προτείνω

Revision as of 12:32, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A stretch out before, hold before, τὸν χαλινόν X.Eq.6.11 (Pass.); [ὁ ναυτίλος] π. τὰς πλεκτάνας Arist.HA525a28.    2 expose to danger, ψυχὴν . . προτείνων S.Aj.1270.    3 metaph., hold out as a pretext or excuse, π. πρόφασιν Hdt.1.156; σκῆψιν E.El.1067; θεούς S.Ph.992; παιδὸς θάνατον E.Andr.428:—Med., π. τὴν ἡλικίαν Pl.Ep.317c.    II stretch forth, hold out, χεῖρα, as a suppliant, Archil.130; τὰς χεῖρας Hdt.1.45, 7.233 (for punishment, Ps.-Callisth. 2.2); φύλλον οἱ ἱκέται προτείνουσι Call.Iamb.1.275a (προτιμῶσι 275); also προτείνει χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (Herm. for ὀρεγόμενα) A.Ag. 1110 (lyr.); π. ἑαυτόν leaning forward, Pl.R.449b: hence intr., stretch forward, προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος [ἄκρα] Id.Criti.111a, cf. Plb.1.29.2, etc.    2 π. χεῖρα δεξιάν offer, tender it as a pledge, S.Ph. 1292, cf. Tr.1184, E.Alc.1118, etc.; π. πίστιν D.23.117.    3 hold out, offer, μεγάλα π. ἐπ' οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι Hdt.8.140.β; κέρδος A.Pr.777; τελετάς E.Ba.238; κάλλος Id.Hel.28; φάντασμα Pl.R. 382a; ἐλπίδα E.Fr.131; δραχμὰς εἴκοσιν Ar.Pl.1019; ἐλευθερίαν Antipho 5.50; δέλεαρ π. τὴν ἡδονήν Plu.2 13a; ἐμοὶ λόγους Pl.Phdr.230d: c. inf., π. τινὶ λαβεῖν ὅ τι χρῄζει X.Oec.5.8:—Med., Hdt.5.24, 7.161; ἔρωτα Pl.Phdr.266b; φιλίαν προτενεῖται D.14.5; τὴν ἀειλογίαν Id.19.2:—Pass., δυοῖν προτεινομένοιν ἀγαθοῖν Isoc.6.37, cf. 12.117.    4 put forward, propose, π. ζητήματα, ἐρωτήματα, Plu.2.737d, Arr.Epict. 3.8.1; αἴνιγμά τινι D.L.2.70, etc.:—Med., offer or put forward as instances, Pl.Grg.518b:—Pass., Sor.2.1, Iamb.Myst.1.3.    5 Med . . μισθὸν προτείνασθαι stipulate for as a reward, Hdt.9.34.    III put forward as a proposition (πρότασις 1.1), Arist.APr.47a15, Top. 104a5, al.:—Med., ib.164b4:—Pass., ib.7.

German (Pape)

