πλευρά

From LSJ
Revision as of 06:49, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλευρά Medium diacritics: πλευρά Low diacritics: πλευρά Capitals: ΠΛΕΥΡΑ
Transliteration A: pleurá Transliteration B: pleura Transliteration C: plevra Beta Code: pleura/

English (LSJ)

ᾶς, ἡ,

   A = πλευρόν, rib, rare in sg., βοὸς π. Hdt.4.64; παρὰ τὴν π. ἑκάστην Arist.HA513b29: pl., ribs, Id.PA654b35.    2 pl., generally, side of a man or animal, ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕπτιος Il.24.10; of both sides, ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους 23.716; οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται 20.170, cf. Hes.Sc.430, A.Pr.71, Eu.843 (lyr.): sg., also, of one side, S.OC1260, Aj.834, etc.; a side of beef, etc., PCair.Zen.381.5 (iii B.C., written πλερά): the pl. form is v.l. in E.Hec.826.    II side, of things and places, νηὸς πλευραί Thgn.513; χωρίου Pl.Sis.388e; [Πακτωλοῦ] D.P. 833; of an army, αἱ π. τοῦ πλαισίου X.An.3.4.22, cf. 28, Plu.Mar. 25, etc.; παρὰ π. τινὶ εἶναι Plb.5.26.6; παρὰ π., opp. κατὰ κεφαλήν, IG22.463.72    III Math., side of a triangle or other figure, Antipho Soph.13, Pl.Ti.53d, 54c, etc.: esp.    b side of a rectangle, ib.36c: hence, one factor of any product, Id.Tht.148a, Arist. Metaph.1051a26, Euc.7 Def.17, etc.    c side of a square of cube, and root of a square of cubic number, Id.8.11, 12, Theol.Ar.11; κυβικὴ π. cube root, Ph.Bel.52.4.    d generator of a cone or cylinder, Archim.Sph.Cyl.1.8, 12.

German (Pape)

[Seite 631] ἡ, gew. im plur., die Seiten des menschlichen u. thierischen Leibes, die Rippen, vgl. Arist. H. A. 1, 15; so Hom. vom Löwen οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία μαστίεται, Il. 20, 170; ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕπτιος, Il. 24, 10, u. öfter; immer im plur., wie Hes. Sc. 430; ἡλασε ἐν πλευραῖσι χαλκόν, Pind. N. 10, 70; ἀμφὶ πλευραῖς μασχαλιστῆρας βάλε, Aesch. Prom. 71, auch τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύν.α, Eum. 806; Soph. auch sing., Trach. 678. 922; πλευρὰν διαῤῥήξαντι τῷδε φασγάνῳ, Ai. 821; Eur.; u. in Prosa, Her. 9, 72, κατὰ πλευρὰν ἐπὶ δεξιὰ περιήγαγε Plat. Tim. 36 c. – Bei mathematischen Figuren, bes. beim Quadrat, die Seite, Plat. Tim. 53 d 54 c u. sonst; auch der Factor eines Products. – Die Seite eines Blattes, σελίδων σημάντορα πλευρῆς, der Bleistift, Philp. 17 (VI, 62). – Bei K. S. auch die Ehegattinn, vgl. Jac. A. P. p. 418.

Greek (Liddell-Scott)

πλευρά: -ᾶς, ἡ, = πλευρόν, Λατ. costa, λίαν σπάνιον ἐν τῷ ἑνικ., πλ. βοὸς Ἡρόδ. 4. 64· παρὰ τὴν πλ. ἑκάστην Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ―παρὰ τοῖς Χριστ. ποιηταῖς, σύζυγος, Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 418· ―πληθ., τὰ πλευρά, Λατ. costae, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 8, κ. ἄλλ. 2) ἐν τῷ πληθ., καθόλου, τὰ πλευρὰ ἀνθρώπου ἢ ἄλλου ζῴου, ἄλλοτ’ ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ’ αὖτε ὕπτιος Ἰλ. Ω. 10· ὡσαύτως ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους Ψ. 716· οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται Υ. 170, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 430· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 9. 72, Αἰσχύλ. Πρ. 71, Εὐμ. 843· ― ἐν τῷ ἑνικ., ὡσαύτως, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Σοφ. Ο. Κ. 1260, Αἴ. 834 κτλ.· μάλιστα ὁ Elmsl ἐν Εὐρ. Ἡρακλ. 824 νομίζει ὅτι οἱ Τραγικ. ἐχρῶντο τῷ θηλ. τύπῳ μόνον ἐν τῷ ἑνικ. καὶ ἀντὶ τοῦ πληθ. πλευραί, πλευραῖς, κτλ., προτιμᾷ τὴν γραφὴν πλευρὰ (τά), πλευροῖς, κτλ., πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 820, Ὀρ. 217. ΙΙ. τὰ πλευρά, ἐπὶ πραγμάτων ἢ τόπων, πλευραὶ νηὸς Θέογν. 513· χωρίου, ποταμοῦ Πλάτ. Σίσυφ. 388Ε, Διον. Π. 833· ἐπὶ στρατοῦ, αἱ πλ. τοῦ πλαισίου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 22, 28, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 25, κτλ.· ― κατὰ πλευρὰν Πλάτ. Τίμ. 36C· παρὰ πλ. τινι εἶναι, μένειν Πολύβ. 5. 26, 6, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τοῖς Μαθ., ἡ πλευρὰ τριγώνου ἢ ἄλλου σχήματος, Πλατ. Τίμ. 53D, 54C, κτλ. 2) ἡ πλευρὰ ὀρθογωνίου, καὶ ἀκολούθως ὁ ἕτερος τῶν παραγόντων γινομένου τινός, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 148Α, Εὐκλείδ. 7. 17, κτλ. 3) ἡ πλευρὰ τετραγώνου ἢ κύβου καὶ ἡ ῥίζα τετραγωνικοῦ ἢ κυβικοῦ ἀριθμοῦ, ὁ αὐτ. 8. 11 καὶ 12. IV. ἡ σελὶς βιβλίου, ὡς τὸ Γερμαν. Seite, Ἀνθ. Π. 6. 62. ― Πρβλ. πλευρόν.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
côté, flanc ; côté ou flanc d’une armée ; t. de math. côté d’un triangle.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê famille de *pel-, avec idée de « étendre, étendue ».

