ψύχω
English (LSJ)
Hdt.3.104, etc.:
Afut. ψύξω Alex.25.10, Arist.PA653b4: aor. ἔψυξα Il.20.440, Hp.Flat.7: pf. ἔψῡχα Ps.-Hdn.Gr. in An. Ox.3.256; but ἔψῠχα Choerob. in Theod.2.73 H.:—Pass., fut. ψυχθήσομαι Hp.Acut. (Sp.) 15: fut. 2 ψῠγήσομαι Ev.Matt.24.12 (v.l. ψῠχήσομαι), Gal.11.388: aor. ἐψύχθην Hp.Epid.5.19, Pl.Ti.60d, 76c, X.HG7.1.19, cf. ἀναψύχω: aor. 2 ἐψύχην [ῠ] Ar.Nu.151, (ἀπ-) A.Fr.104, Pl.Phdr..242a; καταψῠχῆναι Inscr.Magn.103.55 (ii B. C.): later ἐψύγην Dsc.1.55, Gal.7.748, (δια-) PSI6.603.11 (iii B. C.), cf. Moer.p.421 P.: pf. ἔψυγμαι Hp.Vict.1.33, Pl.Criti. 120b, Alex.124.15:—breathe, blow, Ἀθήνη . . ἦκα μάλα ψύξασα Il.20.440.
II make cool or make cold (not necessarily by blowing), ἀπιὼν ἐπὶ μᾶλλον ψύχει (sc. ὁ ἥλιος) Hdt.3.104, cf. Hp.VM16 (v.l. for διέψυξε); opp. θερμαίνω, Pl.Phdr.268b; θερμὸν ψύχεται Heraclit. 126; ψῦξον τὸν οἶνον Diph.56, cf. Isoc.15.287:—Pass., grow cool or grow cold, Hdt.4.181, Ar.Nu.151, Pl.Phd.71b, Arist.Pr.931a1; οἶνον . . ψυχόμενον ἐν τῷ φρέατι Stratt.57; of fire, to be put out, Pl.Criti.120b: metaph., ψυγήσεται ἡ ἀγάπη = love will grow cold, Ev.Matt. l. c.
2 cool, refresh, θάλπουσα καὶ ψύχουσα, of a nurse tending a child, Trad.Adesp. 7.2: intr. in Act., seek the cool air, Nic.Th.473, LXX 4 Ki.19.24.
3 chill, torment, ἀμφάκει κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν (Meineke cj. ψήχειν) A.Pr.693 (lyr.); of death, ψύξει σε δαίμων τῷ πεπρωμένῳ χρόνῳ Alex.25.10; ἀπαράμονοι καὶ ψύχοντες τὰς πρώτας πράξεις Vett.Val.44.28; τοὺς γάμους Id.116.7:—Pass., ψύχετ' ἀμηχανίῃ A.R.4.1527.
4 metaph. in Pass., to be frigid, Longin.27.1.
III dry, make dry, δάκρυα δ' οὐ ψύχει γενέτης ἐμός IG3.1335.13; ψ. τι πρὸς τὸν ἥλιον LXX Je.8.2: air, ἱμάτια Arr.Epict.1.18.13:—Pass., X.Cyn.5.3; οὗ τὰ σῦκα ψύχεται, gloss on τρασιά, Phot.: in Hom. generally of drying in the wind, opp. τερσήμεναι of drying in the sun, Sch.Il.11.621. (Fr. signf. I comes ψυχή perhaps, but v. ψυχή: signf. ΙΙ (and with it ψῦχος, ψυχρός, etc.) comes fr. signf. I: also signf. III fr. signf. 1.) [ῡ always, exc. in aor. 2 Pass., v. Ar.Nu.151.]
French (Bailly abrégé)
f. ψύξω, ao. ἔψυξα, pf. inus.
Pass. f. ψυχθήσομαι, ao.2 ἐψύχην ou ἐψύγην, pf. ἔψυγμαι;
I. souffler, respirer : ἦκα μάλα ψύξασα IL ayant soufflé très légèrement ; fig. rejeter par le souffle, exhaler, vomir, acc.;
II. rafraîchir :
1 refroidir, rendre frais ou froid ; Pass. se refroidir;
2 glacer du froid de la mort ; Pass. mourir ; en gén. dépérir, tomber;
3 faire sécher, dessécher;
4 glacer d'effroi, faire frissonner, torturer.
