημ. του ρ. «πιέζω, συνθλίβω κάτι για να βγει ο χυμός του») και, κατ' επέκταση, «βαδίζω». Από τα παράγωγα του ρ. μόνο η λ. στίβος ανταποκρίνεται στη σημ. του ρ. «πατώ με τα πόδια, βαδίζω» (βλ. λ. στίβος). Τα υπόλοιπα παράγωγα στιβάς, στιβαρός, στίβη και στοιβή (από όπου το ρ. στοιβάζω) ανταποκρίνονται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας «συσσωρεύω, γεμίζω, συμπυκνώνω, συμπιέζω» (βλ. λ. στιβάδα, στιβαρός, στίβη και στοιβή, στῖφος). Στη Νέα Ελληνική το ρ. στείβω χρησιμοποιείται και με τις γρφ. στίβω (από τη μηδενισμένη βαθμίδα του θέματος) και στύβω (πιθ. κατ' επίδραση του ρ. στύφω)].
Greek Monotonic
στείβω: Επικ. παρατ. στεῖβον, μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἔστειψα·
I. 1. ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ, σε Όμηρ.
2. με σύστ. αιτ., πατώ ή βαδίζω σε έναν δρόμο, σε Ευρ.· επίσης, χορούς στείβειν, κινώ ρυθμικά τα πόδια μου χορεύοντας, στο ίδ.
3. απόλ., πατώ, βαδίζω.
II. καταπατώ, στην Παθ., σε Θεόκρ.· αἱ στειβόμεναι ὁδοί, οι δρόμοι που έχουν πατηθεί, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
στείβω: Ἐπικ. παρατ. στεῖβον Ὅμ., Ἰωνικ. στείβεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 352· μέλλ. στείψω Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.· ἀόρ. ἔστειψα (κατ-) Σοφ. Ο. Κ. 467. (Ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ παράγονται ὡσαύτως στιβέω, στίβος, ἀστιβής, -στιβάς, στιβαρός, στιπτός, καὶ μετὰ μακρᾶς παραληγ. στῖφος, στοιβή, στοιβάζω· πιθανῶς συγγεν. τῇ √ΣΤΕΜΦ, στέμβω). Πατῶ, καταπατῶ ὑπὸ τοὺς πόδας μου, «τσαλαπατῶ», ἐπὶ ἵππων, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας Ἰλ. Λ. 534. πρβλ. Υ. 499· στεῖβον ἐν βόθροισιν εἵματα, ἐπάτουν τὰ ἐνδύματα ἐντὸς τῶν βόθρων (πρβλ. τὸ Γερμαν. walken), ὅπως ἀποπλύνωσι καὶ καθαρίσωσιν αὐτὰ (πρβλ. τὸ κοινὸν «στείβω τὰ ῥοῦχα», ὅπερ ὅμως δυνατὸν νὰ εἶναι «στύβω...» ἐκ τοῦ στύφω, μεταφρ.), Ὀδ. Ζ. 92· στ. δόμον ποσὶ Ἀνθ. Π. 9. 327. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., πατῶ ἢ βαδίζω ὁδὸν τινα, κέλευθον ποδὶ Εὐρ. Ἑλ. 869· πέδον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 836· ὡσαύτως, χοροὺς στείβουσι ποδοῖν, ἐρρύθμως κινοῦντες τοὺς πόδας, Εὐρ. Ἴων 495· νομὸν στ. Νικ. Θηρ. 609. 3) ἀπολ., πατῶ, βαδίζω, κατὰ τόπον Ὕμν. Ὁμ. 18. 4· ποδὶ στ. ἀνοσίῳ Εὐρ. Ἑλ. 689· ἵνα στείβουσι κύνες ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 217, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 456. ΙΙ. καταπατῶ, ἐν τῷ παθ., κονία στειβομένα Θεόκρ. 17. 122· αἱ στειβόμεναι ὁδοί, αἱ συχναζόμεναι, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to tread (on something), to densify by treading, to trod, to trample (ep. poet. since Λ 534 a. Υ 499).
Other forms: only presentst. except aor. κατ-έστειψας (S. OC 467; not quite certain), vbaladj. στιπτός (v.l. -ει-) trodden solid, solid, hard(S., Ar.), ἄ- στείβω untrodden (S.; also OGI 606?).
Compounds: Rarely w. prefix, e.g. ἐπι-, κατα-.