[Seite 790] (s. τείνω), 1) wovor ausspannen, ausbreiten, vorhalten; δεξιὰν πρότεινε χεῖρα, Soph. Phil. 1276; Trach. 1174; Eur. Alc. 1120; τὼ πόδε, Ar. Th. 1183; τὴν δεξιὰν προτείνων, Dem. 18, 323, vgl. 19, 255, wo der Ggstz ist εἴσω τὴν χεῖρα ἔχειν; Sp., wie Luc. Nigr. 21; – darreichen, τάς γε χεῖρας παγκάλας ἔχειν μ' ἔφη, ὁπότε προτείνοιέν γε δραχμὰς εἴκοσιν, Ar. Plut. 1018; u. med., μισθὸν προτείνεσθαι, sich Sold reichen lassen, Sold für sich fordern, Her. 9, 34; aber auch = act., προτεινομένων ἡμῶν, ἆρ' ἐθέλοιεν ἂν δέχεσθαι, Plat. Soph. 247 d; – von weitem zeigen, versprechen, vorspiegeln, μή μοι προτείνων κέρδος εἶτ' ἀποστέρει, Aesch. Prom. 779; θεοὺς προτείνων τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης, Soph. Phil. 980; Her. 8, 140, 2; πρόφασιν, 1, 156; ἐλευθερίαν, Antiph. 5, 50; so auch im med., Her. 5, 24. 7, 160; τὴν ἡλικίαν αὐτοῖς προὐτεινόμην, Plat. Ep. III, 317 c, ich schützte mein Alter gegen sie vor; übh. vorzeigen, προτείνων λόγους ἐν βιβλίοις, Phaedr. 230 d; Sp.; προτεινόμενον διαλύσεις, anbietend, Plut. Caes. 33, wie φιλίαν προτενεῖται, er wird seine Freundschaft anbieten, Dem. 14, 5; vgl. ὅσοι πρὸς τὰ κοινὰ δικαίως προσέρχονται, κἂν δεδωκότες ὦσιν εὐθύνας, τὴν ἀειλογίαν ὁρῶ προτεινομένους, 19, 2. – Intraus., sich erstrecken, πᾶσα ἀπὸ τῆς ἄλλης ἠπείρου μακρὰ προτείνουσα εἰς τὸ πέλα γος, Plat. Critia. 111 a. – 2) gew. vorlegen, aufgeben, bes. eine Aufgabe zu lösen vorlegen, αἴνιγμα, D. L. 2, 70; Luc. Iup. trag. 27; πρότασιν, s. oben πρότασις. – Eine Protasis machen, was Arist. top. 8, 12, 15 erkl. : ἔστι δὲ τὸ προτείνεσθαι ἓν ποιεῖν τὰ πλείω, aus mehreren Dingen eins machen.

Greek (Liddell-Scott)

προτείνω: ἐκτείνω ἐμπρός, προβάλλω πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν χαλινὸν Ξεν. Ἱππ. 6. 11· ὁ ναυτίλος πρ. τὰς πλεκτάνας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29. 2) ἐκθέτω εἰς κίνδυνον, ψυχὴν… προτείνων Σοφ. Αἴ. 1270. 3) μεταφορ., προβάλλω ὡς πρόφασιν, πρ. πρόφασιν Ἡρόδ. 1. 156 σκῆψιν Εὐρ. Ἠλ. 1067· πρ. θεοὺς Σοφ. Φιλ. 992· παιδὸς θάνατον Εὐρ. Ἀνδρ. 428· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. τὴν ἡλικίαν Πλάτ. Ἐπιστ. 317C. ΙΙ. τείνω πρὸς τὰ ἐμπρός, χεῖρα, χεῖρας, μάλιστα ὡς ἱκέτης, Ἀρχίλ. 117, Ἡρόδ. 1. 45., 7. 233, (οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 4, 136)· πρ. τινὶ χεῖρα Σοφ. Φιλ. 1292, κτλ.· ὡσαύτως, προτείνει χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (οὕτως ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ὀρεγομένα) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111· πρ. ἑαυτόν, τείνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, Πλάτ. Πολ. 449Β· ἐντεῦθεν ἀμεταβ., ἐκτείνομαι πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ μακράν, προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος [[[ἄκρα]]] ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 111Α, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 2 κτλ. 2) προτείνειν δεξιάν, προτείνειν, προσφέρειν αὐτὴν ὡς ἐχέγγυον πίστεως, Σοφ. Φιλ. 1292, Τρ. 1184, Εὐριπ. Ἄλκ. 1118, κτλ.· οὕτω, προτ. πίστιν Δημ. 669. 10. 3) προβάλλω, προτείνω, Λατιν. ostentare, μεγάλα προτ., ἐπ’ οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι Ἡρόδ. 8. 140, 2· κέρδος πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 777· τελετὰς Εὐρ. Βάκχ. 238, πρβλ. Ἑλ. 28, Πλάτ. Πολ. 382Α· ἐλπίδα Εὐρ. Ἀποσπ. 130· δραχμὰς Ἀριστοφ. Πλ. 1019· ἐλευθερίαν Ἀντιφῶν 135. 16· δέλεαρ πρ. τὴν ἡδονὴν Πλούτ. 2. 13Α· πρ. λόγους τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., πρ. τινὶ λαβεῖν Ξεν. Οἰκ. 5, 8· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 5. 21, κ. ἀλ.· ἔρωτα Πλάτ. Φαῖδρ. 266Α· φιλίαν Δημ. 179. 17, κτλ.· ― Παθ., δυοῖν προτεινομένοιν ἀγαθοῖν Ἰσοκρ. 123Β, πρβλ. 257Α. 4) προβάλλω ὡς ἔνστασιν, Δημ. 341. 14· πρ. ζητήματα, ἐρωτήματα, προτείνω, προβάλλω, Πλούτ. 2. 737D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 8, 1· αἴνιγμά τινι Διογ. Λ. 2 70, κτλ.· ― Μέσ., ὁμοιοτάτους πρ. ἀνθρώπους περὶ τὰ πολιτικὰ Πλάτ. Γοργ. 518Β. 5) ἐν τῷ μέσ., μισθὸν προτείνομαι, ἀπαιτῶ ἢ ζητῶ ὡς ἀμοιβήν, Ἡρόδ. 9. 34. ΙΙΙ. προβάλλω ὡς πρότασιν (πρότασις ΙΙ, 1), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 32, 4, Tοπ. 1. 10, 1, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Προτ. 1. 27, 9. IV. προτιμῶ, τί τινος Κλήμ. Ἀλ. 558. - Κατὰ Σουΐδ.: «προτείνειν, δωρεῖσθαι, χαρίζεσθαι».

