ἑστία
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
ἡ, Ion. ἱστίη (as always in Hom. (exc. in ἀνέστιος, ἐφέστιος) and Hdt., cf. Schwyzer687.1 (Chios, vii/vi B. C.), IG12(5).554 (Ceos), and
A v. ἐφέστιος; ἑστίῃ is f.l.in Hes.Op.734) ; Boeot.ἱστία (Ἱ.) IG7.556 (Tanagra) ; also Coan, SIG1025.29, and Arc., ib.559.55 ; Locr. ἰστία IG9(1).334.7 ; both forms in Cretan, Ἑστία SIG527.15 (iii B. C.), Ἱστία GDI5079.7, al.:—hearth of a house, in Hom. only in solemn appeals, ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν..ἱστίη τ' Ὀδυσῆος Od.14.159, al., cf. Hdt.4.68, S.El.881 ; καθῆσθαι παρ' ἑστίᾳ, of suppliants, Pi.Fr.81 ; ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι Th.1.136 ; ἡ δορύξενος ἑ. S.OC 633 ; ἑ. μεσόμφαλος A.Ag.1056 ; ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ' ἑστίᾳ Id.Fr. 362.3. 2 the house itself, home, Pi.O.1.11,P.11.13 : freq. in Trag., as A.Ch.264, etc.; διξὰς ἱστίας οἴκεε Hdt.5.40 ; καταλείποντα ἐν τᾷ ἰστίᾳ παῖδα ἡβάταν, of a colonist, IG9(1).334 (Locr., v B. C.) : metaph., of the last home, the grave, τὰν χθόνιον ἑ. ἰδεῖν S.OC1726 (lyr.). 3 household, family, οἱ πολλοί, πλὴν ὀγδώκοντα ἱστιέων κτλ., Hdt.1.176 ; ἱστίη οὐδεμία νομιζομένη εἶναι Γλαύκου Id.6.86.δ'. 4 altar, like ἐσχάρα, A.Th.275, Eu.282 ; βούθυτος ἑ. S.OC1495 (lyr.); γᾶς μεσσόμφαλος ἑ., of the Delphic shrine, E.Ion462 (lyr.); Πυθόμαντις ἑ. S. OT965 ; βωμός, ἑ. χθονός (as a sanctuary) A.Supp.372 (lyr.); ἡ κοινὴ ἑ. the public altar, serving as. a sanctuary to refugees, IG22.1029, Arist.Pol.1322b28 ; πολιτικὴ ἑ. App.Pun.84:—ἡ κοινὴ ἑ. also of the public table, ἐδέξαντο τοὺς πρεσβευτὰς ἐπὶ τὴν κοινὴν ἑ. Plb.29.5.6, cf. IG5(1).961 (Cotyrta), 7.21 (Orchomenus in Boeotia), Poll.9.40 ; μυηθεὶς ἀφ' ἑστίας, of a class of public initiates at Eleusis, Is.Fr.84, cf.IG 2.1355, al. ; so ὁ ἀφ' ἑ. παῖς Porph.Abst.4.5 ; simply ὁ ἀφ' ἑ., ἡ ἀφ' ἑ., Ἐφ. Ἀρχ. 1894.176,1885.146. 5 metaph., of places which are to a country as the hearth to a house, as a metropolis, Plb.5.58.4 ; ἑ. καὶ μητρόπολις D.S.4.19 ; of Delos, ἱστίη ὦ νήσων Call.Del.325:—Pythag., of the central fire of the universe, Philol.7, etc., cf. Alex.Aphr. in Metaph.38.23 ; of the earth, E.Fr.944 ; of the heart in the body, Arist.PA70a25 ; μίαν, ἰδίαν ἑ. ἤθους οὐκ ἔχειν, Plu.2.52a,97a ; of the liver as focus of a fever, Gal.15.742. II as pr. n. Ἑστία, Ion. Ἱστίη, Ἑστίη, h.Hom.24.1, v.l. in Hes.Th.454:—the hearthgoddess, h.Ven.22, Hes.Th.l.c., Pi.N.11.1, etc., cf. h.Hom.24,29, Orph.H.84, D.S.5.68 ; Ἑ. βουλαία IG12(5).732 (Andros), Aeschin. 2.45, App.Mith.23 ; Ἑ. πρυτανεία IG12(5).659 (Syros); worshipped as ἡ κοινὴ Ἑ. by the Getae, D.S.1.94, cf. Hdt.4.127 : prov., ἀφ' Ἑστίας ἄρχεσθαι to begin from the beginning, Ar.V.846, Pl.Euthphr.3a ; ἀπ' ἄλλης Ἑ. καὶ ἀρχῆς τὰς πράξεις προχειρίζεσθαι Str.1.1.16 (also ἐξ ἑ. ἄρχεσθαι Hsch.) ; ἡ Ἑ. γελᾷ, of the fire crackling, Arist.Mete.369a32. 2 = Lat. Vesta, Str.5.2.3, Plu.Rom.2, etc. 3 title of a priestess, IG9(1).486 (Acarnania); ἑ. πόλεως, as an honorary title, ib.5(1).583 (Sparta). [ῑ in Od. in the appellat. 14.159, ῐ in h.Hom. in pr.n. ; in Hes. the reverse : ῐ always in Com.and Trag.] (Etymological connexion with Vesta is doubtful ; the dialects never have ϝ-, exc. in the pr. n. ϝιστίαυ (gen.sg.masc.)IG5(2).271.18 (Mantinea); cf. γιστία.)
