ἀναπαύω

English (LSJ)

poet. and Ion. ἀμπαύω, fut. Med. ἀναπαύσομαι: aor. ἀνεπαυσάμην Att. and Hellenistic (but
A ἀνεπαύθημεν LXX La.5.5): later, aor. Pass. ἀναπάη IG14.158: fut. Pass. ἀναπαήσομαι v.l. Apoc.14.13, al.: pres. Med. ἀναπάεται IG14.1717, cf. PTeb.264:—make to cease, stop or hinder from a thing, χειμῶνος.. ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Il.17.550; ἀ. τινὰ τοῦ πλάνου give him rest from wandering, S.OC1113; τοὺς λειτουργοῦντας ἀ. (sc. τῶν ἀναλωμάτων) to relieve them from... D.42.25, cf. 42.
2 c. acc. only, put an end to, βοήν S.Tr.1262; more freq. rest, make to halt, ἀ. στράτευμα X.Cyr.7.1.4; κατὰ μέρος τοὺς ναύτας ἀ. Id.HG6.2.29; κάματον ἵππων ἀ. A.Fr.192 (lyr.); σῶμα E.Hipp.1353; εἴδωλον ἀ. ἐπὶ ἅμαξαν lay it in a reposing posture, Ael.VH12.64, cf. NA7.29: abs., ἀνάπαυσον = give me rest, Luc.Tyr.21.
3 bring to a close, τὸν λόγον Hermog.Id.1.8.
4 rarely intr. in sense of Med., take rest, ἀναπαύοντες ἐν τῷ μέρει Th.4.11; ἡσυχίαν εἶχε καὶ ἀνέπαυεν X.HG 5.1.21.
5 of land, cause to lie fallow, PSI400.10 (iii B. C.), PTeb. 105.3 (ii B. C.).
II in Med. and Pass., take rest, ἀναπαύου κακῶν take rest from... Cratin.297; ἀπὸ ναυμαχίας ἀ. rest after a sea-fight, Th.7.73; ἐκ μακρᾶς ὁδοῦ Pl.Criti.106a; ἀπ' ἄγρας κεκμακὼς ἀμπαύσεται [Πάν] Theoc.1.17; especially of troops, halt, rest, X.Cyr.2.4.3, etc.; ἀναπεπ. τῶν εἰσφορῶν to be relieved from... Isoc.8.20.
2 abs., take one's rest, sleep, Hdt.1.12, 2.95, al., E.Hipp.211, v.l. in Ar.Pl. 695, cf. Lys. 13.12, etc.
b of land, lie fallow, Pi.N.6.11.
c of the dead, ἀμπ. σὺν φιλίῃ ξυνῶς ἀλόχῳ Epigr.Gr.520.5 (Thessalonica); ὧδε ἀναπάεται IG14.1717, cf. Call.Epigr.15.1; ἀναπαύομαι τοῦ βίου Heraclit. All.68, Hdn.3.15.2; ἀναπαύομαι alone, die, Id.1.4.7, cf. Plu.2.110f; ἀ. τὸν βίον POxy.1121.12(iii A. D.).
d regain strength, dub. l. in X.Cyr. 6 1.11.
3 rest or settle upon an object, τὸ τοῦ Θεοῦ πνεῦμα ἐφ' ὑμᾶς ἀναπαύεται = the Spirit of God resteth upon you 1 Ep.Petr. 4.14, cf. LXX Is.11.2; of shadows, Iamb.Comm. Math.8.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. y jón. ἀμπαύω
• Morfología: [fut. med. ἀναπαύσομαι E.Cyc.582; aor. ἀνεπαυσάμην, Plu.2.110e, ἀνεπαύθημεν LXX La.5.5; tard. pres. med. ἀναπάομαι IUrb.Rom.641, fut. ἀναπαήσομαι Apoc.14.13, aor. ἀναπάη IG 14.158]