French (Bailly abrégé)

f. προτενῶ, ao. προὔτεινα, etc.
A. tr. I. tendre en avant, allonger : δεξίαν SOPH tendre la main pour confirmer une promesse;
II. fig. 1 exposer : ψυχήν SOPH sa vie;
2 mettre en avant, proposer (un gain, une espérance, etc.) acc. : δέλεαρ προτείνειν τὴν ἡδονήν PLUT offrir comme amorce le plaisir ; προτείνειν τινί avec un. inf. : proposer à qqn de ; proposer (une recherche, une question, etc.), acc.;
3 mettre en avant, alléguer, acc.;
Moy. προτείνομαι (f. προτενοῦμαι) tr;
1 tendre en avant (la main comme suppliant) acc. ; mettre en avant, proposer, offrir, acc.;
2 prétendre ou réclamer pour soi : μισθόν HDT comme récompense.
Étymologie: πρό, τείνω.

Spanish

extender

English (Strong)

from πρό and teino (to stretch); to protend, i.e. tie prostrate (for scourging): bind.

English (Thayer)

1st aorist προετεινα; (from Herodotus down); to stretch forth, stretch out: ὡς προέτειναν ( προέτεινεν) αὐτόν τοῖς ἱμᾶσιν, when they had stretched him out for the thongs i. e. to receive the blows of the thongs (by tying him up to a beam or a pillar; for it appears from Winer s Grammar, § 31at the beginning; others (cf. R. V. text) 'with the thongs' (cf. ἱμάς)).