German (Pape)
[Seite 1044] ἡ, ion. u. ep. ἱστίη, auch ἑστίη, Hes. O. 732, l. d., der Heerd des Hauses, der zugleich der Hausaltar ist, auf dem die Hausgötter standen, u. der insofern als heilig galt u. als unverletzlicher Zufluchtsort der Hülfeflehenden, vgl. Thuc. 1, 136; bei Hom. nur in der Od. in Schwurformeln, ἴστω νῦν Ζεὺς – ξενίη τε τράπεζα, ἱστίη τ' Ὀδυσῆος, ἣν ἀφικάνω, 14. 159. 17, 156. 10, 304. – Tragg., ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ' ἑστίας ἐμῆς Αἴγισθος Aesch. Ag. 1410; τίω δ' ἀθέρμαντον ἑστίαν δόμων Ch. 620; Altar, μήλοισιν αἱμάσσοντες ἑστίας θεῶν Spt. 257, vgl. Eum. 272 Suppl. 367; μὰ τὴν πατρῴαν ἑστίαν Soph. El. 869; βούθυτος O. C. 1491; Eur.; vgl. τὰς βασιληΐας ἱστίας ὀμνύναι Her. 4, 68; γᾶ ἑστία θεῶν Plat. Tim. Locr. 97 d, vgl. Legg. XII, 955 e; ἡ κοινὴ ἑστία, der Heerd des Staates, Versammlungshaus der Prytanen, Arist. pol. 6 eztr.; vgl. Pol. 29, 5, 6. 31, 9, 4; Inscr. 1193, das Prytaneum ἑστία τῆς πόλεως, Poll. 9, 40. – Uebh. das Haus, Wohnung, ἐς ἀφνεὰν μάκαιραν Ίέρωνος ἑστίαν Pind. Ol. 1, 11; ἑστίαν πατρῴαν P. 11, 13; τὰ μὲν κατ' οἴκους ἐφ' ἑστίας ἄχη Aesch. Ag. 415; ὦ σωτῆρες ἑστίας πατρός Ch. 262; οὐδ' ἀφ' ἑστίας συθείς Pers. 849; ὦ πατρῷον ἑστίας βάθρον Soph. Ai. 847, vgl. O. C. 639; ὅτου δῶμ' ἑστίαν τ' ἀφίξομαι Eur. Hec. 353; μυχοῖς ναίουσαν ἑστίας ἐμῆς Med. 397; διξὰς ἱστίας οἴκεε Her. 5, 40, der es auch für alle zum Hause Gehörenden gebraucht, die Familie, ὀγδώκοντα ἱστίαι ἐκδημέουσαι ἔτυχον 1, 177; ἄμοιρος ἑστίας Xen. Cyr. 7, 5, 56; Sp., wie Plut. Rom. 9; D. Sic. 20, 15. – Uebertr., Σελεύκειαν ἑστίαν ὑπάρχουσαν τῆς αὐτῶν δυναστείας, der Heerd, Mittelpunkt, Pol. 5, 58, 4; ἑστ. καὶ μητρόπολις D. Sic. 15, 90. – Nach E. M. auch das Mahl. – Sprichwörtl. ἀφ' ἑστίας ἄρχεσθαι, vom eigenen Heerde, mit sich, mit der Hauptperson anfangen, Schol. Ar. Vesp. 842; Paroem. – Vgl. auch nom. pr. [ι ist bei Hom. lang, bei den Uebrigen kurz].
