προστασία

English (LSJ)

Ion. προστασίη, ἡ,
A standing in front, κατὰ τὴν τῶν θηρίων προστασίαν, i.e. opposite the animals which were posted in front, Plb.11.1.3.
II standing before or standing at the head of, leadership, προστασία τοῦ δήμου Th.2.65; προστασία τοῦ πλήθους Id.6.89: abs., chieftainship, presidency, ἐπ' ἐτησίῳ προστασίᾳ v.l. for προστατείᾳ in Id.2.80; leadership, authority, οἱ προστασίας ἀξιούμενοι D.19.295; ἡ ἰατρικὴ προστασία = authority or dignity of a physician, Hp.Praec.10, cf. Medic. 1; ἡ τοῦ ξυγγραφέως προστασία Plb.12.28.6, cf. Chrysipp.Stoic.3.43, Plot.3.4.3.
b governorship, Ph.2.63; = Lat. praefectura, Id.1.675.
c superintendence, care, charge, δι' ἣν ποιεῖται ἡμῶν προστασίαν UPZ20.28 (ii B. C.); πρὸ τῆς προστασίας, of a midwife, before taking up a charge, Sor.1.4 cod. (nisi leg. πρὸς ταῖς προστασίαις) ; τοῦ σωματίου προστασία ποιησαμένη, of a wet nurse, PSI3.204.8 (i A.D.), cf. PStrassb.40.25 (vi A.D.); management, εὐθηνίας PTeb.397.28 (ii A.D.); of a temple, PTheb.Bank 2.6 (ii B.C.); ἡ τοῦ θεοῦ προστασία καὶ ὅλου ἡμῶν τοῦ οἴκου OGI331.22 (Pergam., ii B.C.).
2 outward dignity, pomp, show, etc., οὐ μόνον προστασίαν βασιλική, ἀλλὰ καὶ δύναμις Plb.4.2.6, cf. 5.43.3, D.S.18.23 (leg. βασιλείων); προστασία τῶν ἱερῶν Plb.1.55.8.
III patronage, protection, SIG685.97 (Magn. Mae., ii B.C.), IPE12.79.9(Olbia, i A.D.), J.AJ16.2.4, etc.
2 = Lat. patronatus, Plu.Rom.13; = Lat. patrocinium, Lib.Or.47.7 (pl.), al.
3 in bad sense, partisanship, D.10.52 (pl.); collusion, champerty, ταῦτ' οὐχ ὁμολογουμένη προστασία; Id.30.30; προστασίᾳ (-σίαι codd.) τινὲς ὠνοῦνται καὶ πωλοῦσι Thphr.Fr.97.3.
IV place before a building, court (= προστάς, Did. ap. Harp.), τὰ τῆς Ἀθηναίων Ἀκροπόλεως Προπύλαια μετενεγκεῖν εἰς τὴν προστασίαν τῆς Καδμείας Aeschin.2.105; τῆς περὶ τὸ Διονυσιακὸν θέατρον προστασίας Plb.15.30.4; in this sense oxyt. προστασιά acc. to Hdn.Gr.1.294.

German (Pape)

