πόλη
Greek Monolingual
η / πόλις, -εως, ΝΜΑ, επικ. τ. πτόλις, ιων. και δωρ. γεν. πόλιος, επικ. και ιων. γεν. πόλεος, επικ. γεν. και πόληος και πτόλιος, Α
1. σύνολο μεγάλου αριθμού οικημάτων τα οποία αποτελούν ιδιαίτερο οικισμό (α. «πολυάνθρωπη πόλη» β. «ἡ Ἀττική ἐς Θησέα ἀεὶ κατὰ πόλεις ῷκεῖτο», Θουκ.)
2. το σύνολο των κατοίκων ενός τέτοιου συνοικισμού, οι πολίτες (α. «όλη η πόλη ήταν στη συγκέντρωση» β. «ἅ δὲ ἡ πόλις ὅλη ᾄδει περί Δημοκράτους καὶ Λύσιδος τοῦ πάππου τοῦ παιδός», Πλάτ.)
3. φρ. α) «πόλις αγία» — η Ιερουσαλήμ
β) «αιωνία πόλις» — η Ρώμη
γ) «πόλις-κράτος» — η μορφή κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης που εμφανίστηκε στην αρχαία Ελλάδα, και κατά την οποία κάθε πόλη είχε ιδιαίτερη κοινωνική, οικονομική, στρατιωτική και διοικητική οργάνωση και λειτουργούσε ως αυτόνομη κρατική οντότητα
νεοελλ.-μσν.
ως κύριο όν. η Πόλη και η Πόλις
η Κωνσταντινούπολη
αρχ.
1. (στην Αθήνα και αλλού) η ακρόπολη, σε αντιδιαστολή προς το υπόλοιπο μέρος που ονομαζόταν άστυ (α. «στήλην δ' ἑκατέρους στῆσαι... τήνδε ἐν Ἀθήναις ἐν πόλει παρ' Ἀθηνᾷ», Θουκ.
β. «Ίνάχου πόλις» — η ακρόπολη του Αργούς)
2. ο τόπος στον οποίο γεννήθηκε και κατοικεί κάποιος, η πατρίδα («πόθι τοι πόλις ἠδέ τοκῆες», Ομ. Οδ.)
3. κράτος, πολιτεία («πόλις ἄνδρα διδάσκει», Σιμων.)
4. πολιτεία που έχει δημοκρατικό πολίτευμα, δημοκρατία («πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρὸς ἔσθ' ἑνός», Σοφ.)
5. (περιλπτ.) οι υποχρεώσεις του πολίτη απέναντι στο κράτος («ἐπι τῷ τὴν πόλιν φεύγειν και τά ὄντα ἀποκρύπτεσθαι», Δημοσθ.)
6. το δικαίωμα του πολίτη
7. η χώρα που βρίσκεται γύρω από έναν μεγάλο οικισμό και η οποία εξαρτάται και λαμβάνει το όνομά της από αυτόν
8. νησί που κατοικείται
9. είδος παιχνιδιού παρόμοιου με το ζατρίκιο, με το σκάκι
10. φρ. α) «ἄκρα πόλις» ή «ἀκροτάτη πόλις» — η ακρόπολη
β) «τὰ τῆς πόλεως» — οι υποθέσεις του κράτους, τα πολιτικά πράγματα
γ) «ὁ ἐπὶ τῆς πόλεως» — ο κυβερνήτης του κράτους
δ) «στρατηγὸς κατὰ πόλιν» — ο αστικός πραίτωρ, ο αστυδίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόλις με αρχική σημ. «κάστρο, φρούριο» ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pel- «πύργος» και συνδέεται με αρχ. ινδ. pūr, λιθουαν. pilis. Ο ελλ. τ. πόλι-ς εμφανίζει θ. με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ι-, το οποίο διατηρείται κατά την κλίση του σε όλες τις διαλέκτους, με εξαίρεση την αττική (πρβλ. αιτ. πόλιν, κλητ. πόλι, δωρ. γεν. πόλιος, ονομ. πληθ. πόλιες). Στην αττική διάλεκτο, όμως, οι τ. έχουν σχηματιστεί από θ. πόλε- με προκαταληκτικό φωνήεν -ε- (πρβλ. δοτ. εν. πόλε-ι, δοτ. πληθ. πόλεσι, ονομ. πληθ. πόλεις < πολε-jες, με σίγηση του -j- και συναίρεση). Η γεν. εν. πόλεως έχει προέλθει με αντιμεταχώρηση από τον ομηρικό τ. πόληος, γεγονός που δικαιολογεί τη διατήρηση του τόνου στην προπαραλήγουσα στον τ. πόλεως, παρά τη μακρά λήγουσα. Ο τ. πόλη-ος εμφανίζει την πλήρη βαθμίδα -ē- του προκαταληκτικού φωνήεντος, κατ' αναλογία προς την παλιά δοτ.