Greek (Liddell-Scott)
ἑστία: ἡ, Ἰων. ἱστίη (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καί Ἡροδ., οὕτω καί τό ἄριστον Ἀντίγραφον τῶν Ἔργ. κ. Ἡμ. τοῦ Ἡσιόδου 732 ἀντί ἑστίη). Ἡ ἑστία τῆς οἰκίας, τό μέρος ἔνθα ἀνήπτετο τό πῦρ ἐν τῷ ἐσωτερικῷ τῆς οἰκίας, ὅθεν ἐλέγετο μεσόμφαλος, κοινῶς «γωνιά», Τουρκ. «ὀτζάκι», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056 (ἀλλ· ἴδε κατωτ. 4) ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ, καθήμενος ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ πλησίον τῆς ἑστίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 299· ἦτο δέ αὕτη τὸ ἱερόν ἕδος τῶν οἰκογενειακῶν θεοτήτων, Εὐρ. Μήδ. 396, κτλ.· καί ἄσυλον τοῖς ἱκέταις (ἴδε ἐφέστιοι), καθῆσθαι παρ’ ἑστίᾳ Πινδ. Ἀποσπ. 49· ἐπί τήν ἑστίαν καθίζεσθαι Θουκ. 1. 136· ἡ δορύξενος ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 633: ἐντεῦθεν ὅρκος ἐπ’ αὐτῇ ἦτο ἰδιαζόντως ἱερός, καί ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τήν λέξιν μόνον ἐπί σοβαρῶν διαβεβαιώσεων, ἴστω νῦν Ζεύς πρῶτα θεῶν... ἱστίη τ’ Ὀδυσῆος Ὁδ. Ξ. 159, Ρ. 156, Τ.304· οὕτως ἐν Ἡροδότ. 4. 68, Σοφ. Ἠλ. 881. 2) αὐτός ὁ οἶκος, ἡ κατοικία, ὁ οἰκογενειακός κύκλος, ἡ οἰκογένεια, Πινδ. Ο. 1. 17, Π. 11. 21, καί συχν. παρά Τραγ., ὡς παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 264 κλ.· διξάς ἱστίας οἴκεε Ἡρόδ. 5. 40. μεταφορ., ἐπί τῆς ὑστάτης κατοικίας, ἤτοι τοῦ τάφου, Σοφ. Ο.Κ. 1728. 3) οἰκογένεια, οἱ πολλοί, πλήν ὀγδώκοντα ἱστιέων κτλ. Ἡροδ. 1. 176· ἱστίη οὐδεμία νομιζομένη εἶναι Γλαύκου 6. 86. 4) παρά Τραγ. ὡσαύτως, θυσιαστήριον, βωμός, ὡς τό ἐσχάρα, Αἰσχύλ. Θήβ. 275, Εὐμ. 282· βούθυτος ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 1495· γᾶς μεσόμφαλος ἑστ., ἐπί τοῦ ἐν Δελφοῖς ἱεροῦ, Εὐριπ. Ἴων 462· ὅπερ παρά Τραγ. καλεῖται ἑστία Πυθόμαντις, Δελφική, Πυθική: - ἡ κοινή ἑστία, ὁ δημόσιος βωμός χρησιμεύων ὡς ἄσυλον εἰς τους πρόσφυγας, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 20 (πρβλ. Αἰσχύλ. Ἰκ. 372, βωμόν, ἑστίαν χθονός), ἥν ὁ Ἀππ. ἐν Καρχ. 84 καλεῖ πολιτικήν ἑστίαν· ἴδε κατωτ. ΙΙ· ἀλλά κοινή ἑστ. ἐκαλεῖτο καί ἡ δημόσια τράπεζα ἐδέξαντο τούς πρεσβευτάς ἐπί τήν κοινήν ἑστ. Πολύβ. 29. 5, 6, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1193. 33, Πολυδ. Θ΄, 40· καλέσαι τινάς ἐπί ξένια εἰς πρυτανεῖον εἰς τήν κοινήν ἑστ. Ἐπιγραφ. παρά τῷ Keil. Iv. b. 16: - μυηθείς ἀφ’ ἑστίας, φράσις ἐν χρήσει ἐπί σεμνοπρεποῦς τινος μυήσεως ἐν Ἐλευσῖνι. Συλλ. Ἐπιγρ. 