θρόνος
English (LSJ)
ὁ,
A seat, chair, Od.1.145, Ath.5.192e, PMasp.6 ii 63 (vi A.D.), etc. 2 throne, chair of state, θ. βασιλήϊος Hdt.1.14, cf. X. HG1.5.3, etc.; Ζηνὸς ἐπὶ θρόνον Theoc.7.93: metaph., Pl.R.553c: pl., ἐν θρόνοις ἥμενοι A.Ch.975; ἐκ τυραννίδος θρόνων τ' ἄϊστον ἐκβαλεῖν Id.Pr.910; Διὸς θρόνοι S.Ant.1041, cf. Ar.Av.1732; king's estate or dignity, σκῆπτρα καὶ θρόνους S.OC425, cf.448; [γῆς] κράτη τε καὶ θρόνους νέμω Id.OT237, cf. Ant.166, etc.; in the Prytaneum, τῷ [Ἀπόλλωνι] θ. ἐξελεῖν IG12.78. 3 oracular seat of Apollo, E.IT1254, 1282 (both lyr.); μαντικοὶ θ. A.Eu.616, etc. 4 chair of a teacher, Pl. Prt.315c, Philostr.VS2.2, Lib.Ep.819, AP9.174 (Pall.). 5 judge's bench, Plu.2.807b, Him.Ecl.10.9, 13.16. 6 Astrol.,= ὕψωμα, PMich. in Class.Phil.22.22(pl.). b favourable combination of planetary positions, Ptol.Tetr.51. II a kind of bread, Neanth.1 J. III name of a lozenge, Paul.Aeg.3.42,7.12.
German (Pape)
[Seite 1220] ὁ (θρα, vgl. θρᾶνος, θρῆνυς), Sessel, nach Ath. V, 192 e ἐλευθέριος καθέδρα σὺν ὑποποδίῳ; bei Hom. ein Stuhl, an dem ein Schemel für die Füße, θρῆνυς, befestigt ist; nicht verschieden von κλισμός, vgl. Iliad. 24, 515 mit vs. 597; Odyss. 1, 145 ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, Homerische Parallelie, dasselbe zweimal gesagt mit verschiedenen Worten. – Der Sitz der Götter, παρὰ Διὸς θρόνοις Aesch. Eum. 220; Soph. Ant. 1028; bei Ἄρτεμιν, ἃ κυκλόεντ' ἀγορᾶς θρόνον θάσσει, O. R. 161, kann auch der Tempel gedacht werden; Πλούτωνος Ar. Ran. 769; Ἀνάγκης Plat. Rep. X, 621 a, an Richterstuhl zu denken; Ἀπόλλωνος θρόνοι Pind. Ol. 14, 11. – Bei den Tragg. im plur. Herrschaft, wie wir "Thron" gebrauchen, ἐν θρόνοις ἧσθαι Aesch. Ch. 969, wie 565; ἐκ τυραννίδος θρόνων ἐκβαλεῖν Prom. 912; μονόσκηπτροι Suppl. 369; σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχειν, κραίνειν, Soph. O. C. 426. 449; θρόνων δεσπόζειν Tr. 362. – Auch μαντικοὶ θρόνοι, Aesch. Eum. 586, vom Orakel, wie ἀψευδὴς θρ. Eur. I. T. 1221. Vom Königsthrone, Xen. öfter im sing.; Sp. von der Rednerbühne u. Aehnlichem. – Uebertr., wie bei uns, θάρσος εὐπιθὲς ἵζει φρενὸς θρόνον Aesch. Ag. 956; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ Plat. Rep. VIII, 553 b. – Bei Ath. III, 111 d Name eines Brotes.
Greek (Liddell-Scott)
θρόνος: ὁ, (θράω), κάθισμα, ἕδρα, συχν. παρ’ Ὁμ. ὡς κάθισμα καὶ ἐπὶ θεῶν καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων· οἱ καθήμενοι ἐπ’ αὐτοῦ εἶχον καὶ ὑποπόδιον (θρῆνυν), πρβλ. Ἀθήν. 192Ε· συχνάκις ἐκοσμεῖτο διὰ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου χρύσεος, ἀργυρόηλος, ὡσαύτως ἥπλωνον ἐπ’ αὐτῶν τάπητας, χλαίνας, ῥήγεα, κώεα· πρβλ. ἵζω, κτλ. 3) βραδύτερον, θρόνος ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς σημασίᾳ, ἕδρα ἀξιώματος, ἀρχῆς, βασιλείας, θρ. βασιλήιος Ἡρόδ. 1. 14· καὶ μόνον, Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 3, κτλ.· Ζανὸς ἐπὶ θρόνον Θεόκρ. 7. 93· ἐν τῷ πληθ., θρόνοις ἦσθαι Αἰσχύλ. Χο. 975· ἐκ τυραννίδος θρόνων ἐκβαλεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 910· πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1041, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1732. - ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως τὸ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως, ἡ βασιλεία, ὃς νῦν σκῆπτρα καὶ θρόνοις ἔχει Σοφ. Ο. Κ. 425, 448· γῆς κράτη τε καὶ θρόνους νέμω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 237, πρβλ. Ἀντ. 166, κτλ. 3) τὸ μαντικὸν κάθισμα τοῦ Ἀπόλλονως ἢ τῆς Πυθίας, Εὐρ. Ι. Τ. 1251, 1282· μαντικοὶ θρ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 616, κτλ. 4) ἡ ἕδρα διδασκάλου, Λατ. cathedra, Πλάτ. Πρωτ. 315C, Ἀνθ. Π. 9. 174, κτλ. 5) δικαστικὴ ἕδρα, Πλούτ. 2. 807Β. 6) ἕδρα ἐπισκ., Ἐκκλ. ΙΙ. εἶδος ἄρτου, Νεάνθ. παρ’ Ἀθην. 111D.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sorte de haut fauteuil;
2 trône pour les rois ou les dieux ; fonction ou dignité royale;
3 siège de la Pythie ou du dieu qui rend les oracles;
4 siège de juge.