-τοπική πόληι, και κατάλ. -ος της γεν. των οἰ-ός, ποδ-ός κ.λπ. Απαντά επίσης στη γεν. και ιων. τ. πόλεος, ο οποίος είναι αναπλασμένος κατά τους τ. γεν. σε -ος. Η γεν. πληθ. πόλεων (< θ. πόλε-) τονίζεται στην προπαραλήγουσα αναλογικά προς τη γεν. εν., ενώ η αιτ. πληθ. πόλεις είναι σχηματισμένη είτε κατ' αναλογία προς την ονομ. είτε από τ. πολε-νς (με κατάλ. -νς της αιτ. πληθ.) με αντέκταση. Απαντά, τέλος, και τ. πόλη-ας με την κατάλ. -ας των συμφωνολήκτων. Παρλλ. με τον τ. πόλις απαντά σε ορισμένες διαλέκτους και πιθ. και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. potorijo = Πτολίων) και τ. πτόλις με αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα -πτ- (πρβλ. πτελέα, πτέρνη, πτόλεμος). Η εναλλαγή αυτή οφείλεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, σε διαφορετική προφορά του -π- ως -πτ- υπό την επίδραση φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (βλ. και λ. πόλεμος). Η λ. πόλις δήλωνε αρχικά την ακρόπολη, το μέρος όπου βρίσκονται τα ιερά, ενώ στη συνέχεια εξελίχθηκε στη σημ. «κράτος, κοινωνία, σύνολο ανθρώπων που απαρτίζουν μια πολιτικοθρησκευτική κοινότητα», από όπου και η σημ. η σχετική με τον τρόπο διακυβέρνησης που εμφανίζουν τα παρ. της λ. (πρβλ. πολίτης, πολιτεία, πολίτευμα, πολιτικός). Η Κωνσταντινούπολη, τέλος, έλαβε την προσωνυμία Πόλη /-ις είτε με την έννοια της κατ' εξοχήν πόλης είτε από απλή συγκοπή του Κωνσταντινού-πολις (< φρ. Κωνσταντίνου Πόλις).
ΠΑΡ. πολίτης, πολίχνη
αρχ.
πολ(ε)ίδιον, πολιάς, πολιεύς, πόλινδε, πολύδριον
αρχ.-μσν.πολίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πολιορκώ, πολιούχος
αρχ.
πολιανόμος, πολιάρχης, πολιδυνάστης, πολιοφυλακώ, πολιρραίστης, πολισσονόμος, πολισσόος
νεοελλ.
πολεοδόμος, πολεολογία, πολεομορφία. (Β' Συνθετικό) ακρόπολις(-η), άπολις, ερημόπολις(-η), κοσμόπολις(-η), κωμόπολις(-η), μεγαλόπολις(-η), μητρόπολις(-η), νεκρόπολις(-η), φιλόπολις
αρχ.
αγχίπολις, αμφίπολις, ανθρωπόπολις, αντίπολις, απόπολις, αρχέπολις, αυτόπολις, βραχύπ(τ)ολις, δεκάπολις, δικαιόπολις, δίπολις, δυωδεκάπολις, εκατόμπολις, εκατοντάπολις, ελέπ(τ)ολις, έμπολις, εννεάπολις, εξάπολις, επτάπολις, ερυσίπτολις, ετερόπτολις, εύπολις, ηγησίπολις, ηδύπολις, ιερόπολις, καλλίπολις, καταφλεξίπολις, λιπόπτολις, λυχνόπολις, μεγιστόπολις, μεσόπολις, μισόπολις, νεόπολις, νησόπολις, ολεσίπτολις, ομόπολις, ονησίπολις, ορθόπολις, ουρανόπολις, πάμπολις, πατρόπολις, πεντάπολις, περίπολις, περσέπολις, πολύπολις, πρόπολις, πρωτόπολις, ρυσίπολις, σαόπτολις, σωζόπολις, σωσίπολις, ταραξίπολις, τετράπ(τ)ολις, τιμόπολις, τρίπολις, υπόπολις, υψίπολις, φερέπ(τ)ολις, φυγόπ(τ)ολις, φυξίπολις, χρυσόπολις
νεοελλ.
αγρόπολη, αγροτόπολη, αλσόπολη, ανθόπολη, εργατόπολη, κηπόπολη, κινηματογραφόπολη, λουτρόπολη, μικρόπολη, παιδόπολη, παλαιόπολη, πανεπιστημιούπολη, πλουσιόπολη].