393 (ἔνθα ἴδε Böckh), 406, 443, κ. ἀλλ.· τόν ἀφ’ ἑστίας μύστην αὐτόθι 406 c (προσθῆκαι). 5) μεταφ., ἐπί πόλεων αἵτινες ἐθεωροῦντο, οὕτως εἰπεῖν, ἡ ἑστία τοῦ κράτους, Σελεύκειαν δέ περιορᾶν... ἀρχηγέτιν οὖσαν, καί σχεδόν ὡς εἰπεῖν ἑστίαν ὑπάρχουσαν τῆς αὐτῶν δυναστείας Πολύβ. 5. 58, 4, Διόδ. 4. 19., 15. 90· ἐπί τῆς Δήλου, ἱστίη ὦ νήσων Καλλ. εἰς Δῆλ. 325· οὕτως ο Πλούταρχ. λέγει, ἑστ. ἤθους 2. 52Β, 97Β. ΙΙ. ὡς ὄνομα κύρ. Ἑστία, Ἰων. Ἱστίη, ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Θ. 454 Ἑστίη, Βοιωτ. Ἱστιαία Ἐπιγρα… Keil σ. 197: - ἡ παρά Ρωμ. Vesta, παρθένος θεά, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 22 κἐξ.· θυγάτηρ τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας κατά τόν Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ:. ἀλλά ταυτιζομένη τῇ Ρέᾳ κατά τόν Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9· προστάτις τοῦ οἴκου καί τῆς οἰκογενείας, προσέτι καί τῆς πολιτείας, δι’ ὅ καί ἐν ταῖς εὐωχίαις καί σπονδαῖς ἔθος ἦν τάς ἀπαρχάς τῇ Ἑστίᾳ ποιεῖσθαι, καί αὐτήν ἐπικαλεῖσθαι πρώτην. Ὁμ. Ὕμν. 23 καί 29, Ὀρφ. Ὕμν. 83, Διόδ. 5. 68 · Ἑστία πρυτανεία, ἡ βουλαία Ἑστ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2347k, 2349b. 13· λατρευομένη ὡς κοινή Ἑστία ὑπό τῶν Γετῶν, Διόδ. 1. 94, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 127: - παροιμ. ἀφ’ Ἑστίας ἄρχεσθαι ἐκ τῶν κρειτόνων ἤ ἐκ τῶν οἰκείων, Ἀριστοφ. Σφ. 846, Πλάτ. Εὐθύφρων 3Α, Στράβων 9, ἔνθα Casaub.· ἡ Ἑστία γελᾷ, ἐπί τοῦ ἐν τῇ ἑστίᾳ θορυβοῦντος πυρός, Ἀριστοτ. Μετεωρ. 2. 9, 5. 2) ὑπῆρχεν ἄγαλμα τῆς Ἑστίας ἐν τῷ ἐν Ἀθήναις βουλευτηρίῳ, ὅπερ ἐχρησίμευεν ὡς ἄσυλον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 52· Ἑστία βουλαία ἐν Αἰσχίν. 34. 7, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 23· ἕτεροι γράφουσιν ἑστία, βωμός τις, ἴδε ἀνωτ. 1. 4. - Ἴδε ἐν λέξει ἄστυ ῑ ἐν Ὀδ. ἐπί τοῦ προσηγορικοῦ, ῐ ἐν Ὁμ. ὕμν. ἐπί τοῦ κυρίου ὀνόματος· παρ’ Ἡσ. ἀκριβῶς τό ἐναντίον· -ῐ ἀείποτε παρ’ Ἀττ..
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. foyer, au sens religieux, càd :
1 foyer, partie intime de la maison où se trouvaient l’autel des dieux domestiques et le sanctuaire pour les suppliants;
2 p. ext. la maison elle-même, maison, demeure, foyer ; fig. dernière demeure, tombeau;
II. p. ext. autel.
Étymologie: cf. lat. Vesta.