Greek Monolingual

ΝΜΑ τείνω
1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσωπροτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ' ἐπί... γόνασι τοῦ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν' ὑπολύσω», Αριστοφ.)
2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα πρόσωπο για ορισμένο σκοπό (α. «προτείνω γάμο» β. «προτείνω ειρήνη» γ. «προτείνω ως πρόεδρος τον συνάδελφο Χ»)
νεοελλ.
φρ. α) «προτείνατε λόγχην»
στρ. παράγγελμα για να προταθεί το όπλο μαζί με τη λόγχη του
β) «προτείνω δοράτιο»
ναυτ. προωθώ το δοράτιο κεραίας προς την πλευρά του πλοίου για αναπέταση παριστίου, κν. σαγιάρω το μπαστούνι
μσν.-αρχ.
φρ. α) «προτείνειν δεξιάν» — το να εκτείνει κανείς το δεξί χέρι προς χαιρετισμό με χειραψία
β) «προτείνειν ἑαυτόν» — το να κλίνει κανείς προς τα εμπρός
αρχ.
1. προεκτείνω («τὸν χαλινὸν προεκτείνεσθαι», Ξεν.)
2. εκτείνω, απλώνω κάτι προς τα εμπρός ως ικέτηςφύλλον οἱ ἱκέται προτείνουσι», Καλλ.)
3. εκτείνομαι, τεντώνομαι, ξαπλώνω («ἡ μὲν εἰς στρωματόδεσμον ἐνδῡσα προτείνει μακρὰν ἑαυτήν», Πλουτ.)
4. εκθέτω σε κίνδυνο («οὗ σύ... τὴν σὴν προτείνων προύκαμες ψυχήν», Σοφ.)
5. προσφέρω, παρέχω («προτείνομέν γε δραχμὰς εἴκοσιν»)
6. παραδίδω, παραχωρώ («ὡς δὲ προέτειναν αὐτὸν τοῑς ἱμᾱσιν, εἶπε... Ῥωμαῑον... ἔξεστιν ὑμῑν μαστίζειν;», ΚΔ)
7. προβάλλω ως πρόταση σε συλλογισμό
8. υποβάλλω για κρίση, θέτω ένα ζήτημα ή πρόβλημα για λύση
9. εκτείνομαι προς τα εμπρός ή σε μάκρος, προεξέχω («προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος... ἄκρα», Πλάτ.)
10. (κατά το λεξ. Σούδ.) «προτείνειν, δωρεῑσθαι, χαρίζεσθαι»
11. μτφ. προβάλλω ως πρόφαση, αφορμή, δικαιολογία («ἤν μὴ ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνῃ», Ηρόδ.)
12. μέσ. προτείνομαι
προβάλλω ως παράδειγμα («δοκεῑς μοι ὁμοιοτάτοις προτείνεσθαι ἀνθρώποις περὶ τὰ πολιτικά», Πλάτ.)
13. φρ. α) «προτείνειν χεῑρα δεξιάν» — προσφέρω το δεξί χέρι ως εχέγγυο πίστης
β) «μισθὸν προτείνεσθαι» — το να απαιτεί, να ζητά κανείς μισθό ή αμοιβή για τον εαυτό του.
επίρρ...
προτεταμένως Α
με τάση προς τα εμπρός.