I 1hacer parar, hacer descansar c. ac. de pers. y gen. de cosa o solo c. este ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Il.17.550, ἐρώτων S.Ai.1205, πλάνου S.OC 1113, cf. σφᾶς ἐκ τῆς προγεγενημένης κακοπαθείας Plb.3.42.9, en v. pas. ἀναπεπαυμένοι ... τῶν εἰσφορῶν aliviados de los tributos Isoc.8.20
sólo c. ac. de pers. o de parte del cuerpo dar un descanso σῶμα E.Hipp.1353, τὰ μέρη Arist.Pr.880b22, στράτευμα X.Cyr.7.1.4, δύναμιν Plb.28.8.8, κατὰ μέρος τοὺς ναύτας X.HG 6.2.29, ὑμᾶς Eu.Matt.11.28, ἀνάπαυσον (με) Luc.Tyr.21
aliviar τοὺς λῃτουργοῦντας D.42.25, ψυχὴν ἀναπαύω descanso mi alma en boca de un muerto IGBulg.12.464.4 (Apolonia II/III d.C.).
2 c. ac. de cosa poner término o fin κάματόν θ' ἵππων A.Fr.323.5, βοήν S.Tr.1262, τὸν λόγον Hermog.Id.1.8 (p.263).
3 de un campo dejar en barbecho, PSI 400.10 (III a.C.), PTeb.105.4 (II a.C.).
4 colocar en posición yacente εἴδωλον Ael.VH 12.64
dejar en el suelo φασκώλιον Ael.NA 7.29.
II intr. descansar, reposar ἀναπαύοντες ἐν τῷ μέρει Th.4.11, ἡσυχίαν εἶχε καὶ ἀνέπαυεν X.HG 5.1.21
pronunciar entre pausas τὰ μεταξύ Sch.Er.Il.1.234.
III en v. med. c. part., gen., etc.
1 descansar, reposar c. part. μεταβάλλον ἀναπαύεται (τὸ πῦρ) Heraclit.B 84a, c. gen. o prep. + gen. κακῶν Cratin.297, ἐκ μακρᾶς ... ὁδοῦ Pl.Criti.106a, ἀπ' ἄγρας ... κεκμακὼς ἀμπαύεται Theoc.1.17
abs. del ejército hacer un alto X.Cyr.2.4.3
descansar, morir, c. gen. τοῦ βίου Heraclit.All.68, c. ac. ταύτης ... τὸν βίον ἀναπαυσαμένης POxy.1121.12 (III d.C.), abs. ἀνεπαύσατο τὸν βίον ἐκλιπών Plu.2.110e, cf. Hdn.1.4.7, SEG 26.791.6 (VI d.C.)
abs. permanecer inactivo de una parte de la βουλή Pl.Lg.758d
estarse quieto σὺ δεῦρο καὶ ἀναπαύου LXX Da.12.13, ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν Apoc.6.11
de un campo estar en barbecho Pi.N.6.11.
2 estar acostado, yacer πῶς ἂν ... ἐν ... λειμῶνι κλιθεῖσ' ἀναπαυσαίμαν; E.Hipp.211, ἀναπαύεσθαι ... δεῖ (τὸν πυρέττοντα) conviene que (el que tiene fiebre) guarde cama Arist.Pr.866a25, ἐν τῇ ἀναπαύεται κοίτῃ Hdt.2.95, cf. 1.12, Lys.13.12
en sent. sexual acostarse ἅλις Γανυμήδην τόνδ' ἔχων ἀναπαύσομαι E.Cyc.582, μετὰ τῆς Γναθαίνης Macho 286, cf. 328, Plu.Alex.2.
3 abs. de muertos en epitafios descansar, yacer ἦ ὑπὸ σοί Χαρίδας ἀναπαύεται; Call.Epigr.13.1, ἀμπαύεσθαι σὺν φιλίῃ ξυνῶς ἀλόχῳ IG 10(2).571.5 (Tesalónica II/III d.C.), Λούκιος ... ὧδε ἀναπάεται IG 14.1717.
4 reposar, asentarse τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα ἐφ' ὑμᾶς ἀναπαύεται 1Ep.Petr.4.14, cf. LXX Is.11.2, de sombras ἀναπαυόμενα φαίνεται al posarse son visibles Iambl.Comm.Math.8.