Derivatives: στοιβή f. stuffing, cushion, bulge etc.; often as plantname Poterium spinosum, of which the leaves were used to fill up (Hp., Ar., Arist., Epid. [IVa] etc.), with στοιβ-ίον id. (Dawkins JournofHellStud. 56, 10), -άς = στιβάς, -ηδόν crammed in (Arist.-comm.), -άζω, rarely w. δια- a.o., to fill, to stuff (Hdt., LXX a.o.), from which -αστός, -αστής, -ασις, -άσιμος, -ασία (hell. a. late). -- Besides zero grade nouns: A. στίβος m. (trodden) road, path, footstep, trail (ep. Ion. poet. since h. Merc.; cf. Porzig Satzinhalte 318), fullers workshop (pap. IIIa). From this 1. στιβάς, -άδος f. bed of straw, reed or leaves, mattress, bed, grave (IA.) with -άδιον n. id. (hell. a. late), -αδεύω to use like straw (Dsc.). 2. στιβεύς m. hound (Opp.), fuller (pap.), = ὁδευτής (H.), -εύω to track (D. S., Plu., H.), = πορεύεσθαι (H.) with -εία f. the tracking etc. (D. S. a.o.), -εῖον n. fullers workshop (pap.), -ευτής m. hound (Sostrat. ap. Stob.); also -ίη = -εία (Opp.; metr. cond.). 3. στιβική f. fullers tax (pap. IIIa). 4. στιβάζω to enter, to track etc. with -ασις f. (late). 5. ἐστίβηται has been tracked perf. pass. (S. Aj. 874; στιβέω or -άω?). 6. ἄ-στιβ-ος unentered (AP), usually -ής id. (A., S., also X. a.o.; joined to the εσ-stems and connected with the verb), -ητος id. (Lyc. a.o.; cf. ἐστίβηται). 7. Στίβων name of a dog (X. Cyn.). -- B. στιβαρός solid, compact, massive, strong (ep. poet. Il., also hell. a. late prose); like βριαρός a.o.; Chantraine Form. 227, also Benveniste Origines 19; cf. also Treu Von Homer zur Lyrik 49, -αρηδόν adv. compact (opposite σποράδην; late). -- C. With long vowel στίβη f. ripe (Od., Call.), -ήεις (Call.); on the meaning cf. πάγος, πάχνη to πήγνυμι.
Origin: IE [Indo-European] [1015] *steib- (become) stiff, fixed
Etymology: From the Greek material the essential meaning appears to be the idea tread (with the feet), make solid, fill up, press together (στοιβή, στιβάς, στι-βαρός), from where tread with path, trace, track (στείβω, στίβος, στιβεύω). -- Exact agreements outside Greek for στείβω and related στίβος, στιβαρός are missing. Nearest comes Arm. stēp, gen. -oy frequent, incessant, permanent (adj. and adv.; on the meaning cf. πυκνός) with stip-em press, urge, -aw, -ov quick, diligent(ly) from IE *stoibo- or *steibo-; so an exampel of the very rare IE b? Beside it with p the Lat. secondary formation stīpāre press to gether, press, heap, fill up; here also the Corinth. PN Στίπων (IG 4, 319)? -- To this can be connected in diff. languages on the one hand expressions for fixed, stiff etc.: Germ., e.g. OE, MHG stīf stiff, straight, Balt., e.g. Lith. stimpù, stìpti become stiff or frozen, stiprùs strong, steady; on the other hand words for bar, stalk, post etc. in Lat. stīpes pole, stem, bar, stipula straw and, with b (IE b as in στείβω), Lith., e.g. stíebas mast(tree), pillar, stalk etc., Slav., e.g. Russ. stébelь stalk etc. -- Further forms w. rich lit. in WP 2, 646ff., Pok. 1015f., W.-Hofmann s. stīpō, stips, stipula, Fraenkel and Vasmer s. vv. (Not hereVgl. στῖφος, στιφρός.)
Middle Liddell
I. to tread on, tread under foot, Hom.
2. c. acc. cogn. to tread or walk on a path, Eur.; also, χοροὺς στείβειν to tread measures, Eur.
3. absol. to tread, Eur.
II. to stamp down, in Pass., Theocr.; αἱ στειβόμεναι ὁδοί the beaten roads, Xen.
Frisk Etymology German
στείβω: {steíbō}
Forms: nur Präsensst. bis auf den Aor. κατέστειψας (S. OC 467; nicht ganz sicher), Vbaladj. στιπτός (v.l. -ει-) festgetreten, dicht, hart(S., Ar.), ἄ- ~ unbetreten (S.; auch OGI 606?).
Grammar: v.