Étymologie: R. Θρα, être assis ; cf. θρῆνυς, *θράω.
English (Autenrieth)
arm-chair, with high back and foot-stool; cushions were laid upon the seat, and over both seat and back rugs were spread. (See cut, under ἄμπυξ. Cf. also Nos. 105, 106, where two chairs, from Assyrian and Greek originals, are represented.)
English (Slater)
θρόνος
1 throne πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον (O. 2.77) χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους (sc. Χάριτες) (O. 14.11) “σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκας” (P. 4.152)
Spanish
English (Strong)
from thrao (to sit); a stately seat ("throne"); by implication, power or (concretely) a potentate: seat, throne.
English (Thayer)
θρόνου, ὁ (ΘΡΑΩ to sit; cf. Curtius, § 316) (from Homer down), the Sept. for כִּסֵּא, a throne, seat, i. e. a chair of state having a footstool; assigned in the N. T. to kings, hence, by metonymy, for kingly power, royalty: Judges , equivalent to tribunal or bench (Plutarch, Mark , p. 807b.): θηρίον): θρόνος is used by metonymy, of one who holds dominion or exercises authority; thus in plural of angels: Lightfoot at the passage).
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑΜ θρόνος)
1. πολυτελές κάθισμα με βραχίονες, με υποπόδιο και με ερεισίνωτο, για ανώτατους άρχοντες, βασιλείς, ηγεμόνες, εκκλησιαστικούς ή άλλους αξιωματούχους (α. «ο θρόνος του Διός» β. «βασιλικός θρόνος» γ. «πατριαρχικός θρόνος»)
2. μτφ. α) η βασιλεία, η ηγεμονία, η δυναστεία
β) ο βασιλιάς, ο ηγεμόνας («διάγγελμα του θρόνου»)
γ) το αξίωμα και η περιφέρεια πατριάρχη ή επισκόπου
3. (αλληγορικά) η βασιλεία του θεού στον κόσμο
4. στον πληθ. οἱ θρόνοι
εκκλ. τάξη αγγέλων που ανήκουν μετά τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ στην πρώτη ιεραρχία
μσν.
1. έδρα της βασιλικής ή της εκκλησιαστικής εξουσίας, πρωτεύουσα
2. βασίλειο, κράτος
3. ονομασία ρόμβου
αρχ.
1. το μαντικό κάθισμα του Απόλλωνος ή της Πυθίας
2. έδρα δασκάλου
3. (εκκλ. για τον Σατανά) κυριαρχία, κράτος
4. άνοδος αστέρα στον ορίζοντα
5. ευοίνωνος συνδυασμός πλανητικών θέσεων
5. ονομασία είδους ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρόνος εμφανίζει το ίδιο επίθημα -όνος με τα κλ-όνος, χρ-όνος κ.ά. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dher- «υποβαστάζω, φέρω», που απαντά στον αρχ. ινδ. παρακμ. dadhāra (ελλ. τέθορα). Πρβλ. επίσης και εν-θρ-είν
φυλάσσειν (Ησύχ.). Η λ. θρόνος στον Όμηρο σήμαινε «ψηλό κάθισμα πλούσια διακοσμημένο» που προοριζόταν για τους θεούς ή τους άρχοντες (έτσι χρησιμοποιήθηκε ως δάνειο και σε ορισμένες νεώτερες ευρωπ. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. throne, γαλλ. trone). Τη σημ. αυτή διατήρησε μέχρι σήμερα, ενώ η υποκοριστική σημ. της λ. αποδίδεται στην Αρχαία με τη λ. θρανίον, η οποία όμως βαθμηδόν αποσυνδέθηκε από το θρόνος και προσέλαβε στη Νέα Ελληνική τη σημ. του απλού καθίσματος και την ειδικότερη του καθίσματος τών μαθητών.
ΠΑΡ. θρονίζω
αρχ.
θρόνιον, θρονούμαι
μσν.- νεοελλ.