English (Slater)
ἑστία (-ίᾳ, -ίαν, -ία.)
a home, hearth ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους μάκαιραν Ἱέρωνος ἑστίαν (O. 1.11) τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν (O. 12.14) εὐδίαν ὃς τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.11) ἀγῶνί τε Κίρρας ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών (P. 11.13) τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17) ]νος τἶ ἑστίαν[ Παρθ. 2. 107.
b Hestia, goddess of the hearth. παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.1)
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑστία, Α ιων. τ. ἱστίη)
1. το μέρος του σπιτιού στο οποίο οι ένοικοι άναβαν τον χειμώνα φωτιά που χρησιμοποιούσαν και για μαγείρεμα (κν. γωνιά, τζάκι κ.λπ.)
2. το σπίτι ή ο τόπος διαμονής κάποιου προσώπου («εγκατέλειψε την πατρική εστία»)
3. το μέρος στο οποίο δημιουργείται κάτι που διαδίδεται και σε άλλα μέρη, η κοιτίδα, η πηγή, το κέντρο (α. «εστία του πολιτισμού» β. «εστία του κακού»)
νεοελλ.
1. στρατ. (για παλιά πυροβόλα) η σκάφη του εμπυρέα (κν. βιδόνι)
2. (πυροβ.) το σημείο στο οποίο παράγεται ο σπινθήρας («εστία πυροβόλου όπλου»)
3. (για υπονομεύσεις) ο χώρος που τοποθετούνται οι εκρηκτικές ύλες
4. τεχνολ. το μέρος μιας συσκευής βιομηχανικής ή οικιακής θέρμανσης όπου γίνεται η καύση
5. φυσ. το σημείο που συγκεντρώνονται οι ακτίνες φωτεινής δέσμης αφού διέλθουν από φακό ή αφού γίνει αντανάκλαση σε κοίλα και κυρτά κάτοπτρα
6. (οπτ.) το κάθε ένα από τα δύο σημεία του οπτικού άξονα που συγκλίνουν οι παράλληλες ακτίνες οι οποίες εκπορεύονται από τον οφθαλμό ή εισέρχονται σε αυτόν
7. μαθ. ονομασία ορισμένων σημείων της ελλείψεως, της υπερβολής, της παραβολής κ.λπ. που έχουν θέση ανάλογη με τη θέση του κέντρου για τον κύκλο
μσν.
1. φωτιά
2. μτφ. οργή, πάθος
αρχ.
1. η οικογένεια, ο οικογενειακός κύκλος
2. βωμός θεών της οικογένειας και γενικά βωμός, θυσιαστήριο
3. η ιερή έδρα τών οικογενειακών θεοτήτων την οποία χρησιμοποιούσαν ως άσυλο οι ικέτες
4. η τελευταία κατοικία, ο τάφος
5. (για πόλεις που θεωρούνται η εστία του κράτους) η μητρόπολη, η πρωτεύουσα πόλη
6. το κεντρικό πυρ του σύμπαντος στους Πυθαγορείους
7. μτφ. η καρδιά ως εστία του σώματος, ως βασικό όργανο
8. (μτφ. για τη γη) «καὶ γαῑα μῆτερ, ἑστίαν δὲ σ' οἱ σοφοὶ βροτῶν καλοῡσιν ἡμένην ἐν αἰθέρι», Ευρ.
9. τίτλος ιέρειας, ιέρεια
10. ως κύρ. όν. ἡ Ἑστία
όνομα της θεάς της εστίας
11. φρ. α) «ἵστω νῡν Ζεὺς πρῶτα θεῶν... ἱστίη τ' Ὀδυσῆος ἀμύμονος»
(για όρκο) μάρτυράς μου ας είναι πρώτα πρώτα ο Ζευς από τους θεούς... και η εστία του Οδυσσέα του ασύγκριτου, Ομ. Οδ.