Étymologie: R. Ψυχ, souffler ; cf. ψῦχος, ψυχρός, ψυχή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψύχω, aor. pass. ἐψύχθη en ἐψύγη, fut. pass. ψυχθήσομαι en later ψυγήσομαι abs. blazen. act. met acc. doen afkoelen; overdr.. ψύχειν ψυχάν het hart verkillen Aeschl. PV 693. pass. intrans. afkoelen, koud worden; overdr.: ψυγήσεται ἡ ἀγάπη die liefde zal bekoelen NT Mt. 24.12.
German (Pape)
[ῡ], aor. pass. ἐφύχθην, Diosc. 11 (VI.220), und ἐψύγην wie ἐψύχην, s. Lobeck Phryn. 318,
1 hauchen, blasen, atmen, ἦκα μάλα ψύξασα Il. 20.440. – Für βιβλία ψύχειν, poet. bei Plut. plac.phil. 1.7 was vomere erkl. wird, steht S.Emp. adv.phys. 1.51 ψήχων.
2 gew. kalt od. kühl machen, abkühlen; Her. 3.104; Gegensatz θερμαίνω Plat. Phaed. 268b, Tim. 46d, Phaed. 71b; ἄγρια πνεύματα ἐψύχθη Diosc. a.a.O.; dah. auch töten, ψύξει σ' ὁ δαίμων τῷ πεπρωμένῳ χρόνῳ Alexis bei Ath. VIII.336f; Ap.Rh. 4.1527; und von kalter, herzzerreißender Qual, Aesch. Prom. 696. – Pass. sich abkühlen, kalt werden, Her. 4.181; vom Feuer, erlöschen, Plat. Criti. 120b. – Nic. Th. 473 braucht auch dat act. in dieser Bdtg.
3 trocknen, dörren, Xen. Cyn. 5.3.
[Υ, stets lang, ist nur im aor.2 pass. kurz, Ar. Nub. 151.]
Russian (Dvoretsky)
ψύχω: (ῡ; ῠ только в aor. 2 pass. ἐψύχην и ἐψύγην; fut. pass. ψυχθήσομαι и ψυγήσομαι)
1 дуть, дышать: ἦκα μάλα φύξασα Her. чуть дохнув;
2 презр. изрыгать, т. е. выпускать в свет, сочинять (ἄδικα βιβλία Plut.);
3 охлаждать, pass. охлаждаться, холодеть, остывать (τὸ ὕδωρ ψύχεται Her.; τὸ πῦρ ἐψυγμένον Plat.; ψυγήσεται ἡ ἀγάπη NT);
4 обдавать холодом, леденить (ψυχάν Aesch.);
5 сушить (ταῖς καμίνοις ψυχόμενα τὰ σῦκα Arst.); pass. сохнуть (ἕως ἂν ψυχθῇ, sc. ἡ γῆ Xen.): πτερὰ ψυχόμενα Plut. выпадающие перья.
English (Autenrieth)
English (Strong)
a primary verb; to breathe (voluntarily but gently, thus differing on the one hand from πνέω, which denotes properly a forcible respiration; and on the other from the base of ἀήρ, which refers properly to an inanimate breeze), i.e. (by implication, of reduction of temperature by evaporation) to chill (figuratively): wax cold.
English (Thayer)
2future passive, ψυγήσομαι (cf. Lob. ad Phryn., p. 318; Moeris, Piers. edition, p. 421, under the word); from Homer down; to breathe, blow, cool by blowing; passive, to be made or to grow cool or cold: tropically, of waning love, Matthew 24:12.
Greek Monolingual
(I)
Α
1. πνέω, φυσώ
2. στεγνώνω, ξηραίνω
3. (ειδικά) εκθέτω κάτι στον αέρα για να στεγνώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψυχή.
(II)
ΝΜΑ, και μτγν. τ. ψύγω ΜΑ
καθιστώ κάτι ψυχρό, καταψύχω («ὥστε θερμαίνειν τ' ἐὰν βούλωμαι καὶ ψύχειν», Πλάτ.)