German (Pape)

[Seite 201] ion. ἀμπ., machen, daß Jemand aufhört, von etwas abbringen, χειμὼν ἀνέπαυσεν ἀνθρώπους ἔργων Il. 17, 550, der Winter macht, daß die Menschen zu arbeiten aufhören; Μενέξενον Plat. Lys. 213 d; mit dem acc. der Sache, πλάνον, βοήν, Soph. O. C. 1115 Trach. 1 252; ausruhen lassen, Glauc. 2 (IX, 341); στρά τευμα, das Heer halten lassen, Xen. Cyr. 7, 1, 4; ἑαυτὸν ἐκ τῆς κακοπαθείας, sich erholen, Pol. 3, 42; ablegen, δάφνην Ael. V. H. 2, 41; vgl. H. A. 7, 29; zur Ruhe bringen, πόλιν Plut. Nic. 9; auch tödten. – Häufiger med., aufhören, τινός, ναυμαχίας Thuc. 7, 73; sich ausruhen, überall vorkommend, ἀναπεπαυμένος ἐκ μακρᾶς ὁδοῦ Plat. Critia init.; bes. vom Schlafe, ἐπὶ τῆς κλίνης Her. 1, 182; vom Heere, Halt machen, Xen. Cyr. 2, 4, 4 u. öfter; ὁ πόλεμος ἀναπέπαυται, der Kriegist beendigt, 7, 5, 47 (aber bei Plut. Lucull. 5 ist ἀναπέπαυται dem πέπαυται entgegengesetzt, der Krieg hat nur einen Stillstand gewonnen); ἐκείνης τῆς διανοίας, von jenem Vorhaben abstehen, An. 5, 6, 31; sich ruhig verhalten, 4, 2, 4; mit ῥᾳθυμεῖν vrbdn, Pol. 10, 20; Sp. auch für sterben, Herodian. 1, 4, 18; vgl. Theocr. 1, 138.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 faire cesser, arrêter, suspendre : χειμὼν ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν IL l'hiver arrête les hommes dans leurs travaux ; βοήν SOPH cesser ses cris ; τινα PLUT tuer qqn;
2 faire se reposer : στράτευμα XÉN faire faire halte à une armée ; τοῦ πλάνου SOPH faire se reposer d'une marche errante;
II. intr. se reposer;
Moy. ἀναπαύομαι;
1 s'arrêter, cesser, se reposer;
2 prendre du repos, se coucher, dormir;
3 mourir (à l'ao. ἀνεπαυσάμην).
Étymologie: ἀνά, παύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπαύω: ион. ἀμπαύω
1 тж. med. (приостанавливать) останавливать, прекращать (βοήν Soph.): ἀ. τινὰ ἔργων Hom. заставлять кого-л. прекратить работу; τὸν πόλεμον ἔφη οὐ πεπαῦσθαι, ἀλλ᾽ ἀναπεπαῦσθαι Plut. он сказал, что война (с Митридатом) не кончилась, а (лишь) приостановилась;
2 давать отдых (τὸ στράτευμα Xen. или τὴν στρατιάν Plut.): ἀ. τινά τινος Soph. дать кому-л. отдохнуть от чего-л.; ἀ. τοὺς λειτουργοῦντας Dem. дать передышку несущим бремя литургий; ἀ. ἑαυτὸν ἔκ τινος Polyb. оправляться от чего-л.; ἀναπαύεσθαι (v.l. παύεσθαι) τῆς διανοίας Xen. оставлять мысль (о чем-л.), отказываться от намерения;