θρονί(ον), θρονιάζω, θρονίς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θρονοποιός. (Β' συνθετικό) ομόθρονος, πρωτόθρονος, σύνθρονος
αρχ.
αγλαόθρονος, αργυρόθρονος, αρχίθρονος, δίθρονος, εύθρονος, λιπαρόθρονος, ποικιλόθρονος, τρίθρονος, υψίθρονος, χρυσόθρονος.
(II)
θρόνος, τὸ (Μ)
(φρ)
«τοῦ οὐρανοῡ τὰ θρόνη» — ο παράδεισος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρόνος, ο, με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
θρόνος: ὁ (*θράω),
1. κάθισμα, καρέκλα, σε Όμηρ.· θρόνος, κάθισμα εξουσίας, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ. επίσης, ο θρόνος, δηλ. το αξίωμα του βασιλιά, η βασιλεία, σε Σοφ.
2. το μαντικό αξίωμα του Απόλλωνα και της Πυθίας, σε Αισχύλ., κ.λπ.
3. η έδρα του δασκάλου, Λατ. cathedra, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
θρόνος: ὁ
1) высокое сидение, седалище, кресло (κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.);
2) тж. pl. трон, престол (βασιλήϊος Her.; Διὸς Aesch.; τοῦ Πλούτωνος Arph.): Ἄρτεμις, ἃ θρόνον εὐκλέα θάσσει Soph. Артемида, которая восседает на славном престоле;
3) перен., преимущ. pl. престол, царская власть; θρόνοι μονόσκηπτροι Aesch. самодержавная власть; κράτη θρόνων Soph. царские повеления; (ἡ γῆ), ἧς ἐγὼ κράτη τε καὶ θρόνους νέμω Soph. страна, полная власть над которой принадлежит мне;
4) (тж. μαντικοὶ θρόνοι Aesch.) седалище прорицателя (ἀψευδής Eur.);
5) кресло учителя, кафедра (Ἱππίας ὁ Ἠλεῖος, ὁ ἐν θρόνῳ καθήμενος Plat.);
6) судейское кресло Plut.;
7) местопребывание, средоточие (ὁ θ. ὁ ἐν τῇ ψυχῇ Plat.; φρενὸς θ. Aesch.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: throne, seat, also chair of state, judge's seat.
Dialectal forms: Myc. tono, toronowoko
Compounds: Compp., e. g. χρυσό-θρονος with golden throne (Il.)
Derivatives: Diminutives θρονίς f. (Them.), θρόνιον (EM, Ptol.); further θρονίτης (cod. -τις) πρώτιστος H. (cf. Redard Les noms grecs en -της 24); θρονιτικός throne-like (Sidyma); denomin. verb θρονίζομαι be placed on the throne (LXX) with θρονιστής enthroner (liter. pap.), θρονισμός enthronisation (D. Chr. ); also θρόνωσις id. (Pl. Euthd. 277d; as Rite of the Corybantes) as if from *θρονόομαι; cf. Chantraine Formation 279; on the facts v. Wilamowitz Glaube 2, 187.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like κλ-όνος (from κέλομαι(?); cf. also χρόνος and Κρόνος), from a verb hold, support, bear, seen e. g. in Skt. perf. dādhā́ra (would be Gr. *τέ-θορ-α), in the athem. root aor. dhr̥-thās (2. sg.), perhaps also in ἐν-θρ-εῖν φυλάσσειν H. (s. θρησκεύω); θρόνος would then be prop. "supporter, bearer". Greek relatives are: θόρναξ ὑποποδιον. Κύπριοι. η ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἐν τῃ̃ Λακωνικῃ̃ H., prob. for *θρόναξ through metathesis and so directly derived from θρόνος. Forms with θρα- are too far away: θρή-σασθαι with θρᾶ-νος (s. v.), θρῆ-νυς; θρά-σκω with θρησκεύω (s. v.); there is no indication that they have enything to do with θρόνος. - Representatives in other languages, e. g. Lat. ferē, frētus, firmus , Skt. caus. dhāráyati, dhárma- right, custom, dháraṇa- holding, give nothing new for Greek. More forms Pok. 252f., W.-Hofmann s. firmus, ferē, Mayrhofer s. dhāráyati. - However, Greek has no forms in -ον-ος, only -ων, -ων-ος and -ων, -ον-ος (Chantr. Form. 159ff); there is no certain instance of IE -ον-ος (as opposed to roots with o-vocalism, like βρόμ-ος); on the other hand most Greek words in -ον-ος are suspected to be of Pre-Greek origin; also there is no word for chair derived from the root *dher- (Pok. 252f, nor is there any Greek substantive which is certainly derived from this root (Pok. 252). So we can be rather certain that this word is Pre-Greek.
Middle Liddell
θρόνος, ὁ, [*θράω
1. a seat, chair, Hom.: a throne, chair of state, Hdt., attic:—in pl. also, the throne, i. e. the king's estate or dignity, Soph.
2. the oracular seat of Apollo or the Pythia, Aesch., etc.
3. the chair of a teacher, Lat. cathedra, Plat.