[Seite 781] ἡ, der Vorstand, das Vorstehen, an der Spitze Stehen, τοῦ δήμου, τοῦ πλήθους, Thuc. 2, 65; ὧν ἡγοῦντο ἐπ' ἐτησίῳ προστασίᾳ ἐκ τοῦ ἀρχικοῦ γένους Νικάνωρ καὶ Φώτιος, 2, 80. 6, 89; Macht und Gewalt des Vorstehers, Herrschers, sein Ansehen, auch der äußere Glanz, mit dem er auftritt, Gefolge, Pracht, οὐ μόνον προστασία βασιλική, ἀλλὰ καὶ δύναμις, Pol. 4, 2, 7; ἱερὸν ἐπιφανέστατον τῷ τε πλούτῳ καὶ τῇ λοιπῇ προστασίᾳ, 1, 55, 8; auch κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὴν ἄλλην προστασίαν λιτός, 22, 17, 10; vgl. 5, 43, 3. 27, 13, 4; ἡ τοῦ συγγραφέως πρ., das Ansehen des Schriftstellers, 12, 28, 6, u. sonst. – Auch Parteiung, Faction, zur Beeinträchtigung eines Andern, τοῦτ' οὐχ ὁμολογουμένη προστασία, Dem. 30, 30, womit man 10, 52 vergleichen kann; Harpocr. erklärt βοήθεια ὡς προισταμένου τινὸς καὶ ἐπικουροῦντος τῷ ἀδικουμένῳ. – Bei Aesch. 2, 105, ὡς δεῖ τὰ τῆς Ἀθηναίων ἀκροπόλεως προπύλαια μετενεγκεῖν εἰς τὴν προστασίαν τῆς Καδμείας, = προστάς, Vorhalle, Didym. bei Harpocr. h. v.; ἡ περὶ τὸ θέατρον πρ., Pol. 15, 30, 4. Nach Arcad. 99, 9 προστασιά zu accentuiren. – Bei Plut. Rom. 13 das röm. Patronat.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 présidence, fonction ou titre d'un agent préposé à un service;
2 p. ext. défense, protection ; à Rome patronage;
3 vestibule ; portique.
Étymologie: προστάτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προστασία -ας, ἡ [προ-ίσταμαι] leiderschap, autoriteit, gezag:; ἰητροῦ προστασίη de autoriteit van de arts Hp. Med. 1; διαβολαὶ περὶ τῆς τοῦ δήμου προστασίας onderling geruzie over het leiderschap van het volk Thuc. 2.65.11; abs.. προστασίας ἀξιούμενοι op zoek naar politiek gezag Dem. 19.295. zorg:; νέων προστασία zorg voor de kinderen Luc. 47.8; in Rome patronaat,. Plut. Rom. 13.4. plur. kongsi’s:. προστασίαι... πανταχόθεν γίγνονται er ontstaan overal lobbyclubjes Dem. 10.52.

Russian (Dvoretsky)

προστᾰσία:
1 руководительство, водительство, руководство (τοῦ δήμου Thuc.);
2 власть, полномочия (ἡ ἐτήσιος προστασία Thuc.);
3 авторитет, авторитетность, важность, великолепие, пышность (βασιλική Polyb.);
4 клика Dem.;
5 (лат. patronatus) патронат, покровительство Plut.;
6 (v.l. προστασιά) передняя площадка, наружный двор (ἡ προστασία τῆς Καδμείας Aeschin.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α
1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία του περιβάλλοντος» β. «δι' ἥν ποιεῖται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.)
2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ προστασίας ἀδικουμένων», Συν.)
νεοελλ.
1. βιολ. λειτουργία με την οποία τα ζωντανά είδη προστατεύονται από τους αντίξοους παράγοντες ή τις επιθέσεις ενός αρπακτικού
2. (μεταλλ.) επικάλυψη μιας επιφάνειας με μεταλλική ή μη ουσία, με σκοπό την προφύλαξή της από τη διάβρωση, από τη φθορά, από τη χρήση και από άλλους παράγοντες οι οποίοι επιταχύνουν την καταστροφή της
3. φρ. α) «προστασία του καταναλωτή»
(οικον.) το σύνολο τών κρατικών μέτρων που αποβλέπουν στην προάσπιση τών συμφερόντων του καταναλωτή και στην αποφυγή εκμετάλλευσής του από κερδοσκόπους
β) «μεταλλική προστασία» — προστασία μετάλλου που πραγματοποιείται: i) με ηλεκτρολυτική απόθεση ενός μετάλλου που αντέχει στη διάβρωση
ii) με τη μετάθεση ενός μετάλλου από κάποιο άλας του προς την επιφάνεια του προστατευόμενου αντικειμένου
iii) με εμβάπτιση του αντικειμένου σε λουτρό τηγμένου μετάλλου και iv) θερμοχημική διάχυση μετάλλου στην επιφάνεια του αντικειμένου
γ) «μη μεταλλική προστασία» — προστασία μετάλλου κατά την οποία χρησιμοποιούνται χρώματα, βερνίκια, διάφορα πλαστικά προϊόντα, καθώς και διάφορες μέθοδοι εμφυάλωσης και χημικών αποθέσεων
δ) «προστασία της φύσης και διασφάλιση τών φυσικών πόρων» — η προστασία του περιβάλλοντος
ε) «προστασία του περιβάλλοντος»
οικολ. δραστηριότητα οργανωμένη και εκφραζόμενη με ένα σύνολο τεχνικών, υγειονομικών, οργανωτικών και νομικών μέτρων που στοχεύουν ή πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας στον πλανήτη μας, στη συντήρηση και βελτίωση όλων τών φυσικών παραγόντων, καθώς και στη διασφάλιση ολοένα και καλύτερων όρων και συνθηκών ζωής και εργασίας για τον άνθρωπο
στ) «συστήματα προστασίας»
τεχνολ. συστήματα ασφαλείας που διαφυλάσσουν άτομα και περιουσιακά στοιχεία από πολλούς κινδύνους στους οποίους περιλαμβάνονται εγκληματικές πράξεις, πυρκαγιές, ατυχήματα, επίθεση από εξωτερικούς εχθρούς κ.ά.
αρχ.
1. το να στέκεται κανείς μπροστά από κάτι («κατὰ τὴν προστασίαν τῶν ἐλεφάντων», Πολ.)
2. το να είναι κανείς προϊστάμενος, αρχηγός, η αρχηγία («καὶ ἀπ' ἐκείνου ξυμπαρέμεινεν ἡ προστασία ἡμῖν τοῦ πλήθους», Θουκ.)
3. προεδρία
4. το αξίωμα του διοικητή, η διοίκηση
5. συνεκδ. κύρος, αυθεντία (α. «ἡ ἰατρικὴ προστασία», Ιπποκρ.
β. «ἡ τοῦ ξυγγραφέως προστασία», Πολ.)
6. μεγαλοπρέπεια, πομπή, επίδειξη («οὐ μόνον προστασία βασιλική, ἀλλὰ καὶ δύναμις», Πολ.)
7. διαχείριση, επιστασία («ἡ τοῦ Θεοῦ προστασία καὶ ὅλου ἡμῶν τοῦ οἴκου», πάπ.)
8. συνεργία, επικουρία («ταῡτ'... οὐχ ὁμολογουμένη προστασία;», Δημοσθ.)
9. (με κακή σημ.) φατριασμόςἔπειτα προστασίαι πολλαὶ καὶ πανταχόθεν γίγνονται καὶ τοῦ πρωτεύειν ἀντιποιοῦνται μὲν πάντες», Δημοσθ.)
10. προστάς
11. θηλ. τ. του προστάσιος
12. φρ. «πρὸ τῆς προστασίας»
(σχετικά με μαία) πριν από την ανάληψη της επιμέλειας του τοκετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστασις, κατά τα θηλ. σε -ία, ενώ κατ' άλλη άποψη < προστάτης].