English (Strong)

of uncertain affinity; a rib, i.e. (by extension) side: side.

English (Thayer)

πλευρᾶς, ἡ, from Homer (who always uses the plural) down; the side of the body: Acts 12:7.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. το πλευρό
2. καθένα από τα επιμήκη τοξοειδή οστά, κοίλα προς τα μέσα, τα οποία σχηματίζουν, μαζί με τους θωρακικούς σπονδύλους και το στέρνο, το κύτος του θώρακα (α. «κάταγμα στην τρίτη δεξιά πλευρά» β. «τείνουσι παρά τε τὴν πλευράν ἑκάστην φλεβία», Αριστοτ.)
3. το πλάγιο μέρος οποιασδήποτε επιφάνειας (α. «στην αριστερή πλευρά του χωριού» β. «στη δεξιά πλευρά του αεροπλάνου» γ. «νηὸς [πρὸς] πλευρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ θήσομεν ἡμεῑς», Θέογν.)
4. μαθημ. κάθε ευθεία που περιορίζει ένα επίπεδο σχήμα (α. «πλευρά τριγώνου» β. «πλευρά γωνίας»)
5. κάθε επίπεδη επιφάνεια στερεού σχήματος, έδρα («πλευρές του κύβου»)
νεοελλ.
1. μτφ. ὁψη, άποψη ενός θέματος («το πρόβλημα εξετάστηκε προσεκτικά από κάθε πλευρά»)
2. (γεωδ.) η ευθεία που ενώνει δύο τριγωνομετρικά σημεία του δικτύου
3. φρ. α) «γνήσιες πλευρές»
ανατ. οι πλευρές, τα οστά που συνάπτονται με το στέρνο
β) «νόθες πλευρές»
ανατ. οι πλευρές που συνάπτονται έμμεσα η καθεμιά με την αμέσως υπερκείμενη
γ) «αυχενικές πλευρές» ιατρ. ανωμαλία στη διάπλαση τών οστών τών πλευρών, κατά την οποία μια πλευρά εκτείνεται πλάγια από τον έβδομο αυχενικό σπόνδυλο προς το επάνω μέρος του στέρνου
δ) «από τη δική μου πλευρά» — από εμένα, εκ μέρους μου
μσν.-αρχ.
(με αρχική αναφορά στην Εύα)
η σύζυγος
αρχ.
1. μαθημ. α) ο ένας από τους παράγοντες γινομένου
β) τετραγωνική ή κυβική ρίζα αριθμού
2. σελίδα βιβλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, οι λ. πλευρά / πλευρόν (< πλε-Fαρ) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pelᾱ- / pel- «απλώνω, εκτείνω» (πρβλ. παλάμη, πέλαγος, πλαξ κ.λπ.) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο, και εμφανίζουν επίθημα -Fαρ- / -wer, όπως και οι λ. νευρά / νεῦρον (< sne-wer-). Από τη λ. πλευρά παράγεται το τοπωνύμιο Πλευρών με το εθνικό Πλευρώνιος, τα οποία μαρτυρούνται και στη Μυκηναϊκή στους τ. pereuronade = Πλευρώναδε και pereuronijo = Πλευρώνιος.
ΠΑΡ. πλευρικός, πλευρίς, πλευρίτης, πλευρίτις(-ίτιδα), πλεύρωμα
αρχ.
πλευριαίος, πλευρίον, πλευρισμός, πλευρόθεν
νεοελλ.
πλευρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) πλευροκοπώ
αρχ.
πλευροειδώς, πλευροπριστήρ, πλευροτυπής
μσν.
πλευρογέννητος, πλευρόμητρος πλευροπάτωρ, πλευρότρωτος, πλευροφυής
νεοελλ.
πλευρεκτομή, πλευροβράγχιο, πλευροδυνία, πλευρόκοκκος, πλευρολυσία, πλευρομίτωση, πλευρόνηκτος, πλευρόνημα, πλευροπνευμονία, πλευρόπονος, πλευρόσιγμα. (Β' συνθετικό) αμφίπλευρος, ανισόπλευρος, άπλευρος, δεκάπλευρος, δίπλευρος, εξάπλευρος, επτάπλευρος, ετερόπλευρος, ισόπλευρος, μονόπλευρος, οκτάπλευρος, πεντάπλευρος, πολύπλευρος, τετράπλευρος, τρίπλευρος
αρχ.
αντίπλευρος, αρτιόπλευρος, ατερόπλευρος, βαθύπλευρος, βούπλευρος, διπλασιόπλευρος, έκπλευρος, έμπλευρος, ερίπλευρος, εύπλευρος, ημίπλευρος, ισοπληθόπλευρος, λευκόπλευρος, μεγαλόπλευρος, περίπλευρος, στρογγυλόπλευρος, σύμπλευρος, τανύπλευρος, χαλκόπλευρος, χρυσόπλευρος
νεοελλ.
διάπλευρος, ολόπλευρος, παράπλευρος].