Meaning: ‘(auf etw.) treten, durch Treten dicht machen, fest-, zertreten’ (ep. poet. seit Λ 534 u. Υ 499);
Composita: vereinzelt m. Präfix, z.B. ἐπι-, κατα-,
Derivative: Davon στοιβή f. Stopfen, Kissen, Wulst; oft als Pfl.name’Poterium spinosum', deren Blätter zum Ausstopfen dienten (Hp., Ar., Arist., Epid. [IVa] usw.), mit στοιβίον ib. (Dawkins JournofHellStud. 56, 10), -άς = στιβάς, -ηδόν wulstweise (Arist.-Komm.), -άζω, vereinzelt m. δια- u.a., ‘(voll)stopfen, propfen’ (Hdt., LXX u.a.), wovon -αστός, -αστής, -ασις, -άσιμος, -ασία (hell. u. sp.). — Daneben schwundstufige Nomina: A. στίβος m. ‘(der betretene) Weg, Pfad, Fußtapfe, Spur’ (ep. ion. poet. seit h. Merc.; vgl. Porzig Satzinhalte 318), Walkerei (Pap.IIIa). Davon 1. στιβάς, -άδος f. ‘Lager von Stroh, Schilf od. Blättern, Matratze, Bett, Grab’ (ion. att.) mit -άδιον n. ds. (hell. u. sp.), -αδεύω als Stroh benutzen (Dsk.). 2. στιβεύς m. Spürhund (Opp.), Walker (Pap.), = ὁδευτής (H.), -εύω nachspüren (D. S., Plu., H.), = πορεύεσθαι (H.) mit -εία f. das Nachspüren (D. S. u.a.), -εῖον n. Walkerei (Pap.), -ευτής m. Spürhund (Sostrat. ap. Stob.); auch -ίη = -εία (Opp.; metr. bedingt). 3. στιβική f. Walkersteuer (Pap. IIIa). 4. στιβάζω betreten, nachspüren mit -ασις f. (sp.). 5. ἐστίβηται ist durchspürt Perf. Pass. (S. Aj. 874; στιβέω od. -άω?). 6. ἄστιβος unbetreten (AP), gew. -ής ib. (A., S., auch X. u.a.; mit Anschluß an die εσ-Stämme und verbaler Anknüpfung), -ητος ib. (Lyk. u.a.; vgl. ἐστίβηται). 7. Στίβων N. eines Hundes (X. Kyn.). — B. στιβαρός fest, gedrungen, massiv, stark (ep. poet. seit Il., auch hell. u. sp. Prosa); wie βριαρός u.a.; Chantraine Form. 227, auch Benveniste Origines 19; vgl. noch Treu Von Homer zur Lyrik 49, -αρηδόν Adv. gedrungen (Gegensatz σποράδην; sp.). — C. Mit langem Vokal στί̄βη f. Reif (Od., Kall.), -ήεις (Kall.); zur Bed. vgl. πάγος, πάχνη zu πήγνυμι.
Etymology: Schon aus dem griech. Wortbestand ergibt sich als Bedeutungskern der Begriff ‘(mit den Füßen) festtreten, festmachen, stopfen, zusammendrücken’ (στοιβή, στιβάς, στιβαρός), woraus treten mit Pfad, Spur, spüren (στείβω, στίβος, στιβεύω). — Genaue außergriech. Entsprechungen zu στείβω und den danebenstehenden στίβος, στιβαρός fehlen. Am nächsten kommt arm. stēp, Gen. -oy häufig, unablässig, beständig (Adj. und Adv.; zur Bed. vgl. πυκνός) mit stip-em drängen, zwingen, -aw, -ov eilig, eifrig aus idg. *stoibooder *steibo-; somit ein Beispiel des sehr seltenen idg. β? Daneben mit p die lat. Sekundärbildung stīpāre zusammendrängen, pressen, häufen, stopfen; hierher noch der Korinth. PN Στίπων (IG 4, 319)? — Daran schließen sich in verschiedenen Sprachen einerseits Ausdrücke für starr, erstarren, steif: germ., z.B. ags., mhd. stīf steif, aufrecht, balt., z.B. lit. stimpù, stìpti ‘steif od. starr werden’, stiprùs stark, kräftig, fest; anderseits Wörter für ‘Stange, Stengel, Pfosten u. dgl.’ in lat. stīpes Pfahl, Stamm, Stange, stipula Strohhalm und, mit b (idg. bh, evtl. b wie in στείβω), lit., z.B. stíebas Mastbaum, Pfeiler, Stengel, slav., z.B. russ. stébelь Stengel u.a.m. — Weitere Formen m. reicher Lit. bei WP 2, 646ff., Pok. 1015f., W.-Hofmann s. stīpō, stips, stipula, Fraenkel und Vasmer s. vv. Vgl. στῖφος, στιφρός.
Page 2,781-782
Mantoulidis Etymological
(=πατῶ, τσαλαπατῶ, βαδίζω). Ἀπό ρίζα στιβ-, συγγενική μέ τή στεμφ- τοῦ στέμβω. Θέματα: α) ἰσχυρό στειβ-, β) ἀσθενές στιβ-, γ) μέ ἑτεροίωση στοιβ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στιβάζω (=πατῶ), στιβαρός (=δυνατός, στερεός), στιβάς άδος (=ἀχυρόστρωμα), στίβος (=δρόμος πού περνοῦν ἄνθρωποι, ἀχνάρι), στιβέω -ῶ (=περπατῶ), στιβεία, στιβεύς (=ὁδοιπόρος), στίβη (=πάχνη), ἀστιβής (=ἀπάτητος, ἔρημος), στιπτός ἤ στειπτός (=πατημένος), στιπτός γέρων (=γέροντας σκληραγωγημένος), στῖφος, τό (=σῶμα συμπυκνωμένο, πυκνή παράταξη), στιφρός (=στερεός), στοιβή (=παραγέμισμα, σωρός, ὄγκος), στοιβάζω (=συμπυκνώνω).