β) «μυηθεὶς ἀφ' ἑστίας» — για τάξη μυηθέντων στα Ελευσίνια
γ) «ἡ Ἑστία γελᾷ» — η φωτιά στην εστία κάνει θόρυβο, Αριστοτ. δ) «κοινὴ ἑστία»
(i) δημόσιος βωμός που χρησιμεύει ως άσυλο στους πρόσφυγες
(ii) δημόσια τράπεζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εστία είναι πιθ. παράγωγο ενός θ. εστο- ή εστα-, σχηματισμένη κατά τα ουσιαστικά σε -ία (πρβλ. οικ-ία, κλισ-ία κ.ά.). Στον παράλληλο διαλεκτ. τ. ιστίᾱ, -in το αρχικό -ι- προήλθε πιθ. με αφομοίωση, ενώ η υποτεθείσα αναλογική επίδραση του ίστημι στον τ. είναι αμφίβολη. Για την ετυμολ. της λέξης καίρια είναι η ύπαρξη ή η απουσία ενός αρχικού F στον τ., το οποίο μαρτυρείται μόνο στη γλώσσα του Ησύχ. γιστία
εσχάρη και στο αρκαδ. ανθρωπωνύμιο Fιστίας, ενώ λείπει στις διαλεκτικές επιγραφές, όπου θα αναμενόταν. Η σίγηση του F- οφείλεται ίσως σε αναλογική επίδραση του τ. εσχάρα (ή του τ. ίστημι για το ιστίᾱ). Η υποστηριχθείσα, εξάλλου, σύνδεση με λατ. Vesta δεν είναι βέβαιη.
ΠΑΡ. αρχ. εστιώ
νεοελλ.
εστιάζω, εστιακός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αφέστιος, ενέστιος, επίστιος, ευέστιος, εφέστιος, ομέστιος, ομοέστιος, πανέστιος, παρέστιος, συνέστιος, συνομέστιος, φιλοσυνέστιος].
Greek Monotonic
ἑστία: Ιων. ἱστίη, ἡ,
I. 1. εστία, παραγώνι σπιτιού, πυροστιά, τζάκι, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· βωμός των οικιακών, οικογενειακών θεών και άσυλο για τους ικέτες (ἐφέστιοι), ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι, σε Θουκ.
2. το ίδιο το σπίτι, κατάλυμα, κατοικία, οικογένεια (όπως λέμε το «σπίτι» με την έννοια της οικογενειακής θαλπωρής), σε Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., λέγεται για την τελευταία κατοικία, τον τάφο, σε Σοφ.
3. φαμίλια, οικογένεια, σε Ηρόδ.
4. βωμός, θυσιαστήριο, σε Τραγ.· γᾶς μεσόμφαλος ἑστ., λέγεται για το Δελφικό ιερό, σε Ευρ.
II. ως κύριο όνομα Ἑστία, Ιων. Ἱστίη, Ρωμ. Vesta, θυγατέρα, κόρη του Κρόνου και της Ρέας, προστάτιδα του οίκου και της οικογενείας, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἑστία: ион. ἱστίη, дор. ἑστίη ἡ
1) домашний очаг (где находились домашний жертвенник и изображения семейных богов): ἡ δορύξενος ἑ. Soph. гостеприимный очаг; ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι Thuc. сесть у домашнего очага; ἱστίας (ион. = ἑστίας) ἐπιορκεῖν Her. ложно клясться домашними богами; μὰ τὴν πατρῴαν ἐστίαν! Soph. клянусь очагом отчего дома!;
2) семейный очаг, родной дом: γυναῖκας ἔχων δύο, διξὰς ἱοτίας οἴκεε Her. (Александрия), имея двух жен, жил на два дома;
3) перен. обиталище (παντοδαπῶν ζῴων Arst.): χθόνιος ἑ. πατρός Soph. подземное жилище, т. е. могила отца;
4) семья, семейство (αἱ ὀγδώκοντα ἱστίαι Her.; ἑστίας ἄμοιρος Xen.);
5) род, потомство (Γλαύκου Her.);
6) жертвенник, алтарь, святилище (βούθυτος Soph.): ἑ. βουλαία Aeschin. алтарь в βουλή; γᾶς μεσόμφαλος ἑ. Eur. срединное святилище земли, т. е. алтарь Аполлона в Дельфах; ἡ κοιντὴ ἑ. Arst., Polyb., Plut.; общий алтарь (служивший местом собраний пританеев, убежищем для искавших защиты и пр.);
7) центр, средоточие (ἑ. καὶ μητρόπολις Diod.; перен. ἑ. ἤθους Plut.): ἀφ᾽ ἑστίας ἄρχεσθαι погов. Arph., Plat.; начинать с середины, т. е. с главного.