αρχ.
1. δροσίζω
2. (για τον θάνατο) παγώνω, νεκρώνω («ψύξει σε δαίμων τῷ πεπρωμένῳ χρόνῳ», Άλεξ.)
3. βασανίζω, ταλαιπωρώ («ψύχειν ψυχάν», Αισχύλ.)
4. (αμτβ.) αναζητώ δροσερό αέρα
5. μέσ. ψύχομαι
α) (για φωτιά) σβήνω
β) (για αισθήματα) ψυχραίνομαι, ατονώ
γ) (αμτβ.) γίνομαι ψυχρός, ανούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του ρ. ψύχω «καθιστώ κάτι ψυχρό, παγώνω, δροσίζω» με την οικογένεια τών ψύχω «φυσώ, πνέω», ψυχή δεν θεωρείται πιθανή. Στην οικογένεια του ρ. ψύχω ανήκουν επίσης το σιγμόληκτο ουδ. ψῦχος και το επίθ. ψυχ-ρός].
Greek Monotonic
ψύχω: [ῡ], μέλ. ψύξω, αόρ. αʹ ἔψυξα, Παθ. μέλ. αʹ ψυχθήσομαι, αόρ. βʹ ψῠγήσομαι, Παθ. αόρ. αʹ ἐψύχθην, βʹ ἐψύχην [ῠ], παρακ. ἔψυγμαι·
I. πνέω, φυσώ, ἦκα μάλα ψύξασα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. συνήθως, κάνω κάτι ψυχρό, δροσίζω, αναψύχω κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
III. στεγνώνω, κάνω κάτι ξηρό — Παθ., σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
ψύχω: μέλλ. ψύξω Ἄλεξις ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1. 10, Ἀριστοφ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 7, 19· - ἀόρ. ἔψυξα Ἰλ. Υ. 440, Ἱππ. 296. 50, πρβλ. ἀναψύχω· - πρκμ. ἔψῡχα Ἡρῳδιαν. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3. 256· - Παθ., μέλλ. ψυχθήσομαι Ἱππ. 399. 2, μέλλ. β´ ψῠχήσομαι ἢ ψῠγήσομαι Καιν. Διαθ., Γαλην.· - ἀόρ. ἐψύχθην Ἱππ. 296. 51 κἑξ., Πλάτ. Τίμ. 60D, 76C, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 19, πρβλ. ἀναψύχω· ἀόρ. β´ ἐψύχην [ῡ] Ἀριστοφ. Νεφέλ. 151, (ἀπ-) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 102, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α´ μεταγεν. ἐψύγην Διοσκ. 1. 65, κτλ., ἴδε Μοῖρ. σ. 421, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· - πρκμ. ἔψυγμαι Ἱππ. 350. 33, Πλάτ· Κριτί. 120Β, Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 15. Κυρίως, πνέω, φυσῶ, Ἀθήνη… ἦκα μάλα ψύξασα, «πάνυ ἠρέμα καταπνεύσασα καὶ ὑποκλάσασα τῆς ὁρμῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 440. ΙΙ. συνήθως, ποιῶ τι, ψυχρὸν ἢ δροσερόν, ψυχραίνω, δροσίζω, ἀναψύχω, Ἡρόδ. 3. 104. Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15· ἀντίθετον τῷ θερμαίνω, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Β· ψῦξον τὸν οἶνον Δίφιλ. ἐν «Μνηματίῳ» 1· - Παθ. ψύχομαι, γίνομαι ψυχρός, κρυώνω, Ἡρόδ. 4. 181, Ἀριστοφ. Νεφ. 151, Πλάτ. Φαίδων 71Β· οἶνον… ψυχόμενον ἐν τῷ φρέατι Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 1· ἐπὶ τοῦ πυρός, σβήνομαι, Πλάτων. Κριτί. 