3 преимущ. med. отдыхать (ἐπὶ τῆς κλίνης Her.): ἀναπαύοντες ἐν τῷ μέρει Thuc. посменно отдыхая; ἀναπεπαυμένος ἀπό τινος Thuc., ἔκ τινος Plat. и τινός Isocr., Luc.; отдохнув, оправившись от чего-л.; σημαίνειν τῷ κέρατι ὡς ἀναπαύεσθαι Xen. трубить сигнал к отдыху; τόσσ᾽ εἰπὼν ἀνεπαύσατο Theocr. сказав это, он умолк; δειπνήσαντες ἀνεπαύοντο Xen. поужинав, они легли отдыхать;
4 убивать (τινά Plut.);
5 med. умирать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπαύω: ποιητ. καὶ Ἰων. ἀμπ-: (ἴδε παύω). Καταπαύω, «σταματῶ», ἐμποδίζω τινὰ ἔκ τινος, χειμῶνος .., ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Ἰλ. P. 550· παρέχω ἀνάπαυσιν, ἀνακουφίζω, κἀναπαύσατον ... τοῦδε δυστήνου πλάνου Σοφ. Ο. Κ. 1113· ὁ Jebb ἔχει ἀναπνεύσατον, ἀναπνεύσαστε, «ξεκουρασθῆτε»· τοὺς λειτουργοῦντας ἀν. (ἐνν. τῶν ἀναλωμάτων), ἀπαλλάττω αὐτοὺς τῶν δαπανῶν, Δημ. 1046. 21, πρβλ. 1049. 2. 2) μετ’ αἰτιατ. Μόνον, σταματῶ, θέτω τέρμα εἴς τι, βοὴν Σοφ. Τρ. 1262: φονεύω, Πλούτ. 2. 110E: - κοινότερον, κάμνω τινὰ νὰ σταθῇ, ν’ ἀναπαυθῇ, ἀν. στράτευμα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 4· κατὰ μέρος τοὺς ναύτας ἀν. ὁ αὐτ. Ἑλλ. 6. 2, 29· κάματον ἵππων ἀν. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· σῶμα Εὐρ. Ἱππ. 1353· εἴδωλον ἀν. ἐπὶ ἅμαξαν, καθίζειν Αἰλ. Π. Ἱστ. 12. 64, πρβλ. Περὶ Ζ. 7. 29. 3) σπαν. ἀμετάβ. μετὰ μέσ. σημασ., ἀναπαύομαι, ἀναπαύοντες ἐν τῷ μέρει Θουκ. 4. 11· ἡσυχίαν εἶχε καὶ ἀνέπαυεν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 21. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. σχηματ., ἀπέχομαι, ἀφίσταμαί τινος, ἀπὸ ναυμαχίας ἀναπεπαυμένοι Θουκ. 7. 73· ἀναπεπ. τῶν εἰσφορῶν, ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τῶν .., Ἰσοκρ. 163B: ἀναπαύου κακῶν, ἡσύχαζε, ἔχε ἀνάπαυσιν ἀπό .., Κρατῖν. Ἄδηλ. 111. 2) ἀπολ. ἀναπαύομαι, κοιμῶμαι, Λατ. pernoctare, Ἡρόδ. 1. 12., 2.95, καὶ ἀλλ., Εὐρ. Ἱππ. 212, Ἀριστοφ. Πλ. 695, Λυσίας 130. 40, κτλ. ἐκ μακρᾶς ἀν. ὁδοῦ, μετὰ μακρὰν ὁδοιπορίαν, Πλάτ. Κριτί. 106A· μετὰ ἐπίπονον κυνηγεσίαν, ἦ γὰρ ἀπ’ ἄγρας τανίκα κεκμακὼς ἀμπαύεται Θεόκρ. 1. 16. β) ἐπὶ γῆς διαμενούσης ἀγεωργήτου, Πινδ. Ν. 6. 20. γ) ἀναπαύομαι ἐκ τῶν βασάνων τοῦ βίου, ἀποθνήσκω, χὥ μὲν τόσσ’ εἰπὼν ἀνεπαύσατο, «εὐφήμως τὸ ἀποθανεῖν ἀναπαύσασθαι ἔφη» (Σχολ.) Θεόκρ. 1, 138· - «ἥδιον κλαῦσον ἐπὶ νεκρῷ ὅτι ἀνεπαύσατο» Ἑβδ. (Σειράχ. κβ΄, 11), καὶ ἐν πλείστ. Ἐκκλ. Συγγρ., λέγομεν δὲ καὶ νῦν, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ ἀντὶ ἀπέθανεν: - ἀμπ. σὺν φιλίῃ ξυνῶς ἀλόχῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 1973. 5· πρβλ. Καλλ. Ἐπ. 14. δ) ἐπὶ στρατιωτῶν, σταματῶ, ἀναπαύομαι, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 3, κτλ. ε) ἀναλαμβάνω δύναμιν, ὁ αὐτ. 6. 1, 11.