Greek Monotonic

προστᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ (προστῆναι)·
I. στήσιμο μπροστά, πρόστηση, εξουσία, τοῦ δήμου, τοῦ πλήθους, σε Θουκ.· απόλ., προεδρία, αξίωμα, στον ίδ.
II. 1. προστασία, υπεράσπιση· και με αρνητική σημασία, φατριασμός, σε Δημ.
2. = Ρωμ. patronatus, σε Πλούτ.
III. τόπος μπροστά από ένα οικοδόμημα, αυλή, προαύλιο, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

προστᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, (προΐστημι) τὸ ἵστασθαι ἔμπροσθεν, Πολύβ. 11. 1, 3. ΙΙ. τὸ προΐστασθαι, τοῦ δήμου Θουκ. 2. 65· τοῦ πλήθους ὁ αὐτ. 6. 89· - ἀπολ., ἀξίωμα, προεδρία, ἐπ’ ἐτησίῳ πρ. ὁ αὐτ. 2. 80· οἱ προστασίας ἀξιούμενοι Δημ. 435. 27· ἡ ἰατρικὴ πρ., τὸ ἀξίωμα τοῦ ἰατροῦ, τὸ κῦρος αὐτοῦ, Ἱππ. 28. 12, πρβλ. Πολύβ. 12. 28, 6· πρβλ. προστάτης ΙΙ, προΐστημι Β. ΙΙ. 2) ἐξωτερικὴ μεγαλοπρέπεια, πομπή, ἐπίδειξις, κτλ. οὐ μόνον πρ., ἀλλὰ καὶ δύναμις Πολύβ. 4. 2, 6, πρβλ. 1. 55, 8, κτλ. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, προστασία, ὑπεράσπισις, Πολύβ. 5. 43, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 9, κ. ἀλλ.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, φατριασμός, Δημ. 145. 8· ἀκολούθως, προστασία, ταῦτ’ οὐχ ὁμολογουμένη πρ.; ὁ αὐτ. 872. 6, ἔνθα ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει: «ἀντὶ τοῦ βοήθεια προϊσταμένου τινὸς καὶ ἐπικουροῦντος τῷ ἀδικουμένῳ». 2) ὡς μετάφρασις τοῦ Ρωμαϊκοῦ patronatus, Πλουτ. Ρωμ. 13. IV. τόπος πρό τινος οἰκοδομήματος, αὐλή, προαύλιον, τὰ τῆς Ἀθηναίων Ἀκροπόλεως Προπύλαια μετενεγκεῖν εἰς τὴν προστασίαν τῆς Καδμείας Αἰσχίν. 42. 2· τῆς περὶ τὸ Διονυσιακὸν θέατρον προστασίας Πολύβ. 15. 30, 4· - ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ἀρκάδ. σ. 99 γράφει προστασιά.