Greek Monotonic

προτείνω: μέλ. -τενῶ,
I. 1. τεντώνω, απλώνω προς τα εμπρός, σε Ξεν.
2. εκθέτω σε κίνδυνο, σε Σοφ.
3. μεταφ., προβάλλω ως πρόφαση ή δικαιολογία, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
II. 1. τεντώνω, απλώνω τα χέρια προς τα εμπρός ως ικέτης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· (ομοίως επίσης στη Μέσ., στον ίδ.)· προτείνω τινὶ χεῖρα, σε Σοφ.· αμτβ., εκτείνομαι προς τα εμπρός ή μακριά, εἰς τὸ πέλαγος, σε Πλάτ.
2. προτείνειν δεξιάν, την προσφέρω ως απόδειξη πίστεως, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ., Πλάτ.
3. προβάλλω, προτείνω, Λατ. ostentare, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ., Πλάτ.
4. προβάλλω ως ένσταση, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ.
5. στη Μέσ., μισθὸν προτείνεσθαι, απαιτώ ως αμοιβή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προτείνω: тж. med.
1) выставлять вперед, протягивать, простирать (χεῖρας Her.; χεῖρά τινι Soph.; ἄγαλμα φιάλην προτετακός Arst.): π. ἑαυτόν Plat. (по)тянуться;
2) растягивать (τινὰ ἱμᾶσι NT);
3) выставлять, представлять (ἀξιόχρεων πρόφασιν Her.);
4) выставлять в виде предлога или довода, ссылаться (τοὺς θεούς Soph.; med. τὴν ἡλικίαν Plat.);
5) предлагать, обещать, сулить (μεγάλα Her.; δραχμὰς εἴκοσιν Arph.; φιλίαν Dem.; διαλύσεις Plut.): δέλεαρ π. τι Plut. предлагать что-л. в качестве приманки;
6) ставить, задавать (ζητήματα Plut.; αἴνιγμά τινι Diog. L.);
7) тянуться, простираться, выступать (εἰς τὸ πέλαγος Plat.; πρὸς τὴν Σικελίαν Polyb.);
8) лог. (тж. π. πρότασιν Arst.) выдвигать в виде положения или посылки: τὰ κατ᾽ ἀντίφασιν προτεινόμενα Arst. отрицательные положения;
9) med. требовать себе (μισθόν Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-τείνω naar voren uitsteken, strekken; met acc..; πρότεινε χεῖρα steek je hand naar voren Soph. Ph. 1292; als smekeling; προτείνων τὰς χεῖρας met zijn handen voor zich uit Hdt. 1.45.1; met acc. v. h. inw. obj..; προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα de ene hand na de andere strekt zich uit Aeschl. Ag. 1110; ook med..; χεῖράς τε προετείνοντο τοῖσι Σκύθῃσι zij staken hun armen uit naar de Skythen Hdt. 4.136.1; προτείνας ἑαυτόν zich naar voren buigend Plat. Resp. 449b; intrans. uitsteken:. μακρὰ προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος ver in zee uitstekend Plat. Criti. 111a. naar voren brengen; overdr..; ἢν μὴ ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνῃ als hij niet met een aanvaardbaar excuus kwam Hdt. 1.156.1; θεοὺς προτείνων je achter de goden verschuilend Soph. Ph. 992; προύτεινα παιδὸς θάνατον ik dreigde met de dood van je zoon Eur. Andr. 428; ook med.. τὴν ἡλικίαν... προυτεινόμην mijn leeftijd voerde ik als excuus aan Plat. Epist. 317c. voorhouden, aanbieden:; προτείνων κέρδος winst belovend Aeschl. PV 777; μεγάλα προτεινόντων nu zij grote beloftes doen Hdt. 8.140.β3; overdr..; τὴν σὴν προτείνων... ψυχήν je eigen leven wagend Soph. Ai. 1270; pass..; ἐξαρκεῖ... τὸ προταθὲν τῶν εἰδώλων er volstaat wat aan afbeeldingen wordt aangeboden Plat. Epist. 343c; ook med.. τάδε τοι ἐγὼ προτείνομαι ik stel het volgende voor Hdt. 5.24.4; μισθὸν προετείνετο τῆς βασιληΐης τὸ ἥμισυ hij stelde als beloning de helft van het koningschap voor Hdt. 9.34.1; θεῖον... ἔρωτα... προτεινάμενος een goddelijke liefde ten toon spreidend Plat. Phaedr. 266b.

Middle Liddell

fut. -τενῶ
I. to stretch out before, hold before, Xen.
2. to expose to danger, Soph.
3. metaph. to hold out as a pretext or excuse, Hdt., Soph., etc.
II. to stretch forth the hands, as a suppliant; Hdt., etc.; (so also in Mid., Hdt.); πρ. τινὶ χεῖρα Soph.: —intr. to stretch forward, εἰς τὸ πέλαγος Plat.
2. πρ. δεξιάν to offer it as a pledge, Soph., etc.; so, πρ. πίστιν Dem.
3. to hold out, tender, shew at a distance, Lat. ostentare, Hdt., Aesch., etc.:—so in Mid., Hdt., Plat.
4. to put forward as an objection, Dem.; so in Mid., Plat.
5. in Mid., μισθὸν προτείνεσθαι to demand as a reward, Hdt.

Chinese

原文音譯:prote⋯nw 普羅-帖挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:前-伸出
字義溯源:(身體)前伸(兩手背著),被捆,捆上;由(πρό)*=前)與(τέ)Y*=伸展)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 他們⋯捆上(1) 徒22:25