English (Autenrieth)

aor. ἀνέπαυσε: cause to leave off, τινά τινος, Il. 17.550†.

English (Slater)

ἀνᾰπαύω med., rest ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν (N. 6.11)

English (Strong)

from ἀνά and παύω; (reflexively) to repose (literally or figuratively (be exempt), remain); by implication, to refresh: take ease, refresh, (give, take) rest.

English (Thayer)

future ἀναπαύσω; 1st aorist ἀνεπαυσα; perfect passive ἀναπέπαυμαι; middle (present ἀναπαύομαι); future ἀναπαύσομαι (Tdf. editions 2,7, WH; but G L T Tr with R ἀναπαύσωνται)), and in the colloquial speech of inferior Greek ἀναπαήσομαι (L T Tr WH, cf. Alexander Buttmann (1873) (57) especially English translation, p. 64 f; Kühner, 1:886; (Tdf. Proleg., p. 123; WH s Appendix, p. 170); see also in ἐπαναπαύω); 1st aorist ἀνεπαυσάμην; (a common verb from Homer down): "to cause or permit one to cease from any movement or labor in order to recover and collect his strength" (note the prefix ανἄ and distinguish from καταπαύω (see ἀνάπαυσις, at the end)), to give rest, refresh; middle to give oneself rest, take rest. So in the middle voice, absolutely of rest after traveling, to keep quiet, of calm and patient expectation, ἐκ τῶν κόπων exempt from toils (cf. Buttmann, 158 (138)); Plato, Critias in. ἐκ μακρᾶς ὁδοῦ). By a Hebraism (עַל נוּחַ, τό πνεῦμα ἐφ' ὑμᾶς ἀναπαύεται rests upon you, to actuate you, to refresh, the soul of anyone: τινα, τό πνεῦμα τίνος, τά σπλάγχνα τίνος, ἀπό πάντων ὑμῶν from your sight, attentions, contact). (Compare: ἐπιπαύω, συνπαύω (συνπαύομαι).)

Greek Monolingual

ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω)
Ι. ενεργ.
1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω
2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω
3. σκοτώνω κάποιον, τον «βγάζω απ’ τη μέση»
ΙΙ. μέσ.
1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία για να ξεκουραστώ, ξεκουράζομαι (στα αρχ. και μσν. και στην ενεργ.)
2. κατακλίνομαι για ξεκούραση και ύπνο, κοιμάμαι
3. πεθαίνω
4. (ειδ. για χωράφια) αφήνομαι ακαλλιέργητος για ορισμένο χρονικό διάστημα (Εκκλ.) απολυτρώνω κάποιον με τον θάνατο από τα επίγεια βάσανα
νεοελλ.
1. προξενώ σε κάποιον ικανοποίηση, ικανοποιώ, ευχαριστώ
2. φρ. «ο Θεός να τον αναπαύσει!», ευχή για νεκρό «τον ανάπαυσε ο Θεός», τον απάλλαξε από τα βάσανα του κόσμου, πέθανε
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. καταπαύω, σταματώ, βάζω τέρμα σε κάτι
ΙΙ. μέσ. απαλλάσσομαι από κάτι, σταματώ, απέχω ΙΙΙ. (για στρατεύματα) διακόπτω την πορεία, σταματώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + παύω.
ΠΑΡ. ανάπαυλα, ανάπαυση (-ις), αναπαυτήριος, αναπαυτικός αρχ. ἀνάπαυμα
μσν.- νεοελλ.
ἀναπαύσιμος.