Middle Liddell

προ-στᾰσία, ἡ, [προστῆναι]
I. a standing before, leadership, τοῦ δήμου, τοῦ πλήθους Thuc.:—absol. chieftainship, presidency, Thuc.
II. a standing up for, patronage; and in bad sense, partisanship, Dem.
2. = Roman patronatus, Plut.
III. a place before a building, a court or area, Aeschin.

English (Woodhouse)

leadership, patronage

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό προΐστημιπρό + ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

imperium, command, rule, 2.80.5, [vulgo commonly ἐπ᾽ ἐτησίῳ]
patrocinium (plebis), protection (of the common people), 2.65.11, 6.89.4.

Translations

protection

Albanian: ndore, ndorje, mbrojtje; Arabic: حِمَايَة‎; Egyptian Arabic: حماية‎; Armenian: պաշտպանություն; Azerbaijani: qoruma, mühafizə; Belarusian: абарона, ахова, засцярога; Bulgarian: защита, предпазване; Catalan: protecció; Chinese Mandarin: 保護, 保护, 防護, 防护; Czech: ochrana, protekce; Danish: beskyttelse; Dutch: bescherming; Esperanto: protekto; Estonian: kaitse; Finnish: suojaaminen, suojaus, suoja, turvaaminen, varjeleminen; French: protection; Galician: protección; Georgian: დაცვა, მფარველობა; German: Schutz; Greek: προστασία; Ancient Greek: ἀλέξημα, ἀποστέγασμα, ἀρωγά, ἀρωγή, ἐκβοήθησις, ἐπικούρημα, ἐπικούρησις, ἐπιτροπία, προστασία, ῥῦμα, σκέπασις, σκέπη, ὑπερασπισμός, φράγμα, φύλαγμα, φυλακεία; Haitian Creole: pwoteksyon; Hawaiian: malu; Hebrew: הֲגָנָה \ הֲגַנָּה‎; Hindi: संरक्षण, हिमायत, हिफ़ाज़त, हिफाजत, रक्षा; Hungarian: védekezés, megvédés; Ido: protekto; Indonesian: perlindungan; Irish: cosaint, anacal; Italian: protezione; Japanese: 保護, 防護; Kazakh: қорғау; Korean: 보호(保護), 방호(防護); Kurdish Central Kurdish: پاڕێزگاری‎, پاراستن‎; Northern Kurdish: parastin, sitirandin, sitar, pena; Latin: defensio, protectio, defensa, tutela; Latvian: aizsardzība; Lithuanian: apsauga; Macedonian: заштита; Malay: perlindungan; Malayalam: സംരക്ഷണം; Maori: waonga; Middle Irish: barántacht; Mòcheno: schutz; Norwegian Bokmål: beskyttelse; Old English: ġesċildnes; Persian: حفاظت‎, محافظت‎, حمایت‎; Plautdietsch: Hutt, Schutz; Polish: ochrona; Portuguese: protecção, proteção; Romanian: protejare, ocrotire, protecție; Russian: защита, охрана; Scottish Gaelic: dìon, sgiath, sgàth, dìdean, tèarmann; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑штита; Roman: zȃštita; Sindhi: رکيا‎; Slovak: ochrana; Slovene: zaščita; Spanish: protección; Swahili: kingo Swedish: skydd; Tajik: мудофиа, муҳофиза, ҳимоя, муҳофизат; Telugu: సంరక్షణ; Turkish: koruma; Ukrainian: захист, охорона, оборона, забезпека, оберега; Uzbek: himoya; Walloon: waerantixhaedje, proteccion