120Β· μεταφορ., ἀγάπη ψυγήσεται, θὰ ψυχρανθῇ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδ´, 12. 2) δροσίζω, ἀναψύχω, θάλπουσα καὶ ψύχουσα, ἐπὶ τροφοῦ περιθαλπούσης τέκνον, Σοφ: Ἀποσπ. 400· καὶ ἀμεταβ. ἐνεργ., ζητῶ τὸν δροσερὸν ἀέρα, Νικ. Θηρ. 473. 3) κάμνω τι νὰ παγώσῃ, βασανίζω, ἀμφάκει κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμὰν (ἔνθα ὁ Meineke προτείνει ψήχειν) Αἰσχύλ. Πρ. 693· ἐπὶ θανάτου, ψύξει σε δαίμων τῷ πεπρωμένῳ χρόνῳ Ἄλεξις ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1. 10. - Παθητ., ψύχετ’ ἀμηχανίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1527. 4) μεταφορ. ἐν τῷ παθ., εἶμαι ψυχρός, Λογγῖν. 27. ΙΙΙ. στεγνώνω, ξηραίνω, δάκρυα δ’ οὐ ψύχει γενέτης Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 11· ψ. τι πρὸς τὸν ἥλιον Ἑβδ. (Ἱερ. Η΄, 2)· ἀερίζω, στεγνώνω, ἱμάτια Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1· 18, 13. - Παθ., Ξεν. Κυν. 5, 3, Ἀριστ. Προβλ. 22. 10. (Ἐκ τῆς σημ. Ι. παράγεται ἡ λέξ. ψυχή, πρβλ. τὸ Λατ. anima ἐκ τῆς ῥίζης *ἄω, ἄημι: ἐκ δὲ τῆς σημ. ΙΙ. ψῦχος, ψυχρός, κλπ. [ῡ ἀείποτε, πλὴν ἐν τῷ παθ. ἀορ. β΄, ἴδε Ἀριστοφ. Νεφ. 151].
Middle Liddell
I. to breathe, blow, ἦκα μάλα ψύξασα Il.
II. commonly, to make cold, cool, refrigerate, Hdt., Plat.:—Pass. to grow cold or cool, Hdt., Ar., etc.
III. to dry, make dry:— Pass., Xen.
Chinese
原文音譯:yÚcw 普需何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:涼爽
字義溯源:呼氣*,活著,使冷,變冷,漸漸冷淡
同源字:1) (ἀνάψυξις)恢復呼吸 2) (ἀναψύχω)使冷靜 3) (ἀποψύχω)呼出 4) (ἄψυχος)無生命的 5) (δίψυχος)雙魂的 6) (ἐκψύχω)斷氣 7) (εὐψυχέω)令人愉快 8) (ἰσόψυχος)相似的心靈 9) (καταψύχω)冷靜下來 10) (ὀλιγόψυχος)小魂的 11) (σύμψυχος)同魂的 12) (ψυχή)呼吸,氣息 13) (ψυχικός)有天然感覺的 14) (ψῦχος)寒冷 15) (ψυχρός)寒冷的 16) (ψύχω)呼氣
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 就漸漸冷淡了(1) 太24:12
Mantoulidis Etymological
(=φυσῶ, δροσίζω, παγώνω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Θέμα ψυχ+ω = ψύχω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
1 Ἀπό τή σημασία (φυσῶ) τά: ψυχή, ψυχάριον (ὑποκορ.), ψυχίδιον, ψυχαῖος, ψυχόω -ῶ (=ἐμψυχώνω), ψύχωσις (=ἐμψύχωση), ψυχαγωγός, ψυχαγωγία, ψυχαγωγικός, ψυχαγωγῶ, ψυχομαχῶ, ψυχοπομπός, εὔψυχος.
2 Ἀπό τή σημασία (δροσίζω, παγώνω) τά παράγωγα: ψυγεῖον καί ψυχεῖον, ψῦγμα, ψυγμός (=κρύωμα), ψυκτήρ -ῆρος (=κρυωτήρι), ψυκτήριον, ἀναψυκτήριον, ψυκτήριος, ψυκτικός, ἀναψυκτικός, ψύκτρα, ἄψυκτος, ψῦξις, (ἀνά, ἀπό, κατά)ψυξις, ψῦχος (=κρύο), ψυχάζω (=δροσίζομαι), ψυχεινός (=δροσερός), ψυχίζομαι (=παγώνω), ψυχρός, ψυχρότης, ψύχρα, ψυχραίνω, ψύχρανσις, ψυχρία.