Greek Monotonic

ἀναπαύω: ποιητ. και Ιων. ἀμπ-, μέλ. -σω, καταπαύω, σταματώ ή εμποδίζω από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν. τινά τινος, του δίνω ανάπαυση ή ανακούφιση από κάτι, σε Σοφ., Δημ.
2. με αιτ. μόνο, σταματώ, τερματίζω, βοήν, σε Σοφ.· περισσότερο σύνηθες, επιφέρω σταμάτημα, ανάπαυση, τὸ στράτευμα, τοὺς ναύτας, σε Ξεν.
3. σπανίως αμτβ. με σημασία της Μέσ., αναπαύομαι, ἀναπαύοντες, σε Θουκ.· ἀνέπαυεν, σε Ξεν.
II. 1. Μέσ. και Παθ., απέχω από κάτι, ἀπὸ ναυμαχίας, σε Θουκ.
2. απόλ., ξεκουράζομαι, κοιμάμαι, Λατ. pernoctare, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για νεκρούς, σε Θεόκρ.· λέγεται για στρατιώτες, αναπαύομαι, κάνω στάση, σε Ξεν.
3. ανακτώ δύναμη, στον ίδ.

Middle Liddell

I. to make to cease, to stop or hinder from a thing, c. gen., Il.; ἀν. τινά τινος to give him rest or relief from a thing, Soph., Dem.
2. c. acc. only, to stop, put an end to, βοήν Soph.:—more commonly, to rest, halt, τὸ στράτευμα, τοὺς ναύτας Xen.
3. rarely intr. in sense of Mid. to take rest, ἀναπαύοντες Thuc.; ἀνέπαυεν Xen.
II. Mid. and Pass. to desist from a thing, ἀπὸ ναυμαχίας Thuc.
2. absol. to take one's rest, sleep, Lat. pernoctare, Hdt., Eur., etc.; of the dead, Theocr.: —of soldiers, to halt, rest, Xen.
3. to regain strength, Xen.

Chinese

原文音譯:¢napaÚw 安那-袍哦
詞類次數:動詞(12)
原文字根:向上-停止
字義溯源:舒暢,安息,安寧,安逸,安歇,歇息,享安息,常住,止息,休息,使爽快,快活,暢快;由(ἀνά)*=上)與(παύω)*=止住)組成。這字有時指身體睡覺安歇( 太26:45; 可14:41);有時又指從工作後得歇息( 可6:31; 路12:19);有時又指屬靈的安息( 太11:28);有時信徒之間也能彼此使對方快活,舒暢( 林前16:18; 林後7:13);聖經也記載,那些在主裏死了的人,乃是從自己的勞苦得息,直到主來( 啓6:11; 14:13)。
同義字:1) (ἀναπαύω)舒暢,安息 2) (ἐπαναπαύομαι)倚靠,信賴 3) (ἡσυχάζω)安歇 4) (καταλύω)鬆弛下來,投宿 5) (καταπαύω)歇息 6) (κοπάζω)困倦 7) (σιγάω)閉口不言 8) (σιωπάω)啞,不言語
出現次數:總共(12);太(2);可(2);路(1);林前(1);林後(1);門(2);彼前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 就給⋯安息(1) 太11:28;
2) 安息(1) 啓6:11;
3) 他們⋯快活(1) 林前16:18;
4) 你⋯暢快(1) 門1:20;
5) 他們⋯得安息(1) 啓14:13;
6) 常住(1) 彼前4:14;
7) 得了暢快(1) 門1:7;
8) 歇息(1) 可6:31;
9) 安歇(1) 可14:41;
10) 安逸的(1) 路12:19;
11) 舒暢(1) 林後7:13;
12) 安歇罷(1) 太26:45

Léxico de magia

1 en v. med. descansar como acción de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε ..., ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος a ti te invoco, señor, el que descansa entre los santos (ref. al sol) P I 198 2 dar descanso c. ac. αἴρει (Ὄσιρις) τὸ ψυχρὸν ὕδωρ καὶ ἀναπαύσεται ὑμῶν τὰς ψυχάς Osiris trae el agua fría y dará descanso a vuestras almas SM 45 13

Lexicon Thucydideum

requiescere sinere, to allow to rest, 4.11.3,
MED. requiescere, to rest, 7.73.2, [Vat. Vatican manuscript πεπαυμ.]. 7.79.2, 7.79.4. 7.6.1, [praeterea besides ἀναπαυομένους pro for ἂν παυομ.Vat. Vatican manuscript 6.99.2.]