Greek Monotonic

πλευρά: -ᾶς, ἡ = πλευρόν,
I. πλευρά, Λατ. costa, σε Ηρόδ.· κυρίως στον πληθ., τα πλευρά, οι πλευρές, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· στον ενικ. επίσης, από το μέρος κάποιου, σε Σοφ.
II. τα πλευρά, λέγεται για πράγματα και τόπους, πλευραὶ νηός, σε Θέογν.· χωρίου, ποταμοῦ, σε Πλάτ.· λέγεται για στράτευμα, αἱ πλευραὶ τοῦ πλαισίου, σε Ξεν.
III. σελίδα βιβλίου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πλευρά: ион. πλευρή
1) ребро (βοός Her.);
2) (преимущ. pl.) бок: ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος Hom. лежа на одном или на другом боку;
3) сторона (τοῦ πλαισίου Xen.; τοῦ τριγώνου Plat.);
4) фланг (ἡ δεξιὰ π. Xen.);
5) край, окраина (αἱ πλευραὶ τῶν χωρίων Plat.);
6) страница (σελίδων π. Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλευρά -ᾶς, ἡ, Ion. πλευρή anat. rib, zijde, meestal plur. overdr. zijde, flank:. αἱ πλευραὶ τοῦ πλαισίου de flanken van het carré Xen. An. 3.4.22. wisk. zijde, van een driehoek, Antiphon B 13.45, van een rechthoek. Plat. Tim. 36c.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: rib(s), side of the body, metaph. side of an area, of a geometrical figure, flank of an army (Il.).
Other forms: usu. pl. -αί; -όν, usu. pl. n.
Compounds: Very often as 2. member, e.g. περί-πλευρος going around the ribs, covering the sides (E. in lyr.).
Derivatives: Dimin. πλευρ-ία pl. (Hp., Delph. inscr.), -ιάς f. side of an area (Tab. Heracl.; after πεδι-άς a.o.; cf. Chantraine Form. 354); -ιαῖος situated at the sides (Boeot. inscr.), -ικός belonging to the ribs (sch.); -ίτης m. connected to the ribs, designation of a bone of the spine (Poll.), -ῖτις (νόσος) f. pleurisy (Hp., Ar.), also as pl.name = σκόρδιον (Ps.-Dsc.; because of the working, cf. Redard 75); -ώματα n. pl. = πλευρά (A.; poetic enlargement, Chantraine Form. 186); -ισμός m. meaning unclear, dam? (pap.); -ών, -ῶνος m. Aetol. PlN (Β 639 a.o.), Krahe ZONF 8, 159. -- Hypostasis παρα-πλευρ-ίδια n. pl. side-armors (X., Arr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like νευρά a.o., so to be enalysed in πλε-υρ-ά, -όν (Benveniste Origines 112 f.). Without certain explanation. If origin. side, one would like with Benveniste l.c. to connect with the root pelā- broaden (πέλαγος, πλάξ, παλάμη a.o.). If however, what is much more probable, prop. rib, this etymology is is irrelevant. Or prop. "what belongs at the side (*πλῆ-Ϝαρ)"? -- Older hypotheses in Bq (rejected).